Ραγισμένο Στολίδι (Κεφάλαιο 5, μέρος 1 - Το Πνεύμα των Χριστουγέννων)

΄΄Καλήν εσπέραν Άρχοντες, και αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη Θείαν γέννησιν να πω στ’αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη. Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων, ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων. Σ’αυτό το σπίτι που ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει, και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει΄΄

Η διαδρομή ήταν ακριβώς η ίδια. Τα ίδια μέρη άφηναν πίσω τους, τους ίδιους λόφους, τα ίδια σπίτια. Μονάχα που μαζί με όλα αυτά, άφηναν και αγαπημένα πρόσωπα, τέλεια συνδυασμένα με όμορφες αναμνήσεις. Στο μυαλό της Σάρα, τριγυρνούσε η εικόνα του όμορφου νεαρού Γκέντελ, με τον κυανό πυθμένα ζωγραφισμένο μέσα στα μάτια του. Πόσο καιρό είχε να νιώσει την αίσθηση του τυχαίου αγγίγματος, εκείνου που σου προκαλούσε ηλεκτρισμό, εξαιτίας της αθωότητάς του; Όλα ήταν τέλεια το βράδυ εκείνο. Το περιβάλλον, η εορταστική ατμόσφαιρα, εκείνος.

Η Ζόε πάλι έκανε διαφορετικές σκέψεις. Στην παιδική της ψυχή είχε αποτυπωθεί όλη αυτή η μαγεία, οι όμορφες γεύσεις, οι τάρανδοι καθώς και όλες οι μικρές και μεγάλες χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Στα χέρια της κρατούσε το στολίδι, ολόκληρο πλέον και μαζί με την δική του ολοκλήρωση, οι γιορτές έμοιαζαν πιο ζωντανές από ποτέ. Σκεφτόταν τα γράμματα της Σάρα και κάπου μέσα της διατηρούσε μία ελπίδα πως ίσως, με κάποιον τρόπο μαγικό, κατόρθωναν να αντικρίσουν τον πατέρα τους ξανά.

Το τρένο έφτασε έπειτα από αρκετές ώρες πίσω στην αποβάθρα Πάντινγκτον, έχοντας ξεκινήσει από τον Καρυοθραύστη. Τα κορίτσια αποβιβάστηκαν, όταν είδαν από μακριά τον Λόμιλ να τις φωνάζει.

«Παππού!» Ακούστηκε η παιδική φωνή της Ζόε.

«Λοιπόν, ένα πουλάκι μου μήνυσε πως τα καταφέρατε και επιστρέψατε νικήτριες και με το στολίδι το φημισμένο ολόκληρο πια» τους είπε χαρούμενος και εκείνες ευθύς τον αγκάλιασαν σφιχτά.

«Σάρα, διακρίνω μία μελαγχολία στο βλέμμα σου ή είναι η ιδέα μου;» ρώτησε διακριτικά τη μεγάλη του εγγονή ο Λόμιλ.

«Φαντάζομαι οφείλεται στο γεγονός πως επέστρεψα πίσω στο σπίτι και πίσω στη σιωπή και την απώλεια. Είχα ξεχαστεί κάπως στο Όλομ. Ο τόπος σου είναι όμορφος, παππού» του είπε η Σάρα και εκείνος χαμογέλασε πονηρά.

«Πολλές φορές, τις ευτυχισμένες στιγμές τις δημιουργούμε εμείς. Μην αφήνεις τη θλίψη να κυριαρχήσει. Η μητέρα σου σε χρειάζεται, όπως και η αδερφή σου» της είπε και εκείνη κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση. Είχε έρθει ο καιρός των αλλαγών. Έπρεπε να αφήσουν τις αναμνήσεις και τον μπαμπά τους να πετάξουν ελεύθερα εκεί που ανήκαν. Θα βρίσκονταν πάντοτε μέσα στην ψυχή τους, όμως έπρεπε να παραμείνουν εκεί και όχι να αποτελούν εμπόδιο στη ζωή τους.

Μαζί με τον Λόμιλ, ανέβηκαν ξανά τα σκαλιά του Ρούντολφ. Οι φωνές των ανθρώπων ακούγονταν χαρούμενες, περιορισμένες στον μικρόκοσμο της καθημερινότητας. Μονάχα το προσωπικό του μαγαζιού γνώριζε την αλήθεια για την ύπαρξη του μαγικού κόσμου. Ρούφηξαν με λαιμαργία τις μυρωδιές του μαγικού μαγαζιού με τις υπέροχες λιχουδιές, τα μπαχάρια και τον στολισμό και κατόπιν πήραν το τρένο με τελικό προορισμό το γραφικό Μπίμπουρι.

«Σου λείπει, έτσι δεν είναι;» ρώτησε στα ξαφνικά η Ζόε την αδερφή της, η οποία την αγριοκοίταξε.

«Ποιος να μου λείπει; Το κρεβάτι μου ίσως...» πάλεψε να κρυφτεί από τη μικρή, μα τον εαυτό της ήταν αδύνατον να τον ξεγελάσει. Της έλειπε και αυτό τη φόβιζε, γιατί το συναίσθημα τής ήταν πρωτόγνωρο και η κατάσταση με τον Γκέντελ ιδιάζουσα.

Το ταξίδι ήταν κουραστικό, καθώς είχε χρειαστεί να αλλάξουν δύο τρένα. Η Ζόε είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του Λόμιλ και η Σάρα χάζευε σκεπτόμενη τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί. Μία ώρα σχεδόν αργότερα, το τρένο έφτανε στην αποβάθρα του Μπίμπουρι και η Άλις τους κούνησε τα χέρια. Ο πατέρας της, της είχε πει πως θα πήγαιναν εκδρομή στο Λονδίνο, ωστόσο είχε παραξενευτεί με την ξαφνική τους επιστροφή. Τις αγκάλιασε με τρυφερότητα και ένταση. Τις είχε πεθυμήσει, ωστόσο η αμήχανη εικόνα του Λόμιλ να στέκει μονάχος του λίγα μέτρα μακριά τους, την έκανε να νιώσει θλίψη. Τότε, η Σάρα έκανε ένα βήμα πιάνοντας το γέρικο χέρι του, καθώς εκείνος είχε επιστρέψει στην αρχική του εμφάνιση. Εκείνη του γλυκού ηλικιωμένου.

«Το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν, μαμά, μα ο παππούς είναι κομμάτι του παρόντος και μέλλοντός μας. Θέλω να αφήσετε πίσω αυτά που σας χωρίζουν. Σας έχουμε ανάγκη και εσείς ο ένας τον άλλο» της είπε και ένα κύμα αγαλλίασης πλημμύρισε την Άλις.

Για εκείνη ήταν ο Έλτον, ο τρυφερός πατέρας που αγαπούσε και που πάντοτε της αφηγούνταν παραμύθια γιορτινά και μη, για ξωτικά, νεράιδες και νάνους κάνοντάς τα να μοιάζουν αληθινά. Ο Λόμιλ ήξερε ωστόσο πως είχε φτάσει η στιγμή η κατάλληλη για να μιλήσει στην κόρη του. Από τότε που χάθηκε ο Σάιμον, δεν ήταν ποτέ πια η ίδια. Με μία κίνηση, έκανε σήμα στη Ζόε να της δώσει το στολίδι. Η Άλις το κοίταξε αμήχανα, καθώς ήταν και η τελευταία φορά που είχε μιλήσει με τον Έλτον. Κάποτε της είχε παραδώσει το στολίδι το οποίο πήγαινε από γενιά σε γενιά. Είχε ιδιότητες μαγικές, της είχε πει, μα ο πόνος για τον άνδρα της επισκίασε τα πάντα. Με τρεμάμενα χέρια το πήρε και το κοίταξε προσεκτικά.

«Το έφτιαξες» του είπε ξέπνοα και εκείνος χαμογέλασε.

«Οι κόρες σου το έκαναν, γιατί πίστεψαν στη μαγεία. Ξέρω πως τίποτε δεν μπορεί να φέρει πίσω τον Σάιμον. Ξέρω πως έφυγε, ωστόσο όσο τον έχεις μέσα στην καρδιά σου, δεν θα πεθάνει ποτέ. Αν ήταν τώρα εδώ, θα στεναχωριόταν που θα σε έβλεπε σε αυτήν την κατάσταση. Ξέρεις πόσο αγαπούσε τα Χριστούγεννα. Χάρισέ τα στα παιδιά σου, άνοιξε το σπίτι σου, πίστεψε και γέλασε. Τα χρόνια περνούν» τελείωσε και ένιωσε τους πάντες να παγώνουν.

«Παππού, νομίζω πρέπει να της πεις την αλήθεια» είπε η Ζοε και η Άλις τους κοίταξε όλους έναν έναν.

«Μπαμπά, έχεις κάτι που θέλεις να μου πεις;» τον ρώτησε με το ένα φρύδι σηκωμένο, και ξάφνου τον είδε να χαμογελά και μία αμυδρή λάμψη να τον τυλίγει εξαφανίζοντας σταδιακά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Τα αφτιά του πήραν το σχήμα το κωνικό και η γενειάδα του μάκρυνε. Η Άλις τον κοιτούσε με το στόμα της μισάνοιχτο, σχεδόν σαν να έβλεπε έναν ξένο.

«Λόμιλ Γκάλας. Πρώην βοηθός του Άγιου Βασίλη, μα εξακολουθώ να είμαι ο πατέρας σου!» της είπε γελώντας, ωστόσο η Άλις συνέχισε να στέκεται άφωνη. «Νομίζω πως απόψε θα σας αφηγηθώ εγώ μία χριστουγεννιάτικη ιστορία αγάπης. Θα μου υποσχεθείτε όμως, πως μετά από αυτό, θα στολίσουμε εδώ μέσα» τελείωσε και η Άλις βουρκωμένη και κρατώντας αγκαλιά τις κόρες της, έκατσε με κομμένη την ανάσα στον καναπέ.

Μπροστά στην έκρηξη της μαγείας, η Άλις ένιωσε άξαφνα αδύναμη. Όλα όσα πίστευε για τους γονείς της ήταν, αν όχι ψέμα, στην καλύτερη περίπτωση μισή αλήθεια. Κοιτούσε τώρα τον νεαρό άνδρα απέναντί της και αδυνατούσε να πιστέψει πως ήταν ο πατέρας της. Σε αντίθεση με τις κόρες της, εκείνης της βγήκε σε αντίδραση η αποκάλυψη. Η σιωπή της έμοιαζε με εκρηκτικό μηχανισμό, έτοιμο να εκραγεί.

«Τι είσαι;» τον ρώτησε δίχως να τον κοιτάζει στα μάτια.

«Το αληθινό μου όνομα είναι Λόμιλ Γκάλας, μα επέλεξα το Έλτον, για να προσαρμοστώ στα ανθρώπινα δεδομένα. Είμαι ξωτικό στη φύση, δούλευα για χρόνια πολλά στο πλάι του Άγιου Βασίλη...» πήγε να πει, μα η Άλις τον διέκοψε.
Τα χέρια της έτρεμαν και από μέσα της σχεδόν ψιθύρισε, πως Άγιος Βασίλης δεν υπήρχε και πως όλα αυτά ήταν μέρος μίας καλοστημένης φάρσας.

«Τη μητέρα σου τη γνώρισα στη γη αυτή, μία Παραμονή Χριστουγέννων, όταν χρειάστηκε να βοηθήσω τον Άγιο με τα δώρα του. Είχα επισκεφτεί το σπίτι της για να αφήσω ένα και μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός πως είχε ζητήσει μία ονειροπαγίδα. Ήθελε λέει να μπορεί να παγιδεύει τα όμορφα όνειρά της. Γνωρίζεις πως καταγόταν από πολύ φτωχή οικογένεια. Κυριολεκτικά δεν είχαν τίποτε, ωστόσο εκείνη μου ζήτησε μία απλή, ταπεινή ονειροπαγίδα. Με συγκίνησε και θέλησα να τη γνωρίσω. Είπα σε έναν βοηθό μου πως θα έμενα μέχρι το ξημέρωμα να την καρτερώ και του ζήτησα να αναλάβει εκείνος να βοηθήσει τον Άγιο με τις διευθύνσεις στη θέση τη δική μου. Τελικά, αυτή τη συνάντηση δεν τη μετάνιωσα ούτε λεπτό. Γνώρισα τον έρωτα της ζωής μου και απέκτησα μία πανέμορφη κόρη. Γνωρίζω πως ήταν λάθος μου να σ’ το κρατήσω μυστικό, ωστόσο, πες μου πώς νιώθεις που κατάγεσαι από έναν κόσμο μαγικό;» τη ρώτησε και εκείνη βουρκωμένη σηκώθηκε από τον καναπέ και τον πλησίασε.

« Η αγάπη μου για εσένα ίδια ήταν πάντοτε και αληθινή. Να είσαι σίγουρη γι' αυτό» ολοκλήρωσε και η Άλις με μία ξαφνική κίνηση, τινάχτηκε μπροστά και τον αγκάλιασε σφιχτά, χώνοντας το πρόσωπό της στη ζεστασιά του στέρνου του.

«Μου έλειψες, μπαμπά. Τόσο σε εμένα, όσο και στα κορίτσια. Σε έχουμε ανάγκη όλοι μας. Αρκετή σιωπή έπεσε στο σπίτι» του είπε, και εκείνος τη φίλησε στο μέτωπο τρυφερά.

«Η κουρτίνα τραβήχτηκε» της είπε και νοητά σήκωσε ταυτόχρονα και τα δύο του χέρια ψηλά, κάνοντας δήθεν την ανάλογη κίνηση, όταν όλοι τους είδαν μία λάμψη χρυσή να τινάζεται στον αέρα, σαν διάφανο μεταξωτό ύφασμα, και αυτό ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει την μαγεία.

Το χρυσαφένιο κύμα έσκασε στο πάτωμα και ξεκίνησε να εξαπλώνεται σε όλο το σαλόνι, εμφανίζοντας στολίδια και λαμπιόνια από το πουθενά, τα οποία πετούσαν μαγικά ολόγυρα, στολίζοντας τις σκοτεινές γωνιές. Η Σάρα κοιτούσε εκστασιασμένη το σπίτι της που φορούσε τα γιορτινά του και θα ορκιζόταν πως η φωτογραφία του πατέρα τους που βρισκόταν τοποθετημένη πάνω από το τζάκι χαμογελούσε ευτυχισμένα. Ήταν σαν να είχαν χαρίσει και σε εκείνον τις γιορτές, σαν να έλαμπε, βλέποντας τα πάντα να αλλάζουν και την οικογένειά του επιτέλους ενωμένη. Η αποστολή τους, ωστόσο, μόλις τώρα άρχιζε και το κύμα της αγάπης έπρεπε να εξαπλωθεί σε όλο το χωριό.

Αργά το βράδυ, έχοντας τελειώσει με το στολισμό, αποφάσισαν να καθίσουν, απολαμβάνοντας τα υπέροχα, μυρωδάτα μπισκότα από τζίντζερ, και ένα ποτήρι ζεστή σοκολάτα. Έξω ο κόσμος περνούσε και χάζευε το μοναδικό σπίτι που ήταν στολισμένο. Τα παιδιά έδειχναν με το χέρι τους το δέντρο που δέσποζε στο σαλόνι τους, τραβώντας μαζί και τους γονείς τους. Η οικογένεια Πιρς είχε κάνει τη διαφορά, καλωσορίζοντας τα Χριστούγεννα.

Με την αποχώρηση του Λόμιλ, η Σάρα κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της, όπου προς μεγάλη της έκπληξη αντίκρισε το μαγικό σημειωματάριο του παππού της. Αρχικά το ξεφύλλισε αμήχανα, απορώντας για το πώς βρέθηκε εκεί. Θυμόταν ωστόσο πως, εκφράζοντας δυνατά τη σκέψη της, η πένα θα σημείωνε μεταφέροντας τα λόγια της σε κάποιον νεαρό.

«Γκέντελ; Όλα καλά;» Ρώτησε φωναχτά και η πένα ξεκίνησε να σημειώνει. Ωστόσο ο νεαρός πίστεψε πως απευθυνόταν στον Λόμιλ. Η απάντηση, λοιπόν, ήρθε μετά από δύο λεπτά.

«Όλα μία χαρά πρώην συνάδελφε. Η πρώτη αποστολή στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία» του απάντησε και η Σάρα βρήκε ξαφνικά το χαμένο της κουράγιο, έχοντας κρυφτεί πίσω από τη μάσκα του Λόμιλ.

«Ελπίζω να περάσατε καλά με τις εγγονές μου. Πως σου φάνηκαν;» τον ρώτησε και είδε τα γράμματα να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται, καθώς ο νεαρός πάλευε να αποφασίσει τι θα γράψει. Η κοπέλα για πρώτη φορά έπιασε τον εαυτό της να νιώθει αγωνία και τα μάτια της να μένουν απόλυτα προσηλωμένα στις κενές σελίδες του μικρού τετραδίου.

«Περάσαμε πολύ όμορφα. Οι εγγονές σου είναι υπέροχες. Μακάρι να μπορούσα να τους δείξω όλο το Όλομ, μα δεν είχα χρόνο. Θα ήθελα ωστόσο να σου ζητήσω μία χάρη» της έγραψε και ευθύς το φρύδι της κύρτωσε από απορία.

«Σε ακούω» του απάντησε και αυτή τη φορά, η απάντηση φάνηκε να αργεί πολύ. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, καθώς για κάποιον λόγο, είχε κακό προαίσθημα.

«Θα ήθελα να μου δώσεις την άδεια να βάλω κάποιον άλλο στη θέση μου. Γνωρίζω πως υποσχέθηκα να καρτερώ την επιστροφή τους, ωστόσο κάτι μου έτυχε και θα πρέπει να λείψω. Έχω στο νου μου μία υπέροχη κοπέλα, έμπειρη και καλόκαρδη, που θα μπορούσε να συνεχίσει την αποστολή μας» τελείωσε και η Σάρα ένιωσε τον θυμό να την κυριεύει.

Έλεγε ψέματα! Δεν είχε καμία απολύτως δουλειά. Έφταιγε το φιλί και οι όμορφες στιγμές που είχαν μοιραστεί εκείνο το βράδυ, λουσμένοι στο φως της Σελήνης, κάτω από τη μαγική σκιά του γκι. Το είχε μετανιώσει λοιπόν και τώρα δεν άντεχε καν να την αντικρίσει. Η απογοήτευση είχε απλώσει το ομιχλώδες της πέπλο στην καρδιά της και το βιβλιαράκι εκτοξεύτηκε από το χέρι της με δύναμη. Όλοι ίδιοι ήταν τελικά. Πρώτα έκαναν την κίνηση και μετά μετάνιωναν. Ίσως γι' αυτό λάτρευε τόσο πολύ τον πατέρα της. Γιατί ήταν ο μόνος άνδρας στη ζωή της, που δεν θα την πρόδιδε ποτέ.

Ξαπλώνοντας πίσω στα μαξιλάρια της, έβλεπε το μικρό τετράδιο να τραντάζεται και υπέθεσε πως ήταν εκείνος. Αποφασισμένη το άνοιξε και έγραψε με περηφάνια την απάντηση.

«Κανένα πρόβλημα».

Έπειτα σιωπή. Καμία απάντηση μετά από αυτό. Η Σάρα γύρισε στο πλάι. Τελικά τα Χριστούγεννα έκρυβαν μία μελαγχολία. Ό, τι και να έκανε, πάντοτε θα την κυνηγούσε αυτή η σκιά. Ένα χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε και μέσα μπήκε η Ζόε. Η Σάρα σκούπισε τα δάκρυά της άτσαλα, προκειμένου να μην προκαλέσει το κύμα των κουραστικών ερωτήσεων ενός μικρού παιδιού.

«Επιτέλους, στολίσαμε!» την άκουσε να φωνάζει ενθουσιασμένα, αλλά μόλις είδε τη μεγάλη της αδελφή έτσι, ο ενθουσιασμός της κόπηκε.

«Το σπίτι μας είναι λαμπερό και χαρούμενο, όμως εσύ δεν είσαι. Έκανα κάτι εγώ μήπως;» την ρώτησε δειλά και η Σάρα την προσκάλεσε στο κρεβάτι της.

«Εσύ, η μαμά και ο παππούς είστε οι μόνες σταθερές που έχω. Τα θεμέλια που θα με στηρίζουν. Δεν αντέχω όταν δεν γνωρίζω το μέλλον και κάθε τι που αγαπώ ξαφνικά χάνεται. Πρώτα ο μπαμπάς, μετά...» πήγε να πει και το κορίτσι την κοίταξε με απορία. «Τίποτε. Είσαι μικρή ακόμη για όλα αυτά. Να χαίρεσαι την ξεγνοιασιά της ηλικίας σου και να μην βιάζεσαι να μεγαλώσεις. Μερικές φορές ο κόσμος των μεγάλων είναι δυσνόητος. Του λείπει ο παιδικός αυθορμητισμός. Τα πάντα κρύβονται πίσω από λέξεις ανέκφραστες και καταπιεσμένα συναισθήματα. Μείνε για λίγο ακόμη παιδί. Θα το χρειαστείς, όταν στο μέλλον θα αντιμετωπίσεις δυσκολίες και θα επιστρέφεις στο καταφύγιο των παιδικών σου χρόνων» ολοκλήρωσε και αρπάζοντάς την στην αγκαλιά της, κοιμήθηκαν παρέα εκείνο το βράδυ για πρώτη φορά.

Η επόμενη μέρα θα ήταν κρίσιμη, ωστόσο θα είχε ταυτόχρονα κάτι το ξεχωριστό. Το Πνεύμα των Χριστουγέννων νοητά θα κατέβαινε κατευθείαν από τα σπλάχνα του ουρανού για να φωτίσει τον κόσμο. Θα έπρεπε λοιπόν η οικογένεια Πιρς να σκεφτεί τι ακριβώς σήμαιναν τα Χριστούγεννα. Αρχικά, αλληλεγγύη, αγάπη, φιλανθρωπία, χαμόγελο και γέλια και ευχές, τρυφερές αγκαλιές, κατανόηση, πολύτιμος χρόνος με φίλους και οικογένεια. Κι η Ζόε, σαν παιδί μικρό που ήταν, πάλευε κι αυτή να σκεφτεί όλες τις πιθανές επιθυμίες των παιδιών της ηλικίας της.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη