Φοίνιξ (Κεφάλαιο 19)

«Ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να κρύψει ένα κόσμημα ανάμεσα στα ευρήματα από τους αρχαίους τάφους;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Τζέιμς, καθώς έμπαιναν μέσα στην αίθουσα της έκθεσης. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και ήταν γεμάτη με γυάλινες προθήκες με ευρήματα από τάφους. Υπήρχαν και μερικά ψηφιδωτά, ακόμα και μερικές λάρνακες φτιαγμένες από μάρμαρο και με περίτεχνα σχέδια.

«Κάποιος έξυπνος» απάντησε ο Λούκας χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του. Τα βιολετί του μάτια κοιτούσαν πότε το χάρτη που κρατούσε στο αριστερό του χέρι και πότε τις προθήκες με τα εκθέματα.

«Ήταν ρητορική ερώτηση» αντιγύρισε ο νεαρός με τα γυαλιά. «Και αν ήθελε πραγματικά μία καλή κρυψώνα, θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει ένα κοσμηματοπωλείο, νομίζω».

«Το συγκεκριμένο κόσμημα θα ξεχώριζε από μίλια μακριά ανάμεσα στα σύγχρονα κοσμήματα».

«Τόσο αρχαίο είναι στην όψη;»

«Και όχι μόνο στην όψη, Τζέιμς. Εγώ και ο αδερφός μου είμαστε νεαροί σε σχέση με αυτό» έδωσε την απάντηση ο Φοίνικας.

«Ω, κατάλαβα. Τουλάχιστον, Λούκας, πες μου πώς μοιάζει και πού να ψάξω».

«Σ' ευχαριστώ που προσφέρεσαι, αλλά-»

«Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να σας αφήσουμε να το πάρετε!» τον έκοψε μία γνώριμη φωνή και ο Τζέιμς αντίκρισε τον Άγγελο έτσι όπως δεν τον είχε ξαναδεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η έκφραση του προσώπου του ήταν σκληρή και το μειδίαμα που ήταν μονίμως καρφωμένο στα χείλη του είχε εξαφανιστεί. Από αυτό και μόνο κατάλαβε ότι οι σχέσεις μεταξύ του Λούκας και του Άγγελου ήταν εχθρικές.

«Μου αρέσουν η σιγουριά και η αποφασιστικότητά σου, Άγγελε, αλλά δε νομίζω πως είσαι σε θέση να λες τόσο μεγάλες κουβέντες» του απάντησε ο Λούκας και δίπλωσε ευλαβικά το χάρτη πριν τον τοποθετήσει στην τσέπη του τζιν παντελονιού του.

«Γιατί; Επειδή έχεις με το μέρος σου τον Φοίνικα;» κάγχασε εκείνος και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του αντιπάλου του. «Εμείς έχουμε τον Σμαραγδένιο Δράκο»

«Ναι, αλλά η κοκκινομάλλα ποιον θα προστατεύσει· το Λευκό Ρόδο ή όλους τους υπόλοιπους;»

«Δε νομίζω ότι σου πέφτει λόγος!» ακούστηκε μία άλλη φωνή και ο Τζέιμς έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Ο μεγάλος του αδελφός στεκόταν ακριβώς μπροστά από την είσοδο της αίθουσας πιο σοβαρός από ποτέ και με τα πράσινα μάτια του να πετάνε φωτιές. Πάνω του υπήρχε κάτι το διαφορετικό, το οποίο δεν μπορούσε να το προσδιορίσει.

«Αν δεν με απατά η μνήμη μου, όταν έφυγες από την ομάδα, ο Μαξ σε είχε διαλύσει στη μάχη! Συνεπώς, εσύ δεν αποτελείς σοβαρή απειλή και από τη στιγμή που έχουμε τη Χλόη με το μέρος μας, θα επιτύχουμε το σκοπό μας!»

«Ω, αλήθεια!» αναφώνησε ειρωνικά ο νεαρός με τα βιολετί μάτια. «Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν έχω προνοήσει για αυτό το ενδεχόμενο;»

«Ότι δεν έχεις προνοήσει για αυτό« δήλωσε ο Κρίστοφερ και εμφάνισε το Μαύρο Ρόδο. Ο Λούκας έσφιξε το σαγόνι του. Πράγματι, τον είχαν πιάσει απροετοίμαστο για ένα τέτοιο σενάριο και αυτός είχε βασιστεί υπερβολικά στο γεγονός ότι τα Φαντάσματα θα κρατούσαν σφραγισμένο το Μαύρο Ρόδο.

«Ενδιαφέρον... Νόμιζα ότι μετά το φιάσκο που είχε γίνει τον Ιούνιο, θα θέλατε να θάψετε για τα καλά το συγκεκριμένο ξίφος, αλλά να που έκανα λάθος! Αναρωτιέμαι πώς το άφησε να περάσει αυτό ο Μαξ, ο αρχηγός των Φαντασμάτων»

Ο Τζέιμς εξεπλάγη, αλλά φρόντισε να κρατήσει το πρόσωπό του μία ανέκφραστη μάσκα. Είχε καταλάβει ότι του έκρυψαν πολλά, όπως επίσης καταλάβαινε και το λόγο και συνεπώς δεν τον πείραζε και δεν τους κρατούσε κακία. Αλλά, εκείνο που δεν περίμενε ήταν να γίνει ο αδελφός του το Μαύρο Ρόδο.

«Οι επικίνδυνες καταστάσεις απαιτούν και τα κατάλληλα μέτρα!» απάντησε ο Μαξ. Αυτός και η Χλόη είχαν μόλις κάνει την εμφάνισή τους. Ο Σαχίρ σχολίασε κάτι μέσα στο μυαλό του Τζέιμς, αλλά ο νεαρός είχε αλλού στραμμένη την προσοχή του.

«Όπως και τα δικά μου, δηλαδή!»

«Τι εννοείς, Λούκας;»

«Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η αδερφή και η φίλη σου δέχονται επίθεση από μία κοινή μας γνωστή» του έδωσε ένα στοιχείο ο νεαρός και ο Μαξ μόνο που δεν τον κάρφωσε επιτόπου με το κατάνα του. «Δε με πιστεύεις;» συνέχισε. «Μπορείς να τις πάρεις τηλέφωνο, παρόλο που δεν νομίζω ότι θα το απαντήσουν».

«Λες ψέματα!» γρύλισε ο αρχηγός των Φαντασμάτων.

«Ω, λέω;» έκανε ο Λούκας και του έδειξε τον ρούνο της αλήθειας που στόλιζε τον πήχη του χεριού του. Ο Μαξ έσφιξε τόσο πολύ τη λαβή του σπαθιού του, που οι αρθρώσεις των δαχτύλων του έγιναν άσπρες. Το θράσος του τον εξόργιζε! Είχε σκοπό να κάνει μεταβολή και να τρέξει στη Μυρτώ και την Ηλιάνα, όταν η Θάλεια μίλησε τηλεπαθητικά.

«Μαξ, μην το κουνήσεις από εκεί! Θα πάμε εγώ και ο Ερμής να δούμε τι γίνεται!»

«Κάτι δε μου πάει καλά...» μουρμούρισε η Ηλιάνα. Έβλεπαν την πορεία της αποστολής στο μουσείο μέσα από τις κάμερες ασφαλείας. Φυσικά, δεν τους ξέφυγε η εξαγριωμένη έκφραση τόσο του Μαξ όσο και των υπολοίπων, μιας και δεν είχαν ήχο.

«Κι εμένα το ίδιο...» γύρισε και την κοίταξε η Μυρτώ ανήσυχα. Άκουσαν έναν ήχο και τινάχτηκαν και οι δύο όρθιες. Η κοπέλα με τα γκρι μάτια έγνεψε προς την εξώπορτα, υποδεικνύοντας την πηγή του ήχου. Κάποιος προσπαθούσε να παραβιάσει την κλειδαριά, κλείνοντας έτσι τη μόνη δίοδο διαφυγής των δύο κοριτσιών. Η Μυρτώ έπιασε το κινητό της και πληκτρολόγησε τον αριθμό της επιθεωρήτριας Μπρέντα Τζόουνς.

«Μπρέντα». είπε η κοπέλα, μιας και η ντετέκτιβ της είχε δηλώσει να της μιλάει στον ενικό, «κάποιος προσπαθεί να μπει στο σπίτι του Κρις κι εγώ είμαι μέσα!»

Η συνομιλήτριά της τής απάντησε κάτι και η Μυρτώ έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού πριν τερματίσει την κλήση. Στο μεταξύ, η Ηλιάνα είχε πάρει δύο μεγάλα μαχαίρια από την κουζίνα, ένα εκ των οποίων το έδωσε στη φίλη της. Η Χλόη τούς είχε μάθει να χρησιμοποιούν πολλές και διαφορετικές λεπίδες, κρυφά από τον Μαξ, ο οποίος γνώριζε μόνο για τα μαχαίρια.

«Νομίζω ότι ο Κρις έχει δύο σπαθιά φυλαγμένα στη ντουλάπα...»

«Αν έχουν πιστόλια, δε θα μας κάνει κάτι το σπαθί...» μουρμούρισε η Ηλιάνα. «Να πάω να φέρω το τηγάνι; Πιο χρήσιμο θα είναι!»

Το είπε και το έκανε, κερδίζοντας ένα σαστισμένο βλέμμα από την καλύτερή της φίλη.

«Τι; Καλύτερη δουλειά θα κάνει από ένα μαχαιράκι!» υπερασπίστηκε τον εαυτό της, κι η Μυρτώ ξεφύσηξε ηττημένη και πήρε θέση μάχης. Τζάμια ακούστηκαν να γίνονται θρύψαλα και οι δύο κοπέλες έκαναν στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών προς τη μπαλκονόπορτα. Η Αννίτα Κασακιάν μαζί με μία ακόμα κοπέλα τις σημάδευαν με τα πιστόλια τους. Στα χείλη της νεαρής μαφόζιου ήταν σχηματισμένο ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

«Επιτέλους, θα πάρω αυτό που επιθυμώ από εσένα!»

«Και τι είναι αυτό που επιθυμείς;» ρώτησε η Μυρτώ.

«Εκδίκηση! Δε μου έχεις κάνει και λίγα, νεαρή μου!».

Η κοπέλα με τα γκρι μάτια αναλογίστηκε τι συνέπειες θα υπήρχαν αν πετούσε το μαχαίρι στην Κασακιάν. Και οι δύο γυναίκες δεν είχαν κάνει και λίγα η μία στην άλλη. Η Μυρτώ είχε φτάσει στο σημείο να οδηγήσει τη γυναίκα με τα εβένινα μαλλιά στο κρατητήριο πάνω από τρεις φορές μέσα στο τελευταίο δίμηνο, αλλά εκείνη πάντα τη γλίτωνε.

«Γιατί, εσύ λιγότερα μας έχεις κάνει;» πήρε το λόγο η Ηλιάνα και την κοίταξε προκλητικά. Εκείνη ήταν ο λόγος που είχαν αποφασίσει να μάθουν να χειρίζονται όπλα. Εκείνη είχε δολοφονήσει τη γιαγιά της Μυρτώς εν ψυχρώ δύο χρόνια πριν για να ηγηθεί της οργάνωσης «Πράσινος Κύκλος».

«Εγώ δεν μπλέκομαι εκεί που δεν με σπέρνουν!»

«Τι κρίμα που εμείς το κάνουμε!» σχολίασε η Θάλεια και ακούμπησε τη μύτη από το shuriken της ανάμεσα από τις ωμοπλάτες της μαφιόζου. Ο Ερμής, από την άλλη, σημάδευε τη δεύτερη κοπέλα με το τόξο του, λέγοντας:

«Ακόμα και την παραμικρή κίνηση να κάνετε, δε θα ξαναδείτε το φως της μέρας!»

«Αν μας πειράξετε, οι άντρες μου θα μπουν μέσα στο διαμέρισμα σε λιγότερο από δύο δευτερόλεπτα» συμπλήρωσε ψύχραιμα η Αννίτα Κασακιάν.

«Βασικά, να σε ενημερώσω ότι η επιθεωρήτρια Τζόουνς είναι ακριβώς απ' έξω με την επίλεκτη ομάδα της και τα λέει ένα χεράκι στους άντρες σου» έκανε η Μυρτώ, η οποία δεν είχε κατεβάσει το μαχαίρι της ούτε χιλιοστό. Και έλεγε την αλήθεια, διότι φωνές και πυροβολισμοί ακούστηκαν την επόμενη στιγμή έξω από την πόρτα, με αποτέλεσμα η μαφιόζος να χάσει το χρώμα της.

«Ουπς» αναφώνησε η Ηλιάνα και με το τηγάνι έδωσε ένα γερό χτύπημα στη δεύτερη κοπέλα, αφοπλίζοντάς την. Με άλλη μία γρήγορη κίνηση, είχε χτυπήσει και την Κασακιάν. Η Μυρτώ έκανε να αρπάξει το ένα όπλο, αλλά η μαφιόζος έκανε να της επιτεθεί. Την πρόλαβε η Θάλεια, η οποία την κλώτσησε στα πλευρά. Λίγο παραδίπλα η Ηλιάνα είχε καταφέρει να αποκτήσει το δεύτερο πιστόλι στα χέρια της και σημάδευε την κοπέλα, όπως και ο Ερμής με το τόξο του. Η Μυρτώ είχε καταφέρει να πάρει το πιστόλι της Κασακιάν και τώρα η κάννη του ήταν στραμμένη προς εκείνη.

«Αρκετά, Αννίτα!» αναφώνησε η κοπέλα με τα γκρι μάτια. «Ποιος σου είπε για αυτό το μέρος;» ρώτησε, και στα χείλη της μαφιόζου άνθισε ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

«Ο Λούκας την έβαλε!» έδωσε την απάντηση η Θάλεια. «Ήθελε να κλονίσει τον Μαξ!»

«Αλλά υπολόγισε χωρίς τον ξενοδόχο!» σχολίασε η Ηλιάνα. Εκείνη τη στιγμή η εξώπορτα κατέρρευσε και στο σπίτι έκανε έφοδο η επιθεωρήτρια Μπρέντα Τζόουνς μαζί με την καλύτερή της ομάδα κρούσης.

«Αστυνομία!» φώναξε η επιθεωρήτρια με το περίστροφό της έτοιμο για βολή. «Χέρια ψηλά!»

Η Κασακιάν έσφιξε τα δόντια της. Της την είχαν φέρει για ακόμα μία φορά...

Ο Μαξ αφού έλαβε τηλεπαθητικά μήνυμα από τον Ερμή, ηρέμησε και μπόρεσε να συγκεντρωθεί στο στόχο του· τον Λούκας. Το γαλανό του βλέμμα στυλώθηκε στο βιολετί του αντιπάλου του.

«Το σχέδιό σου δεν πέτυχε!»

«Ωστόσο σε αποσυντόνισε!»

Ο Μαξ έσφιξε τη λαβή του στο σπαθί του. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές, οι οποίες αν είχαν υλική υπόσταση θα είχαν κάνει στάχτη τον Λούκας.

«Τι θέλεις από τις ζωές μας;»

«Εγώ; Τίποτα το συγκεκριμένο!» απάντησε ο νεαρός με τα μαύρα μαλλιά και ανασήκωσε ελαφρώς τους ώμους του. «Απλώς τυχαίνει αυτά που αναζητώ να βρίσκονται στην κατοχή σας»

Ο Κρίστοφερ κατάλαβε ότι εννοούσε το Μαύρο Ρόδο και τον Φοίνικα, αλλά δε μίλησε. Φαινομενικά, το παιχνίδι είχε στηθεί, ωστόσο ο Φοίνικας δεν είχε κάνει ακόμα καμία κίνηση και αυτό ήταν ανησυχητικό.

«Ναι, φυσικά πάντα τυχαίνει!» κάγχασε ο αρχηγός των Φαντασμάτων.

«Ναι, δεν έχω όρεξη να κάνω τις ζωές σας άνω κάτω και να μπλέκομαι εκεί που δε με σπέρνουν μόνο και μόνο για να σας τη σπάσω!» δήλωσε ο Λούκας.

«Αλλά το έκανες!» σχολίασε ο Άγγελος. «Και μάλιστα παραπάνω από μία φορά!».

«Θα το έκανα στον οποιονδήποτε!».

«Απλώς τώρα σε βόλεψε που είχαμε προηγούμενα!» είπε ο Κρίστοφερ.

«Ορίστε;» αναφώνησε ο νεαρός με τους ρούνους. «Ακούτε τι λέτε; Εσείς δε με αφήνετε σε ησυχία!»

«Πώς να αφήσουμε σε ησυχία κάποιον που αναζητά το Μενταγιόν της Καρδιάς; Ένα τόσο επικίνδυνο αντικείμενο;» μίλησε για πρώτη φορά η Χλόη, λέγοντας ένα καλό επιχείρημα. «Δε γνωρίζουμε για ποιο λόγο το θέλεις τόσο απεγνωσμένα, αλλά για να είσαι τόσο μυστικοπαθής, δε θα είναι για καλό».

«Ναι, συγγνώμη που δε βγήκα με ντουντούγκα να ανακοινώσω τα σχέδιά μου!» ειρωνεύτηκε ο Λούκας και εκείνη τη στιγμή χρησιμοποίησε έναν ρούνο του φωτός.

Στιγμιαία, τα Φαντάσματα, ο Άγγελος και η Χλόη τυφλώθηκαν και αναγκάστηκαν να κλείσουν τα μάτια τους. Η Φαίδρα, χωρίς να χάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο, χρησιμοποίησε τη δική της δύναμη των ρούνων για να ακυρώσει εκείνη του Λούκας. Ωστόσο, ο νεαρός είχε βγάλει το όπλο του και η κάννη του τη σημάδευε. Στα πλάγια του μαύρου περιστρόφου ήταν δύο μωβ ρούνοι, οι οποίοι ήταν μέσα σε έναν κύκλο από άλλα παράξενα σύμβολα. Ο ένας ήταν για την ακεραιότητα στο σημάδι και ο άλλος για τη δύναμη.



Η Φαίδρα, χωρίς να διστάσει ούτε για μια στιγμή, εμφάνισε τα σπαθιά της και επιτέθηκε στον Λούκας. Οι δυο τους είχαν προηγούμενα, μιας και είχαν σχέση όσο εκείνος ανήκε ακόμα στα Φαντάσματα. Ο Φοίνικας βρήκε την ευκαιρία και πήρε τον έλεγχο του σώματος του Τζέιμς, πράγμα το οποίο πρόσεξαν η Χλόη και ο Κρίστοφερ. Η κοκκινομάλλα μπήκε μπροστά από τον μικρό αδελφό του φίλου της.

«Φοίνικα, αρκετά!»

«Αρκετά;» κάγχασε με τη φωνή του Τζέιμς εκείνος. «Ακόμα δεν έχω αρχίσει, Δράκε!»

Το πράσινο βλέμμα της Χλόης σκλήρυνε και έσφιξε τις γροθιές της. «Δε θα σε αφήσω να πάρεις το κόσμημα!» δήλωσε αποφασιστικά και με τη δύναμη του Άνορ, προσπάθησε να δημιουργήσει έναν κλουβί γύρω από τον Τζέιμς.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου