Αύρα (Κεφάλαιο 13: Στάχτη)

(Σκάι)


Βγήκα από το δωμάτιο, αναζητώντας απεγνωσμένα μια στάλα οξυγόνου. Ο Κρις ήταν ακόμη αναίσθητος, με την αύρα του εξαφανισμένη, και δεν είχα καμία εξήγηση για το τι του συμβαίνει. Ευχόμουν να σταματούσε ο χρόνος για λίγα λεπτά, έτσι ώστε να μπορέσω να βάλω τις χαοτικές σκέψεις μου σε μια σειρά, όμως ο δυνατός βηματισμός της Κέιτ, σημάδι πως είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, ήταν το σινιάλο πως η περίοδος χάριτος είχε τελειώσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ακολούθησα τον θόρυβο των βημάτων της στην κουζίνα.

«Κέιτ, αν με άφηνες…» Ξεκίνησα να πω, αλλά στο άκουσμα της φωνής μου, είχε γυρίσει και με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, ζυγίζοντάς με, κρατώντας ένα ασημένιο, γυαλιστερό αντικείμενο στο χέρι της που προσπαθούσε με πολύ κόπο να κρύψει, χωρίς όμως να τα καταφέρνει.

«Ξέρω ποια είσαι, όπως είπα και πριν. Για χάρη του Κρις, θα σου δώσω δύο επιλογές». Παρόλο που το πρόσωπό της ήταν άγριο, η φωνή της ήταν ήρεμη, σαν να έλεγε το πιο σημαντικό μυστικό του κόσμου.

«Κέιτ, αν με άφηνες να σου εξηγήσω…» Για ακόμη μια φορά τα λόγια μου έπεσαν στο κενό.

«Να μου εξηγήσεις τι; Πως εξαιτίας σου ο Κρις έγινε καταζητούμενος από το ίδιο το στέμμα; Πως έχασε την αύρα του και πως είναι σε κώμα; Υπάρχει άραγε κάποια λογική εξήγηση που θα μπορούσες να μου δώσεις, μια που να με βοηθήσει να βγάλω πραγματικά κάποιο νόημα;»

Έκανα ένα βήμα πίσω ασυναίσθητα. Ο Κρις βρισκόταν σε κώμα. Το μυαλό μου φοβόταν να παραδεχθεί το αυτονόητο: Η Κέιτ είχε δίκιο. Από τη μέρα που ξύπνησα, το μόνο πράγμα που έκανε ο Κρις ήταν να με προστατεύει. Τώρα αυτή του η πράξη του είχε στοιχίσει την αύρα του και εγώ ήμουν η μόνη υπαίτια για αυτό. Όσο εγώ σκεφτόμουν όλες αυτές τις πληροφορίες, η Κέιτ στεκόταν μπροστά μου, σημαδεύοντάς με με ένα αιχμηρό μαχαίρι που έλαμπε αντανακλώντας το φως του δωματίου.

«Όπως είπα, θα σου δώσω δύο επιλογές, Σκάι, όχι γιατί σε συμπαθώ, αλλά επειδή μαζί σου και εξαιτίας σου είναι σε θανάσιμο κίνδυνο ο Κρις. Μπορείς να ανοίξεις αυτή την πόρτα και να φύγεις. Δε θα πεις σε κανέναν που βρίσκεται ο Κρις και σε τι κατάσταση είναι. Θα ξεχάσεις πως έμεινες εδώ, εμένα δε με γνώρισες ποτέ. Όσο για τη δεύτερη επιλογή, νομίζω πως είναι προφανής».

Έμεινα παγωμένη στη θέση μου κοιτώντας την Κέιτ στα μάτια, καθώς είχε έρθει προς τα πάνω μου και η κοφτερή λεπίδα βρισκόταν κολλημένη επάνω στον λαιμό μου. Μπορεί να έλεγε πως έχω δύο επιλογές, μα στην πραγματικότητα η επιλογή ήταν μία. Αν ήθελα να σώσω τον Κρις, έπρεπε να φύγω. Ήταν ο μόνος τρόπος να του ανταποδώσω όσα έκανε για εμένα.

Σε αντίθεση με το μυαλό μου, το σώμα μου ένιωθε την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του με έναν τρόπο που δε γνώριζα πως μπορεί. Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως μπορούσα να την αφοπλίσω, όμως δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω να τραυματιστεί, αφού δε γνώριζα πόση ζημιά μπορούσα να της κάνω. Την κοίταξα στα μάτια και εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω, δείχνοντάς μου την έξοδο με την άκρη της λεπίδας.

Έριξα μια γρήγορη ματιά στην ανοιχτή πόρτα από το δωμάτιο του Κρις. Ένιωσα το στομάχι μου να δένεται κόμπος και τα νεύρα στο σώμα μου να συσπώνται. Ήθελα να είμαι δίπλα του, να κάνω οτιδήποτε για να ξυπνήσει. Όμως, η Κέιτ ήταν ποιο ικανή από εμένα σε αυτό. Με αυτή τη σκέψη, άνοιξα την εξώπορτα και με γρήγορα βήματα, που σύντομα μετατράπηκαν σε ένα σταθερό τρέξιμο, βρέθηκα έξω από το κτίριο. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά, υπολογίζοντας το ύψος του διαμερίσματος της Κέιτ και τη βρήκα να με κοιτάει, περιμένοντας να απομακρυνθώ. Έγνεψα το κεφάλι μου καταφατικά, ελπίζοντας πως θα καταλάβει, αλλά είχε ήδη απομακρυνθεί από το τζάμι.

Ο δρόμος ήταν ιδιαίτερα γεμάτος. Κόσμος ντυμένος με ρούχα σε μπλε και λευκές αποχρώσεις, με μερικές μόνο εξαιρέσεις, με προσπερνούσε βεβιασμένα, όσο εγώ επιστράτευα όλη μου τη δύναμη για να κάνω ένα ακόμη βήμα μακριά από τον Κρις.

Στο μυαλό μου γυρνούσαν οι εικόνες από τη χθεσινή νύχτα και μετά πνιγόντουσαν μέσα στα γεγονότα του σημερινού πρωινού, καταλήγοντας στον Κρις να βρίσκεται αναίσθητος στο κρεβάτι. Αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσω να περπατάω μπροστά, μη γνωρίζοντας πού πάω. Τα κτίρια έμοιαζαν όλα μεταξύ τους, μια απόλυτη συμμετρία που έκανε τα πράγματα δυσκολότερα για εμένα. Ενώ προσπαθούσα να διαλέξω μια κατεύθυνση, ένιωσα έναν πόνο να με διαπερνά από την άκρη της σπονδυλικής μου στήλης μέχρι τον αυχένα μου, που με έκανε να κλείσω αυτόματα τα μάτια μου. Μια θολή εικόνα εμφανίστηκε στο μυαλό μου. Ένας γαλάζιος ουρανός. Θα ορκιζόμουν πως στιγμιαία είχα δει έναν γαλάζιο ουρανό.

«Σκάι, είσαι καλά;»

Μια άγνωστη φωνή ήρθε από τα δεξιά μου. Άνοιξα προσεκτικά τα μάτια μου και βρήκα τον ιδιοκτήτη της να με κοιτάει αγχωμένος. Ένας ψηλός, νεαρός άνδρας με πυρόξανθα μαλλιά και διαπεραστικά μπλε μάτια, με αχνή κόκκινη αύρα, στεκόταν σε απόσταση αναπνοής από εμένα, πράγμα που με έκανε να νιώσω εμφανώς τρομαγμένη. Προσπάθησε να με αγγίξει και χρειάστηκα όλη μου τη δύναμη για να μπλοκάρω το χέρι του. Αφού κατάλαβε πως δεν είχα σκοπό να τον αφήσω να με πλησιάσει, έκανε μισό βήμα πίσω.

«Ποιος είσαι εσύ; Πώς ξέρεις το όνομά μου;»

Προσπάθησα να είμαι όσο πιο απόμακρη μπορούσα, όμως ο πόνος είχε μετατραπεί σε ένα ελαφρύ μούδιασμα, κάνοντάς με να χάσω ελαφρώς την όρασή μου για ακόμη μια φορά. Ένιωσα το χέρι του να κρατάει το μπράτσο μου, αρκετά ώστε να ισορροπήσω και μετά με άφησε ξανά.

«Θα χαιρόμουν πολύ να στα εξηγήσω όλα, αλλά τραβήξαμε ήδη αρκετά βλέμματα με το θεαματικό σου μπλοκάρισμα και αν θυμάμαι καλά εσένα σε καταζητούν επίσημα. Πού είναι ο Κρις; Γιατί είσαι μόνη σου έξω;»

Μπορεί να γνώριζε τον Κρις, όμως δεν ήξερα αν ήταν απλώς ένα κόλπο για να βρει και εκείνον. Στην κατάστασή του, δεν μπορούσε κανείς να μάθει την τοποθεσία του. Έπρεπε να τον προστατεύσω, όπως έκανε εκείνος για εμένα.

«Πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ;» Ο ανυπόμονος νεαρός άνδρας ξεφύσησε έντονα και κοίταξε τον ουρανό. Ύστερα άφησε τους ώμους του να πέσουν και κοίταξε προς το μέρος μου.

«Ειλικρινά, Σκάι, έχεις άλλη επιλογή;» Είχε δίκιο, βρισκόμουν στη μέση του πουθενά, ζαλισμένη, με θολή όραση. Ήμουν επίσημα καταζητούμενη, είχα έναν κινούμενο στόχο στην πλάτη μου. Έπρεπε να το ρισκάρω, δεν είχα πράγματι εναλλακτική λύση από το να πάω μαζί του.

Ο άνδρας κοίταξε στο βάθος και οι μύες του σφίχτηκαν.

«Άκου, Σκάι, πάμε πρώτα σε ασφαλές σημείο και θα δεις πως δεν είμαι εχθρός σου. Πρέπει να κινηθούμε άμεσα, δεν έχουμε χρόνο».

Έκανε ένα βήμα δεξιά και με το χέρι του με οδήγησε μπροστά σε ένα γκρι όχημα. Εκεί, ένας ακόμη άγνωστος άνδρας, εμφανώς μεγαλύτερος σε ηλικία από τον ξανθό, με καστανές μπούκλες και πράσινα μάτια, βρισκόταν στη θέση του οδηγού. Είχε επίσης κόκκινη αύρα και αυτό ήταν το μοναδικό σημάδι πως ίσως πράγματι να ήταν φίλοι του Κρις. Μπήκαμε μέσα στο όχημα και ο καστανός άνδρας ανέπτυξε αμέσως ταχύτητα, χωρίς όμως να υπερβάλλει, για να μην τραβήξει την προσοχή.

«Σκάι, εγώ είμαι ο Άλεξ και αυτός είναι ο Πράις. Ξέρω πως έχεις πολλές ερωτήσεις, όμως είναι σημαντικό να μας πεις πού βρίσκεται ο Κρις. Δεν τον είδαμε να βγαίνει από το κτίριο. Πώς μπόρεσε να σε αφήσει να φύγεις έτσι; Μη μου πεις ότι το έσκασες από μόνη σου. Σκάι, μπήκαμε σε τρομερό κίνδυνο για να σας εξασφαλίσουμε την έξοδο από την Ντάργουιν και αρκετό χρόνο για να εξαφανιστείτε».

Ο Άλεξ φαινόταν εμφανώς εκνευρισμένος, ενώ ο Πράις έδειχνε πιο χαλαρός. Δε γνώριζα αν μπορούσα να τους εμπιστευτώ, αλλά για κάποιο λόγο ένιωθα ότι πράγματι ήθελαν να βοηθήσουν.

«Αν ακόμη δε με πιστεύεις…»

Ξεκίνησε να πει, όμως ήξεραν αρκετά για να τους εμπιστευτώ. Άλλωστε ήξεραν την τελευταία τοποθεσία του Κρις. Αν ήθελαν να τον βλάψουν, θα το είχαν ήδη κάνει.

«Ο Κρις είναι σε κώμα. Η αύρα του εξαφανίστηκε και έχασε τις αισθήσεις του. Τον προσέχει η Κέιτ. Είμαι σίγουρη πως ο Κρις δε θα με άφηνε να βγω από το διαμέρισμα. Η Κέιτ με ανάγκασε να φύγω για το καλό του. Δεν είχα άλλη επιλογή».

Τα μάτια των δύο ανδρών συναντήθηκαν μέσω του κεντρικού καθρέφτη και έλαμψαν. Ο Άλεξ έβαλε τον αυτόματο οδηγό και έμεινε σκεπτικός στη θέση του. Ο Πράις ήταν πιο φιλικός και καταλάβαινε την ανησυχία μου περισσότερο, ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε.

«Δε χρειάζεται να ανησυχείς για τον Κρις, είναι πιο δυνατός από όσο δείχνει. Θα ξυπνήσει σύντομα». Ο Πράις, παρόλο που εμφανισιακά έμοιαζε νέος, φαινόταν πως ίσως γνώριζε περισσότερα για αυτό που συνέβαινε στον Κρις.

«Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να χάνει κάποιος την αύρα του;» Αυτή ήταν η μόνη ερώτηση που μπορούσα να κάνω. Ήμουν γεμάτη απορία και κοιτούσα τον Πράις ελπίζοντας πως θα μου έδινε μια ικανοποιητική απάντηση.

Εκείνος, ζύγισε λίγο τις επιλογές του, όμως σύντομα με έβγαλε από την αγωνία.

«Όχι, δεν είναι, όμως δεν είναι και ανήκουστο. Όταν έρθει η ώρα θα καταλάβεις. Για αρχή πες μου, θυμήθηκες τίποτα μέχρι τώρα;» Δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, όμως σε αυτό το σημείο, ήμουν έτοιμη να ρισκάρω τα πάντα.

«Δε θυμάμαι πολλά. Αν δω κάτι, είναι σαν μια φωτογραφία που είχα κοιτάξει κάποτε, παρά σαν ανάμνηση, και πάντα χάνεται γρήγορα». Κούνησα τους ώμους μου, παραδομένη στην πικρή αλήθεια.

«Πριν που σε βρήκα, είχες ένα τέτοιο επεισόδιο, ένα κομμάτι μνήμης, έτσι; Τι ακριβώς είδες;» Ο Πράις έδειχνε ανυπόμονος, ένιωθα την έντασή του και την προσμονή του να με διαπερνούν.

«Ξέρω πως θα ακουστεί τρελό, όμως θα ορκιζόμουν πως είδα έναν γαλάζιο ουρανό». Αφότου τελείωσα την πρότασή μου επικράτησε σιωπή για τα επόμενα λεπτά, σαν να είχα πει κάτι τρελό, όμως σύντομα φτάσαμε στον άγνωστο προορισμό μας και ήταν ώρα να πάρω και εγώ τις απαντήσεις που αναζητούσα.

Κατεβήκαμε από το όχημα. Κρίνοντας από την περιοχή, μπορούσα να καταλάβω πως βρισκόμασταν ακόμη μέσα στη Ζοκ, αλλά σε μια περιοχή λιγότερο θεαματική. Τα κτίρια έμοιαζαν με το καθεστώς της πόλης, αλλά ήταν πιο σκοτεινά, πιο παλιά, σαν να τα είχε χτυπήσει η εγκατάλειψη από καιρό.

Ο Άλεξ προπορεύτηκε μπροστά και τότε μόνο πρόσεξα πόσο ψηλός ήταν σε αντίθεση με εμένα και όσους είχα γνωρίσει μέχρι στιγμής. Ο Πράις ήταν δίπλα μου και κοιτούσε διαρκώς προς όλες τις κατευθύνσεις, πιθανότατα για να σιγουρευτεί πως δε μας ακολούθησε κανείς. Μπήκαμε στην είσοδο ενός παλιού κτιρίου˙ το εσωτερικό του έμοιαζε άδειο από ζωή.

Οι τοίχοι ήταν λερωμένοι και σκόνη κάλυπτε οποιοδήποτε αντικείμενο είχε την ατυχία να βρεθεί εκεί. Σκισμένες κουρτίνες και σπασμένα παράθυρα ήταν η μοναδική διακόσμηση.

«Αυτές είναι μερικές παλιές εγκαταστάσεις της Ζοκ. Λίγα χρόνια πριν, με την πρόφαση επικίνδυνων χημικών, αυτή η περιοχή εκκενώθηκε και θα παραμείνει έτσι για μερικά χρόνια ακόμη. Κανείς δεν αμφισβητεί το στέμμα, οπότε κανείς δεν έψαξε τις λεπτομέρειες, εκτός από εμάς φυσικά».

Κοίταξα τον Πράις μπερδεμένη, μα εκείνος χαμογελούσε και κοιτούσε ευθεία μπροστά, σαν να πηγαίναμε μια ανέμελη βόλτα. Για μια στιγμή αμφέβαλα για το αν θα μπορούσε πράγματι να με προστατέψει.

«Ποιοι είστε εσείς ακριβώς;» ρώτησα και περίμενα κάποια τρομερή αποκάλυψη. Όμως απάντηση δεν ήρθε και ο Άλεξ με ένα απλό άγγιγμα μετέτρεψε έναν σκονισμένο τοίχο σε μια ολόκληρη νέα πτέρυγα. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και μετά έκλεισαν μπροστά στον δυνατό λευκό φωτισμό. Μικρά σωληνάκια μετέφεραν υγρά σε διάφορα χρώματα, χωρίς όμως να μπορώ να δω πού καταλήγουν. Το γυάλινο πάτωμα κάτω από τα πόδια μου φάνταζε κρύο, όμως ένιωθα τις μπότες μου να ζεσταίνονται ευχάριστα. Περπατήσαμε για λίγα δευτερόλεπτα και σύντομα βρισκόμασταν μπροστά σε μια στρόγγυλη πόρτα. Ο Άλεξ πήγε κοντά και αφού το μηχάνημα αντιστοίχησε τα στοιχεία του, μια φωνή μας καλωσόρισε και η πύλη ήταν πλέον ανοιχτή.

Ένα τεράστιο δωμάτιο ξεδιπλώθηκε μπροστά μας, γεμάτο με μηχανήματα, εικόνες, ήχους και άλλα πράγματα, για τα οποία δεν μπορούσα να βρω κάποια περιγραφή. Η απώλεια μνήμης μου πάντα με σταματούσε στο παιχνίδι των λέξεων.

Προχώρησα μπροστά μαζί με τον Άλεξ και τον Πράις, διαπιστώνοντας πως δεν υπήρχε κανείς άλλος στο δωμάτιο. Ο Άλεξ, σαν να διάβασε τη σκέψη μου, γύρισε προς το μέρος μου, αφού πρώτα στάθηκε μπροστά σε κάποια κείμενα σε μια γυάλινη οθόνη στα δεξιά του και διάβασε προσεκτικά.

«Δεν είναι κανείς εδώ εκτός από εμάς. Αυτός ο χώρος χρησιμοποιείται μόνο για έκτακτη ανάγκη. Θα μείνεις εδώ μέχρι να μπορέσουμε να πάρουμε τον Κρις πίσω. Μάζεψε τις δυνάμεις σου, Σκάι, το ταξίδι μπροστά σας είναι μακρύ και οι εχθροί πίσω σας αμέτρητοι. Μην προσπαθείς να μάθεις περισσότερα από όσα αντέχεις αυτή τη στιγμή, με το μέγεθος της απώλειας μνήμης που έχεις, οποιοδήποτε σοκ μπορεί να αποβεί μοιραίο. Ο Κρις δε θα με συγχωρέσει ποτέ αν σου συμβεί κάτι, ενώ βρίσκεσαι υπό την προστασία μου. Μην του δώσεις λόγους να με μισήσει».

Στο τέλος, το πρόσωπό του άλλαξε και είχε ένα πλατύ, συμπονετικό χαμόγελο. Καταλάβαινα πως είχε κάποιο δυνατό δεσμό με τον Κρις, σχεδόν αίματος. Ίσως ήταν μέλος της οικογένειας. Αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή του και να μην ψάχνω περισσότερα από όσα μπορώ να καταλάβω. Έπρεπε να ανακτήσω τις δυνάμεις μου, για να είμαι έτοιμη για τη συνέχεια.

Το μυαλό μου είχε μπει στον αυτόματο και τα πιθανά σενάρια όλης της υπόθεσης έπαιζαν μπροστά μου, δημιουργώντας μου μια ναυτία που σχεδόν μου κόστισε την ισορροπία μου. Κρατήθηκα από ότι βρήκα μπροστά μου και ξαφνικά ένιωσα ένα ρεύμα να με διαπερνά, ένα ρεύμα αναμνήσεων τόσο δυνατό, που με πέταξε στο πάτωμα. Ο Πράις, σαν να είχε διαβάσει τις συσπάσεις μου, βρισκόταν πίσω μου, σώζοντας το κεφάλι μου από την πτώση.

«Τι στο καλό ήταν αυτό, Άλεξ;» Άκουσα τη φωνή του Πράις, μεταλλική και γεμάτη αγωνία και νευρικότητα να αντηχεί μέσα στο μυαλό μου.

«Η συναισθηματική πίεση την κάνει να έχει ξεσπάσματα μνήμης. Σκάι, αν μπορείς να με ακούσεις, σφίξε τα δάχτυλά μου στο χέρι σου».

Δεν μπορούσα να μιλήσω, όμως ένιωθα τα ζεστά του δάχτυλα μέσα στην παλάμη μου. «Μη δώσεις λόγους στον Κρις να με μισήσει» είχε πει ο Άλεξ και τώρα πάσχιζα να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Έβλεπα έναν γαλάζιο ουρανό, μια γυναικεία μορφή να μου χαμογελά και να με φωνάζει προς το μέρος της σε ένα καταπράσινο μέρος. Μια μικρότερη εκδοχή μου χαμογελούσε ανέμελα. Ύστερα βρισκόμουν ξανά στην πραγματικότητα. Ένιωσα στιγμιαία τη δύναμή μου να επιστρέφει και πρόσεξα τους δύο άντρες να ανακουφίζονται, όταν κατάφερα επιτέλους να τηρήσω την υπόσχεσή μου.

«Έτσι μπράβο. Πράις, πήγαινέ τη στον θάλαμο και μετά θα πάμε να βρούμε τον Κρις».

Ο Πράις με σήκωσε προσεκτικά σα να ήμουν ελάχιστο βάρος για εκείνον και με μετέφερε σε μια μικρή πύλη στα αριστερά, που οδηγούσε σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε με αυτό του νοσοκομείου. Στο βάθος πρόσεξα μια ακόμη μορφή, παρόλο που ο Άλεξ μου είχε πει πως δεν υπάρχει κανείς άλλος εδώ.

Χωρίς να είμαι σίγουρη αν έχω παραισθήσεις από το σοκ, έκλεισα τα μάτια μου όσο μπορούσα, προσπαθώντας να εστιάσω καλύτερα. Μια γνώριμη μορφή άρχισε να εμφανίζεται μπροστά μου και ένα κύμα ανακούφισης με διαπέρασε, όταν διαπίστωσα πως η θολή φιγούρα ανήκε στην νοσοκόμα Κάθριν.

«Καλωσόρισες στη συμμαχία, Σκάι».

Ευριδίκη Πετσά