Εξόριστοι (Κεφάλαιο 18)

Φάνης

Η μητέρα του μπήκε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, όχι μακριά από τον χώρο που εργαζόταν. Κοίταξε βιαστικά στα θυροτηλέφωνα, μα δε βρήκε το όνομά της. Για καλή του τύχη, η εξώπορτα δεν ήταν κλειδωμένη. Κοίταξε στην οθόνη του ασανσέρ, για να διαπιστώσει πως η μητέρα του είχε κατέβει στον τρίτο όροφο.

Κοίταξε βιαστικά γύρω του και πάτησε με μια δόση ενοχής το κουμπί για να το καλέσει. Η ματιά του έμεινε για έναν παράξενο λόγο κολλημένη στο τηλέφωνο του κλειδαρά που ήταν πάνω στο νίκελ πάνελ απέναντι του. Ο άνθρωπος που μπορούσε να ανοίγει κάθε κλειδωμένη πόρτα εισχωρούσε στα άδυτα του καθενός. Ο παγκόσμιος κλειδοκράτορας.

Βρέθηκε στον στενόμακρο διάδρομο του τρίτου και κοίταξε δεξιά και αριστερά. Υπήρχαν δύο πόρτες και βρέθηκε ξαφνικά σε δίλλημα ποιο δρόμο να διαλέξει. Στάθηκε και αφουγκράστηκε. Από δεξιά μπορούσε να ακούσει τα γέλια ενός μωρού και την απαλή φωνή μιας μητέρας που του μιλούσε. Για κάποιο λόγο, αυτό τον γέμισε με αρνητικά συναισθήματα, μα πλέον ήξερε προς τα πού έπρεπε να βαδίσει.

Η πόρτα στα αριστερά του ήταν μια απλή πόρτα από φτηνό υποκατάστατο ξύλου. Έστησε το αυτί του στην επιφάνειά, του μα από το εσωτερικό του δεν ακουγόταν τίποτα. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Το χαμόγελο της μητέρας του εξαφανίστηκε από τα χείλη της μόλις άνοιξε την πόρτα και διαπίστωσε ποιος ήταν. Έμεινε για λίγο σαστισμένη και έπειτα κοίταξε πάνω από τον ώμο του στον άδειο διάδρομο. Έπειτα γύρισε προς αυτόν με βλέμμα που φανέρωνε μεγάλη έκπληξη.

-Εσύ; Τι κάνεις εδώ;

-Μπορώ να περάσω; της είπε ξερά.

-Δεν είναι κατάλληλη η ώρα ξέρεις, είπε και κοίταξε ξανά στον διάδρομο.

Το πρόσωπό του φανέρωνε καχυποψία.

-Περιμένεις κάποιον; τη ρώτησε.

Η μητέρα του φάνηκε ενοχλημένη.

-Να μη σε νοιάζει, νεαρέ, είπε θυμωμένη.

Την παραμέρισε με βία παρά τις αντιρρήσεις της και μπήκε στο εσωτερικό. Το διαμέρισμα της οδού Προμηθέως ήταν μια γκαρσονιέρα επιπλωμένη και οργανωμένη στην εντέλεια.

-Βλέπω τακτοποιήθηκες για τα καλά, της είπε κοιτάζοντας γύρω του. Φαντάζομαι ότι προετοιμαζόσουν από καιρό να την κάνεις.

-Αυτό είναι κάτι που δε σε αφορά, Φάνη! είπε άγρια. Τι θες εδώ, πώς με βρήκες;

-Το να σε βρω ήταν το μόνο εύκολο ξέρεις. Πίστεψέ με, το να σε βρει και ο άντρας σου είναι απλά θέμα χρόνου.

Το πρόσωπό της σκλήρυνε και ένα άγριο, ειρωνικό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της.

-Αν ήθελε, δε θα με άφηνε να φύγω, στην ουσία αυτός ήταν που με έδιωξε. Είμαι σίγουρη πως δεν τον νοιάζει ούτε που είμαι, αλλά ούτε και πώς είμαι.

Γύρισε προς τον καθρέφτη και κούμπωσε το σκουλαρίκι της.

-Χρειάζομαι ένα μέρος να μείνω, της είπε.

-Σου είπα πως αυτό αποκλείεται προς το παρόν, του είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Το βλέπεις και μόνος σου πως είμαι ήδη αρκετά στρυμωγμένη.

-Με απείλησε με το όπλο του! Ο άνθρωπος είναι ψυχάκιας, παραλίγο να με σκοτώσει, το καταλαβαίνεις;

Η Ειρήνη έμεινε ασυγκίνητη να ετοιμάζεται μπροστά στον καθρέφτη της.

-Λυπάμαι, είπε ψυχρά. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό.

Ο Φάνης τα ‘χασε με την αντίδρασή της. Πήγε δίπλα της, την έπιασε από το μπράτσο τραβώντας τη με δύναμη, αναγκάζοντάς την να τον κοιτάξει.

-Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Ο άνθρωπος είναι τρελός!

Τίναξε το χέρι από πάνω της και τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν σπίθες.

-Πάρ’ το απόφαση, Φάνη! φώναξε. Εγώ και ο πατέρας σου τελειώσαμε! Ο καθένας μας είναι μόνος του πια!

Γύρισε ξανά προς τον καθρέφτη και προσπάθησε να κουμπώσει και το δεύτερο σκουλαρίκι, μα δε τα κατάφερνε, τα χέρια της έτρεμαν ελαφρώς.

-Και τι θα κάνω εγώ; είπε κοιτώντας το κενό με απόγνωση.

-Βγάλε τα πέρα μόνος σου. Μεγάλωσες πια.

Κάθισε βαρύς στον καναπέ αδυνατώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε.

-Δεν το πιστεύω ότι μόλις κάναμε αυτό τον διάλογο, της είπε.

-Αν δε θέλεις κάτι άλλο, είπε με ουδέτερη φωνή, θα σε παρακαλούσα να φύγεις. Έχω μια επείγουσα δουλειά που δεν μπορώ να αναβάλλω.

Σήκωσε το κεφάλι του, για να δει τη μητέρα του να χτενίζει τα μαλλιά της. Σηκώθηκε έχοντας ένα βλέμμα χαμένο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Γύρισε και τα βλέμματα τους ανταμώθηκαν. Έμεινε να την κοιτά. Η Ειρήνη έπιασε την τσάντα που είχε ακουμπισμένη εκεί δίπλα της. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ, πήγε δίπλα του και του το έβαλε στα χέρια του.

Την κοιτούσε απαθής καθώς του φιλούσε το μάγουλο.

-Πρέπει να με καταλάβεις, Φάνη, του είπε γλυκαίνοντας τη φωνή της. Πρέπει να προχωρήσω και εγώ στη ζωή μου.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του και έμεινε να κοιτά αποσβολωμένος το κενό μπροστά του. Προσπαθούσε ακόμα να καταλάβει αν αυτά που συνέβησαν πριν από λίγο έγιναν στην πραγματικότητα ή ήταν όλα αποκύημα της φαντασίας του. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να θυμώσει; Να γελάσει ή να βάλει τα κλάματα;

Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και μπροστά του εμφανίστηκε ένας ξανθός νεαρός, περίπου στην ηλικία του, με ηλίθια έκφραση και περίσσεια αυτοπεποίθηση. Ήταν τόσο φουσκωμένος που τα χέρια του δεν μπορούν να ακουμπήσουν τα πλευρά του.

Τον προσπέρασε σκουντώντας τον και κοιτώντας τον επιτιμητικά. Ο Φάνης πήγε προς το ασανσέρ και καθώς άνοιγε την πόρτα άκουσε τη φωνή της μητέρας του.

- Πέρασε, Άλκη.

Ακούστηκαν φωνές και γέλια μέσα από το διαμέρισμα. Κοίταξε προς την άλλη κατεύθυνση, τα γέλια του μωρού και η χαρούμενη φωνή της μητέρας του έκαναν την πληγή στο στήθος του να καίει.

Στα χέρια του κρατούσε ακόμα το χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ, τα τριάντα αργύρια της εξαγοράς της σιωπής του, της συνενοχής του σε αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά του. Το έβαλε στην τσέπη του, έσκυψε το κεφάλι και κατέβηκε προς το ισόγειο.

Ηλίας Στεργίου