Φοίνιξ (Κεφάλαιο 17)

Τρίτη 29 Αυγούστου, 7:45

Η Μυρτώ, παρά τις διαμαρτυρίες του Μαξ, είχε καταλήξει να περάσει το βράδυ στο διαμέρισμα του Κρίστοφερ. Ήθελε να είναι εκεί σε περίπτωση που τη χρειαζόταν και να τον προσέχει. Το πιάνο στο δωμάτιο του νεαρού δεν είχε σταματήσει να ακούγεται όλο το βράδυ, παρά μόνο με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ο τρόπος του να ξεσπάσει και να καθαρίσει το μυαλό του από τα πάντα.

Οι υπέροχες μελωδίες είχαν κοιμίσει την κοπέλα, η οποία είχε σηκωθεί δύο ώρες αργότερα από έναν εφιάλτη και τώρα έφτιαχνε καφέ για να ξυπνήσει. Πρόσεξε πως η πόρτα του δωματίου του Κρίστοφερ ήταν κλειστή και ότι το πιάνο είχε σταματήσει, σημάδι πως είχε κοιμηθεί ή έκανε κάτι άλλο. Πήρε την αχνιστή κούπα στα χέρια της και έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας, ακουμπώντας τους αγκώνες της στην ξύλινη επιφάνειά του. Μπορεί να ήταν ακόμα καλοκαίρι, αλλά εκείνη προτιμούσε πάντα τον ζεστό καφέ. Για μια στιγμή απορροφήθηκε στις σκέψεις της και προσπάθησε να βάλει μία τάξη σε αυτές. Ευχήθηκε να μπορούσε να βοηθήσει κάπως στην κατάσταση ή τουλάχιστον να είχε κάποια δύναμη, όπως οι υπόλοιποι. Εξάλλου, σε έναν κόσμο γεμάτο με μαγεία, η πληροφορική δεν έβγαζε πουθενά. Ή μήπως και όχι;

Πετάχτηκε από την καρέκλα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Πήρε στα χέρια της τον υπολογιστή και άρχισε να πληκτρολογεί με μανία μερικούς κωδικούς, ώστε να μπει στο σύστημα της πόλης. Είχε σκοπό να ελέγξει όλες τις κάμερες, πράγμα το οποίο θα της έπαιρνε αρκετές ώρες και ίσως να αποδεικνυόταν και εντελώς άκαρπο, όταν τυχαία η ματιά της έπεσε πάνω σε δύο φιγούρες. Κόλλησε το πρόσωπό της στην οθόνη και επεξεργάστηκε το υλικό από τις κάμερες κυκλοφορίας. Οι δύο φιγούρες είχαν εμφανιστεί ξαφνικά στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου προκαλώντας αναστάτωση σε οδηγούς και πεζούς, λίγο μετά τις έντεκα το προηγούμενο βράδυ.

«Μπίνγκο!» μουρμούρισε η Μυρτώ και μέσα από τις υπόλοιπες κάμερες, κατάφερε να ανακαλύψει την καινούρια τους κρυψώνα.

Τρίτη 29 Αυγούστου, 8:00

Ο ήχος από κατσαρόλες να χτυπάνε μεταξύ τους τον έβγαλε απότομα από τον ωραίο του ύπνο. Σηκώθηκε από το αναπαυτικό του κρεβάτι και με νωχελικά βήματα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.

«Τι διάολο κάνεις πρωί πρωί;» ρώτησε τη Χλόη με βραχνή από τον ύπνο φωνή.

«Συμμαζεύω, Άγγελέ μου, δε βλέπεις;» απάντησε η κοκκινομάλλα χωρίς να τον κοιτάξει και έκλεισε με δύναμη ένα συρτάρι. Άνοιξε ένα ντουλάπι και άρχισε να κατεβάζει τα ποτήρια.

«Αφού μια χαρά συμμαζεμένα είναι!» δήλωσε, αλλά απάντηση δεν πήρε. «Τι σε βασανίζει, πριγκίπισσα;»

Εκείνη άφησε στην άκρη ένα ποτήρι και τον κοίταξε, με τα σμαραγδί της μάτια να καρφώνουν τα σοκολατί δικά του.

«Απλά μετά τα χθεσινά δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι» απάντησε χαμηλόφωνα. «Μιλούσα με τον Άνορ και καταλήξαμε σε ένα σχέδιο».

Ο Άγγελος ύψωσε ερωτηματικά το ένα του φρύδι.

«Σχέδιο για ποιο πράγμα;»

«Για να κλειδώσουμε τον Φοίνικα, έτσι ώστε ο Τζέιμς να ζήσει φυσιολογικά, χωρίς να ανησυχεί για το αν μία αρχαία δύναμη τον εξουσιάζει.»

Έκλεισε το ντουλάπι με τα ποτήρια και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο σαλόνι. «Έγραφα όλο το βράδυ» είπε και έδειξε το τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ που ήταν καλυμμένο με ανοιχτά τετράδια και διάφορα στυλό.

«Δηλαδή γνωρίζεις τι θα γίνει; Να το πούμε στους υπόλοιπους!» έκανε ενθουσιασμένος ο Άγγελος.

«Μη βιάζεσαι τόσο! Το γεγονός ότι χρησιμοποίησα τη δύναμη των λέξεων, δε σημαίνει πως ό,τι έγραψα θα πραγματοποιηθεί« τον προσγείωσε η κοπέλα. «Μιλάμε για το Φοίνικα, μία δύναμη που επηρεάζεται μόνο από τα δυο Ρόδα.»

«Νόμιζα πως δεν μπορούμε να σας επηρεάσουμε με τη δύναμή μας» έκανε ο νεαρός και επεξεργάστηκε τα τετράδια.

«Μπορείτε, απλά μόνο με ένα συγκεκριμένο ξόρκι, το οποίο χρειάζεται και τα δύο ξίφη για να επιτευχθεί.»

Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της, το πρόσωπό του να έχει γίνει μία ανέκφραστη μάσκα.

«Δε νομίζω να εννοείς αυτό που μόλις σκέφτηκα...»

«Πρέπει να βρούμε καινούριο κάτοχο για το Μαύρο Ρόδο και μάλιστα σύντομα» απάντησε η Χλόη, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του Άγγελου.

Τρίτη 29 Αυγούστου, 8:48

«Τζέιμς, ξύπνα!» είπε ο Λούκας ενώ ταυτόχρονα τον ταρακουνούσε από τους ώμους. Ο νεαρός αναστέναξε και μισάνοιξε τα μάτια του.

«Τι θες;» μουρμούρισε. Δεν είχε κοιμηθεί καλά και αυτό φαινόταν στους μαύρους κύκλους που είχε.

«Σήκω, θέλω τη βοήθεια του Φοίνικα.»

«Να την ξεχάσεις. Ο Σαχίρ δε μιλιέται» απάντησε ο Τζέιμς και γύρισε πλευρό, με στόχο να κοιμηθεί ξανά, ο Λούκας όμως τον άρπαξε από το μπράτσο και τον έκανε να τον κοιτάξει.

«Τι εννοείς δε μιλιέται; Τώρα είναι που τον χρειαζόμαστε!»

Ο νεαρός με τα καστανά μάτια ανακάθισε στον άβολο καναπέ και ανταπέδωσε το σοβαρό βλέμμα του απαγωγέα του. «Τι, ακριβώς, δεν κατάλαβες από τη φράση που είπα;» τόνισε, και μετά απ’ αυτό ο Λούκας τον άφησε χωρίς να πει κουβέντα και βγήκε από το στενάχωρο και μικρό διαμέρισμα που είχαν πάει το προηγούμενο βράδυ. Ο Τζέιμς έμεινε μόνος και άφησε την αναπνοή που δεν είχε καταλάβει πως κρατούσε. Φόρεσε τα γυαλιά του και ήπιε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση, η οποία ήταν απέναντι από τον καναπέ. Άνοιξε τα ντουλάπια με την ελπίδα να βρει καφέ ή έστω τσάι, αλλά ατύχησε.

Από το μυαλό τού πέρασε η ιδέα να φύγει από εκείνο το αχούρι και να γυρίσει πίσω στο σπίτι του, μιας και ο Λούκας έλειπε και ο Φοίνικας τον αγνοούσε παντελώς. Αλλά κάτι τον κρατούσε πίσω. Ίσως να ήταν η κοινή λογική, ίσως πάλι να έπαιζε με το μυαλό του ο Σαχίρ. Για την ακρίβεια, αν γυρνούσε πίσω, φοβόταν μήπως ο Φοίνικας το χρησιμοποιήσει υπέρ του για να μάθει τα σχέδια των Φαντασμάτων, του Λευκού Ρόδου και του Σμαραγδένιου Δράκου. Συνεπώς, προτίμησε να κάτσει στ' αυγά του, μέχρι να σταματήσει ο Σαχίρ να του κρατάει μούτρα.

«Σωστή απόφαση πήρες, μικρέ« αντήχησε η βαθιά φωνή του Φοίνικα μέσα στο μυαλό του Τζέιμς, ξαφνιάζοντάς τον.

«Νόμιζα μου κρατούσες μούτρα...»

«Απλώς ήθελα χρόνο να σκεφτώ την επόμενη κίνησή μου.»

Ο Τζέιμς πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα πυκνά καστανά του μαλλιά.

«Η οποία είναι...;»

«Θα προχωρήσουμε με το σχέδιο ως έχει, μιας και ο χάρτης που οδηγεί στο Μενταγιόν της Καρδιάς βρίσκεται ήδη στην κατοχή μας και ταυτόχρονα θα σου μάθω πώς να ελέγχεις τη δύναμή μου.»

«Παρόλο που δε σε συμφέρει;» έκανε σαστισμένος ο νεαρός.

«Ναι, επειδή είσαι ο κάτοχός μου και σου έδωσα το λόγο μου ότι θα γίνω μέντοράς σου.»

Στα χείλη του Τζέιμς χαράχτηκε ένα χαμόγελο. «Πότε ξεκινάμε;» ρώτησε ενθουσιασμένος, κι ο Φοίνικας εμφανίστηκε αμέσως μπροστά του. Οι χρυσές του ίριδες είχαν μία πρωτόγνωρη λάμψη και ένα μειδίαμα στόλιζε το πρόσωπό του.

«Τώρα!»

Πίσω στο σπίτι του Κρίστοφερ, η Μυρτώ είχε τελειώσει τη δουλειά της και τώρα έβαζε κι άλλο καφέ στην κούπα της. Άνοιξε το κινητό της και πληκτρολόγησε τον αριθμό του αδελφού της. Μετά από μία σύντομη συζήτηση με πολλές βρισιές από την πλευρά του Μαξ, συμφώνησαν να βρεθούν. Θα έπαιρνε την Ηλιάνα και θα ερχόταν από το διαμέρισμα του Κρις, ενώ θα τηλεφωνούσε και στον Άγγελο και τη Χλόη. Η παρέα έπρεπε να μαζευτεί για να δουν πώς θα δράσουν.

Από τις σκέψεις της την έβγαλε μία πόρτα να ανοίγει και βήματα να κατευθύνονται προς το μέρος της. Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του νεαρού με τα πράσινα μάτια και του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο, το οποίο εκείνος ανταπέδωσε λίγο πιο συγκρατημένα. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών τον είχαν επηρεάσει πιο πολύ απ' όσο ήθελε να δείχνει και η Μυρτώ το καταλάβαινε αυτό.

«Καλημέρα, Κρις!» είπε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Τι θέλεις να σου φτιάξω για πρωινό;»

«Μόνο καφέ, σε παρακαλώ« απάντησε εκείνος και κάθισε στην καρέκλα. Στήριξε τους αγκώνες στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να μαλάσει τους κροτάφους του. «Σκέτο.»

Η κοπέλα άφησε με πάταγο την κούπα στον πάγκο και τον κοίταξε σαστισμένη. Ο Κρίστοφερ ποτέ δεν έπινε τον καφέ του με λιγότερο από δύο κουταλιές ζάχαρη και χωρίς γάλα, πόσο μάλλον σκέτο!

«Μη με κοιτάς έτσι, σε παρακαλώ, Μυρτώ μου. Δεν κατεβαίνει μπουκιά.»

Η Μυρτώ αναστέναξε. «Κρις» έκανε με απαλή φωνή, «πρέπει να φας έστω και λίγο.»

«Δεν έχω όρεξη»

«Αν σου πω ότι βρήκα πού κρύβονται ο Λούκας και ο Φοίνικας, θα μου κάνεις τη χάρη να φας;»

Ήταν η σειρά του νεαρού να σαστίσει. Τα πράσινα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα, σημάδι πως είχε ξυπνήσει για τα καλά και χωρίς καφέ.

«Πώς τους βρήκες και πού;»

«Πρώτα θα φας» δήλωσε τελεσίδικα η Μυρτώ. «Και όπου να 'ναι έρχονται και οι υπόλοιποι. Η Χλόη έχει να μας ανακοινώσει κάτι.»

Λίγο αργότερα, τα ποτήρια και οι κούπες με τον καφέ είχαν αδειάσει, ενώ τα πιάτα με το φαγητό είχαν μείνει ανέγγιχτα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Κανείς δεν είχε όρεξη για να φάει, μιας και τα στομάχια τους είχαν δεθεί κόμπος.

«Οπότε, οι κάμερες κυκλοφορίας τους εντόπισαν κοντά στο δημαρχείο της πόλης;» ρώτησε η Ηλιάνα και η Μυρτώ κούνησε θετικά το κεφάλι της.

«Πρέπει να ελέγξουμε το μέρος» δήλωσε ο Μαξ.

«Ο Φοίνικας θα μας καταλάβει από την αύρα μας στα πενήντα μέτρα» είπε η Χλόη.

«Οπότε πρέπει να πάει κάποιος χωρίς δυνάμεις» έκανε η Θάλεια σκεφτική.

«Όχι απαραίτητα» πετάχτηκε ο Άγγελος. «Η Χλόη βρήκε μία λύση στο πρόβλημα.»

«Για ποιο απ' όλα;» ρώτησε ο νεαρός με τα γαλανά μάτια. «Γιατί έχουμε αρκετά στο πιάτο…»

«Νομίζω για μερικά από αυτά« απάντησε εκείνος και έβγαλε ένα σπιράλ τετράδιο από το σακίδιό του. Το άφησε στο κέντρο του τραπεζιού, ανάμεσα από τα πιάτα και περίμενε.

«Τι κρύβει το τετράδιο; Ή καλύτερα, τι θα πεταχτεί από αυτό;»

«Τίποτα δε θα πεταχτεί από αυτό, Ηλιάνα, μην ανησυχείς» την καθησύχασε η κοκκινομάλλα με ένα αχνό χαμόγελο, το οποίο έσβησε τόσο απότομα όσο είχε εμφανιστεί. «Εδώ έχω γράψει μερικά σχέδια με τη δύναμη των λέξεων, από τα οποία δεν έχω ιδέα πιο θα πραγματοποιηθεί, αλλά όλα έχουν ένα κοινό…»

Έκανε μία παύση και τους κοίταξε όλους έναν έναν με τη σειρά, πριν ανακοινώσει αυτό που ήθελε:

«Πρέπει να βρούμε άμεσα καινούριο κάτοχο για το Μαύρο Ρόδο.»

Νεκρική σιγή έπεσε μέσα στο χώρο. «Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε;» ρώτησε ο Μαξ, κι ο Άγγελος έγνεψε αρνητικά.

«Αν θέλουμε να πάρουμε πίσω τον Τζέιμς, είναι αναγκαίο να βρεθεί κάτοχος για το ξίφος.»

«Θα το κάνω εγώ» μίλησε ο Κρίστοφερ για πρώτη φορά από την ώρα που είχαν μαζευτεί όλοι.

«Ορίστε!» αναφώνησαν ταυτόχρονα τα δύο αδέλφια, η Μυρτώ και ο Μαξ.

«Θα γίνω ο καινούριος κάτοχος του Μαύρου Ρόδου.»

«Μα, Κρις-»

«Είπα θα το κάνω, Μαξ! Νομίζω κι εσύ θα έκανες το ίδιο για τη Μυρτώ» του αντιγύρισε εκείνος, κι η δήλωσή του δε σήκωνε καμία αντίρρηση. Η κοπέλα με τα γκρι μάτια έπιασε το χέρι του αγοριού της και το έσφιξε μέσα στο δικό της για να του δώσει κουράγιο.

«Εγώ, πάντως, είμαι εδώ για σένα» του είπε, κι αυτός έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών τους μεταξύ τους και της έδωσε ένα απαλό φιλί στον κρόταφο. Ο Άγγελος σηκώθηκε από τη θέση του στον απέναντι καναπέ, τον πλησίασε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

«Ξεκινάμε την εκπαίδευση ακόμη και τώρα, αν είσαι έτοιμος.»

«Πάντως, το να έχουμε και τα δύο Ρόδα με το μέρος μας, είναι ένα εκπληκτικά δυνατό χαρτί εναντίον του Λούκας και του Φοίνικα» σχολίασε η Θάλεια. «Για να μην αναφέρω το καλό που θα προξενήσει σε εμάς τα Φαντάσματα.»

«Αρκεί τα μυαλά σου, Κρις, να μην πάρουν αέρα με τις καινούριες σου δυνάμεις!»

«Αφού θα έχω εσάς να μου υπενθυμίζετε ποιος είμαι, Μαξ!»

«Οπότε, ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε ανυπόμονα η Ηλιάνα ενώνοντας τις παλάμες της, και η Χλόη άρχισε να εξηγεί τις ιδέες της...

Τρίτη 29 Αυγούστου, 12:56

Εδώ και μερικές ώρες ο Τζέιμς προσπαθούσε να δημιουργήσει φωτιά από την ενέργεια που επικρατούσε στο χώρο, χωρίς να το προκαλεί ο Φοίνικας, και ως τώρα είχε κάνει ελάχιστη πρόοδο.

«Συγκεντρώσου στην ενέργεια γύρω σου» είπε για εκατοστή φορά ο Σαχίρ.

«Μα είμαι συγκεντρωμένος!»

«Δεν είσαι! Συγκεντρώσου και προσπάθησε ξανά!»

Ο Τζέιμς ξεφύσηξε και άπλωσε τα χέρια του ευθεία μπροστά. Πήρε μία βαθιά ανάσα και φαντάστηκε τη φωτιά, αλλά ούτε κι εκείνη τη φορά κατάφερε να τη δημιουργήσει.

«Πού είναι το μυαλό σου, Τζέιμς;»

«Ρητορική η ερώτησή σου, Σαχίρ; Γιατί αν δεν κάνω λάθος, μπορείς να διαβάσεις τις σκέψεις μου.»

«Ναι, έχεις δίκιο, γνωρίζω τι γίνεται μέσα στο κεφάλι σου, αλλά περιμένω να το ακούσω από εσένα» απάντησε ο άντρας με τα χρυσά μάτια. Ο Τζέιμς άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά δεν πρόλαβε, καθώς εκείνη τη στιγμή μπήκε με φόρα ο Λούκας μέσα στο διαμέρισμα.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου

Κεφάλαιο 17

Τρίτη 29 Αυγούστου, 7:45

Η Μυρτώ, παρά τις διαμαρτυρίες του Μαξ, είχε καταλήξει να περάσει το βράδυ στο διαμέρισμα του Κρίστοφερ. Ήθελε να είναι εκεί σε περίπτωση που τη χρειαζόταν και να τον προσέχει. Το πιάνο στο δωμάτιο του νεαρού δεν είχε σταματήσει να ακούγεται όλο το βράδυ, παρά μόνο με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ο τρόπος του να ξεσπάσει και να καθαρίσει το μυαλό του από τα πάντα.

Οι υπέροχες μελωδίες είχαν κοιμίσει την κοπέλα, η οποία είχε σηκωθεί δύο ώρες αργότερα από έναν εφιάλτη και τώρα έφτιαχνε καφέ για να ξυπνήσει. Πρόσεξε πως η πόρτα του δωματίου του Κρίστοφερ ήταν κλειστή και ότι το πιάνο είχε σταματήσει, σημάδι πως είχε κοιμηθεί ή έκανε κάτι άλλο. Πήρε την αχνιστή κούπα στα χέρια της και έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας, ακουμπώντας τους αγκώνες της στην ξύλινη επιφάνειά του. Μπορεί να ήταν ακόμα καλοκαίρι, αλλά εκείνη προτιμούσε πάντα τον ζεστό καφέ. Για μια στιγμή απορροφήθηκε στις σκέψεις της και προσπάθησε να βάλει μία τάξη σε αυτές. Ευχήθηκε να μπορούσε να βοηθήσει κάπως στην κατάσταση ή τουλάχιστον να είχε κάποια δύναμη, όπως οι υπόλοιποι. Εξάλλου, σε έναν κόσμο γεμάτο με μαγεία, η πληροφορική δεν έβγαζε πουθενά. Ή μήπως και όχι;

Πετάχτηκε από την καρέκλα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Πήρε στα χέρια της τον υπολογιστή και άρχισε να πληκτρολογεί με μανία μερικούς κωδικούς, ώστε να μπει στο σύστημα της πόλης. Είχε σκοπό να ελέγξει όλες τις κάμερες, πράγμα το οποίο θα της έπαιρνε αρκετές ώρες και ίσως να αποδεικνυόταν και εντελώς άκαρπο, όταν τυχαία η ματιά της έπεσε πάνω σε δύο φιγούρες. Κόλλησε το πρόσωπό της στην οθόνη και επεξεργάστηκε το υλικό από τις κάμερες κυκλοφορίας. Οι δύο φιγούρες είχαν εμφανιστεί ξαφνικά στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου προκαλώντας αναστάτωση σε οδηγούς και πεζούς, λίγο μετά τις έντεκα το προηγούμενο βράδυ.

«Μπίνγκο!» μουρμούρισε η Μυρτώ και μέσα από τις υπόλοιπες κάμερες, κατάφερε να ανακαλύψει την καινούρια τους κρυψώνα.

Τρίτη 29 Αυγούστου, 8:00

Ο ήχος από κατσαρόλες να χτυπάνε μεταξύ τους τον έβγαλε απότομα από τον ωραίο του ύπνο. Σηκώθηκε από το αναπαυτικό του κρεβάτι και με νωχελικά βήματα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.

«Τι διάολο κάνεις πρωί πρωί;» ρώτησε τη Χλόη με βραχνή από τον ύπνο φωνή.

«Συμμαζεύω, Άγγελέ μου, δε βλέπεις;» απάντησε η κοκκινομάλλα χωρίς να τον κοιτάξει και έκλεισε με δύναμη ένα συρτάρι. Άνοιξε ένα ντουλάπι και άρχισε να κατεβάζει τα ποτήρια.

«Αφού μια χαρά συμμαζεμένα είναι!» δήλωσε, αλλά απάντηση δεν πήρε. «Τι σε βασανίζει, πριγκίπισσα;»

Εκείνη άφησε στην άκρη ένα ποτήρι και τον κοίταξε, με τα σμαραγδί της μάτια να καρφώνουν τα σοκολατί δικά του.

«Απλά μετά τα χθεσινά δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι» απάντησε χαμηλόφωνα. «Μιλούσα με τον Άνορ και καταλήξαμε σε ένα σχέδιο».

Ο Άγγελος ύψωσε ερωτηματικά το ένα του φρύδι.

«Σχέδιο για ποιο πράγμα;»

«Για να κλειδώσουμε τον Φοίνικα, έτσι ώστε ο Τζέιμς να ζήσει φυσιολογικά, χωρίς να ανησυχεί για το αν μία αρχαία δύναμη τον εξουσιάζει.»

Έκλεισε το ντουλάπι με τα ποτήρια και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο σαλόνι. «Έγραφα όλο το βράδυ» είπε και έδειξε το τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ που ήταν καλυμμένο με ανοιχτά τετράδια και διάφορα στυλό.

«Δηλαδή γνωρίζεις τι θα γίνει; Να το πούμε στους υπόλοιπους!» έκανε ενθουσιασμένος ο Άγγελος.

«Μη βιάζεσαι τόσο! Το γεγονός ότι χρησιμοποίησα τη δύναμη των λέξεων, δε σημαίνει πως ό,τι έγραψα θα πραγματοποιηθεί« τον προσγείωσε η κοπέλα. «Μιλάμε για το Φοίνικα, μία δύναμη που επηρεάζεται μόνο από τα δυο Ρόδα.»

«Νόμιζα πως δεν μπορούμε να σας επηρεάσουμε με τη δύναμή μας» έκανε ο νεαρός και επεξεργάστηκε τα τετράδια.

«Μπορείτε, απλά μόνο με ένα συγκεκριμένο ξόρκι, το οποίο χρειάζεται και τα δύο ξίφη για να επιτευχθεί.»

Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της, το πρόσωπό του να έχει γίνει μία ανέκφραστη μάσκα.

«Δε νομίζω να εννοείς αυτό που μόλις σκέφτηκα...»

«Πρέπει να βρούμε καινούριο κάτοχο για το Μαύρο Ρόδο και μάλιστα σύντομα» απάντησε η Χλόη, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του Άγγελου.

Τρίτη 29 Αυγούστου, 8:48

«Τζέιμς, ξύπνα!» είπε ο Λούκας ενώ ταυτόχρονα τον ταρακουνούσε από τους ώμους. Ο νεαρός αναστέναξε και μισάνοιξε τα μάτια του.

«Τι θες;» μουρμούρισε. Δεν είχε κοιμηθεί καλά και αυτό φαινόταν στους μαύρους κύκλους που είχε.

«Σήκω, θέλω τη βοήθεια του Φοίνικα.»

«Να την ξεχάσεις. Ο Σαχίρ δε μιλιέται» απάντησε ο Τζέιμς και γύρισε πλευρό, με στόχο να κοιμηθεί ξανά, ο Λούκας όμως τον άρπαξε από το μπράτσο και τον έκανε να τον κοιτάξει.

«Τι εννοείς δε μιλιέται; Τώρα είναι που τον χρειαζόμαστε!»

Ο νεαρός με τα καστανά μάτια ανακάθισε στον άβολο καναπέ και ανταπέδωσε το σοβαρό βλέμμα του απαγωγέα του. «Τι, ακριβώς, δεν κατάλαβες από τη φράση που είπα;» τόνισε, και μετά απ’ αυτό ο Λούκας τον άφησε χωρίς να πει κουβέντα και βγήκε από το στενάχωρο και μικρό διαμέρισμα που είχαν πάει το προηγούμενο βράδυ. Ο Τζέιμς έμεινε μόνος και άφησε την αναπνοή που δεν είχε καταλάβει πως κρατούσε. Φόρεσε τα γυαλιά του και ήπιε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση, η οποία ήταν απέναντι από τον καναπέ. Άνοιξε τα ντουλάπια με την ελπίδα να βρει καφέ ή έστω τσάι, αλλά ατύχησε.

Από το μυαλό τού πέρασε η ιδέα να φύγει από εκείνο το αχούρι και να γυρίσει πίσω στο σπίτι του, μιας και ο Λούκας έλειπε και ο Φοίνικας τον αγνοούσε παντελώς. Αλλά κάτι τον κρατούσε πίσω. Ίσως να ήταν η κοινή λογική, ίσως πάλι να έπαιζε με το μυαλό του ο Σαχίρ. Για την ακρίβεια, αν γυρνούσε πίσω, φοβόταν μήπως ο Φοίνικας το χρησιμοποιήσει υπέρ του για να μάθει τα σχέδια των Φαντασμάτων, του Λευκού Ρόδου και του Σμαραγδένιου Δράκου. Συνεπώς, προτίμησε να κάτσει στ' αυγά του, μέχρι να σταματήσει ο Σαχίρ να του κρατάει μούτρα.

«Σωστή απόφαση πήρες, μικρέ« αντήχησε η βαθιά φωνή του Φοίνικα μέσα στο μυαλό του Τζέιμς, ξαφνιάζοντάς τον.

«Νόμιζα μου κρατούσες μούτρα...»

«Απλώς ήθελα χρόνο να σκεφτώ την επόμενη κίνησή μου.»

Ο Τζέιμς πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα πυκνά καστανά του μαλλιά.

«Η οποία είναι...;»

«Θα προχωρήσουμε με το σχέδιο ως έχει, μιας και ο χάρτης που οδηγεί στο Μενταγιόν της Καρδιάς βρίσκεται ήδη στην κατοχή μας και ταυτόχρονα θα σου μάθω πώς να ελέγχεις τη δύναμή μου.»

«Παρόλο που δε σε συμφέρει;» έκανε σαστισμένος ο νεαρός.

«Ναι, επειδή είσαι ο κάτοχός μου και σου έδωσα το λόγο μου ότι θα γίνω μέντοράς σου.»

Στα χείλη του Τζέιμς χαράχτηκε ένα χαμόγελο. «Πότε ξεκινάμε;» ρώτησε ενθουσιασμένος, κι ο Φοίνικας εμφανίστηκε αμέσως μπροστά του. Οι χρυσές του ίριδες είχαν μία πρωτόγνωρη λάμψη και ένα μειδίαμα στόλιζε το πρόσωπό του.

«Τώρα!»

Πίσω στο σπίτι του Κρίστοφερ, η Μυρτώ είχε τελειώσει τη δουλειά της και τώρα έβαζε κι άλλο καφέ στην κούπα της. Άνοιξε το κινητό της και πληκτρολόγησε τον αριθμό του αδελφού της. Μετά από μία σύντομη συζήτηση με πολλές βρισιές από την πλευρά του Μαξ, συμφώνησαν να βρεθούν. Θα έπαιρνε την Ηλιάνα και θα ερχόταν από το διαμέρισμα του Κρις, ενώ θα τηλεφωνούσε και στον Άγγελο και τη Χλόη. Η παρέα έπρεπε να μαζευτεί για να δουν πώς θα δράσουν.

Από τις σκέψεις της την έβγαλε μία πόρτα να ανοίγει και βήματα να κατευθύνονται προς το μέρος της. Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του νεαρού με τα πράσινα μάτια και του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο, το οποίο εκείνος ανταπέδωσε λίγο πιο συγκρατημένα. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών τον είχαν επηρεάσει πιο πολύ απ' όσο ήθελε να δείχνει και η Μυρτώ το καταλάβαινε αυτό.

«Καλημέρα, Κρις!» είπε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Τι θέλεις να σου φτιάξω για πρωινό;»

«Μόνο καφέ, σε παρακαλώ« απάντησε εκείνος και κάθισε στην καρέκλα. Στήριξε τους αγκώνες στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να μαλάσει τους κροτάφους του. «Σκέτο.»

Η κοπέλα άφησε με πάταγο την κούπα στον πάγκο και τον κοίταξε σαστισμένη. Ο Κρίστοφερ ποτέ δεν έπινε τον καφέ του με λιγότερο από δύο κουταλιές ζάχαρη και χωρίς γάλα, πόσο μάλλον σκέτο!

«Μη με κοιτάς έτσι, σε παρακαλώ, Μυρτώ μου. Δεν κατεβαίνει μπουκιά.»

Η Μυρτώ αναστέναξε. «Κρις» έκανε με απαλή φωνή, «πρέπει να φας έστω και λίγο.»

«Δεν έχω όρεξη»

«Αν σου πω ότι βρήκα πού κρύβονται ο Λούκας και ο Φοίνικας, θα μου κάνεις τη χάρη να φας;»

Ήταν η σειρά του νεαρού να σαστίσει. Τα πράσινα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα, σημάδι πως είχε ξυπνήσει για τα καλά και χωρίς καφέ.

«Πώς τους βρήκες και πού;»

«Πρώτα θα φας» δήλωσε τελεσίδικα η Μυρτώ. «Και όπου να 'ναι έρχονται και οι υπόλοιποι. Η Χλόη έχει να μας ανακοινώσει κάτι.»

Λίγο αργότερα, τα ποτήρια και οι κούπες με τον καφέ είχαν αδειάσει, ενώ τα πιάτα με το φαγητό είχαν μείνει ανέγγιχτα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Κανείς δεν είχε όρεξη για να φάει, μιας και τα στομάχια τους είχαν δεθεί κόμπος.

«Οπότε, οι κάμερες κυκλοφορίας τους εντόπισαν κοντά στο δημαρχείο της πόλης;» ρώτησε η Ηλιάνα και η Μυρτώ κούνησε θετικά το κεφάλι της.

«Πρέπει να ελέγξουμε το μέρος» δήλωσε ο Μαξ.

«Ο Φοίνικας θα μας καταλάβει από την αύρα μας στα πενήντα μέτρα» είπε η Χλόη.

«Οπότε πρέπει να πάει κάποιος χωρίς δυνάμεις» έκανε η Θάλεια σκεφτική.

«Όχι απαραίτητα» πετάχτηκε ο Άγγελος. «Η Χλόη βρήκε μία λύση στο πρόβλημα.»

«Για ποιο απ' όλα;» ρώτησε ο νεαρός με τα γαλανά μάτια. «Γιατί έχουμε αρκετά στο πιάτο…»

«Νομίζω για μερικά από αυτά« απάντησε εκείνος και έβγαλε ένα σπιράλ τετράδιο από το σακίδιό του. Το άφησε στο κέντρο του τραπεζιού, ανάμεσα από τα πιάτα και περίμενε.

«Τι κρύβει το τετράδιο; Ή καλύτερα, τι θα πεταχτεί από αυτό;»

«Τίποτα δε θα πεταχτεί από αυτό, Ηλιάνα, μην ανησυχείς» την καθησύχασε η κοκκινομάλλα με ένα αχνό χαμόγελο, το οποίο έσβησε τόσο απότομα όσο είχε εμφανιστεί. «Εδώ έχω γράψει μερικά σχέδια με τη δύναμη των λέξεων, από τα οποία δεν έχω ιδέα πιο θα πραγματοποιηθεί, αλλά όλα έχουν ένα κοινό…»

Έκανε μία παύση και τους κοίταξε όλους έναν έναν με τη σειρά, πριν ανακοινώσει αυτό που ήθελε:

«Πρέπει να βρούμε άμεσα καινούριο κάτοχο για το Μαύρο Ρόδο.»

Νεκρική σιγή έπεσε μέσα στο χώρο. «Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε;» ρώτησε ο Μαξ, κι ο Άγγελος έγνεψε αρνητικά.

«Αν θέλουμε να πάρουμε πίσω τον Τζέιμς, είναι αναγκαίο να βρεθεί κάτοχος για το ξίφος.»

«Θα το κάνω εγώ» μίλησε ο Κρίστοφερ για πρώτη φορά από την ώρα που είχαν μαζευτεί όλοι.

«Ορίστε!» αναφώνησαν ταυτόχρονα τα δύο αδέλφια, η Μυρτώ και ο Μαξ.

«Θα γίνω ο καινούριος κάτοχος του Μαύρου Ρόδου.»

«Μα, Κρις-»

«Είπα θα το κάνω, Μαξ! Νομίζω κι εσύ θα έκανες το ίδιο για τη Μυρτώ» του αντιγύρισε εκείνος, κι η δήλωσή του δε σήκωνε καμία αντίρρηση. Η κοπέλα με τα γκρι μάτια έπιασε το χέρι του αγοριού της και το έσφιξε μέσα στο δικό της για να του δώσει κουράγιο.

«Εγώ, πάντως, είμαι εδώ για σένα» του είπε, κι αυτός έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών τους μεταξύ τους και της έδωσε ένα απαλό φιλί στον κρόταφο. Ο Άγγελος σηκώθηκε από τη θέση του στον απέναντι καναπέ, τον πλησίασε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

«Ξεκινάμε την εκπαίδευση ακόμη και τώρα, αν είσαι έτοιμος.»

«Πάντως, το να έχουμε και τα δύο Ρόδα με το μέρος μας, είναι ένα εκπληκτικά δυνατό χαρτί εναντίον του Λούκας και του Φοίνικα» σχολίασε η Θάλεια. «Για να μην αναφέρω το καλό που θα προξενήσει σε εμάς τα Φαντάσματα.»

«Αρκεί τα μυαλά σου, Κρις, να μην πάρουν αέρα με τις καινούριες σου δυνάμεις!»

«Αφού θα έχω εσάς να μου υπενθυμίζετε ποιος είμαι, Μαξ!»

«Οπότε, ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε ανυπόμονα η Ηλιάνα ενώνοντας τις παλάμες της, και η Χλόη άρχισε να εξηγεί τις ιδέες της...

Τρίτη 29 Αυγούστου, 12:56

Εδώ και μερικές ώρες ο Τζέιμς προσπαθούσε να δημιουργήσει φωτιά από την ενέργεια που επικρατούσε στο χώρο, χωρίς να το προκαλεί ο Φοίνικας, και ως τώρα είχε κάνει ελάχιστη πρόοδο.

«Συγκεντρώσου στην ενέργεια γύρω σου» είπε για εκατοστή φορά ο Σαχίρ.

«Μα είμαι συγκεντρωμένος!»

«Δεν είσαι! Συγκεντρώσου και προσπάθησε ξανά!»

Ο Τζέιμς ξεφύσηξε και άπλωσε τα χέρια του ευθεία μπροστά. Πήρε μία βαθιά ανάσα και φαντάστηκε τη φωτιά, αλλά ούτε κι εκείνη τη φορά κατάφερε να τη δημιουργήσει.

«Πού είναι το μυαλό σου, Τζέιμς;»

«Ρητορική η ερώτησή σου, Σαχίρ; Γιατί αν δεν κάνω λάθος, μπορείς να διαβάσεις τις σκέψεις μου.»

«Ναι, έχεις δίκιο, γνωρίζω τι γίνεται μέσα στο κεφάλι σου, αλλά περιμένω να το ακούσω από εσένα» απάντησε ο άντρας με τα χρυσά μάτια. Ο Τζέιμς άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά δεν πρόλαβε, καθώς εκείνη τη στιγμή μπήκε με φόρα ο Λούκας μέσα στο διαμέρισμα.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου