Στο Μπίμπουρι, υπήρχε ένα μικρό ορφανοτροφείο είκοσι το πολύ παιδιών. Δεν υπήρχε τίποτε ομορφότερο, από το να προσφέρουν σε αυτές τις θλιμμένες ψυχούλες, λίγη μαγεία και αγάπη. Η Άλις είχε πληροφορηθεί, πως φέτος δεν είχαν αρκετά λεφτά για παιχνίδια όπως κάθε χρόνο. Η οικογένεια Πιρς λοιπόν, αποφάσισε να μαγειρέψει χριστουγεννιάτικα γλυκάκια και μπισκότα από τζίντζερ για να τα πουλήσει στη γειτονιά, γνωστοποιώντας σε όλους τον σκοπό τους. Πως τα έξοδα θα διατίθενται για τα φετινά δώρα των ορφανών. Από νωρίς το πρωί, είχαν πιάσει δουλειά φουρνίζοντας και ξεφουρνίζοντας, διακοσμώντας τα παραμυθένια σπιτάκια από τζίντζερ, γελώντας και αλείφοντας η μία το πρόσωπο της άλλης, με κανέλα και αλεύρι. Ο Λόμιλ παρακολουθούσε από απόσταση, φουσκώνοντας από περηφάνια και κοιτάζοντας την μεγάλη του εγγονή. Είχε μεγαλώσει πια. Είχε γίνει ολόκληρη κοπέλα και ούτε που το είχε συνειδητοποιήσει. Ήταν εκείνος που είχε αφήσει το μαγικό τετράδιο στο κρεβάτι της, προκειμένου να το δει και να γράψει στον Γκέντελ. Αυτή τη στιγμή καταλάβαινε, πως μάλλον το σχέδιό του δεν είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Ήξερε για την μεγάλη αγάπη του Γκέντελ και ήθελε να τον βοηθήσει να την ξεπεράσει και να βρει τελικά τον δρόμο του. Η Σάρα, ήταν μία κοπέλα άξια για εκείνον, λίγο ατίθαση κάποτε, με μία εσωτερικευμένη παιδικότητα ίσως, μα η ψυχή της ήταν αγνή. Το έβλεπε σε κάθε κίνησή της για τα ορφανά. Μαζί με την Άλις και την Ζόε ετοίμαζαν πυρετωδώς λιχουδιές και έπειτα ξεκίνησαν να τις πουλάνε στο χωριό, το οποίο φάνηκε να ενθουσιάζεται με την ιδέα τους.
Οι γιορτές ήταν σχεδόν κάτι το άγνωστο, όχι μόνο για το Μπίμπουρι, μα και για τον υπόλοιπο κόσμο. Η ζεστασιά των μικρών εδεσμάτων όμως, συνοδευόμενα με εορταστική μουσική, γλύκαινε τις καρδιές και στόλιζε με χαμόγελα τα πρόσωπα μικρών και μεγάλων. Ο σκοπός ήταν συγκινητικός και όλοι θέλησαν να βοηθήσουν. Μέχρι τη Δύση του ήλιου, είχε μαζευτεί ένα αξιοπρεπές ποσό, ικανό να χαρίσει δώρα στα ορφανά παιδιά. Οι τρεις τους, δεν έχασαν καθόλου χρόνο. Την επομένη το πρωί ξεχύθηκαν στους παγωμένους και χιονισμένους δρόμους, σκοπεύοντας να μην αφήσουν ούτε ένα παιδί δίχως δώρο. Όχι αυτές τις γιορτές.
Φορτώνοντας το αυτοκίνητο με όλες τις εκπλήξεις και με όπλο τους την καλή διάθεση και την ορθάνοιχτη καρδιά, οδήγησαν μέχρι το παραδοσιακό κτήριο του ορφανοτροφείου. Η διευθύντρια είχε ειδοποιηθεί και είχε μάλιστα ντύσει και τα παιδάκια κατάλληλα, για να υποδεχτούν τους καλεσμένους τους. Παιδικές φωνές και επιφωνήματα χαράς, πλημμύρισαν τα αφτιά τους, ενώ οι αγνές αγκαλιές έκαναν την καρδιά τους να σκιρτήσει με ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τα παιδιά τους υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, καρτερώντας τα δώρα τους και απλώνοντας τα χεράκια τους με λαχτάρα. Για εκείνα σημασία είχε η κίνηση και όχι το μέγεθος του δώρου. Η Άλις τα παρακολουθούσε με συγκίνηση, όντας και η ίδια μητέρα δύο κοριτσιών, μα τότε, προς μεγάλη της έκπληξη όλα τα ορφανά έστρεψαν το κεφάλι τους σχεδόν ταυτόχρονα προς μία κατεύθυνση, από όπου φάνηκε ο Λόμιλ.
Το χαμόγελο αυλάκωσε ευθύς τα πρόσωπά τους. Τον γνώριζαν πολύ καλά και προσμονούσαν τις όμορφες, παραμυθένιες του ιστορίες για τόπους μαγικούς. Ο Λόμιλ έκανε πιστά, την αναπαράσταση του Άγιου τη στιγμή που μοίραζε τα δώρα. Ένα αγοράκι τότε, ο Έρικ, παρακολουθώντας τον, έθεσε μία όμορφη ερώτηση.
«Θείε Έλτον, τι είναι ακριβώς το χριστουγεννιάτικο δέντρο;» Ρώτησε ο μικρός και ο Λόμιλ χαμογέλασε.
«Είναι ένα έλατο, το οποίο στολίζουμε με μπάλες και διακοσμητικά φωτάκια και παιχνίδια, σύμφωνα με του καθενός τις επιθυμίες» του απάντησε και ο μικρός φάνηκε για λίγο να προβληματίζεται, μα έπειτα το πρόσωπό του φωτίστηκε ξανά.
«Μπορούμε να έχουμε και εμείς ένα δηλαδή;» Ρώτησε αγωνιώντας για την απάντηση και ο Λομιλ κοίταξε τις εγγονές του πονηρά.
«Λοιπόν, νομίζω πως μπορείτε. Εξάλλου, πού αλλού θα σας αφήσει τα δώρα φέτος ο Άγιος;» Το ρώτησε και επιφωνήματα ενθουσιασμού απλώθηκαν στην αίθουσα από την μία άκρη μέχρι την άλλη.
«Μα, υπάρχει στ' αλήθεια; Δεν είναι μόνο φαντασία; Κανείς δεν πιστεύει...» σχολίασε μελαγχολικά ένα κορίτσι «οι μεγάλοι λένε πως αυτά είναι βλακείες» τελείωσε κατεβάζοντας το κεφάλι της ντροπαλά και ο Λόμιλ χαμήλωσε μπροστά της, πιάνοντας τρυφερά τα χέρια της στα δικά του.
«Έχεις δίκιο, όμως αυτό συμβαίνει γιατί οι μεγάλοι πιστεύουν με τα μάτια, ενώ τα παιδιά με την καρδιά τους. Γι' αυτό λοιπόν θα σας ζητήσω να κλείσετε όλοι σας τα μάτια και να σκεφτείτε με τη δύναμη της καρδιάς σας» τελείωσε και όλα τα παιδιά αλλά και η διευθύντρια έκλεισαν ταυτόχρονα τα μάτια τους.
Κάπου εκεί, η μαγεία ξεχύθηκε για ακόμη μία φορά. Μία λάμψη ξεπήδησε μέσα από τα χέρια του Λόμιλ, που πέταξε στη μέση της αίθουσας και στάθηκε στο πάτωμα ξεκινώντας να σχηματίζει σιγά σιγά ένα δέντρο. Παιχνίδια πετούσαν ολόγυρα, γελώντας ηχηρά, χτυπώντας τα τύμπανα ρυθμικά και σκαρφαλώνοντας στα κλαδιά. Μέσα σε πέντε λεπτά, το δέντρο ήταν έτοιμο και όλοι άνοιξαν τα μάτια τους με κομμένη την ανάσα! Ένα φως απλώθηκε παντού και ήταν ζεστό και όμορφο και γλυκό. Ήταν μία μαγεία διαφορετική. Τα παιδιά έστεκαν αμήχανα μπροστά στο θέαμα του στολισμένου δέντρου, μην γνωρίζοντας πώς έπρεπε να φερθούν. Μάλιστα, κάποια έβαλαν τα κλάματα εξαιτίας της συγκίνησης. Το θέαμα που είχαν μπροστά τους, ήταν για εκείνα γνωστό, μονάχα μέσα από εικόνες και παραμύθια που τους αφηγούταν ο Λόμιλ.
Διστακτικά, πλησίασαν το δέντρο χαϊδεύοντας τις γυαλιστερές κατακόκκινες μπάλες και τις όμορφες μπαλαρίνες. Ταυτόχρονα, άνοιγαν τα δώρα τους με ενθουσιασμό και λαχτάρα. Η διευθύντρια κοιτούσε το θέαμα, συγκινημένη και άφωνη, καθώς για πρώτη της φορά κατανοούσε απόλυτα, την σημασία της συγκεκριμένης γιορτής με βάση την αγάπη. Την ένιωθε και η Ζόε εξάλλου, που μιλούσε και έπαιζε με τα ορφανά της ηλικίας της. Μάλιστα, από μωρό, είχε ένα αγαπημένο παιχνίδι, που δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα λούτρινο αρκουδάκι, που φορούσε ένα πλεκτό πουλόβερ. Το συγκεκριμένο παιχνίδι, το κουβαλούσε παντού και πάντα, μα όταν είδε ένα κοριτσάκι ντροπαλό, μαζεμένο στη γωνία του, το πλησίασε βαστώντας το παιχνίδι στο χέρι της. Το παιδάκι αρχικά φάνηκε διστακτικό, καθώς το χέρι της Ζοε απλωνόταν για να το αγκαλιάσει.
«Μη στεναχωριέσαι, έχω χάσει και εγώ τον μπαμπά μου» της είπε τραβώντας της την προσοχή.
«Και τι έκανες για να μην φοβάσαι; Γιατί εγώ φοβάμαι και βρέχω ακόμη το κρεβάτι μου. Όλοι με κοροϊδεύουν γι' αυτό» πρόφερε σιγανά κάνοντας τη Ζόε να γυρίσει το κεφάλι και να τους κοιτάξει όλους.
«Πώς σε λένε;» Την ρώτησε.
«Έμιλυ» απάντησε η μικρή ντροπαλά.
«Λοιπόν Έμιλυ, ο δικός μου μπαμπάς πριν φύγει, μου άφησε τον Νοέλ, τον αρκούδο με τις μαγικές δυνάμεις. Μου είπε πως όταν νιώθω μοναξιά, πρέπει να τον αγκαλιάζω και θα είναι σαν να το έχει κάνει ο ίδιος. Ο Νοέλ, θα του μεταφέρει την αγκαλιά με τον δικό του τρόπο. Στον χαρίζω λοιπόν, καθώς εσύ τον χρειάζεσαι πιο πολύ από μένα τώρα. Αγκάλιαζέ τον και θα είναι σαν να σε αγκαλιάζουν οι γονείς σου» της απάντησε και η μικρή πήρε με ευγνωμοσύνη το μαλλιαρό αρκουδάκι στα χέρια της. Την επόμενη στιγμή, τα υγρά, ολοστρόγγυλα μάτια της, στράφηκαν στη Ζόε αργά.
«Σε ευχαριστώ πολύ! Να είσαι σίγουρη πως θα τον φιλώ κάθε μέρα, προκειμένου να το μεταφέρει στη μαμά και τον μπαμπά» της είπε και ενθουσιασμένη σηκώθηκε και την αγκάλιασε σφιχτά. Κατόπιν, προχώρησε χοροπηδώντας προς το δέντρο και τα υπόλοιπα παιδιά, όταν άξαφνα η αίθουσα φωτίστηκε περισσότερο, τα παράθυρα άνοιξαν διάπλατα και μία θέρμη ξεκίνησε να αναβλύζει από το γυάλινο στολίδι που κρεμόταν τώρα ολοκαίνουργιο, στο στήθος της Ζόε μπροστά.
Καθόταν μονάχος του στο μικρό, παραδοσιακό του σπίτι στο Όλομ, με ένα αχνιστό φλυτζάνι σοκολάτας με γεύση κεράσι. Παρά το γεγονός πως είχε ζήσει κυρίως την εποχή του Χειμώνα, η σκέψη της Άνοιξης πάντοτε του φαινόταν ελκυστική και για κάποιον λόγο, είχε συνδέσει την μυρωδιά και γεύση του κερασιού μαζί της. Το μικρό, μαγικό βιβλιαράκι που ανήκε συνήθως στα στελέχη τα υψηλόβαθμα, όπως ο ίδιος και ο Λόμιλ, βρισκόταν τώρα πεσμένο και ανενεργό στον γκρίζο καναπέ του σαλονιού. Έξω το χιόνι χόρευε απαλά, τραγουδιστά και εκείνος κατέβαζε τις σοκολατένιες γουλιές αργά, θαρρείς και πάλευε ο ουρανίσκος του να απομνημονεύσει τη γεύση.
Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Γκέντελ σκεφτόταν πως είχε πει ψέματα, τόσο στον καλό του φίλο Λόμιλ, όσο και στον εαυτό του. Φυσικά και του άρεσε η Σάρα, γι'αυτό δεν υπήρχε καμία αμφιβολία και όσο και αν στην καρδιά του έμενε η πίκρα της πρώτης του αγάπης που έφυγε μακριά του, η συντροφιά της κοπέλας, ή αλλιώς κόρης των ανθρώπων, τον έκανε να ξεχνιέται. Η Πιλντάν, εκτός από παιδικός και εφηβικός έρωτας, ήταν και η καλύτερή του φίλη. Μαζί μεγάλωσαν, μαζί σπούδασαν και μοιράστηκαν όνειρα ατελείωτα, κάτω από τον αστροκέντητο ουρανό του Βορρά και τον στήριξε όταν πραγματικά το είχε ανάγκη. Οι δρόμοι τους όμως χωρίστηκαν απότομα, καθώς η νεαρή είχε κατά πώς φάνηκε, σχέδια διαφορετικά από τον ίδιο. Εντυπωσιαζόταν από τον κόσμο των ανθρώπων, τον οποίο ο Γκέντελ πάντοτε θεωρούσε μουντό και ψυχρό, πάντοτε άχρωμο. Οι άνθρωποι φοβούνταν την μαγεία και το υπερφυσικό γιατί αδυνατούσαν να το καταλάβουν. Του Γκέντελ συχνά του προκαλούσαν νευρικότητα και αυτός ήταν και ο λόγος που ουδέποτε σχεδόν συνόδευσε τον Άγιο στις πτήσεις του την Παραμονή των Χριστουγέννων.
Βυθισμένος καθώς ήταν στις σκέψεις του, άκουσε τον θόρυβο από τις σελίδες του μαγικού βιβλίου που γυρνούσαν. Με μία κίνηση, κάλεσε την πένα του και είδε πως είχε μήνυμα από την αντικαταστάτριά του.
΄΄Φίλε μου, έλαβα τα νέα και να ξέρεις πως τόση ώρα χοροπηδώ μονάχη μου δίπλα από τις μπαλαρίνες της κεντρικής αίθουσας του Νόρθ. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, όταν μου είπες πως έχετε βάλει πλώρη για την ημέρα ανάστασης των Χριστουγέννων. Ωστόσο, υπήρξε κάποιο πρόβλημα που οδήγησε σε τυχόν παρακώλυση του έργου σου; Γιατί θέλεις να εγκαταλείψεις την θέση;΄΄ του έθεσε την ερώτηση που περίμενε και για λίγο το σκέφτηκε.
΄΄Φεντάλ μου, καλησπέρα. Δεν υπήρξε κανένας απολύτως παράγοντας αργοπορίας, ωστόσο από αύριο θα έχω πολύ δουλειά στον τομέα συντονισμού. Επίσης, θα πρέπει να αναζητήσω και τον συντηρητή του έλκηθρου για τους τυπικούς ελέγχους. Έχει πολλά χρόνια να πετάξει και θα πρέπει να είμαστε απολύτως σίγουροι για την ασφάλειά του. Αυτός ήταν και ο λόγος που ζήτησα την αντικατάστασή μου΄΄ της απάντησε περιμένοντας να γίνει πειστικός.
Η κοπέλα φάνηκε να πείθεται αμέσως, μιας και του απάντησε θετικά και πως θα καθόταν να μελετήσει άμεσα τις επόμενες κινήσεις της νέας της δουλειάς. Ο Γκέντελ ξεφυσώντας με ανακούφιση, στήριξε την πλάτη του στα απαλά μαξιλάρια του καναπέ. Ένα συναίσθημα θλίψης διαπέρασε την καρδιά του, σκεπτόμενος πως ο αληθινός λόγος της παραίτησης από την συγκεκριμένη αποστολή, ήταν τα συναισθήματά του για την Σάρα. Δεν άντεχε ούτε να διανοηθεί να εξομολογείται στον Λόμιλ πως είχε φιλήσει την μεγάλη του εγγονή. Όντας σχεδόν έτοιμος να αποχωρήσει από την κουζίνα, ένιωσε για ακόμη μία φορά το βιβλιαράκι του να δονείται. Ανοίγοντάς το, βρήκε γραμμένο το εξής μήνυμα :
΄΄Το Πνεύμα των Χριστουγέννων επέστρεψε πιο λαμπερό από ποτέ. Μετά από τη συγκεκριμένη μέρα, κατάλαβα επιτέλους την αξία των εορτών και πόσο μεγάλη σημασία έχουν για τον κόσμο και ιδιαίτερα για τα παιδιά. Αποτελούν πηγή δύναμης και ονείρου, πως υπάρχει κάποιος, κάπου στον κόσμο που θα διαβάσει το γράμμα τους και θα πραγματοποιήσει την ευχή, που η ίδια η ζωή, ή και οι συνθήκες ίσως τους στέρησαν. Μπορεί λοιπόν εσύ να παραιτήθηκες από την θέση, ωστόσο εγώ θα συνεχίσω με την αποστολή μου πιο δυναμικά. Σήμερα, πήρα ίσως το πιο πολύτιμο δώρο, που δεν ήταν άλλο από τα παιδικά χαμόγελα. Απόψε, κανένα ορφανό παιδί δεν έμεινε δίχως παιχνίδι, μα να ξέρεις, πως χρωστάμε την κάθοδο του Πνεύματος στην αγνή και μεγάλη καρδιά της αδερφής μου. Γνωρίζω πως αυτή τη στιγμή, γουρλώνεις τις γαλάζιες σου χάντρες, μα ο παππούς μου άφησε ίσως και τυχαία το βιβλίο και έτσι την προηγούμενη φορά, αποφάσισα να σου γράψω. Λυπάμαι πολύ αν σε έφερα σε δύσκολη θέση, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Ελπίζω να είσαι καλά και να έχεις καλά Χριστούγεννα. Κάθε ευχή σου, ή εκείνη η μία η πολύτιμη, εύχομαι να πραγματοποιηθούν,
Σάρα΄΄
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
Οι γιορτές ήταν σχεδόν κάτι το άγνωστο, όχι μόνο για το Μπίμπουρι, μα και για τον υπόλοιπο κόσμο. Η ζεστασιά των μικρών εδεσμάτων όμως, συνοδευόμενα με εορταστική μουσική, γλύκαινε τις καρδιές και στόλιζε με χαμόγελα τα πρόσωπα μικρών και μεγάλων. Ο σκοπός ήταν συγκινητικός και όλοι θέλησαν να βοηθήσουν. Μέχρι τη Δύση του ήλιου, είχε μαζευτεί ένα αξιοπρεπές ποσό, ικανό να χαρίσει δώρα στα ορφανά παιδιά. Οι τρεις τους, δεν έχασαν καθόλου χρόνο. Την επομένη το πρωί ξεχύθηκαν στους παγωμένους και χιονισμένους δρόμους, σκοπεύοντας να μην αφήσουν ούτε ένα παιδί δίχως δώρο. Όχι αυτές τις γιορτές.
Φορτώνοντας το αυτοκίνητο με όλες τις εκπλήξεις και με όπλο τους την καλή διάθεση και την ορθάνοιχτη καρδιά, οδήγησαν μέχρι το παραδοσιακό κτήριο του ορφανοτροφείου. Η διευθύντρια είχε ειδοποιηθεί και είχε μάλιστα ντύσει και τα παιδάκια κατάλληλα, για να υποδεχτούν τους καλεσμένους τους. Παιδικές φωνές και επιφωνήματα χαράς, πλημμύρισαν τα αφτιά τους, ενώ οι αγνές αγκαλιές έκαναν την καρδιά τους να σκιρτήσει με ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τα παιδιά τους υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, καρτερώντας τα δώρα τους και απλώνοντας τα χεράκια τους με λαχτάρα. Για εκείνα σημασία είχε η κίνηση και όχι το μέγεθος του δώρου. Η Άλις τα παρακολουθούσε με συγκίνηση, όντας και η ίδια μητέρα δύο κοριτσιών, μα τότε, προς μεγάλη της έκπληξη όλα τα ορφανά έστρεψαν το κεφάλι τους σχεδόν ταυτόχρονα προς μία κατεύθυνση, από όπου φάνηκε ο Λόμιλ.
Το χαμόγελο αυλάκωσε ευθύς τα πρόσωπά τους. Τον γνώριζαν πολύ καλά και προσμονούσαν τις όμορφες, παραμυθένιες του ιστορίες για τόπους μαγικούς. Ο Λόμιλ έκανε πιστά, την αναπαράσταση του Άγιου τη στιγμή που μοίραζε τα δώρα. Ένα αγοράκι τότε, ο Έρικ, παρακολουθώντας τον, έθεσε μία όμορφη ερώτηση.
«Θείε Έλτον, τι είναι ακριβώς το χριστουγεννιάτικο δέντρο;» Ρώτησε ο μικρός και ο Λόμιλ χαμογέλασε.
«Είναι ένα έλατο, το οποίο στολίζουμε με μπάλες και διακοσμητικά φωτάκια και παιχνίδια, σύμφωνα με του καθενός τις επιθυμίες» του απάντησε και ο μικρός φάνηκε για λίγο να προβληματίζεται, μα έπειτα το πρόσωπό του φωτίστηκε ξανά.
«Μπορούμε να έχουμε και εμείς ένα δηλαδή;» Ρώτησε αγωνιώντας για την απάντηση και ο Λομιλ κοίταξε τις εγγονές του πονηρά.
«Λοιπόν, νομίζω πως μπορείτε. Εξάλλου, πού αλλού θα σας αφήσει τα δώρα φέτος ο Άγιος;» Το ρώτησε και επιφωνήματα ενθουσιασμού απλώθηκαν στην αίθουσα από την μία άκρη μέχρι την άλλη.
«Μα, υπάρχει στ' αλήθεια; Δεν είναι μόνο φαντασία; Κανείς δεν πιστεύει...» σχολίασε μελαγχολικά ένα κορίτσι «οι μεγάλοι λένε πως αυτά είναι βλακείες» τελείωσε κατεβάζοντας το κεφάλι της ντροπαλά και ο Λόμιλ χαμήλωσε μπροστά της, πιάνοντας τρυφερά τα χέρια της στα δικά του.
«Έχεις δίκιο, όμως αυτό συμβαίνει γιατί οι μεγάλοι πιστεύουν με τα μάτια, ενώ τα παιδιά με την καρδιά τους. Γι' αυτό λοιπόν θα σας ζητήσω να κλείσετε όλοι σας τα μάτια και να σκεφτείτε με τη δύναμη της καρδιάς σας» τελείωσε και όλα τα παιδιά αλλά και η διευθύντρια έκλεισαν ταυτόχρονα τα μάτια τους.
Κάπου εκεί, η μαγεία ξεχύθηκε για ακόμη μία φορά. Μία λάμψη ξεπήδησε μέσα από τα χέρια του Λόμιλ, που πέταξε στη μέση της αίθουσας και στάθηκε στο πάτωμα ξεκινώντας να σχηματίζει σιγά σιγά ένα δέντρο. Παιχνίδια πετούσαν ολόγυρα, γελώντας ηχηρά, χτυπώντας τα τύμπανα ρυθμικά και σκαρφαλώνοντας στα κλαδιά. Μέσα σε πέντε λεπτά, το δέντρο ήταν έτοιμο και όλοι άνοιξαν τα μάτια τους με κομμένη την ανάσα! Ένα φως απλώθηκε παντού και ήταν ζεστό και όμορφο και γλυκό. Ήταν μία μαγεία διαφορετική. Τα παιδιά έστεκαν αμήχανα μπροστά στο θέαμα του στολισμένου δέντρου, μην γνωρίζοντας πώς έπρεπε να φερθούν. Μάλιστα, κάποια έβαλαν τα κλάματα εξαιτίας της συγκίνησης. Το θέαμα που είχαν μπροστά τους, ήταν για εκείνα γνωστό, μονάχα μέσα από εικόνες και παραμύθια που τους αφηγούταν ο Λόμιλ.
Διστακτικά, πλησίασαν το δέντρο χαϊδεύοντας τις γυαλιστερές κατακόκκινες μπάλες και τις όμορφες μπαλαρίνες. Ταυτόχρονα, άνοιγαν τα δώρα τους με ενθουσιασμό και λαχτάρα. Η διευθύντρια κοιτούσε το θέαμα, συγκινημένη και άφωνη, καθώς για πρώτη της φορά κατανοούσε απόλυτα, την σημασία της συγκεκριμένης γιορτής με βάση την αγάπη. Την ένιωθε και η Ζόε εξάλλου, που μιλούσε και έπαιζε με τα ορφανά της ηλικίας της. Μάλιστα, από μωρό, είχε ένα αγαπημένο παιχνίδι, που δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα λούτρινο αρκουδάκι, που φορούσε ένα πλεκτό πουλόβερ. Το συγκεκριμένο παιχνίδι, το κουβαλούσε παντού και πάντα, μα όταν είδε ένα κοριτσάκι ντροπαλό, μαζεμένο στη γωνία του, το πλησίασε βαστώντας το παιχνίδι στο χέρι της. Το παιδάκι αρχικά φάνηκε διστακτικό, καθώς το χέρι της Ζοε απλωνόταν για να το αγκαλιάσει.
«Μη στεναχωριέσαι, έχω χάσει και εγώ τον μπαμπά μου» της είπε τραβώντας της την προσοχή.
«Και τι έκανες για να μην φοβάσαι; Γιατί εγώ φοβάμαι και βρέχω ακόμη το κρεβάτι μου. Όλοι με κοροϊδεύουν γι' αυτό» πρόφερε σιγανά κάνοντας τη Ζόε να γυρίσει το κεφάλι και να τους κοιτάξει όλους.
«Πώς σε λένε;» Την ρώτησε.
«Έμιλυ» απάντησε η μικρή ντροπαλά.
«Λοιπόν Έμιλυ, ο δικός μου μπαμπάς πριν φύγει, μου άφησε τον Νοέλ, τον αρκούδο με τις μαγικές δυνάμεις. Μου είπε πως όταν νιώθω μοναξιά, πρέπει να τον αγκαλιάζω και θα είναι σαν να το έχει κάνει ο ίδιος. Ο Νοέλ, θα του μεταφέρει την αγκαλιά με τον δικό του τρόπο. Στον χαρίζω λοιπόν, καθώς εσύ τον χρειάζεσαι πιο πολύ από μένα τώρα. Αγκάλιαζέ τον και θα είναι σαν να σε αγκαλιάζουν οι γονείς σου» της απάντησε και η μικρή πήρε με ευγνωμοσύνη το μαλλιαρό αρκουδάκι στα χέρια της. Την επόμενη στιγμή, τα υγρά, ολοστρόγγυλα μάτια της, στράφηκαν στη Ζόε αργά.
«Σε ευχαριστώ πολύ! Να είσαι σίγουρη πως θα τον φιλώ κάθε μέρα, προκειμένου να το μεταφέρει στη μαμά και τον μπαμπά» της είπε και ενθουσιασμένη σηκώθηκε και την αγκάλιασε σφιχτά. Κατόπιν, προχώρησε χοροπηδώντας προς το δέντρο και τα υπόλοιπα παιδιά, όταν άξαφνα η αίθουσα φωτίστηκε περισσότερο, τα παράθυρα άνοιξαν διάπλατα και μία θέρμη ξεκίνησε να αναβλύζει από το γυάλινο στολίδι που κρεμόταν τώρα ολοκαίνουργιο, στο στήθος της Ζόε μπροστά.
Καθόταν μονάχος του στο μικρό, παραδοσιακό του σπίτι στο Όλομ, με ένα αχνιστό φλυτζάνι σοκολάτας με γεύση κεράσι. Παρά το γεγονός πως είχε ζήσει κυρίως την εποχή του Χειμώνα, η σκέψη της Άνοιξης πάντοτε του φαινόταν ελκυστική και για κάποιον λόγο, είχε συνδέσει την μυρωδιά και γεύση του κερασιού μαζί της. Το μικρό, μαγικό βιβλιαράκι που ανήκε συνήθως στα στελέχη τα υψηλόβαθμα, όπως ο ίδιος και ο Λόμιλ, βρισκόταν τώρα πεσμένο και ανενεργό στον γκρίζο καναπέ του σαλονιού. Έξω το χιόνι χόρευε απαλά, τραγουδιστά και εκείνος κατέβαζε τις σοκολατένιες γουλιές αργά, θαρρείς και πάλευε ο ουρανίσκος του να απομνημονεύσει τη γεύση.
Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Γκέντελ σκεφτόταν πως είχε πει ψέματα, τόσο στον καλό του φίλο Λόμιλ, όσο και στον εαυτό του. Φυσικά και του άρεσε η Σάρα, γι'αυτό δεν υπήρχε καμία αμφιβολία και όσο και αν στην καρδιά του έμενε η πίκρα της πρώτης του αγάπης που έφυγε μακριά του, η συντροφιά της κοπέλας, ή αλλιώς κόρης των ανθρώπων, τον έκανε να ξεχνιέται. Η Πιλντάν, εκτός από παιδικός και εφηβικός έρωτας, ήταν και η καλύτερή του φίλη. Μαζί μεγάλωσαν, μαζί σπούδασαν και μοιράστηκαν όνειρα ατελείωτα, κάτω από τον αστροκέντητο ουρανό του Βορρά και τον στήριξε όταν πραγματικά το είχε ανάγκη. Οι δρόμοι τους όμως χωρίστηκαν απότομα, καθώς η νεαρή είχε κατά πώς φάνηκε, σχέδια διαφορετικά από τον ίδιο. Εντυπωσιαζόταν από τον κόσμο των ανθρώπων, τον οποίο ο Γκέντελ πάντοτε θεωρούσε μουντό και ψυχρό, πάντοτε άχρωμο. Οι άνθρωποι φοβούνταν την μαγεία και το υπερφυσικό γιατί αδυνατούσαν να το καταλάβουν. Του Γκέντελ συχνά του προκαλούσαν νευρικότητα και αυτός ήταν και ο λόγος που ουδέποτε σχεδόν συνόδευσε τον Άγιο στις πτήσεις του την Παραμονή των Χριστουγέννων.
Βυθισμένος καθώς ήταν στις σκέψεις του, άκουσε τον θόρυβο από τις σελίδες του μαγικού βιβλίου που γυρνούσαν. Με μία κίνηση, κάλεσε την πένα του και είδε πως είχε μήνυμα από την αντικαταστάτριά του.
΄΄Φίλε μου, έλαβα τα νέα και να ξέρεις πως τόση ώρα χοροπηδώ μονάχη μου δίπλα από τις μπαλαρίνες της κεντρικής αίθουσας του Νόρθ. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, όταν μου είπες πως έχετε βάλει πλώρη για την ημέρα ανάστασης των Χριστουγέννων. Ωστόσο, υπήρξε κάποιο πρόβλημα που οδήγησε σε τυχόν παρακώλυση του έργου σου; Γιατί θέλεις να εγκαταλείψεις την θέση;΄΄ του έθεσε την ερώτηση που περίμενε και για λίγο το σκέφτηκε.
΄΄Φεντάλ μου, καλησπέρα. Δεν υπήρξε κανένας απολύτως παράγοντας αργοπορίας, ωστόσο από αύριο θα έχω πολύ δουλειά στον τομέα συντονισμού. Επίσης, θα πρέπει να αναζητήσω και τον συντηρητή του έλκηθρου για τους τυπικούς ελέγχους. Έχει πολλά χρόνια να πετάξει και θα πρέπει να είμαστε απολύτως σίγουροι για την ασφάλειά του. Αυτός ήταν και ο λόγος που ζήτησα την αντικατάστασή μου΄΄ της απάντησε περιμένοντας να γίνει πειστικός.
Η κοπέλα φάνηκε να πείθεται αμέσως, μιας και του απάντησε θετικά και πως θα καθόταν να μελετήσει άμεσα τις επόμενες κινήσεις της νέας της δουλειάς. Ο Γκέντελ ξεφυσώντας με ανακούφιση, στήριξε την πλάτη του στα απαλά μαξιλάρια του καναπέ. Ένα συναίσθημα θλίψης διαπέρασε την καρδιά του, σκεπτόμενος πως ο αληθινός λόγος της παραίτησης από την συγκεκριμένη αποστολή, ήταν τα συναισθήματά του για την Σάρα. Δεν άντεχε ούτε να διανοηθεί να εξομολογείται στον Λόμιλ πως είχε φιλήσει την μεγάλη του εγγονή. Όντας σχεδόν έτοιμος να αποχωρήσει από την κουζίνα, ένιωσε για ακόμη μία φορά το βιβλιαράκι του να δονείται. Ανοίγοντάς το, βρήκε γραμμένο το εξής μήνυμα :
΄΄Το Πνεύμα των Χριστουγέννων επέστρεψε πιο λαμπερό από ποτέ. Μετά από τη συγκεκριμένη μέρα, κατάλαβα επιτέλους την αξία των εορτών και πόσο μεγάλη σημασία έχουν για τον κόσμο και ιδιαίτερα για τα παιδιά. Αποτελούν πηγή δύναμης και ονείρου, πως υπάρχει κάποιος, κάπου στον κόσμο που θα διαβάσει το γράμμα τους και θα πραγματοποιήσει την ευχή, που η ίδια η ζωή, ή και οι συνθήκες ίσως τους στέρησαν. Μπορεί λοιπόν εσύ να παραιτήθηκες από την θέση, ωστόσο εγώ θα συνεχίσω με την αποστολή μου πιο δυναμικά. Σήμερα, πήρα ίσως το πιο πολύτιμο δώρο, που δεν ήταν άλλο από τα παιδικά χαμόγελα. Απόψε, κανένα ορφανό παιδί δεν έμεινε δίχως παιχνίδι, μα να ξέρεις, πως χρωστάμε την κάθοδο του Πνεύματος στην αγνή και μεγάλη καρδιά της αδερφής μου. Γνωρίζω πως αυτή τη στιγμή, γουρλώνεις τις γαλάζιες σου χάντρες, μα ο παππούς μου άφησε ίσως και τυχαία το βιβλίο και έτσι την προηγούμενη φορά, αποφάσισα να σου γράψω. Λυπάμαι πολύ αν σε έφερα σε δύσκολη θέση, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Ελπίζω να είσαι καλά και να έχεις καλά Χριστούγεννα. Κάθε ευχή σου, ή εκείνη η μία η πολύτιμη, εύχομαι να πραγματοποιηθούν,
Σάρα΄΄
Ιφιγένεια Μπακογιάννη