΄΄Τι φως και χρώμα και ομορφιά να σκόρπιζε τ’αστέρι, όπου στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει; Ποιος άγγελος το διάλεξε για τέτοιον ταχυδρόμο; Τ’ άλλα τα αστέρια θα έβλεπαν τον φωτεινό του δρόμο. Αστέρι, σε ποια χώρα του ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα; Η παντοδύναμη φθορά μην έσβησε το φως σου, ή μήπως είσαι αθάνατο και εσύ σαν το Χριστό σου; Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ στα χώματά μας; Για όλα τα άστρα, αλίμονο, δεν είναι η ματιά μας!΄΄
Στο άκουσμα της λέξης ΄΄Χριστούγεννα΄΄, στο μυαλό όλων έρχεται και ακόμη μία. Η λέξη ΄΄ευχή΄΄. Αυτή την εποχή του χρόνου, ο ουρανός μοιάζει πιο φωτεινός, ανοιχτός σε κάθε μικρή και μεγάλη παράκληση που γίνεται από καρδιάς. Κανένας όμως δεν γνωρίζει τον προορισμό της ευχής του και το ταξίδι που εκείνη ακολουθεί, μέχρι να φτάσει στο μυστικό συρτάρι του Άγιου, ο οποίος θα την ξεδιπλώσει πολύ προσεκτικά, θα την διαβάσει με τη βοήθεια των μικρών, μυωπικών του γυαλιών και θα κάνει έπειτα ό,τι περνά από το χέρι του προκειμένου να βγει αληθινή.
Το Λάιτλιν, ήταν ένα ορεινό χωριό, μία ώρα περίπου μακριά από το Όλομ. Η δεύτερη ονομασία του, ήταν το χωριό των ευχών, καθώς εκεί βρίσκονταν τα κεντρικά, όπου κατέληγαν όλες οι ευχές, ταξινομούνταν ανά αλφαβητική σειρά και κατόπιν έφευγαν, προκειμένου να φτάσουν στον Βόρειο Πόλο. Ο Γκέντελ είχε καταγωγή από το συγκεκριμένο χωριό, και λίγο πριν ο Λόμιλ αποφασίσει να αποσυρθεί πλήρως από τα καθήκοντά του, δουλειά του ήταν να ταξινομεί τις ευχές και να κρίνει αν ήταν ικανές, ανάλογα με το περιεχόμενο, να ταξιδέψουν μέχρι τον τελικό τους προορισμό. Τη στιγμή που διάβαζε τα καλλιγραφικά γράμματα, τα μάτια του αντάμωσαν με εκείνα της μικρής.
«Η καταγωγή μου είναι από το συγκεκριμένο χωριό. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Εκεί δούλευα για χρόνια προτού αποσυρθώ και έρθω στο Όλομ. Το ταξίδι είναι μεγάλο και θα χρειαστεί να ξεκινήσουμε, καθώς ο καιρός αγριεύει όσο ανεβαίνουμε βορειότερα. Θα πάρουμε το ειδικό ποδήλατο του χιονιού όπως το ονομάζουμε, με την ελπίδα να μας οδηγήσει εκεί» πρόφερε, και ευθύς, ευχαριστώντας τα τρία μικρά πλάσματα, βγήκαν από το σπίτι τρέχοντας προς την κεντρική πλατεία.
Η Σάρα αδυνατούσε να πιστέψει πως μέσα στον κόσμο που ζούσε υπήρχε και ένας άλλος, παράλληλος, αθέατος και μαγικός. Όταν ήταν μικρή, ο πατέρας της τής είχε πει πως τα θαύματα ήταν ένα σήμα που λάμβανε ο κόσμος που ζούσαν από τον μαγικό. Ήταν ένας τρόπος να φαίνεται πως υπάρχει, και ας μην μπορούσαν να τον δουν. Η μεγαλύτερη απόδειξη αυτού ήταν το καφέ του Ρούντολφ στο Λονδίνο, όπου όλο το προσωπικό που εργαζόταν στο μαγαζί ανήκε στα ξωτικά.
Μπροστά τους ο Γκέντελ βάδιζε προς ένα κατάστημα που νοίκιαζε εκείνα τα ειδικά ποδήλατα του χιονιού. Υπήρχε φυσικά πάντοτε και η λύση του έλκηθρου που τα έσερναν χάσκι, ωστόσο το μηχάνημα από μόνο του είχε πολύ περισσότερη δύναμη. Παρά την επιμονή της Σάρα, ο Γκέντελ δε δέχτηκε να πληρώσει για τίποτε. Ευτυχώς το ποδήλατο ήταν μεγάλο και χωρούσε άνετα και τους τρείς. Τοποθέτησαν τη Ζόε στη μέση για μεγαλύτερη ασφάλεια και προτού ξεκινήσουν, είδαν τη μαγική πένα του ειδικού σημειωματάριου του ξωτικού, να σηκώνεται και γράφει από μόνη της μία απάντηση στον Λόμιλ, που ρωτούσε αν όλα ήταν καλά.
Η διαδρομή ήταν στην κυριολεξία μαγική. Τα θεόρατα, καταπράσινα έλατα είχαν ντυθεί και στολιστεί στα λευκά. Το χιόνι γυάλιζε κάτω από τις ηλιαχτίδες οι οποίες είχαν κατορθώσει με δυσκολία να ξεπροβάλουν μέσα από τα πυκνά σύννεφα. Η ατμόσφαιρα μύριζε αναμμένο τζάκι και πεντανόστιμα ροφήματα κάστανου και φουντουκιού. Ο δρόμος φαινόταν εύκολος και το πρώτο εικοσάλεπτο είχε κυλήσει γρήγορα και με σχετική ευκολία. Ωστόσο, ο καιρός μπροστά τους φαινόταν να αλλάζει διαθέσεις και σύντομα, οι ηλιαχτίδες εξαφανίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους στα λευκά και γκρίζα σύννεφα του χιονιού. Αέρας παγωμένος ξεκίνησε να σηκώνεται περικυκλώνοντάς τους, ενώ ο χορός των νιφάδων δυσκόλευε και εμπόδιζε την ορατότητα. Ο χρόνος για εκείνους, ωστόσο, μετρούσε αντίστροφα και κάθε λεπτό που χανόταν ήταν πολύτιμο.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρουμε να φτάσουμε. Ίσως θα ήταν καλύτερο να επιστρέψουμε» πάλεψε να ακουστεί ο Γκέντελ μέσα από τον αέρα που βούιζε.
«Μα δεν έχουμε χρόνο. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και το στολίδι πρέπει να φτιαχτεί» διαμαρτυρήθηκε η Ζόε, ωστόσο αποφάσισαν να κάνουν μία στάση σε ένα καταφύγιο που υπήρχε για τους εκδρομείς, δίνοντας στον καιρό τον απαιτούμενο χρόνο για να ξεσπάσει.
Στο εσωτερικό του μικρού σπιτιού, ένα αναμμένο τζάκι σιγόκαιγε και υπήρχε ένα και μοναδικό, μοναστηριακό τραπέζι, καθώς και ένας κατάλογος με οδηγίες. Βρίσκονταν στην ουσία στην περιφέρεια του χωριού των ευχών και η μαγεία του είχε ήδη ξεκινήσει από την πρώτη κιόλας οδηγία που αναγραφόταν.
΄΄Κλείστε τα μάτια σας σφιχτά και ευχηθείτε για το γεύμα σας΄΄ έγραφε το χαρτί με χρυσοτυπία και τα δύο κορίτσια ακολούθησαν την οδηγία έχοντας καθίσει στο τραπέζι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, σχεδόν όσα θέλουν τα μάτια να ανοιγοκλείσουν, μπροστά τους εμφανίστηκαν όσα η ψυχή τους τραβούσε, με τον Γκέντελ να κοιτάζει διστακτικά τα παράξενα φαγητά για τα οποία είχαν ευχηθεί. Δυστυχώς για εκείνους, έξω ο καιρός δεν έδειχνε κανένα σημάδι βελτίωσης. Η Ζόε βρισκόταν ακουμπισμένη σε έναν απαλό, βελούδινο, κόκκινο καναπέ, όταν στο μυαλό της ήρθαν τα λόγια του παππού της. Πως οποιαδήποτε στιγμή χρειαστεί μία βοήθεια, ή αν νιώσει πως χάνει τον δρόμο της και δυσκολεύεται να τον βρει, το μόνο που έχει να κάνει, είναι να κοιτάξει ψηλά στον ουρανό αναζητώντας εκείνο το περίφημο Αστέρι-καθοδηγητή. Με τα αθώα, παιδικά της μάτια, έψαξε τον ανταριασμένο ορίζοντα από άκρη σε άκρη, μόνο για να διακρίνει μία αμυδρή λάμψη να εμφανίζεται μέσα από τα πυκνά σύννεφα.
«Το Αστέρι!» φώναξε στους υπόλοιπους «Εκείνο θα μας βοηθήσει να βρούμε τον δρόμο μας» τους είπε ενθαρρυντικά.
«Ωστόσο» ακούστηκε η γλυκιά φωνή του Γκέντελ «Έχουμε ένα μικρό πρόβλημα. Το ποδήλατο του χιονιού δεν ξεκινά» συμπλήρωσε, νιώθοντας τις ελπίδες του να καταρρέουν.
Η Ζόε ακούμπησε πίσω το κεφάλι της παλεύοντας να σκεφτεί μία λύση που θα τους έβγαζε από το αδιέξοδο. Ο καιρός είχε μαλακώσει και τώρα, κάπου στο βάθος, μία απαλή και ροδαλή πινελιά, έβαφε το ουράνιο στερέωμα επιτρέποντας στον ήλιο να γείρει ελαφρώς την πύρινη σφαίρα του, ξεκουράζοντάς την. Η ημέρα σε αυτές τις περιοχές είχε πολύ μικρή διάρκεια και οι ίδιοι βρίσκονταν τρεις ώρες στο καταφύγιο. Η μικρή βγήκε για λίγο έξω, χαϊδεύοντας και παίζοντας με το φρέσκο και απάτητο χιόνι, όταν από το βάθος ακούστηκε μία παράξενη κραυγή ζώου. Η Ζόε τρομαγμένη γυρνούσε το κεφάλι της προς όλες τις κατευθύνσεις, όταν από μακριά, πίσω από τα περήφανα έλατα με τις χιονισμένες κορυφές, ξεπρόβαλε ένας υπέροχος τάρανδος. «Κόμετ!» ήχησε η φωνή του Γκέντελ από μακριά, καθώς η κραυγή τού ήταν γνώριμη, και τότε, αυτό που ακολούθησε ήταν απλά μαγικό.
«Γκέντελ, χαίρομαι που σε βλέπω. Επίσης, η μικρούλα δίπλα σου έκανε μία ευχή και αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ» τους απάντησε, και η Ζόε θυμήθηκε πως ο Κόμετ μαζί με τον Κιούπιντ ήταν από τους πιο γρήγορους ταράνδους του έλκηθρου του Άγιου. Βοηθούσαν πάντοτε την ομάδα να πετά ακόμη και με πολύ κακές καιρικές συνθήκες. Πλησιάζοντας, ο τεράστιος, βασιλικός τάρανδος, κατέβασε ελαφρώς το κεφάλι του μυρίζοντας μία τη Ζόε και μία τη Σάρα.
«Είναι αλήθεια πως μπορείτε και πετάτε;» τον ρώτησε η μικρή κοκκινίζοντας από χαρά.
«Το πέταγμά μας οφειλόταν πάντοτε στη μαγεία και στην πίστη του κόσμου και κυρίως των παιδιών. Εσύ ωστόσο πιστεύεις με όλη σου την καρδιά και εγώ βρίσκομαι σήμερα εδώ, ώστε να σας οδηγήσω στο Λάιτλιν».
Το πέταγμα είναι από μόνο του κάτι μαγικό. Η ψυχή φεύγει, εγκαταλείπει το έδαφος και ανυψώνεται στον αιθέρα. Στα σύννεφα σιμά στον ήλιο, στους χιονισμένους κάμπους από πάνω, η Σάρα ένιωθε πως κυριολεκτικά βρισκόταν στον Παράδεισο, που άλλαζε μορφές, ανάλογα με το τοπίο που διέσχιζαν. Είχε πιστέψει. Είχε πιστέψει σε αυτήν την άγνωστη και λαμπερή γιορτή, που θα έπρεπε να φωτίζει όλον τον κόσμο και να τον πλημμυρίζει με τις μυρωδιές, τα χρώματα και τη διάθεσή της. Ο Κόμετ κάλπαζε στον αέρα με τα τρία νεαρά παιδιά στην πλάτη του, δίνοντάς τους μία γεύση από την βραδιά της Παραμονής, περήφανα, με τον χιονιά να διαπερνά τα κόκκαλά τους, όταν ακριβώς από κάτω τους, φάνηκαν διάσπαρτα, λαμπερά φωτάκια που ακτινοβολούσαν και ο Τάρανδος ξεκίνησε να χαμηλώνει, μέχρι που τα πόδια του πάτησαν επιτέλους στο έδαφος.
Το Λάιτλιν ήταν διαφορετικό από το Όλομ. Τα σπίτια έμοιαζαν με ιγκλού, τα ξωτικά και οι νάνοι περπατούσαν πλάι στους τάρανδους και στο βάθος δέσποζε ένα τεράστιο κτήριο από πέτρα, που είχε οβάλ σχήμα και κεραμίδια. Από μακριά φαινόταν σαν όστρακο ανοιχτό. Η καμινάδα του κάπνιζε και ο Γκέντελ τους οδήγησε σιωπηλός προς το εσωτερικό του, που μύριζε κανέλα και γαρύφαλλο. Ένα τεράστιο κόκκινο χαλί απλωνόταν κατά μήκος του και στην μέση του δέσποζε ένα αληθινό έλατο, στολισμένο, που έφτανε μέχρι την κορυφή. Τα παιχνίδια ζωντάνευαν επάνω του, κάνοντας τον δικό τους χορό και τραγουδώντας, ενώ ένα τρένο στριφογυρνούσε στη βάση του με τον οδηγό να τους χαιρετά. Σε όλους τους τοίχους βρίσκονταν μικρά οριζόντια πορτάκια και ξωτικά σαν τον Γκέντελ ανεβοκατέβαιναν στις χρυσές, πλουμιστές τους σκάλες, προκειμένου να τα ανοίγουν και να πιάνουν από μέσα την ευχή. Κάποτε υπήρχαν περισσότερες. Οι άνθρωποι πίστευαν περισσότερο και εύχονταν για κάτι που επιθυμούσαν από καρδιάς, αφήνοντας την ευχή τους έρμαιο της μαγείας.
Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας ωστόσο και του καταναλωτισμού, η μαγεία χάθηκε και τη θέση της πήρε η πεζότητα της καθημερινότητας. Ακόμη και έτσι όμως, μέσα από την καθημερινότητα, η ξεχωριστή αυτή δύναμη είχε βρει το δικό της μονοπάτι έκφρασης μέσα από την αγάπη. Η Σάρα ήξερε πλέον πολύ καλά πως δεν χρειάζονταν τα στολίδια απαραίτητα για να μυρίσει Χριστούγεννα, καθώς η αληθινή τους σημασία κρυβόταν αλλού.
Ο Γκέντελ ανέβηκε σε μία από τις αιωρούμενες σκάλες και άνοιξε ένα συρτάρι, παίρνοντας έναν σκληρό φάκελο, ύστερα κατέβηκε, τον ξεδίπλωσε και τον άνοιξε σε ένα ξύλινο τραπέζι. Ήταν το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Πιρς και η Ζόε ήταν κυκλωμένη με μία κόκκινη κορδέλα, δηλωμένη ως πιστή του Άγιου. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Λόμιλ και τον πατέρα τους.
«Έχετε καταγωγή από μία πολύ πιστή οικογένεια» σχολίασε ο Γκέντελ χαμογελώντας και είδε τη Σάρα να χαϊδεύει το όνομα του πατέρα της. Η ευχή της είχε ήδη ταξιδέψει και φτάσει στα συρτάρια του Λάιτλιν.
Από μακριά, φωνές και γέλια ακούστηκαν και ο Γκέντελ είδε τον νάνο Όρελιν αγκαλιά με ένα ποτήρι μπύρας από φράουλα, την οποία οι όμοιοί του αγαπούσαν. Τρεκλίζοντας, έφτασε μέχρι το ξωτικό σφιχταγκαλιάζοντάς το, με τον Γκέντελ να ανταποδίδει αμήχανα την κίνηση.
«Νεαρέ! Χρόνια και ζαμάνια» έκρωξε το πλάσμα, όταν η Ζόε έβγαλε από την τσέπη της το στολίδι και με τρόπο παιχνιδιάρικο το κούνησε μπροστά στα μάτια του κάνοντάς τον να σαστίσει και να σοβαρευτεί.
«Πού το βρήκες αυτό μικρό ανθρωπάκι;»
«Ήταν της μαμάς μου και δώρο του Λόμιλ , του παππού μου»
«Μα του Λόμιλ Γκάλας; Του γνωστού πρώην υπεύθυνου ευχών και δεξί χέρι του Άγιου;»
«Ακριβώς» απάντησε η μικρούλα, και ο νάνος πήρε το στολίδι στα χέρια του με προσοχή και ψηλαφίζοντας τη ραγισματιά κοίταξε ξανά το κοριτσάκι.
«Αυτό εδώ είναι πολύ σπάνιο. Είναι μία αποθήκη αγιοσύνης, του ίδιου του Πνεύματος των εορτών. Ακόμη και αν φτιαχτεί, θα πρέπει να το καλέσετε εσείς οι ίδιοι να κατοικήσει ξανά και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο»
«Το γνωρίζουμε, μα είναι ο μόνος τρόπος να πείσουμε τον Άγιο να μοιράσει ξανά τα δώρα και να πραγματοποιήσει τις ευχές. Το στολίδι θα του χαρίσει την ελπίδα που χρειάζεται, ώστε να πάρει τη απόφαση και να χαρίσει με τη σειρά του στο κόσμο τις γιορτές που του αξίζουν. Άγιοι Βασίλιδες υπάρχουν ακόμη και στην καθημερινότητα. Είναι οι απανταχού γονείς που μοχθούν για τα παιδιά τους και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που βοηθούν με το αζημίωτο, πραγματοποιώντας τις ευχές των άλλων. Λίγη ασημόσκονη βέβαια, δεν έβλαψε ποτέ» τοποθετήθηκε το ξωτικό και ο Όρελιν του χαμογέλασε.
«Είναι ήδη βράδυ. Απολαύστε μία διαμονή στο Λάιτλιν και αύριο το πρωί, ξημερώματα, θα ξεκινήσουμε για το Όλομ. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να γνωρίσετε τους διάσημους ταράνδους του έλκηθρου, εκτός από τον Κόμετ που σας έφερε ως εδώ» πρότεινε ο Όρελιν και τους κατηύθυνε έξω, σε έναν στάβλο που είχε το σήμα των Χριστουγέννων, το μεγάλο φωτεινό αστέρι, να κρέμεται στην είσοδο. Ήταν ο οδηγός τους.
Η πιο όμορφη, μαγική, χριστουγεννιάτικη εικόνα, ήταν πάντοτε εκείνη των οκτώ ταράνδων που έσερναν το έλκηθρο, Ντάσερ, Ντάνσερ, Πράνσερ, Βίξεν, Κόμετ, Κιούπιντ, Ντόνερ και Μπλίτζετ. Όμως, μια παραμονή Χριστουγέννων, σκοτεινή και ομιχλώδη, ο Άγιος Βασίλης δυσκολευόταν να ξεκινήσει για το μεγάλο του ταξίδι. Ξαφνικά, διέκρινε ανάμεσα στο κοπάδι έναν μικρό τάρανδο τον Ρούντολφ, που η μύτη του ήταν τόσο φωτεινή, που αν οδηγούσε τους άλλους ταράνδους στη διάρκεια εκείνης της νύχτας, ο Άγιος Βασίλης θα μπορούσε να κάνει την διαδρομή του και να μοιράσει τα δώρα του σε όλα τα παιδιά του κόσμου! Ο Ρούντολφ το ελαφάκι, όχι μόνο έσωσε τα Χριστούγεννα, αλλά έγινε ήρωας και ο πιο γνωστός από όλους τους ταράνδους του Άγιου Βασίλη. Για αυτόν άλλωστε έχουν γραφτεί και τα περισσότερα τραγούδια των Χριστουγέννων. Η εικόνα του Ρούντολφ, τώρα, έκανε την καρδιά της μικρής Ζόε να φτερουγίσει. Μέσα από τη γλυκιά του ιστορία, είχε διαπιστώσει ότι μαθαίνουμε να είμαστε δυνατοί απέναντι στις κακολογίες των άλλων, μα πάνω από όλα να πιστεύουμε στον εαυτό μας και να τον αποδεχόμαστε με όλες τις ιδιαιτερότητές του.
Ο Ρούντολφ γεννήθηκε ιδιαίτερος. Η μύτη του, όχι απλώς ήταν κόκκινη, μα λαμπύριζε κιόλας μέσα στο σκοτάδι, μετατρέποντάς τον συχνά σε αντικείμενο χλευασμού. Ο μικρός τάρανδος ωστόσο, είχε ένα όνειρο και έναν στόχο στη ζωή του, να οδηγήσει το έλκηθρο. Η παγωνιά και η θύελλα εκείνης της παραμονής, στάθηκαν αρκετά για να πείσουν τον Άγιο, να χρησιμοποιήσει το χάρισμα του Ρούντολφ, ώστε να οδηγήσει μέσα στη νύχτα και παρά τις δυσκολίες. Όπως του είπε για να είσαι ΄΄ιπτάμενος΄΄, χρειάζεσαι θάρρος, χαρακτήρα και μία αληθινή καρδιά που θα σε βοηθούσε να ανυψωθείς στους ουρανούς. Όλοι οι ήρωες εξάλλου, θα πρέπει να διακατέχονται από αυτά τα τρία χαρακτηριστικά. Η καρδούλα του μικρού Ρούντολφ ήταν το ίδιο αστραφτερή, όσο και η κόκκινη μύτη του, και το οδήγησε στην πρώτη γραμμή του έλκηθρου ως τον ένατο ιπτάμενο. Από τότε, όλοι τους έσκυψαν το κεφάλι με σεβασμό απέναντί του, αναγνωρίζοντας τον αγώνα του.
Αφού εκείνος κατάφερε να γίνει ο ήρωας των εορτών, μπορούμε και εμείς. Έχουμε και τα τρία χαρακτηριστικά για να το πετύχουμε σκέφτηκε η Ζόε.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
Στο άκουσμα της λέξης ΄΄Χριστούγεννα΄΄, στο μυαλό όλων έρχεται και ακόμη μία. Η λέξη ΄΄ευχή΄΄. Αυτή την εποχή του χρόνου, ο ουρανός μοιάζει πιο φωτεινός, ανοιχτός σε κάθε μικρή και μεγάλη παράκληση που γίνεται από καρδιάς. Κανένας όμως δεν γνωρίζει τον προορισμό της ευχής του και το ταξίδι που εκείνη ακολουθεί, μέχρι να φτάσει στο μυστικό συρτάρι του Άγιου, ο οποίος θα την ξεδιπλώσει πολύ προσεκτικά, θα την διαβάσει με τη βοήθεια των μικρών, μυωπικών του γυαλιών και θα κάνει έπειτα ό,τι περνά από το χέρι του προκειμένου να βγει αληθινή.
Το Λάιτλιν, ήταν ένα ορεινό χωριό, μία ώρα περίπου μακριά από το Όλομ. Η δεύτερη ονομασία του, ήταν το χωριό των ευχών, καθώς εκεί βρίσκονταν τα κεντρικά, όπου κατέληγαν όλες οι ευχές, ταξινομούνταν ανά αλφαβητική σειρά και κατόπιν έφευγαν, προκειμένου να φτάσουν στον Βόρειο Πόλο. Ο Γκέντελ είχε καταγωγή από το συγκεκριμένο χωριό, και λίγο πριν ο Λόμιλ αποφασίσει να αποσυρθεί πλήρως από τα καθήκοντά του, δουλειά του ήταν να ταξινομεί τις ευχές και να κρίνει αν ήταν ικανές, ανάλογα με το περιεχόμενο, να ταξιδέψουν μέχρι τον τελικό τους προορισμό. Τη στιγμή που διάβαζε τα καλλιγραφικά γράμματα, τα μάτια του αντάμωσαν με εκείνα της μικρής.
«Η καταγωγή μου είναι από το συγκεκριμένο χωριό. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Εκεί δούλευα για χρόνια προτού αποσυρθώ και έρθω στο Όλομ. Το ταξίδι είναι μεγάλο και θα χρειαστεί να ξεκινήσουμε, καθώς ο καιρός αγριεύει όσο ανεβαίνουμε βορειότερα. Θα πάρουμε το ειδικό ποδήλατο του χιονιού όπως το ονομάζουμε, με την ελπίδα να μας οδηγήσει εκεί» πρόφερε, και ευθύς, ευχαριστώντας τα τρία μικρά πλάσματα, βγήκαν από το σπίτι τρέχοντας προς την κεντρική πλατεία.
Η Σάρα αδυνατούσε να πιστέψει πως μέσα στον κόσμο που ζούσε υπήρχε και ένας άλλος, παράλληλος, αθέατος και μαγικός. Όταν ήταν μικρή, ο πατέρας της τής είχε πει πως τα θαύματα ήταν ένα σήμα που λάμβανε ο κόσμος που ζούσαν από τον μαγικό. Ήταν ένας τρόπος να φαίνεται πως υπάρχει, και ας μην μπορούσαν να τον δουν. Η μεγαλύτερη απόδειξη αυτού ήταν το καφέ του Ρούντολφ στο Λονδίνο, όπου όλο το προσωπικό που εργαζόταν στο μαγαζί ανήκε στα ξωτικά.
Μπροστά τους ο Γκέντελ βάδιζε προς ένα κατάστημα που νοίκιαζε εκείνα τα ειδικά ποδήλατα του χιονιού. Υπήρχε φυσικά πάντοτε και η λύση του έλκηθρου που τα έσερναν χάσκι, ωστόσο το μηχάνημα από μόνο του είχε πολύ περισσότερη δύναμη. Παρά την επιμονή της Σάρα, ο Γκέντελ δε δέχτηκε να πληρώσει για τίποτε. Ευτυχώς το ποδήλατο ήταν μεγάλο και χωρούσε άνετα και τους τρείς. Τοποθέτησαν τη Ζόε στη μέση για μεγαλύτερη ασφάλεια και προτού ξεκινήσουν, είδαν τη μαγική πένα του ειδικού σημειωματάριου του ξωτικού, να σηκώνεται και γράφει από μόνη της μία απάντηση στον Λόμιλ, που ρωτούσε αν όλα ήταν καλά.
Η διαδρομή ήταν στην κυριολεξία μαγική. Τα θεόρατα, καταπράσινα έλατα είχαν ντυθεί και στολιστεί στα λευκά. Το χιόνι γυάλιζε κάτω από τις ηλιαχτίδες οι οποίες είχαν κατορθώσει με δυσκολία να ξεπροβάλουν μέσα από τα πυκνά σύννεφα. Η ατμόσφαιρα μύριζε αναμμένο τζάκι και πεντανόστιμα ροφήματα κάστανου και φουντουκιού. Ο δρόμος φαινόταν εύκολος και το πρώτο εικοσάλεπτο είχε κυλήσει γρήγορα και με σχετική ευκολία. Ωστόσο, ο καιρός μπροστά τους φαινόταν να αλλάζει διαθέσεις και σύντομα, οι ηλιαχτίδες εξαφανίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους στα λευκά και γκρίζα σύννεφα του χιονιού. Αέρας παγωμένος ξεκίνησε να σηκώνεται περικυκλώνοντάς τους, ενώ ο χορός των νιφάδων δυσκόλευε και εμπόδιζε την ορατότητα. Ο χρόνος για εκείνους, ωστόσο, μετρούσε αντίστροφα και κάθε λεπτό που χανόταν ήταν πολύτιμο.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρουμε να φτάσουμε. Ίσως θα ήταν καλύτερο να επιστρέψουμε» πάλεψε να ακουστεί ο Γκέντελ μέσα από τον αέρα που βούιζε.
«Μα δεν έχουμε χρόνο. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και το στολίδι πρέπει να φτιαχτεί» διαμαρτυρήθηκε η Ζόε, ωστόσο αποφάσισαν να κάνουν μία στάση σε ένα καταφύγιο που υπήρχε για τους εκδρομείς, δίνοντας στον καιρό τον απαιτούμενο χρόνο για να ξεσπάσει.
Στο εσωτερικό του μικρού σπιτιού, ένα αναμμένο τζάκι σιγόκαιγε και υπήρχε ένα και μοναδικό, μοναστηριακό τραπέζι, καθώς και ένας κατάλογος με οδηγίες. Βρίσκονταν στην ουσία στην περιφέρεια του χωριού των ευχών και η μαγεία του είχε ήδη ξεκινήσει από την πρώτη κιόλας οδηγία που αναγραφόταν.
΄΄Κλείστε τα μάτια σας σφιχτά και ευχηθείτε για το γεύμα σας΄΄ έγραφε το χαρτί με χρυσοτυπία και τα δύο κορίτσια ακολούθησαν την οδηγία έχοντας καθίσει στο τραπέζι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, σχεδόν όσα θέλουν τα μάτια να ανοιγοκλείσουν, μπροστά τους εμφανίστηκαν όσα η ψυχή τους τραβούσε, με τον Γκέντελ να κοιτάζει διστακτικά τα παράξενα φαγητά για τα οποία είχαν ευχηθεί. Δυστυχώς για εκείνους, έξω ο καιρός δεν έδειχνε κανένα σημάδι βελτίωσης. Η Ζόε βρισκόταν ακουμπισμένη σε έναν απαλό, βελούδινο, κόκκινο καναπέ, όταν στο μυαλό της ήρθαν τα λόγια του παππού της. Πως οποιαδήποτε στιγμή χρειαστεί μία βοήθεια, ή αν νιώσει πως χάνει τον δρόμο της και δυσκολεύεται να τον βρει, το μόνο που έχει να κάνει, είναι να κοιτάξει ψηλά στον ουρανό αναζητώντας εκείνο το περίφημο Αστέρι-καθοδηγητή. Με τα αθώα, παιδικά της μάτια, έψαξε τον ανταριασμένο ορίζοντα από άκρη σε άκρη, μόνο για να διακρίνει μία αμυδρή λάμψη να εμφανίζεται μέσα από τα πυκνά σύννεφα.
«Το Αστέρι!» φώναξε στους υπόλοιπους «Εκείνο θα μας βοηθήσει να βρούμε τον δρόμο μας» τους είπε ενθαρρυντικά.
«Ωστόσο» ακούστηκε η γλυκιά φωνή του Γκέντελ «Έχουμε ένα μικρό πρόβλημα. Το ποδήλατο του χιονιού δεν ξεκινά» συμπλήρωσε, νιώθοντας τις ελπίδες του να καταρρέουν.
Η Ζόε ακούμπησε πίσω το κεφάλι της παλεύοντας να σκεφτεί μία λύση που θα τους έβγαζε από το αδιέξοδο. Ο καιρός είχε μαλακώσει και τώρα, κάπου στο βάθος, μία απαλή και ροδαλή πινελιά, έβαφε το ουράνιο στερέωμα επιτρέποντας στον ήλιο να γείρει ελαφρώς την πύρινη σφαίρα του, ξεκουράζοντάς την. Η ημέρα σε αυτές τις περιοχές είχε πολύ μικρή διάρκεια και οι ίδιοι βρίσκονταν τρεις ώρες στο καταφύγιο. Η μικρή βγήκε για λίγο έξω, χαϊδεύοντας και παίζοντας με το φρέσκο και απάτητο χιόνι, όταν από το βάθος ακούστηκε μία παράξενη κραυγή ζώου. Η Ζόε τρομαγμένη γυρνούσε το κεφάλι της προς όλες τις κατευθύνσεις, όταν από μακριά, πίσω από τα περήφανα έλατα με τις χιονισμένες κορυφές, ξεπρόβαλε ένας υπέροχος τάρανδος. «Κόμετ!» ήχησε η φωνή του Γκέντελ από μακριά, καθώς η κραυγή τού ήταν γνώριμη, και τότε, αυτό που ακολούθησε ήταν απλά μαγικό.
«Γκέντελ, χαίρομαι που σε βλέπω. Επίσης, η μικρούλα δίπλα σου έκανε μία ευχή και αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ» τους απάντησε, και η Ζόε θυμήθηκε πως ο Κόμετ μαζί με τον Κιούπιντ ήταν από τους πιο γρήγορους ταράνδους του έλκηθρου του Άγιου. Βοηθούσαν πάντοτε την ομάδα να πετά ακόμη και με πολύ κακές καιρικές συνθήκες. Πλησιάζοντας, ο τεράστιος, βασιλικός τάρανδος, κατέβασε ελαφρώς το κεφάλι του μυρίζοντας μία τη Ζόε και μία τη Σάρα.
«Είναι αλήθεια πως μπορείτε και πετάτε;» τον ρώτησε η μικρή κοκκινίζοντας από χαρά.
«Το πέταγμά μας οφειλόταν πάντοτε στη μαγεία και στην πίστη του κόσμου και κυρίως των παιδιών. Εσύ ωστόσο πιστεύεις με όλη σου την καρδιά και εγώ βρίσκομαι σήμερα εδώ, ώστε να σας οδηγήσω στο Λάιτλιν».
Το πέταγμα είναι από μόνο του κάτι μαγικό. Η ψυχή φεύγει, εγκαταλείπει το έδαφος και ανυψώνεται στον αιθέρα. Στα σύννεφα σιμά στον ήλιο, στους χιονισμένους κάμπους από πάνω, η Σάρα ένιωθε πως κυριολεκτικά βρισκόταν στον Παράδεισο, που άλλαζε μορφές, ανάλογα με το τοπίο που διέσχιζαν. Είχε πιστέψει. Είχε πιστέψει σε αυτήν την άγνωστη και λαμπερή γιορτή, που θα έπρεπε να φωτίζει όλον τον κόσμο και να τον πλημμυρίζει με τις μυρωδιές, τα χρώματα και τη διάθεσή της. Ο Κόμετ κάλπαζε στον αέρα με τα τρία νεαρά παιδιά στην πλάτη του, δίνοντάς τους μία γεύση από την βραδιά της Παραμονής, περήφανα, με τον χιονιά να διαπερνά τα κόκκαλά τους, όταν ακριβώς από κάτω τους, φάνηκαν διάσπαρτα, λαμπερά φωτάκια που ακτινοβολούσαν και ο Τάρανδος ξεκίνησε να χαμηλώνει, μέχρι που τα πόδια του πάτησαν επιτέλους στο έδαφος.
Το Λάιτλιν ήταν διαφορετικό από το Όλομ. Τα σπίτια έμοιαζαν με ιγκλού, τα ξωτικά και οι νάνοι περπατούσαν πλάι στους τάρανδους και στο βάθος δέσποζε ένα τεράστιο κτήριο από πέτρα, που είχε οβάλ σχήμα και κεραμίδια. Από μακριά φαινόταν σαν όστρακο ανοιχτό. Η καμινάδα του κάπνιζε και ο Γκέντελ τους οδήγησε σιωπηλός προς το εσωτερικό του, που μύριζε κανέλα και γαρύφαλλο. Ένα τεράστιο κόκκινο χαλί απλωνόταν κατά μήκος του και στην μέση του δέσποζε ένα αληθινό έλατο, στολισμένο, που έφτανε μέχρι την κορυφή. Τα παιχνίδια ζωντάνευαν επάνω του, κάνοντας τον δικό τους χορό και τραγουδώντας, ενώ ένα τρένο στριφογυρνούσε στη βάση του με τον οδηγό να τους χαιρετά. Σε όλους τους τοίχους βρίσκονταν μικρά οριζόντια πορτάκια και ξωτικά σαν τον Γκέντελ ανεβοκατέβαιναν στις χρυσές, πλουμιστές τους σκάλες, προκειμένου να τα ανοίγουν και να πιάνουν από μέσα την ευχή. Κάποτε υπήρχαν περισσότερες. Οι άνθρωποι πίστευαν περισσότερο και εύχονταν για κάτι που επιθυμούσαν από καρδιάς, αφήνοντας την ευχή τους έρμαιο της μαγείας.
Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας ωστόσο και του καταναλωτισμού, η μαγεία χάθηκε και τη θέση της πήρε η πεζότητα της καθημερινότητας. Ακόμη και έτσι όμως, μέσα από την καθημερινότητα, η ξεχωριστή αυτή δύναμη είχε βρει το δικό της μονοπάτι έκφρασης μέσα από την αγάπη. Η Σάρα ήξερε πλέον πολύ καλά πως δεν χρειάζονταν τα στολίδια απαραίτητα για να μυρίσει Χριστούγεννα, καθώς η αληθινή τους σημασία κρυβόταν αλλού.
Ο Γκέντελ ανέβηκε σε μία από τις αιωρούμενες σκάλες και άνοιξε ένα συρτάρι, παίρνοντας έναν σκληρό φάκελο, ύστερα κατέβηκε, τον ξεδίπλωσε και τον άνοιξε σε ένα ξύλινο τραπέζι. Ήταν το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Πιρς και η Ζόε ήταν κυκλωμένη με μία κόκκινη κορδέλα, δηλωμένη ως πιστή του Άγιου. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Λόμιλ και τον πατέρα τους.
«Έχετε καταγωγή από μία πολύ πιστή οικογένεια» σχολίασε ο Γκέντελ χαμογελώντας και είδε τη Σάρα να χαϊδεύει το όνομα του πατέρα της. Η ευχή της είχε ήδη ταξιδέψει και φτάσει στα συρτάρια του Λάιτλιν.
Από μακριά, φωνές και γέλια ακούστηκαν και ο Γκέντελ είδε τον νάνο Όρελιν αγκαλιά με ένα ποτήρι μπύρας από φράουλα, την οποία οι όμοιοί του αγαπούσαν. Τρεκλίζοντας, έφτασε μέχρι το ξωτικό σφιχταγκαλιάζοντάς το, με τον Γκέντελ να ανταποδίδει αμήχανα την κίνηση.
«Νεαρέ! Χρόνια και ζαμάνια» έκρωξε το πλάσμα, όταν η Ζόε έβγαλε από την τσέπη της το στολίδι και με τρόπο παιχνιδιάρικο το κούνησε μπροστά στα μάτια του κάνοντάς τον να σαστίσει και να σοβαρευτεί.
«Πού το βρήκες αυτό μικρό ανθρωπάκι;»
«Ήταν της μαμάς μου και δώρο του Λόμιλ , του παππού μου»
«Μα του Λόμιλ Γκάλας; Του γνωστού πρώην υπεύθυνου ευχών και δεξί χέρι του Άγιου;»
«Ακριβώς» απάντησε η μικρούλα, και ο νάνος πήρε το στολίδι στα χέρια του με προσοχή και ψηλαφίζοντας τη ραγισματιά κοίταξε ξανά το κοριτσάκι.
«Αυτό εδώ είναι πολύ σπάνιο. Είναι μία αποθήκη αγιοσύνης, του ίδιου του Πνεύματος των εορτών. Ακόμη και αν φτιαχτεί, θα πρέπει να το καλέσετε εσείς οι ίδιοι να κατοικήσει ξανά και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο»
«Το γνωρίζουμε, μα είναι ο μόνος τρόπος να πείσουμε τον Άγιο να μοιράσει ξανά τα δώρα και να πραγματοποιήσει τις ευχές. Το στολίδι θα του χαρίσει την ελπίδα που χρειάζεται, ώστε να πάρει τη απόφαση και να χαρίσει με τη σειρά του στο κόσμο τις γιορτές που του αξίζουν. Άγιοι Βασίλιδες υπάρχουν ακόμη και στην καθημερινότητα. Είναι οι απανταχού γονείς που μοχθούν για τα παιδιά τους και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που βοηθούν με το αζημίωτο, πραγματοποιώντας τις ευχές των άλλων. Λίγη ασημόσκονη βέβαια, δεν έβλαψε ποτέ» τοποθετήθηκε το ξωτικό και ο Όρελιν του χαμογέλασε.
«Είναι ήδη βράδυ. Απολαύστε μία διαμονή στο Λάιτλιν και αύριο το πρωί, ξημερώματα, θα ξεκινήσουμε για το Όλομ. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να γνωρίσετε τους διάσημους ταράνδους του έλκηθρου, εκτός από τον Κόμετ που σας έφερε ως εδώ» πρότεινε ο Όρελιν και τους κατηύθυνε έξω, σε έναν στάβλο που είχε το σήμα των Χριστουγέννων, το μεγάλο φωτεινό αστέρι, να κρέμεται στην είσοδο. Ήταν ο οδηγός τους.
Η πιο όμορφη, μαγική, χριστουγεννιάτικη εικόνα, ήταν πάντοτε εκείνη των οκτώ ταράνδων που έσερναν το έλκηθρο, Ντάσερ, Ντάνσερ, Πράνσερ, Βίξεν, Κόμετ, Κιούπιντ, Ντόνερ και Μπλίτζετ. Όμως, μια παραμονή Χριστουγέννων, σκοτεινή και ομιχλώδη, ο Άγιος Βασίλης δυσκολευόταν να ξεκινήσει για το μεγάλο του ταξίδι. Ξαφνικά, διέκρινε ανάμεσα στο κοπάδι έναν μικρό τάρανδο τον Ρούντολφ, που η μύτη του ήταν τόσο φωτεινή, που αν οδηγούσε τους άλλους ταράνδους στη διάρκεια εκείνης της νύχτας, ο Άγιος Βασίλης θα μπορούσε να κάνει την διαδρομή του και να μοιράσει τα δώρα του σε όλα τα παιδιά του κόσμου! Ο Ρούντολφ το ελαφάκι, όχι μόνο έσωσε τα Χριστούγεννα, αλλά έγινε ήρωας και ο πιο γνωστός από όλους τους ταράνδους του Άγιου Βασίλη. Για αυτόν άλλωστε έχουν γραφτεί και τα περισσότερα τραγούδια των Χριστουγέννων. Η εικόνα του Ρούντολφ, τώρα, έκανε την καρδιά της μικρής Ζόε να φτερουγίσει. Μέσα από τη γλυκιά του ιστορία, είχε διαπιστώσει ότι μαθαίνουμε να είμαστε δυνατοί απέναντι στις κακολογίες των άλλων, μα πάνω από όλα να πιστεύουμε στον εαυτό μας και να τον αποδεχόμαστε με όλες τις ιδιαιτερότητές του.
Ο Ρούντολφ γεννήθηκε ιδιαίτερος. Η μύτη του, όχι απλώς ήταν κόκκινη, μα λαμπύριζε κιόλας μέσα στο σκοτάδι, μετατρέποντάς τον συχνά σε αντικείμενο χλευασμού. Ο μικρός τάρανδος ωστόσο, είχε ένα όνειρο και έναν στόχο στη ζωή του, να οδηγήσει το έλκηθρο. Η παγωνιά και η θύελλα εκείνης της παραμονής, στάθηκαν αρκετά για να πείσουν τον Άγιο, να χρησιμοποιήσει το χάρισμα του Ρούντολφ, ώστε να οδηγήσει μέσα στη νύχτα και παρά τις δυσκολίες. Όπως του είπε για να είσαι ΄΄ιπτάμενος΄΄, χρειάζεσαι θάρρος, χαρακτήρα και μία αληθινή καρδιά που θα σε βοηθούσε να ανυψωθείς στους ουρανούς. Όλοι οι ήρωες εξάλλου, θα πρέπει να διακατέχονται από αυτά τα τρία χαρακτηριστικά. Η καρδούλα του μικρού Ρούντολφ ήταν το ίδιο αστραφτερή, όσο και η κόκκινη μύτη του, και το οδήγησε στην πρώτη γραμμή του έλκηθρου ως τον ένατο ιπτάμενο. Από τότε, όλοι τους έσκυψαν το κεφάλι με σεβασμό απέναντί του, αναγνωρίζοντας τον αγώνα του.
Αφού εκείνος κατάφερε να γίνει ο ήρωας των εορτών, μπορούμε και εμείς. Έχουμε και τα τρία χαρακτηριστικά για να το πετύχουμε σκέφτηκε η Ζόε.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη