Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 15)

Κίρα

Η κλαγγή του ατσαλιού αντηχούσε στον ανοιχτό χώρο καθώς τα δυο κορίτσια διασταύρωναν τα ξίφη τους στον αέρα.

«Να μένεις πάντα πίσω από το σπαθί σου» της είπε η Ορόρα.

Είχαν βγει έξω από το κάστρο και εξασκούνταν στο μικρό κτήμα με τις μηλιές έξω από τα τείχη. Ήταν όμορφο μέρος και ήσυχο. Είχαν βγει κοντά στο μεσημέρι και τώρα το ηλιοβασίλεμα έβαφε τα σύννεφα με τις απαλές αποχρώσεις του μοβ, του ροζ και του πορτοκαλί. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως είχαν περάσει τόσες ώρες. Η εξάσκηση τη βοηθούσε να αποσπάσει το μυαλό της από τις σκέψεις για τον τσακωμό με τον Ντέβαν.

Προσποιήθηκε πως σκόπευε ένα χτύπημα στον ώμο της Ορόρα, αλλά τελευταία στιγμή έστρεψε το σπαθί προς τον κορμό της. Η Ορόρα προέβλεψε την κίνηση και την απέκρουσε με ευκολία. Όλοι είχαν συμφωνήσει πως ήταν καλύτερα να μάθει να υπερασπίζεται τον εαυτό της. Η Ορόρα ήταν εξαιρετική ξιφομάχος και δεν την πίεζε. Η Κίρα ένιωθε υπερήφανη κάθε φορά που απέφευγε ή απέκρουε ένα χτύπημα. Σε αντίθεση με τις επιθετικές κινήσεις του Ντέβαν, που αποσκοπούσαν μόνο στη λήξη της μάχης, ο τρόπος που ξιφομαχούσε η Ορόρα ήταν σαν να χόρευε. Οι κινήσεις της ήταν ρευστές σαν νερό. Πώς μπορούσε κάποιος να κάνει τη ξιφομαχία να φαίνεται σαν κάτι κομψό και εκλεπτυσμένο;

«Θα είσαι πιο μικροκαμωμένη από τους περισσότερους αντιπάλους σου, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Θα είσαι και πιο γρήγορη, άρα μπορείς να κερδίσεις το πλεονέκτημα αν κινηθείς έξυπνα». Ένα απότομο χτύπημα έστειλε το σπαθί της Κίρα αρκετά μέτρα πιο πέρα πάνω στο χορτάρι. Η κοπέλα έπιασε τον καρπό της και καταράστηκε σιγανά.

«Ίσως πρέπει να σου βρούμε ένα πιο ζυγιασμένο σπαθί που θα ισορροπεί καλύτερα στο χέρι σου» είπε σκεπτικά η Ορόρα.

«Καλή ιδέα» αποκρίθηκε η Κίρα τρίβοντας τον καρπό της και πήγε να σηκώσει το σπαθί της.

«Μη σκύβεις!» την επέπληξε η Ορόρα και με αξιοθαύμαστη ταχύτητα βρέθηκε δίπλα της και σήκωσε το σπαθί από το έδαφος.

Η Κίρα στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια της.

«Ηρέμησε, είναι πολύ νωρίς ακόμα». Η κοιλιά της ούτε καν φαινόταν κάτω από τον κορσέ και τις στρώσεις υφάσματος του φορέματός της, κι όμως ο Ντέβαν και η Ορόρα την αντιμετώπιζαν σαν να ήταν φτιαγμένη από γυαλί. Η Κίρα ήθελε να τους φωνάξει πως το γεγονός ότι περίμενε παιδί δε σήμαινε πως έπρεπε και να την αντιμετωπίζουν σαν παιδί, αλλά δεν το έκανε. Ήταν ο τρόπος τους να δείξουν πως νοιάζονταν πραγματικά για εκείνη. Ε, λοιπόν, αυτό δεν το έκανε λιγότερο εκνευριστικό…

«Τι έγινε με τη Νερίσσα;» ρώτησε. Η νεαρή ξαδέλφη των Ντρόγκομιρ δεν είχε και την πιο φιλική συμπεριφορά απέναντί της αλλά δεν έπαυε να ήταν ο λόγος που ήταν ακόμα ζωντανή. Αν δεν είχε σκοτώσει τον Κλάους, τώρα δε θα βρισκόταν εκεί. Ούτε εκείνη ούτε το παιδί της…

«Ο άρχοντας-πατέρας μου της έδωσε χάρη» απάντησε η Ορόρα και πήγε προς ένα νεαρό δέντρο κάτω από τον κορμό του οποίου είχε αφήσει τα πράγματά τους. Τύλιξε τα δυο σπαθιά μέσα σε ένα πορφυρό ύφασμα.

«Θα έπρεπε να το περιμένουμε. Δε θα το διακινδύνευε να χάσει μια ανιψιά με πλήρη ικανότητα μεταμόρφωσης. Αν είχε λυθεί η κατάρα, θα ήταν διαφορετικά, αλλά όχι τώρα».

Το χέρι της Κίρα πήγε ασυναίσθητα στην κοιλιά της.

«Και τώρα τι θα της συμβεί;»

Έβαλε τα σπαθιά μέσα σε έναν μακρύ καφετί σάκο και έβγαλε από μέσα κάτι άλλο.

«Τίποτα» αποκρίθηκε απλά. «Θα παραμείνει στον Οίκο. Η κατάσταση θα είναι άσχημη, κυρίως με τον Έντγκαρ και τον Κάσρελ, όμως αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να το αποδεχτούν».

Τα γαλάζια μάτια της έπεσαν πάνω στο χέρι της Κίρα και χαμογέλασε στοργικά. «Πώς είναι το ανιψάκι μου σήμερα;»

«Νομίζω πως της αρέσει η ξιφασκία». Κοίταξε την κοιλιά της και χαμογέλασε. Το μωρό ήταν πιο κινητικό σήμερα απ' ότι τις προηγούμενες μέρες.

«Της;» επανέλαβε η Ορόρα. «Έβαλες κάποια μάγισσα να σου πει αν το παιδί είναι αγόρι ή κορίτσι;»

«Όχι, απλά έχω ένα προαίσθημα» είπε και σκέφτηκε ξανά το κοριτσάκι με τις καστανές μπούκλες και τα χρυσά μάτια.

Η Ορόρα την πλησίασε κρατώντας ένα μακρόστενο αντικείμενο τυλιγμένο με ένα μεταξωτό σκούρο κόκκινο ύφασμα. Το έτεινε προς το μέρος της.

«Για 'σένα».

Η Κίρα το πήρε από τα χέρια της. Έλυσε το χρυσό κορδόνι που συγκρατούσε το απαλό ύφασμα και το ξετύλιξε αποκαλύπτοντας ένα μαχαίρι. Ήταν μακρύ, περίπου στο μήκος του μπράτσου της, και κομψό. Η λεπίδα ήταν ελαφρώς κυρτή και το μέταλλο τόσο καλογυαλισμένο που έβλεπε την αντανάκλασή της. Το σκάλισμα στη λαβή την έκανε να χαμογελάσει.

«Ένα δέντρο» είπε και πέρασε τα δάχτυλα της πάνω από το δέντρο με τα ανοιχτά κλαδιά και το πλούσιο φύλλωμα. Παρατηρώντας το πιο προσεχτικά διέκρινε τα μικροσκοπικά φυλλαράκια, ακόμα κι ένα σπουργίτι ανάμεσα στα κλαδιά. Το δέντρο ήταν το οικόσημό του Οίκου των Σέλτιγκαρ, όπως ο δράκος ήταν το οικόσημο των Ντρόγκομιρ.

«Είναι πανέμορφο» είπε κοιτώντας την Ορόρα. «Σε ευχαριστώ».

«Μην ευχαριστείς εμένα, αλλά τον Ντέβαν. Δική του ιδέα ήταν. Πέρασε πολλές μέρες στον σιδερά επιβλέποντάς το, για να είναι σίγουρος ότι το αποτέλεσμα θα σου αρέσει».

Μια έντονη θλίψη απλώθηκε μέσα της, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τη νεαρή Ντρόγκομιρ. Η Ορόρα έπιασε το χέρι της και τα μάτια της έψαξαν το πρόσωπό της.

«Τι συμβαίνει με εσένα και τον αδελφό μου; Γιατί διαφωνείτε συνεχώς;»

«Δεν ξέρω» απάντησε η κοπέλα. «Τον αγαπάω, αλήθεια σου λέω. Ήθελα να είμαι μαζί του όσο τίποτα άλλο όμως...» Σήκωσε τους ώμους της. «Μάλλον δε θέλουμε τα ίδια πράγματα».

«Ο αδελφός μου θέλει εσένα κι εσύ αυτόν. Δεν είναι αρκετό αυτό;»

Δεν είχε απάντηση, οπότε κάρφωσε το βλέμμα της στον ήλιο που έδυε στον ορίζοντα.

«Είναι αργά» είπε η Ορόρα προσπαθώντας να αλλάξει τη συζήτηση, βλέποντας πως το θέμα τη στεναχωρούσε. «Καλύτερα να μπεις μέσα στο κάστρο».

«Δεν είμαι κουρασμένη» διαμαρτυρήθηκε «Μπορούμε να συνεχίσουμε την εξάσκηση».

«Όχι, δεν μπορούμε. Ο ήλιος κοντεύει να δύσει και παρόλο που είμαι εξαιρετική με το σπαθί ακόμα και στο σκοτάδι, προτιμώ να μη διακινδυνεύσω να χάσει κάποια από τις δυο μας κανένα δάχτυλο».

«Σε παρακαλώ» επέμεινε. Δεν ήθελε να μείνει μόνη με τις σκέψεις της. Επειδή κατά βάθος ήξερε πως είχε αδικήσει τον Ντέβαν και δεν το άντεχε αυτό.

Η Ορόρα αναστέναξε δραματικά αλλά υποχώρησε.

«Πολύ καλά. Αλλά όχι με σπαθιά».

«Επειδή βαριέσαι να τα ξετυλίξεις;» της είπε ειρωνικά.

«Κυρίως γι' αυτό». Πήρε το μαχαίρι με το δέντρο από το χέρι της. «Θα σε μάθω να χειρίζεσαι αυτό εδώ. Ένα μαχαίρι είναι πιο χρήσιμο σε μια συμπλοκή όπου ο αντίπαλός σου θα βρίσκεται πολύ κοντά. Περίμενε να πλησιάσει αρκετά, ώστε να μπορείς να καταφέρεις ένα καλό χτύπημα, περίπου σε αυτή την απόσταση». Μετακινήθηκε και στάθηκε περίπου τρία πόδια μακριά της. «Να στοχεύεις στην κοιλιά και να χτυπάς από κάτω προς τα πάνω». Έκανε την κίνηση στον αέρα για να της δείξει «Έτσι έχεις περισσότερες πιθανότητες να χτυπήσεις κάποιο ζωτικό όργανο».

Η Κίρα την παρακολουθούσε με προσοχή.

«Γιατί να μη στοχεύσω την καρδιά;»

Η Ορόρα έστρεψε τη μύτη του μαχαιριού προς το στήθος της. «Το να χτυπήσεις την καρδιά δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Αν το μαχαίρι χτυπήσει το οστό του θώρακα και κολλήσει εκεί θα μείνεις άοπλη. Ειδικά στην περίπτωσή σου που δεν έχεις την απαραίτητη εμπειρία είναι καλύτερα να μην το δοκιμάσεις».

Έκανε μερικά βήματα και σταμάτησε πίσω της. Η Κίρα την ένιωσε να ακουμπάει το χέρι της χαμηλά στην πλάτη της. «Αν ο αντίπαλος σου έχει γυρισμένη την πλάτη, μπορείς να τον τραυματίσεις, αλλά το πιο πιθανό είναι η πληγή να μην είναι θανάσιμη» την άκουσε να λέει. «Προσπάθησε να στοχεύσεις τα νεφρά του, κάτω από τα σημεία που τελειώνουν τα πλευρά». Μετακίνησε το χέρι της για να της δείξει το σημείο.

«Κατάλαβα» αποκρίθηκε. Δεν την ενθουσίαζε η προοπτική να σκοτώσει κάποιον, αλλά ένιωθε καλά ξέροντας πως θα μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της.

«Ωραία» είπε η Ορόρα και της έδωσε πίσω το μαχαίρι. «Και τώρα μπες μέσα. Τη νύχτα πέφτει ψύχρα και δε θα ήθελα να αρπάξεις κανένα κρύωμα».

Η Κίρα την αγκάλιασε και τα δυο κορίτσια αποχαιρετίστηκαν. Παρόλο που είχε μείνει λίγο από το φως της μέρας έξω, το εσωτερικό του κάστρου ήταν ολοσκότεινο. Κράτησε το μαχαίρι που της είχε χαρίσει ο Ντέβαν κρυμμένο μέσα στις πτυχώσεις του φορέματός της. Οι υπηρέτες θα παραξενευόντουσαν αν την έβλεπαν να κυκλοφορεί κρατώντας ένα μαχαίρι, αν και οι διάδρομοι ήταν ασυνήθιστα άδειοι.

Αναρωτήθηκε αν ο Ντέβαν θα ερχόταν απόψε. Περνούσε σχεδόν κάθε βράδυ μαζί της και τις λιγοστές φορές που δεν μπορούσε έστελνε την Ορόρα. Όμως πρώτη φορά είχαν τσακωθεί έτσι. Και του ζήτησες να φύγει, ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της. Ναι, του το είχε ζητήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν θυμωμένη. Τώρα της έλειπε και τον ήθελε δίπλα της, να την κρατήσει στην αγκαλιά του μέχρι να αποκοιμηθεί και να της ψιθυρίζει πόσο την αγαπούσε, όταν νόμιζε ότι εκείνη δεν άκουγε.

Αναστέναξε και έστριψε στον διάδρομο που οδηγούσε στη μεγάλη σκάλα και στο δωμάτιό της. Οι πυρσοί κατά μήκος του τοίχου ήταν σβηστοί. Το κάστρο ήταν πολύ μεγάλο και ήταν λογικό να μην μπορούν να το κρατούν ολόκληρο φωτισμένο διαρκώς, αλλά οι πυρσοί στους κύριους διαδρόμους και τις αίθουσες έπρεπε να είχαν ανάψει εδώ και ώρα. Θα το ξέχασαν, είπε στον εαυτό της, σφίγγοντας περισσότερο το μαχαίρι και διέσχισε τον σκοτεινό διάδρομο.

Κάποιος την έπιασε από πίσω. Η Κίρα πήγε να φωνάξει, αλλά ένα χέρι της έκλεισε το στόμα.

«Μη βγάλεις ήχο» άκουσε μια απειλητική αντρική φωνή στο αυτί της. Γύρισε ελάχιστα το κεφάλι της. Στο μισοσκόταδο μπόρεσε να διακρίνει ότι ο άγνωστος ήταν αρκετά ψηλότερος από εκείνη και το πρόσωπό του κρυβόταν από την κουκούλα ενός μανδύα. Την είχε πιάσει σφιχτά από το μπράτσο. «

Θα έρθεις μαζί μου ήρεμα, κατάλαβες;» Η Κίρα ένευσε καταφατικά. Με το ελεύθερο της χέρι έπιασε γερά τη λαβή του μαχαιριού που έκρυβε στη φούστα του φορέματός της, με την λεπίδα προς τα κάτω. Με μια απότομη κίνηση έστριψε το χέρι της προς τα πίσω και χτύπησε τον άγνωστο στα πλευρά. Ο άντρας έβγαλε μια πονεμένη κραυγή που σχεδόν αμέσως προσπάθησε να καταπνίξει. Η λαβή του χαλάρωσε αρκετά, ώστε η Κίρα να απελευθερωθεί και να τιναχτεί μακριά του. Έτρεξε προς τα πίσω, από εκεί που είχε έρθει, για να δει δυο άλλες φιγούρες να της μπλοκάρουν την έξοδο. Κοίταξε προς την αντίθετη μεριά του διαδρόμου. Ένας τέταρτος άντρας με μανδύα στεκόταν δίπλα σε εκείνον που είχε χτυπήσει με το μαχαίρι, ο οποίος είχε διπλωθεί στα δυο.

«Ποιοι είστε;» απαίτησε να μάθει.

«Δε χρειάζεται να γίνει με τον δύσκολο τρόπο» της είπε ένας από τους δύο στην άκρη του διαδρόμου.

«Ξέρετε ποια είμαι; Θα σας κρεμάσουν όλους που επιτεθήκατε σε μια αρχόντισσα».

Η απειλή της δε φάνηκε να τους τρομάζει. Οι τρεις άντρες -ο τέταρτος είχε πέσει στο πάτωμα- πλησίασαν, σχηματίζοντας ένα κλοιό γύρω της μέχρι που η Κίρα αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει προς τον τοίχο. Ο ένας ξεχώρισε και την πλησίασε περισσότερο.

«Δε χρειάζεται να πάθει κανείς κακό» είπε σαν να μιλούσε σε ένα μικρό παιδί. Με κάθε λέξη έκανε κι ένα βήμα προς το μέρος της.

«Άσε αυτό το μαχαίρι πριν κοπείς».

 Άλλο ένα βήμα. Η Κίρα ένιωθε σαν παγιδευμένο ζώο. Αυτό δεν ήταν ποτέ καλό. Το μόνο που υπήρχε στο μυαλό της ήταν το ένστικτο της επιβίωσης. Αυτός ο άντρας παραβίαζε τον χώρο της. Άλλο ένα βήμα...

 Σήκωσε το χέρι της και κατέβασε με δύναμη το μαχαίρι στο πρόσωπο του αγνώστου από το δεξί μάτι μέχρι το αριστερό μάγουλο.

«Μικρή πόρνη» γρύλισε ο άντρας παραπατώντας προς τα πίσω κρατώντας το ματωμένο πρόσωπό του.

  Ένας από του άλλους την έπιασε και την κόλλησε στον τοίχο, κρατώντας τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της.

«Άφησε με!» ούρλιαξε η Κίρα. Πού ήταν όλοι οι υπηρέτες και οι φρουροί, γιατί δεν ερχόταν κανείς; Πάλευε και χτυπιόταν για να απελευθερωθεί, αλλά ο άγνωστος άντρας ήταν πιο δυνατός από εκείνη. Κρατώντας γερά το χέρι της που κρατούσε το μαχαίρι το χτύπησε με δύναμη πάνω στον τοίχο. Μια σουβλιά πόνου διαπέρασε τον καρπό της και τα δάχτυλα της άνοιξαν. Το μαχαίρι με το δέντρο έπεσε στο πέτρινο δάπεδο.

Εκείνος με το ματωμένο πρόσωπο πλησίασε και τη χαστούκισε τόσο δυνατά που έχασε την ισορροπία της. Το κεφάλι της συγκρούστηκε με το σκληρό πάτωμα. Τα αυτιά της βούιζαν και μαύρες κουκκίδες άρχισαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια της.

Ένας από τους αγνώστους γονάτισε δίπλα της βγάζοντας ένα σκοινί από τη ζώνη του. Έπιασε τα χέρια της και τα έδεσε πίσω από την πλάτη της.

«Κάνε γρήγορα πριν μας αντιληφθεί κανείς» είπε ένας άλλος.

«Μείνε μακριά της!» άκουσε τη φωνή της Ορόρα. Η φωνή της έμοιαζε να έρχεται από πολύ κοντά και από πολύ μακριά ταυτόχρονα. Μετά το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν ο ήχος του ατσαλιού που χτυπούσε πάνω σε ατσάλι και τις κραυγές πόνου των ετοιμοθάνατων αντρών.

Το μωρό της, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί. Έπρεπε να προστατεύσει το μωρό της. Αλλά πώς θα το προστάτευε, αφού δεν μπορούσε καν να δώσει εντολή στο σώμα της να σηκωθεί από το κρύο πάτωμα; Η Ορόρα βρέθηκε δίπλα της χωρίς να το καταλάβει.

«Κίρα;» είπε ανήσυχα και άγγιξε το πρόσωπό της. «Κίρα, με ακούς;»

Την άκουγε αλλά δεν μπορούσε να της το πει. Η μορφή της ξεθώριαζε μέσα στο σκοτάδι, καθώς άρχιζε να χάνει την αίσθηση του περιβάλλοντος γύρω της. Το τελευταίο που είδε πριν χάσει τις αισθήσεις της ήταν το περίγραμμα ενός πτώματος στη μέση του σκοτεινού διαδρόμου.

Φαίη