Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 8)

 Οι πλάκες με τα ονόματα είναι πεσμένες κάτω˙ μερικές είναι σπασμένες ή ραγισμένες. Βροντές ακούγονται απ’ έξω, αλλά δεν αστράφτει φως στους ουρανούς. Βρέχει... Κοιτάζω για μια στιγμή έξω και μου φαίνεται λες και όλη η πλάση έγινε μαύρη. Ένα μελαγχολικό συναίσθημα με κατακλύζει. Νιώθω ότι εγώ φταίω. Κάτι έκανα λάθος. Δεν έπρεπε να είχα φύγει... Έπρεπε να ήμουν εδώ... Πλησιάζω τη Spero και γονατίζω δίπλα της. Με τρεμάμενα χέρια και χαμένο βλέμμα προσπαθεί να εστιάσει στο πρόσωπό μου. Δε βλέπει ακόμα καλά και βρίσκεται σε κατάσταση σοκ μετά από ό,τι της συνέβη. Ακουμπάω προστατευτικά τα μαλλιά της και με κοιτάζει. 

«Πάρε με από εδώ...» την ακούω να μου λέει σχεδόν ψιθυριστά μέσα στο μυαλό μου. Κουνάω το κεφάλι μου θετικά και βάζω το ένα μου χέρι πίσω από την πλάτη της και το άλλο μου χέρι κάτω από τα πόδια της. Γέρνει μέσα στην αγκαλιά μου καθώς τη σηκώνω και νιώθω όλο της το σώμα να τρέμει. Τι σου συνέβη; Είναι κρύα. Τα μάτια της είναι κόκκινα, ενώ βλέπω σε αυτά να καθρεπτίζεται η θύελλα συναισθημάτων που βιώνει: θυμός, άγχος, στεναχώρια και απογοήτευση. Πλησιάζω τον Ηρακλή και, χωρίς να χρειαστεί να του εξηγήσω κάτι, κάνει νόημα σε όλους τους άλλους να κάνουν στην άκρη για να περάσουμε. Ο Sophus έρχεται μπροστά μας και μας κοιτάζει με στεναχωρημένο βλέμμα. Αμέσως μετά κοιτάζει πίσω μας στο σημείο που βρισκόταν η Εχεκράτεια και σοβαρεύει απότομα.

«Ποιος είναι ο υπεύθυνος αυτής της απώλειας;» ωρύεται και μας προσπερνάει για να μπει μέσα. Ο Ηρακλής τον σταματάει ήρεμος με το χέρι του.

«Θα μάθουμε όλοι σύντομα. Τώρα πια δεν μπορείς να κάνεις κάτι» του λέει με απόλυτη φωνή. Εγώ απομακρύνομαι. Η Spero αποτελεί προτεραιότητά μου αυτή τη στιγμή.

Τα φτερά μου ανοίγουν και πάω προς τον ναό του Απόλλωνα. Κοιτάζω τη Spero στην αγκαλιά μου και φαίνεται τόσο μικρή και αδύναμη. Δεν το πιστεύω ότι βλέπω μια τόσο δυνατή γυναίκα σε τέτοια κατάσταση. Ω, Θεέ μου, σε παρακαλώ πολύ, βοήθησε να πάνε όλα καλά... Η Spero σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάζει στα μάτια. Με το ένα της χέρι μου χαϊδεύει στοργικά το πρόσωπο. Μου χαμογελάει ζεστά και αμέσως μετά ξανά κλείνεται στην αγκαλιά μου. Γιατί το έκανε αυτό;

Ό,τι και να χρειαστείς θα είμαι πάντα εδώ.

«Μην ανησυχείς. Θα τη φέρω πίσω. Στο υπόσχομαι» της λέω ήρεμος καθώς προσγειωνόμαστε έξω από το ναό του Απόλλωνα.

«Αυτό είναι που με ανησυχεί» μου απαντάει αδύναμα και για μια στιγμή ξαφνιάζομαι. Δε μιλάω. Δεν είναι ακόμα η ώρα.

Ανοίγω την πύλη και προχωράω προς τα μέσα. Ο ναός είναι λίγο διαφορετικός από όλους τους υπόλοιπους. Όπως σας είχα πει ξανά, είναι κάτι σαν το σπίτι της Spero, αλλά μη φαντάζεστε σαλόνια και κουζίνες. Όχι. Η Spero δεν έχει ανάγκη από σωματική ξεκούραση, ούτε από φαγητό. Η Spero για να κρατάει σταθερή την ενέργειά της τρέφεται με αιθέρα. Λίγος διαλογισμός και είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τα πάντα.

Τεράστιες χρυσές βιβλιοθήκες υψώνονται στην αριστερή μεριά του ναού και στα δεξιά υπάρχει μια έξοδος που οδηγεί σε ένα μπαλκόνι. Εκεί μπροστά βρίσκεται μια κλίνη αρχαιοελληνικού τύπου με αναπαυτικά μαξιλάρια. Δίπλα από το μπαλκόνι υπάρχει ένα χρυσοποίκιλτο, στρογγυλό τραπέζι από λευκό γρανίτη. Τα πόδια του έχουν το σχήμα γερακιού και μπροστά από το λαμπρό άγαλμα του θεού Απόλλωνα υπάρχει μια εστία από όπου αναδύεται η ιερή φλόγα. Χωρίς να αφήσω τη Spero από τα χέρια μου, τραβάω με το πόδι μου την κλίνη όσο πιο κοντά μπορώ στη μεγάλη εστία. Ακουμπάω με προσοχή τη Spero πάνω σε αυτή και ένας μορφασμός παραμορφώνει το πρόσωπό της. Πονάει...

Θυμώνω καθώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τη βοηθήσω. Ακουμπάω το χέρι μου απαλά πάνω στο κεφάλι της αλλά δεν μπορώ να βρω κάποια αιτία για τον πόνο στο σώμα της. Τα μάτια της γρήγορα κλείνουν και πέφτει σε βαθύ λήθαργο. Ένα χρυσαφένιο φως βγαίνει από την εστία και την πλησιάζει. Εγώ απομακρύνομαι. Παρατηρώ το φως. Νιώθω σαν να μπορώ να δω το ενεργειακό κύμα όσο πλανιέται στον χώρο, άλλοτε διαφανές, μα όχι τώρα. Μέσα του υπάρχουν χρυσοί και μπλε φωτεινοί κόκκοι, σαν άστρα σε μορφή άμμου που ανακατεύονται μέσα στο κενό. Το φως την ακουμπάει και απλώνεται αργά και σταθερά σε όλο της το σώμα. Ανατριχιάζω! Τα μαλλιά της πάλλονται απαλά στον αέρα και το αριστερό της χέρι σηκώνεται ελαφρά και αιωρείται, καθώς το φως την πλημμυρίζει. Κάνω μερικά βήματα ακόμα πίσω, κάθομαι σε ένα σκαλί και απλώς περιμένω... Δεν ξέρω εάν πρέπει να κάνω κάτι άλλο.

Να γυρίσω πίσω να πω τι; Αν βγω από εδώ μέσα χωρίς απαντήσεις, μπορεί να κατηγορήσουν μέχρι και εμένα... Ακούω τον Ηρακλή να με αναζητάει μέσα στο κεφάλι μου, αλλά δεν πρόκειται να ανταποκριθώ. Όχι ακόμα. Η ώρα περνάει τόσο αργά που μου έρχεται να ξεριζώσω τις τρίχες μου από την αγωνία μου. Εξετάζω τα βιβλία στις βιβλιοθήκες λες και έχουν κάτι σημαντικό να μου πουν, αλλά στην πραγματικότητα ούτε καν που διαβάζω τους τίτλους τους. Νιώθω σαν παιδάκι που πάει σε μουσείο χωρίς ξεναγό. Κοιτάω χωρίς να ξέρω καν τι είναι αυτό που βλέπω.

Η ώρα περνάει βασανιστικά αργά και το πάτωμα μπορεί σύντομα να αποκτήσει βαθούλωμα από τα συνεχόμενα βήματά μου μέσα στον ναό. Κοιτάζω τη Spero και το φως συνεχίζει να τη δυναμώνει με την ώρα. Το χρώμα του δέρματός της είναι πιο ζωντανό και έχει σταματήσει να τρέμει. Κάθομαι δίπλα της και βάζω τα χέρια ανάμεσα στο πρόσωπό μου για να το στηρίξω. Τι ήταν αυτό το μαύρο νέφος; Αφού δεν ένιωσα να ήταν δαίμονες. Πώς είναι δυνατόν; Και πώς γίνεται να εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά; Ένα δευτερόλεπτο πριν ήταν πίσω μου. Δεν πρέπει να απελπίζομαι. Απλώς πρέπει να περιμένω με υπομονή. Παίρνω μερικές ανάσες και προσπαθώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου. Τα μάτια μου κλείνουν και ηρεμώ. Κάτι με ακουμπάει στη βάση του κρανίου μου και πετάγομαι ολόκληρος.

«Ηρέμησε. Εγώ είμαι» ακούω τη Spero να μου λέει γλυκά και νιώθω τόσο μεγάλη ανακούφιση που είναι καλά. Πετάγομαι όρθιος και την κλείνω στην αγκαλιά μου. Εκείνη με το ένα της χέρι χαϊδεύει στοργικά στο κεφάλι μου και με το άλλο με σφίγγει, για να μου δείξει ότι δε θα φεύγει.

«Μη μου το ξανά κάνεις αυτό. Δε θα αντέξω να χάσω και εσένα...» εξομολογούμαι και νιώθω ένα τεράστιο βάρος να φεύγει από πάνω μου.

«Δε θα με χάσεις εμένα. Πρέπει να παλέψουν πολύ για να με πάρουν» μου λέει και βάζει τα γέλια, πιο πολύ για να με κάνει να ηρεμήσω. Της χαμογελάω και κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κάνω ένα βήμα πίσω. Η Spero μου χαμογελάει ζεστά ακόμα, αλλά μετά από μερικές στιγμές σοβαρεύει και με κοιτάζει έντονα

«Ό,τι σου πω απόψε εδώ δεν μπορεί να το μάθει το μεγάλο συμβούλιο. Ούτε καν ο Ηρακλής. Τουλάχιστον όχι όσο είσαι ακόμα εδώ...» μου λέει με σταθερή φωνή και παγώνω.

Με δυνατά βήματα κατευθύνεται προς τη βιβλιοθήκη της. Πραγματικά φαίνεται σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Η κορμοστασιά της είναι δυνατή και λυγερή και η ενέργειά της όπως πάντα επιβλητική και όμορφη. Ψάχνει κάτι ανάμεσα στα βιβλία της. Τελικά βγάζει ένα βιβλίο τόσο παλιό όσο και εμείς οι ίδιοι. Το ακουμπάει με προσοχή πάνω στο τραπέζι και αρχίζει να το ξεφυλλίζει. Μου κάνει νόημα να την πλησιάσω. Οι σελίδες του βιβλίου είναι βαριές και εύθραυστες. Έχουν ένα ωχρό καφέ χρώμα και μια περίεργη μυρωδιά αναβλύζει, καθώς οι σελίδες κουνιούνται. Σταματάει σε μια σελίδα και μου δείχνει μια ζωγραφιά.

«Σου θυμίζει κάτι αυτό;» μου λέει και προσπαθώ να επεξεργαστώ την εικόνα. Δείχνει ένα κατάμαυρο πηγάδι που από μέσα του βγαίνει ένα συνονθύλευμα δαιμόνων. Σκοτάδι υπάρχει γύρω τους και όλα είναι ασπρόμαυρα. Τα μάτια μου ανοίγουν έκπληκτα.

«Το πηγάδι της κολάσεως». Αναμνήσεις και συναισθήματα έρχονται καταρρακτωδώς μέσα μου. Η Spero κουνάει θετικά το κεφάλι της.

«Είδα ένα όραμα. Είδα εσένα πριν από τρία χρόνια, όταν άνοιξες την πύλη για τον κόσμο του σκότους. Τότε στον μεγάλο πόλεμο. Μετά είδα μια μαύρη κλωστή να βγαίνει από εκεί που βρισκόταν το πηγάδι και να περικυκλώνει την Εχεκράτεια. Την επόμενη στιγμή κατάλαβα τι θα συνέβαινε και έψαχνα απελπισμένα να σε βρω. Κάποιος μπόρεσε να κρατήσει ανοικτές τις πύλες, αλλά δεν υπήρχε αρκετή ενέργεια για να ενεργήσουν μέχρι τώρα. Ο μόνος που μπορούσε να τους σταματήσει ήμουν εγώ και εσύ. Εσύ έλειπες και τους βόλεψε πολύ. Έπρεπε να προστατέψω την Εχεκράτεια. Πρόλαβα και ενώθηκα μαζί της με όλη μου τη δύναμη και εκείνη τη στιγμή με έριξαν σε λήθαργο. Χωρίς εμένα δε θα καταλαβαίνατε τι συμβαίνει» μου λέει σταθερά και ήρεμα.

«Ποιος το έκανε αυτό;» τη ρωτάω και για μια στιγμή τα μάτια της συσπώνται.

«Δεν... Δεν ξέρω... Κάποιος πολύ δυνατός. Κάποιος που δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ως δαίμονα» μου απαντάει και σκέφτεται τα λόγια της καθώς κοιτάζει το πάτωμα.

Ησυχία αντηχεί στον ναό και προσπαθώ να συνέλθω από τις πληροφορίες. Πριν από τρία χρόνια, όταν πόλεμος ξέσπασε ανάμεσα στο καλό και στο κακό, για πρώτη φορά άνοιξα μια πύλη που δεν είχα ξανά χρησιμοποιήσει μέχρι τότε: την πύλη των Ταρτάρων. Τη χρησιμοποίησα για να ρουφήξω όλες τις σκοτεινές οντότητες προκειμένου να σωθούμε, αλλά δεν ήμουν αρκετά δυνατός για κάτι τέτοιο. Ένιωσα να ρουφάει και εμένα μαζί. Ένιωσα να παίρνει ένα κομμάτι φωτός μαζί του. Την έκλεισα όμως. Είμαι σίγουρος ότι την εξαφάνισα εντελώς. Πώς γίνεται για τρία χρόνια να υπήρχε ένωση ανάμεσα σε ουρανό και τάρταρα και να μην το είχαμε καταλάβει;

«Η αρχόντισσα Εχεκράτεια βρίσκεται εκεί κάτω... Στην κόλαση... Δεν ξέρω τι τη θέλουν. Δεν ξέρω γιατί. Αλλά πρέπει να τη φέρουμε πίσω. Αλλιώς πολύ σύντομα οι ζωτικές ενέργειες αυτού του σύμπαντος θα καταρρεύσουν...» μου λέει ψύχραιμη και κλείνει το βιβλίο μπροστά της. «Mortem, είσαι ο μόνος που μπορεί να παει εκεί. Είσαι ο μόνος που μπορεί να τη φέρει πίσω. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Αν φύγω θα καταρρεύσουν όλα. Πρέπει να δημιουργήσω προσωρινές ενώσεις μεταξύ των ενεργειακών πηγών. Όλα... Όλα περνούσαν μέσα από την Εχεκράτεια. Όλα θα καταρρεύσουν εάν δεν κάνουμε κάτι...» Δεν ξέρω τι να πω. Πώς θα πάω μόνος μου στην κόλαση; Δεν ξέρω καν πώς κατάφερα να ανοίξω εκείνη την πύλη. Αλλά δε γίνεται αλλιώς. Η Εχεκράτεια πρέπει να επιστρέψει. Και μάλιστα σύντομα!

«Πήγαινε τώρα. Θα κρατήσω εγώ τα ηνία εδώ πέρα. Πιστεύω σε εσένα...» μου λέει και με πλησιάζει.

Ακουμπάει απαλά τα χείλη της στο μέτωπό μου και μια αίσθηση δύναμης και ζεστασιάς με πλημμυρίζουν. Δεν πρέπει να έρθω σε επαφή με κανέναν. Ο μόνος τρόπος για να μη με βρουν είναι να φύγω από εδώ και να κλείσω οποιαδήποτε δίοδο επικοινωνίας έχουν μαζί μου. Αυτό όμως σημαίνει ότι δε θα επικοινωνώ και με τη Spero. Ελπίζω όλα να πάνε καλά εδώ. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και με μια κίνηση του χεριού μου ανοίγω την πύλη για τη Γη. Πλησιάζω και κοιτάζω για μια τελευταία φορά πίσω μου. Μπαίνω μέσα και η πύλη κλείνει. Μπορεί να με θεωρήσετε τρελό, αλλά μόνο ένα άτομο μπορεί να βοηθήσει αυτή τη στιγμή. Μόνο κάποιος που έχει ξανά βρεθεί στην κόλαση... Αλλά τώρα δεν έχει κρυφτό. Δεν έχει ψέματα και προσκλήσεις. Τώρα δεν μπορεί να πει ψέματα. Θα με δει ως Mortem.

Το μόνο άτομο που μπορεί να βοηθήσει, όπως καταλάβατε, είναι η Τερψιχόρη...

Παρασκευή Γκύζη