Αύρα (Κεφάλαιο 9: Έξοδος)

(Σκάι)


Ακροβατούσα σε ένα πολύ λεπτό σχοινί, μεταξύ της πραγματικότητας και του ονείρου. Μερικές φορές ένιωθα πως μπορούσα να ακούσω ανθρώπους να μιλούν γύρω μου. Οι φωνές τους μπερδεύονταν, ή συμπλήρωναν η μία την άλλη ή σώπαιναν εντελώς. Μερικές φορές έβλεπα τον Κρις, ένιωθα τη ζέστη του σώματός του και σχεδόν μπορούσα να νιώσω τις συσπάσεις των μυών του, καθώς κρατούσε το χέρι μου σφιχτά στην πλατεία της πόλης.

Μέσα στο αχανές όνειρο, τα μάτια μου, που μέχρι τώρα ήταν βαριά, χαλάρωσαν, συσπάστηκαν και ξαφνικά μπορούσα να δω. Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν ακόμη ένα όνειρο ή αν είχα επιστρέψει στην πραγματικότητα Μια γνώριμη όψη εμφανίστηκε στο οπτικό μου πεδίο και τότε κατάλαβα πως είχα ξεφύγει από την ονειρική φυλακή μου.

«Σκάι; Με ακούς;» Η φωνή της νοσοκόμας Κάθριν ήταν πιο απαλή από ότι συνήθως. Κοίταζε νευρικά δεξιά και αριστερά ψάχνοντας για κάτι που προφανώς δεν ήταν εκεί.

«Πού βρίσκομαι; Νιώθω τα χέρια μου να πονούν». Στη λήξη της πρότασής μου, κοίταξα με τρόμο τις φλέβες μου, που απαρτίζονταν από ένα σωρό πληγές, κατάλοιπα από τις βελόνες που είχαν εισέλθει στο χέρι μου όσο κοιμόμουν. Χρειάστηκε όλη μου η δύναμη για να μη λιποθυμήσω. Σαν το κατάλαβε, μου κάλυψε τα χέρια με δύο λευκές γάζες.

«Θα πονάει για λίγο, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω, αλλά έρχεται ο Κρις. Δε σε παράτησε, Σκάι. Θα σου εξηγήσει εκείνος τις λεπτομέρειες, μα τώρα πρέπει να φύγουμε!»

Πριν καν τελειώσει την πρότασή της, με βοηθούσε να σταθώ στα πόδια μου. Βέβαια, για κάποιο άγνωστο λόγο, πέρα από το σοκ που είχε προκληθεί από το θέαμα των χεριών μου, το σώμα μου ήταν σε εξαιρετική κατάσταση.

Η νοσοκόμα Κάθριν διάβασε την έκπληξή μου και χαμογέλασε συμπονετικά, δίνοντάς μου κουράγιο.

«Μη φοβάσαι, Σκάι, αυτή τη στιγμή είσαι σαν υπεράνθρωπος. Δε θα πάθεις τίποτα. Οι πληγές στα χέρια σου θα κλείσουν πιο σύντομα απ’ όσο νομίζεις. Βάλε αυτά και γρήγορα». Μου έδωσε βιαστικά κάτι μαύρα ρούχα που έμοιαζαν πολύ με τη στολή του Κρις, αλλά σε γυναικεία έκδοση . Μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι, ελαστικό μαύρο κολάν με θήκες στον μηρό και μαύρα μποτάκια που έφταναν λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Ντύθηκα γρήγορα, έπιασα τα μαλλιά μου σε μια σφιχτή αλογοουρά και σύντομα περνούσαμε την έξοδο του δωματίου.

Εκείνη περπατούσε μπροστά μου και εγώ στεκόμουν πίσω της, ακολουθώντας πιστά τα βήματά της. Δεν υπήρχε οπτική επαφή, όμως μου μιλούσε ψιθυριστά όσο προχωρούσαμε.

«Από την ώρα που θα κατέβουμε τις σκάλες, ο χρόνος μετράει αντίστροφα. Οι κάμερες θα είναι παγωμένες για ελάχιστο χρόνο. Πρέπει να τρέξεις, Σκάι. Θα σε περιμένει ο Κρις έξω. Μην αφήσεις πολύ κόσμο να σε δει. Μόλις μάθουν πως λείπεις θα σε ψάχνουν παντού. Βάλε τα δυνατά σου, Σκάι. Μην εμπιστευτείς κανέναν, μόνο τον Κρις».

Φτάσαμε στις σκάλες. Η νοσοκόμα Κάθριν κατέβαινε με χάρη, αλλά και με εκπληκτική ταχύτητα και πίσω της βρισκόμουν εγώ, πολύ μπερδεμένη και εξαιρετικά αγχωμένη με τις οδηγίες της.

Φτάσαμε στη βάση της σκάλας και βγήκαμε προσεκτικά, αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως δεν κοιτούσε κάνεις. Έπειτα με οδήγησε στην αίθουσα αναμονής και από εκεί μπορούσα ήδη να δω την έξοδο, όταν ακούστηκε μια γνώριμη φωνή.

Ο δόκτωρ Ρεν ζητούσε από κάποιον να φωνάξει τη νοσοκόμα Κάθριν, ακριβώς στο διπλανό δωμάτιο. Εκείνη σταμάτησε και άλλαξε πορεία. Το σώμα της δεν έδειχνε καμία ένταση. Έδειξε όμως η φωνή της.

«Φύγε, Σκάι, καλή τύχη!»

Έτρεξα προς την έξοδο χωρίς να κοιτάξω πίσω. Ήθελα να την ευχαριστήσω, όμως ήξερα πως το μόνο που μπορούσα να κάνω για εκείνη ήταν να φύγω μακριά της, πριν μας πιάσουν και τις δύο. Βγήκα και κρύφτηκα αμέσως πίσω από τον μαρμάρινο πυλώνα που στήριζε το υπόστεγο της υποδοχής. Κοίταζα προσεκτικά το δρόμο, αναζητώντας ένα δείγμα για την τοποθεσία του Κρις. Ψάχνοντας να βρω ένα σημάδι του, δεν πρόσεξα ότι κάποιος βρισκόταν πίσω μου. Η λαβή του γύρω από τη μέση μου με ξάφνιασε, όμως πριν προλάβω να φωνάξω είχε ήδη κλείσει το στόμα μου.

«Σκάι, Σκάι, ηρέμησε. Ο Κρις είμαι».

Στο άκουσμα των λέξεών του, χαλάρωσα τους μυς μου. Εκείνος χαλάρωσε τη λαβή του και βρέθηκα να τον κοιτάω . Δεν είχα παρατηρήσει τις δυνατές γωνίες που πλαισίωναν το πρόσωπό του, ούτε πόσο όμορφα ήταν τα κάστανα ματιά του. Εκείνος κοιτούσε τριγύρω και σύντομα με έπιασε από το χέρι και βαλθήκαμε να τρέχουμε προς άγνωστη για εμένα κατεύθυνση.

Πλησιάσαμε ένα γκρι σκούρο όχημα και με ένα νεύμα του Κρις, η πόρτα άνοιξε και μας περίμενε. Το εσωτερικό αποτελούνταν από τέσσερις θέσεις και έναν μεγάλο πίνακα αφής κάτω από το τζάμι. Ο Κρις, αφού βεβαιώθηκε πως έχω καθίσει στη θέση μου, μπήκε και εκείνος μέσα και, αγγίζοντας μια ρύθμιση στην οθόνη, τα τζάμια έγιναν σκουρόχρωμα, μπλοκάροντας τα εξωτερικά βλέμματα από εμάς και σχεδόν αμέσως το όχημα ξεκίνησε την πορεία του. Δεν είχα χρόνο να ξαφνιαστώ με το γεγονός ότι δεν οδηγούσε κάνεις αυτό το πράγμα, επειδή ο Κρις με είχε τραβήξει προς το μέρος του και με έσφιγγε στην αγκαλιά του.

Η λαβή του γύρω από τη μέση μου ήταν σφιχτή, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως είμαι αληθινή. Το σώμα του έκαιγε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ένιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν με το που αισθάνθηκα για ακόμη μια φορά τη γνώριμη μυρωδιά του και σχεδόν μηχανικά τα χέρια μου δέθηκαν γύρω του. Ήξερα τον Κρις κάτι παραπάνω από δύο μέρες, όμως μέσα μου ένιωθα πως τον γνώριζα χρόνια.

Σύντομα επιστρέψαμε στις θέσεις μας και μια αποπνικτική σιωπή γέμισε το όχημα. Δεν ήξερα τι να πω, δεν είχα προλάβει να σκεφτώ τι είχε συμβεί, πάρα μόνο αντιδρούσα στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Ο Κρις τελικά έσπασε την ησυχία πρώτος.

«Σκάι, υπάρχουν πολλά που πρέπει να μάθεις και θέλω να στα εξηγήσω όλα. Μα πριν από αυτό, θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη. Όταν έφυγα, δε γνώριζα όσα ξέρω τώρα. Αν ήξερα, Σκάι, δε θα σε άφηνα ποτέ εκεί μόνη, αν ήξερα, θα-»

Ο Κρις κοιτούσε μπροστά, σε μια προσπάθεια να δει τις επόμενες προτάσεις του. Ακούμπησα το χέρι μου στο πρόσωπό του, σημάδι πως τον είχα συγχωρέσει. Δεν ήταν υποχρέωσή του να με προσέχει. Δεν ήξερε καν ποια είμαι. Αυτό βέβαια δεν το γνώριζα ούτε εγώ. Είχε γυρίσει για εμένα. Είχε επιστρέψει να σώσει μια άγνωστη που έπεσε από τον ουρανό μέσα σε ένα περίεργο σκάφος, κουβαλώντας μόνο το όνομά της. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έτοιμη πλέον, οδήγησα εγώ τη συζήτηση.

«Κρις, εξήγησέ μου τι συνέβη. Σε παρακαλώ, ξεκίνα από την αρχή». Τότε ο Κρις άρχισε να μου διηγείται για την επιστροφή του στο Γκρέι, το σκάφος στο οποίο με βρήκε, με ποιο τρόπο γύρισε ξανά στην Ντάργουιν και ποιος είναι ο προορισμός μας. Όση ώρα μου ανέλυε τα γεγονότα και το σχέδιο, είχα μείνει άφωνη. Είχαν συμβεί τόσα πολλά όσο βρισκόμουν αναίσθητη, είχε ρισκάρει τόσα πολλά για να μου σώσει τη ζωή και εγώ δε μπορούσα να βοηθήσω ούτε εκείνον, ούτε τον εαυτό μου.

«Κρις, δε νομίζω ότι μπορώ να σε βάλω σε τέτοιο κίνδυνο. Να πάμε στη Ζοκ; Να αλλάξουμε πλανήτη; Δεν ξέρω καν τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αλλά ακούγεται τρομερά επικίνδυνο. Αν πάθεις κάτι, εγώ…» Εκείνος ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε για ακόμη μια φορά, σταματώντας προσωρινά το χάος μέσα μου, όχι όμως και τον φόβο μου για εκείνον.

«Σκάι, δεν ξέρω γιατί νιώθω έτσι για εσένα. Είμαι τόσο μπερδεμένος όσο και εσύ. Δεν ξέρουμε ποια είσαι και από πού έρχεσαι. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έχεις αύρα. Όμως, αν είμαι σίγουρος για κάτι, είναι πως πρέπει να σε προστατεύσω με κάθε κόστος. Σου ζητάω μόνο να με εμπιστευτείς. Μπορείς να το κάνεις; Θα ανακαλύψουμε μαζί την αλήθεια γύρω από το παρελθόν σου. Στο υπόσχομαι».

Χαλάρωσε τη λαβή του και με μια κίνηση προς τα πίσω, βρέθηκα βυθισμένη στο άνετο κάθισμα του οχήματος, παραδομένη στις σκέψεις μου. Είχαν συμβεί τόσα πολλά, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και ένιωθα πως δεν είχα πάρει ανάσα. Αφού γέμισα τα πνευμονία μου με μια γερή δόση οξυγόνου, ξεφύσησα και συμφώνησα στην πρόταση του Κρις.

Εκείνος χαμογέλασε και συνέχισε να μου εξηγεί τον προορισμό μας και τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Είχα μάθει πλέον πως χωρίζονται οι αύρες και έτσι ένιωθα πιο οικεία με τα λόγια του Κρις. Στη σκέψη αυτή άρχισα να παρατηρώ την αύρα του.

«Κόκκινη, σαν μια μάζα από κόκκους σκόνης που τους χτυπάει το φως απαλά» είχα σκεφτεί στο παρελθόν και πράγματι έτσι έμοιαζε και τώρα. Όσο παρατηρούσα την ομορφιά της και τον τρόπο που έδειχνε τόσο φυσική γύρω του, θα μπορούσα να ορκιστώ πως την είδα να χάνεται για μια στιγμή, αρκετή όμως για να το προσέξω.

«Κρις, η αύρα σου…»

Ο Κρις γύρισε και με κοίταξε με απορία. Ύστερα κοίταξε γύρω από το χέρι του, όμως το κόκκινο χρώμα ήταν εκεί. Σκέφτηκα πως ίσως τα μάτια μου ήταν ακόμη κουρασμένα από τις αμέτρητες μέρες ύπνου που είχα στη διάθεσή μου.

«Τίποτα, έκανα λάθος».

Εκείνος συνέχισε να με κοιτάει και ξαφνικά τα μάτια του έλαμψαν.

«Μιας που είπες αύρα. Φόρεσε αυτό εδώ».

Μου έδωσε ένα μαύρο βελούδινο κουτί και χαμογέλασε. Αφού το άνοιξα με προσοχή, βρέθηκα να κοιτάω ένα βραχιόλι σε κόκκινο χρώμα, φτιαγμένο από ένα περίεργο ελαστικό υλικό. Το έβγαλα από τη βάση του και το φόρεσα στον αριστερό μου καρπό. Τη στιγμή που με ακούμπησε, κόκκινο φως έλαμπε γύρω μου, ίδιο με αυτό του Κρις.

«Ο άντρας της νοσοκόμας Κάθριν το έφτιαξε. Είναι ένα βραχιόλι θερμικής προβολής τεχνικά, αλλά δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τη συνηθισμένη μορφή μιας αύρας. Έτσι θα μπορέσουμε να κινηθούμε γρήγορα, χωρίς υποψίες».

«Αυτό είναι υπέροχο!» αναφώνησα και κοιτούσα το κόκκινο πλαίσιο γύρω από το σώμα μου να λάμπει σαν το χρώμα του Κρις. Αφού με άφησε να το συνηθίσω, πήρε ένα σοβαρό ύφος και γύρισε προς το μέρος μου.

«Από σήμερα θα ανήκεις στους μαχητές και το όνομά σου θα είναι Μελ. Σε μεγάλωσε η λεγεώνα, επειδή οι γονείς σου δεν μπορούσαν να αποδεχθούν το γεγονός ότι το παιδί τούς χάλασε μια γενιά πράσινης αύρας. Είσαι εικοσιπέντε ετών και μένεις μόνιμα στο Γκρέι. Γνωριστήκαμε κατά τη διάρκεια μιας απόρρητης αποστολής. Ξέρω πως είναι πολλά, μα είναι σημαντικό να τα θυμάσαι, Σκάι. Σύντομα θα σε ψάχνουν παντού. Δεν πρέπει να δώσεις σε κανέναν λόγο για να σε αμφισβητήσει».

Για ακόμη μια φορά έπρεπε να δεχθώ έναν κυκεώνα πληροφοριών στο εύθραυστο μυαλό μου. Όμως δεν μπορούσα να αρνηθώ το γεγονός πως ο Κρις είχε δίκιο. Είχα δει πολλούς φύλακες της Βικτώρια να βρίσκονται στο νοσοκομείο και από την έκφραση της Κάθριν, καταλάβαινα το γιατί. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και πρόσεξα τους μυς του να χαλαρώνουν. Κοίταξε έξω από το τζάμι και προς τους καθρέφτες, για να σιγουρευτεί πως δε μας ακολουθούσαν.

Ήθελα να βεβαιωθώ και εγώ, αλλά το βλέμμα μου ήταν ακόμη επάνω στο κόκκινο φως γύρω μου. Ήμουν το ίδιο με τον Κρις τώρα. Μα δεν είχα ιδέα από μάχη. Μέσα στην ησυχία, ο ήχος της συσκευής του Κρις ακούστηκε τόσο δυνατά, που πετάχτηκα από τη θέση μου. Εκείνος έβγαλε τη συσκευή επικοινωνίας από την τσέπη του και μια φωτεινή οθόνη εμφανίστηκε μπροστά του σαν ολόγραμμα. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό, όμως σύντομα είχε αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο των εκφράσεών του. Έκλεισε το μήνυμα και αύξησε την ταχύτητα του οχήματος.

«Νομίζω πως σε ψάχνουν πιο γρήγορα από όσο περίμενα. Δεν έχουμε χρόνο, πάρε αυτά εδώ. Βεβαιώσου ότι είναι κουμπωμένα πάνω σου. Σκάι, όσο τρομακτικό και αν είναι, αν έρθει ποτέ η ώρα, θέλω να τα χρησιμοποιήσεις για να σώσεις τον εαυτό σου».

Με κοιτούσε στα μάτια ενώ τα χέρια του αποκάλυπταν δύο μαχαίρια, με ασημένιες, κοφτερές λεπίδες και μαύρες λαβές. Δοκίμασα να τα κουμπώσω με προσοχή στις θήκες που είχε φροντίσει η νοσοκόμα Κάθριν να υπάρχουν στο παντελόνι μου και δε μου έκανε εντύπωση το γεγονός πως ταίριαζαν ακριβώς.

Ο Κρις άρχισε να μου εξηγεί τη χρήση τους και τις πιο γρήγορες οδούς για να πληγώσεις κάποιον, όταν μια φωνή από το όχημα μας ενημέρωσε πως βρισκόμαστε στα σύνορα της Ζοκ.

«Ένδειξη πρόσκλησης».

Ο Κρις έδειξε ένα μικρό χαρτί χρώματος μπλε, με μερικά νούμερα ζωγραφισμένα επάνω και μετά από λίγη ώρα βασανιστικής αγωνίας, οι πύλες άνοιξαν και βρισκόμασταν επίσημα έξω από την Ντάργουιν.

Ευτυχώς, τα νέα της εξαφάνισής μου δεν είχαν φτάσει ακόμη στα σύνορα των περιοχών, με αποτέλεσμα σύντομα να δούμε μια μεγάλη ταμπέλα που μας καλωσόριζε στη δεύτερη φάση της διαφυγής μας.

«Καλώς ήρθατε στη Ζοκ, την μπλε πόλη».

Ευριδίκη Πετσά