Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 16)

Ντέβαν

Προσγειώθηκε στο μεγάλο πέτρινο μπαλκόνι έξω από το υπνοδωμάτιο της Κίρα και πήρε ξανά την ανθρώπινη μορφή του, νιώθοντας τη δυσάρεστη αίσθηση των οστών του που αναδιαμορφώνονταν, για να σχηματίσουν ανθρώπινα άκρα και χαρακτηριστικά. Όταν ήταν μικρότερος δεν το ένιωθε καθόλου, αλλά γινόταν όλο και πιο ενοχλητικό καθώς μεγάλωνε. Όλο το απόγευμα προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως έπρεπε να κρατήσει μια απόσταση για λίγες μέρες από την Κίρα, ώστε να έχουν και οι δυο χρόνο για να σκεφτούν πιο καθαρά και να αποφασίσουν τι πραγματικά ήθελαν. Όμως δεν μπόρεσε να μείνει πιστός στην απόφασή του για παραπάνω από μερικές ώρες, έπρεπε άλλωστε να το περιμένει αυτό από τον εαυτό του.

Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά την ίδια κιόλας στιγμή που πάτησε στο μπαλκόνι. Ως Μεταμορφιστής -και μάλιστα ως κάποιος που μπορούσε να πάρει μορφή δράκου- όλες οι αισθήσεις του, όραση, όσφρηση, ακοή ήταν οξυμένες. Οι μπαλκονόπορτες του δωματίου της Κίρα ήταν ανοιχτές και οι κουρτίνες χόρευαν στον αέρα. Μια έντονη μεταλλική οσμή ερχόταν μέσα από το δωμάτιο.

Αίμα!

Ο Ντέβαν έτρεξε μέσα ακούγοντας την καρδιά του να βροντοχτυπά στα αυτιά του από τον φόβο.

Η Κίρα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μάτια της κλειστά και η Ορόρα ήταν γονατιστή στο πάτωμα δίπλα της. Έτρεξε κοντά τους με χίλιες απαίσιες σκέψεις να περνούν από το μυαλό του. Τα μάτια του εστίασαν στην Κίρα. Ο δεξιός καρπός της ήταν τυλιγμένος με ένα λινό επίδεσμο και υπήρχε μια ανοιχτή πληγή στο μέτωπο της κοντά στις ρίζες των μαλλιών της, αν και κάποιος είχε καθαρίσει το τραύμα.

«Τι συνέβη;» είπε νιώθοντας τον πανικό να τον καταλαμβάνει.

Η Ορόρα γύρισε ξαφνιασμένη το κεφάλι της και είδε τον αδελφό της. Αμέσως του έκανε νόημα να σωπάσει. Σηκώθηκε από το πάτωμα και πήγε κοντά του.

«Κάνε ησυχία» του είπε χαμηλόφωνα. Τον έπιασε από το μπράτσο και τον τράβηξε στην άκρη του δωματίου. «Μη φοβάσαι, είναι καλά αλλά χρειάζεται ξεκούραση. Ηρέμησε, αδελφέ».

«Ορόρα, πες μου τι έγινε» είπε ανυπόμονα. Πώς μπορούσε να του λέει να ηρεμήσει από τη στιγμή που είχε δει την Κίρα σε αυτή τη κατάσταση; Η καρδιά του κόντευε να σταματήσει.

«Εξασκούμασταν στην ξιφασκία και απ' ότι φαίνεται όταν μπήκε στο κάστρο τέσσερις άντρες της επιτέθηκαν. Εγώ δεν είχα προλάβει να φύγω και άκουσα τις φωνές. Είχε ήδη σκοτώσει τον έναν όταν τους βρήκα».

Ο φόβος που ένιωθε πριν από μερικές στιγμές αντικαταστάθηκε από καυτό θυμό.

«Ποιος τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο;» Αν έβρισκε τον υπεύθυνο πίσω από αυτή την επίθεση θα τον έκανε να μετανιώσει την ώρα που αποφάσισε να πλησιάσει την Κίρα. Δεν είχε διστάσει να συγκρουστεί με την οικογένειά του για να την κρατήσει ασφαλή και δε θα επέτρεπε σε κανέναν να βλάψει εκείνη ή το μωρό τους.

Η Ορόρα του έκανε νόημα να χαμηλώσει τον τόνο του και κοίταξε την Κίρα που κοιμόταν ακόμα. Στράφηκε ξανά προς τον αδελφό της.

«Αυτό δεν το γνωρίζω. Μου επιτέθηκαν και αναγκάστηκα να τους σκοτώσω πριν προλάβω να τους ανακρίνω. Όμως μίλησα η ίδια με τους υπηρέτες και τους φρουρούς και κανείς δεν τους αντιλήφθηκε να μπαίνουν στο κάστρο».

Πώς ήταν δυνατόν; αναρωτήθηκε ο Ντέβαν. Οι Σέλτιγκαρ ουσιαστικά είχαν μετατρέψει αυτό το κάστρο σε φρούριο, ισχυρά τείχη, κάγκελα σε πόρτες και παράθυρα, φρουροί που περιπολούσαν συνεχώς τις εισόδους. Όχι πως αυτό τους είχε σώσει από τους Ντρόγκομιρ, αλλά έπρεπε να είχε εμποδίσει τέσσερις άντρες από το να εισβάλουν απαρατήρητοι. Κάτι δεν κολλούσε σε αυτή την ιστορία.

«Γιατί να θέλει κάποιος να κάνει κακό στην Κίρα;» αναρωτήθηκε.

Η Ορόρα τον κοίταξε λες και αυτή ήταν η πιο ανόητη ερώτηση που θα μπορούσε να κάνει.

«Σοβαρά; Θέλεις να σου παραθέσω όλους τους λόγους ή μόνο τους πιο σημαντικούς; Ο πιο προφανής είναι πως θα ήταν ένα χτύπημα για τον Οίκο μας αν σκότωναν τη σύντροφο του διαδόχου. Αν και δε θα έμενα και πολύ σε αυτή τη θεωρία. Όσοι είναι αρκετά ανόητοι για να προκαλέσουν τους Ντρόγκομιρ σίγουρα δεν έχουν την εξυπνάδα για να εισβάλουν στο κάστρο. Πιστεύω πως κάποιος που δεν είναι φίλος των Ντρόγκομιρ και δε θέλει να λυθεί η κατάρα αποφάσισε να πάρει το ζήτημα στα χέρια του».

«Με αυτή τη λογική, μπορεί να το οργάνωσε σχεδόν οποιοσδήποτε στην Ναβίντια» είπε προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του με σαρκασμό. Το παιδί του ήταν ο στόχος, όχι η Κίρα. Αν σκότωναν το μωρό, τότε η κατάρα δε θα λυνόταν και οι Ντρόγκομιρ δε θα αποκτούσαν κι άλλη εξουσία.

«Όχι από την Ναβίντια» είπε η Ορόρα με τα γαλάζια μάτια της καρφωμένα στα χρυσά δικά του. «Οι άντρες που σκότωσα είχαν κεντημένους στους μανδύες τους τους κόκκινους ήλιους της Νόρτας. Αυτό είναι το οικόσημο του Άρχοντα Κάσρελ».

«Και πιστεύεις πως είναι τόσο ανόητος για να στείλει δολοφόνους που φορούν το έμβλημά του;»

Ξεφύσησε παραιτημένη.

«Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Από τη μία ο Άρχοντας Κάσρελ έχει κάθε λόγο να θέλει να βλάψει τους Ντρόγκομιρ, από την άλλη όμως γιατί εκείνοι οι άντρες δε σκότωσαν την Κίρα; Δε μου φάνηκε πως είχαν τέτοιο σκοπό».

«Αν δεν είχες βιαστεί να τους σκοτώσεις πριν τους ανακρίνουμε ίσως να παίρναμε μερικές απαντήσεις πρώτα» είπε θυμωμένα. Η οργή του δεν είχε στόχο την αδελφή του, απλά είχε ανάγκη να νιώσει κάτι άλλο εκτός από φόβο.

«Να με συγχωρείς, αδελφέ» του είπε με τα λόγια της να στάζουν ειρωνεία. «Την επόμενη φορά που κάποιος θα προσπαθήσει να σκοτώσει τη γυναίκα σου και το αγέννητο παιδί σου θα κάνω στην άκρη και θα τους πω παρακαλώ, περάστε».

Τα λόγια της τον έκαναν να παγώσει. Γιατί δεν είχε έρθει νωρίτερα; Αν δεν είχε αφήσει αυτό το ανόητο πείσμα να τον τυφλώσει, θα ήταν μαζί της και τίποτα απ' όλα αυτά δε θα είχε συμβεί. Αν πάθαινε κάτι δε θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του.

Άφησε την αδελφή του και πήγε κοντά στην Κίρα.

«Πώς είναι;» ρώτησε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι. Το βάρος του έκανε το στρώμα να κουνηθεί και η Κίρα ανασάλεψε στον ύπνο της αλλά δεν ξύπνησε.

«Έχει έναν ραγισμένο καρπό και ένα άσχημο καρούμπαλο. Ήταν λίγο ζαλισμένη όταν συνήλθε αλλά θα επιζήσει»

«Και το μωρό;» ρώτησε ανήσυχα.

«Και αυτό είναι καλά».

«Πώς το ξέρεις; Δεν είσαι Θεραπεύτρια, Ορόρα, αν συμβεί κάτι...»

«Αν συμβεί κάτι η Κίρα θα είναι η πρώτη που θα το καταλάβει» τον έκοψε. «Σταμάτα να ανησυχείς, αδελφέ. Είναι πιο σκληρή απ' ότι δείχνει» τον διαβεβαίωσε.

Οι φωνές τους έκαναν την Κίρα να τεντωθεί και να ανοίξει τα βλέφαρά της με έναν μικρό μορφασμό, σαν να την ενοχλούσε ένα πολύ δυνατό φως. Ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια της προσπαθώντας να ξυπνήσει και το βλέμμα της εστίασε πάνω στον Ντέβαν.

«Νόμιζα πως ήσουν ακόμα θυμωμένος» είπε νυσταγμένα.

«Είμαι» της απάντησε με ένα μικρό χαμόγελο και παραμέρισε μια τούφα από το πρόσωπό της. Τώρα που έβλεπε πως ήταν καλά ένιωθε λες και μπορούσε να αναπνεύσει ξανά.

«Τότε έχεις περίεργο τρόπο να το δείχνεις» προσπάθησε να αστειευτεί η κοπέλα. «Σ' ευχαριστώ για το μαχαίρι».

«Πρέπει να δεις πόσο γρήγορα έμαθε να το χρησιμοποιεί» άκουσε την Ορόρα να λέει με έναν πιο ελαφρύ τόνο. «Μη σε ξεγελάει επειδή δείχνει μικρή και αθώα. Στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο επικίνδυνη απ' ότι φαίνεται. Στη θέση σου θα πρόσεχα».

Η Κίρα γέλασε σιγανά και αμέσως ο Ντέβαν σκέφτηκε πως δεν είχε ακούσει πιο όμορφο ήχο στη ζωή του. Ορκίστηκε να κάνει ό,τι μπορούσε για να την ακούει πάντα να γελάει. Οι καβγάδες τους του φαινόντουσαν τώρα τόσο ανόητοι.

Η Κίρα έπιασε το χέρι του και το έκλεισε μέσα στο δικό της. Τα γκρίζα μάτια της έψαξαν τα δικά του.

«Θα μείνεις απόψε;» σχεδόν τον παρακάλεσε.

«Θα μείνω» της είπε και φίλησε απαλά το μέτωπό της. Δε σκόπευε να την ξαναφήσει από τα μάτια του ποτέ ξανά!

Φαίη