Ραγισμένο Στολίδι (Κεφάλαιο 6, μέρος 1, Άγιος Βασίλης έρχεται)

΄΄Ξανά στην αρχή ο χρόνος γυρνά το έλκηθρο ηχεί, τ’ αστέρια περνά, ο Άη Βασίλης πάλι θα ’ρθει. Ο σάκος βαρύς κι αν ήσουν καλός, τα δώρα θα βρεις, στο τζάκι σου εμπρός, ο Άη Βασίλης πάλι θα ’ρθει. Σε βλέπει όταν κοιμάσαι, στο σπίτι στη δουλειά, γνωρίζει όπου και να ’σαι, κάθε μια σου σκανταλιά! Ξανά στην αρχή ο χρόνος γυρνά, το έλκηθρο ηχεί, τ αστέρια περνά, ο Άη Βασίλης πάλι θα ρθει΄΄

Κάπου εκεί, η ιστορία των Χριστουγέννων ξεκινούσε να γράφεται με χαρτί και καλαμάρι. Αυτή η γιορτή της αγάπης ξεκίνησε να ανθίζει σε κάθε γωνιά του κόσμου, σκιερή και φωτεινή. Μαζί της, οι άνθρωποι, δειλά στην αρχή και με αυτοπεποίθηση στην πορεία, άρχισαν να προσφέρουν ο ένας στον άλλον. Άνοιγαν με μεγαλύτερη ευκολία την πόρτα του σπιτιού τους σε συγγενείς και φίλους, μα και σε όλους εκείνους που τους είχαν ανάγκη. Σιγά σιγά τα έθιμα ζωντάνευαν, τα εδέσματα των εορτών γέμιζαν τα πιάτα και τα τραγούδια τα γιορτινά έβαφαν με τα δικά τους χρώματα την ατμόσφαιρα. Τα παιδιά ξεκίνησαν να ελπίζουν ξανά και να καρτερούν την εμφάνιση του πολυαγαπημένου τους Άγιου τη νύχτα της Παραμονής. Η ιστορία, ωστόσο, δεν είχε ακόμη τελειώσει. Οι αδερφές Πιρς ετοιμάζονταν για ένα ταξίδι στον μαγικό κόσμο των εορτών, που θα τους έμενε αξέχαστο. Το Νορθ ήταν το χωριό του Άγιου, όπου βρίσκονταν όλα τα εργοστάσια των παιχνιδιών και όπου κατέληγαν όλες οι ευχές, αφού πρώτα είχαν διαβαστεί από τους υπεύθυνους στο Λάιτλιν. Το τρένο τους περίμενε, με τελικό προορισμό τον σταθμό Σάντα Κλάους.

Το πρωί βρήκε τη Σάρα να κοιμάται αγκαλιά με τον Γκέντελ στον καναπέ του σαλονιού. Ένα σιγανό βήξιμο τους έκανε να τιναχτούν ξαφνιασμένοι, μόνο για να αντικρίσουν τη Ζόε να παλεύει να συγκρατήσει το γέλιο της.

«Το ήξερα! Επιτέλους! Είμαι πολύ χαρούμενη που είστε μαζί!» συνέχισε να χοροπηδά το κοριτσάκι, και οι δυο τους έτρεξαν προς το μέρος της αγκαλιάζοντάς την.

Λίγο αργότερα, η Άλις κατέβαινε τα σκαλιά, και μόλις είδε τον Γκέντελ μαρμάρωσε και κοίταξε με ντροπή τις χνουδωτές της πιτζάμες.

«Καλημέρα! Δεν είχα ιδέα πως θα δεχόμασταν επισκέψεις…» πρόφερε κοκκινίζοντας.

«Καλημέρα, Άλις. Είμαι ο Γκέντελ, ξωτικό και πολύ καλός φίλος του μπαμπά σου..»

«Και το αγόρι της Σάρα!» πετάχτηκε η Ζόε και όλα τα μάτια καρφώθηκαν επάνω της μονομιάς.

«Πολλές οι πληροφορίες, ομολογουμένως. Καλωσήρθες Γκέντελ, αγόρι της κόρης μου και φίλε του πατέρα μου. Τώρα που το σκέφτομαι... Ο παππούς σας, πού είναι;» ρώτησε χαμένη ακόμη η Άλις, και τότε ακούστηκε το κουδούνι και εισέβαλε ο Λόμιλ με τα πρώτα δώρα, τα οποία άφησε κάτω από το δέντρο.

«Καλημέρα σε όλους σας!» αναφώνησε, ενώ το βλέμμα του για δευτερόλεπτα στράφηκε στον Γκέντελ. «Κορίτσια μου, είστε έτοιμες για το ταξίδι που θα κρίνει την Παραμονή;» ρώτησε τις εγγονές του και εκείνες φώναξαν χαρούμενες.

«Τέλεια! Λοιπόν, το πρόγραμμα είναι το εξής... Θα πάμε αρχικά στο Λονδίνο, στον γνωστό σταθμό, και έπειτα κατεβαίνοντας από τον εξίσου γνωστό, κρυφό δρόμο του Ρούντολφ, θα περιμένουμε το τρένο που θα έχει τελικό προορισμό το Νορθ. Επάνω του πλέον θα γράφει Σάντα Κλάους. Ντυθείτε πολύ καλά, γιατί στον Βόρειο Πόλο το κρύο είναι ανυπόφορο. Νομίζω πως ο Γκέντελ μπορεί να σας προμηθεύσει με τα ειδικά ισοθερμικά κορμάκια. Έτσι το κρύο δεν θα μπορέσει να σας διαπεράσει» τελείωσε και ο Γκέντελ έβγαλε από το μαγικό του σακίδιο δύο κόκκινα, ειδικά κορμάκια, το καθένα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των κοριτσιών. Ευθύς πήγαν να αλλάξουν, φορώντας τα πιο χοντρά τους ρούχα και μπουφάν. Η τελευταία κίνηση της Ζόε,ήταν να περάσει γύρω από τον λαιμό της το λαμπερό αστέρι που μέσα του κατοικούσε το χριστουγεννιάτικο Πνεύμα. Όλα ήταν έτοιμα και όπως τα είχε ονειρευτεί. Κατεβαίνοντας ξανά τις σκάλες, η Άλις έτρεξε και τις αγκάλιασε δακρυσμένη σε αποχαιρετισμό.



«Να προσέχετε πολύ και... Θα τα πούμε τα Χριστούγεννα!»



Ο Λόμιλ θα έμενε πίσω στο σπίτι και ο Γκέντελ θα τις συνόδευε στο πιο μαγικό ταξίδι της ζωής τους. Ο χάρτης που είχαν, έδειχνε ως συνήθως τις κινήσεις των τρένων. Βγαίνοντας στα πολυπληθή στενά του Μίμπουρι, ήχοι από καμπανάκια, γέλια και τραγούδια τους πλημμύρισε. Τώρα πια, λίγο διέφερε από το μαγικό σκηνικό του Όλομ και οι άνθρωποι τους χαιρετούσαν εγκάρδια. Στάθηκαν στην αποβάθρα και το τρένο σταμάτησε μπροστά τους. Κάθε βήμα τους, τους έφερνε και πιο κοντά στο όνειρο. Τώρα πια, η διαδρομή τους ήταν οικεία, μα είχε προστεθεί σε αυτήν μία πινελιά μαγείας και προσμονής για την νύχτα της Παραμονής που το έλκηθρο θα έσκιζε τους αιθέρες. Η ώρα μέχρι το Λονδίνο κύλησε γρήγορα, κι όταν εισήλθαν στο στολισμένο Ρούντολφ, όλοι οι εργαζόμενοι ξεκίνησαν να τους χειροκροτούν, ευχόμενοι καλή τύχη και φυσικά καλά Χριστούγεννα. Ευθύς κατέβηκαν τα σκαλιά που οδηγούσαν στον μαγικό κόσμο. Στην γιορτινή αποβάθρα καρτερούσαν με υπομονή Καλικάντζαροι, οι οποίοι επέστρεφαν στα σπίτια των αφεντικών τους, αλλά και νάνοι και νεράιδες και φυσικά οικογένειες ξωτικών. Όλων οι κουβέντες και συζητήσεις αφορούσαν το γεγονός πως τα εργοστάσια του Νόρθ μάλλον θα επαναλειτουργούσαν, και έτσι όλες οι οικογένειες θα επέστρεφαν στις δουλειές τους και στα σπίτια τους. Οι περισσότεροι, κοινώς, θα ταξίδευαν με προορισμό το χωριό του Άγιου.

Ο χάρτης τους έδειχνε πως το βασιλικό τρένο πλησίαζε. Από μακριά το άκουσαν να σφυρίζει και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το είδαν να εισέρχεται στον σταθμό αργά. Ήταν κυριολεκτικά τεράστιο, κατακόκκινο και εορταστικό με τα αρχικά του ονόματος του Άγιου ακριβώς μπροστά του. Το συγκεκριμένο τρένο θα περνούσε μέσα από τις χρονικές διαστάσεις, προκειμένου να τερματίσει στον σταθμό Σάντα Κλάους. Κοινώς, όπως τους είχε πει ο Γκέντελ, αφού προσπερνούσε το Όλομ και ακόμη δύο χωριά, θα επιτάχυνε σε τέτοιο βαθμό, που θα τρυπούσε τη διάφανη σφαίρα του χρόνου. Μπροστά στην μηχανή του, υπήρχε μία μπάλα χρυσή, παρόμοια με εκείνη του έλκηθρου, η οποία όταν τη γυρνούσες, σε ταξίδευε μέσα στον χωροχρόνο. Οι τρείς τους επιβιβάστηκαν, με τον Γκέντελ να πληρώνει για ακόμη μία φορά τα εισιτήρια. Η πολυτέλεια που χαρακτήριζε το εσωτερικό του σε άφηνε έκθαμβο σε βαθμό παγώματος. Τα χρώματα που μονοπωλούσαν τη διακόσμηση ήταν φυσικά το κόκκινο και το κυπαρισσί. Οι κουρτίνες, όπως και τα καθίσματα, ήταν βελούδινα, τραγούδια γιορτινά ακούγονταν και επίσης στην τιμή περιλαμβανόταν και μεσημεριανό και βραδινό, με γεύση χριστουγεννιάτικη.

Περίπου μία ώρα μετά την αναχώρησή τους, ήρθε μία στρουμπουλή νάνος, βαστώντας έναν δίσκο με διαφορετικές γεύσεις τσαγιού και σοκολάτας.

«Ειλικρινά, πιστεύω πως βρίσκομαι στον Παράδεισο» σχολίασε η Ζόε, ενώ ο Γκέντελ άφηνε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο της Σάρα.

«Και εγώ το ίδιο» της είπε. Με το μαγικό στολίδι στον λαιμό της Ζόε, να λάμπει πιο έντονα και ζωντανά από ποτέ, όλα ήταν δυνατά. Ο Άγιος θα πειθόταν πως θα άξιζε τον κόπο να δώσει στον κόσμο μία δεύτερη ευκαιρία.

Η διαδρομή μέχρι το Όλομ τους ήταν πλέον γνωστή. Η άγρια πλάση γύρω τους ήταν ντυμένη στα λευκά και, πότε πότε, μικρά πέτρινα σπίτια έκαναν από το πουθενά την εμφάνισή τους, σαν τα πιο σπάνια άνθη σε ένα λιβάδι καλυμμένο με χιόνι. Το τρένο προσπέρασε τον σταθμό του Όλομ και κατευθύνθηκε στο επόμενο χωριό, το Τζίντζερ. Τα κορίτσια είχαν γείρει στη θέση τους για να κοιμηθούν, ενώ ο Γκέντελ σημείωνε σε ένα κυπαρισσί, βελούδινο ημερολόγιο, όλες τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν σε περίπτωση που ο Άγιος έλεγε το μεγάλο ΄΄ναι΄΄. Μάλιστα, είχε ξεκινήσει να ειδοποιεί όλους τους κατασκευαστές παιχνιδιών, αλλά και εκείνους των στολιδιών, μιας που ήταν δύο τομείς διαφορετικοί. Την ώρα που το εντυπωσιακό, κατακόκκινο τρένο προσπερνούσε και το Τζίντζερ, ο Γκέντελ σκούντησε απαλά την Ζόε και τη Σάρα, καθώς δεν ήθελε με τίποτε να χάσουν την διαδρομή μέχρι το Νορθ. Το τρένο θα έσκιζε το διάφανο πέπλο του χρόνου και το τοπίο θα έμοιαζε με τούνελ, περιτριγυρισμένο από τα φώτα του Βορείου Σέλατος.

Το συγκεκριμένο φαινόμενο ήταν στ' αλήθεια κάτι ιδιαίτερο που άξιζε κάποιος να δει, έστω και μία φορά στη ζωή του. Κύματα φωτός υψώθηκαν στον ουρανό και το τρένο ξεκίνησε τώρα να κινείται αστραπιαία, τυλιγμένο με την αστραφτερή κορδέλα των φώτων του ουρανού. Η κουρτίνα του χρόνου τραβήχτηκε και ο Βόρειος Πόλος δεν θα αργούσε να φανεί. Έξω ακριβώς, τα άστρα είχαν χαθεί, μα οι μελωδίες αγκάλιαζαν τώρα την ψυχή τους.

Μία από τις πιο ρομαντικές αντιλήψεις για το Βόρειο Σέλας, συναντά κανείς στη λαϊκή παράδοση των Δανών. Γι΄ αυτούς το Σέλας οφειλόταν σε ένα κοπάδι από κύκνους, που έχοντας πετάξει τόσο μακριά στο Βορρά, παγιδεύτηκαν μέσα στους πάγους. Κάθε φορά που τίναζαν τα φτερά τους, στην προσπάθειά τους να απελευθερωθούν, δημιουργούσαν αντανακλάσεις στον ουρανό, οι οποίες μπορούσαν να γίνουν ορατές στη Δανία ως Βόρειο Σέλας. Στην Φιλανδία αντίστοιχα, πίστευαν πως τα φώτα, ήταν άγγελοι που αέναα πολεμούσαν τους Δαίμονες, ενώ οι Εσκιμώοι θεωρούσαν πως ήταν οι ψυχές των νεκρών. Όταν το έβλεπαν να τρεμοπαίζει, θεωρούσαν πως αυτός ήταν ένας τρόπος για να επικοινωνήσουν οι ψυχές των συγγενών και φίλων μαζί τους. Για τους Σουηδούς, το Σέλας ήταν συνδεδεμένο με το χορό και ένα παλιό όνομα που χρησιμοποιούσαν στη Σουηδία για να περιγράψουν το φαινόμενο, ήταν η λέξη΄΄Πόλκα΄΄.

Γενικά τα πιστεύω των διάφορων λαών του Βορρά, δεν είχαν τελειωμό και ο Γκέντελ λάτρευε τις αφηγήσεις και τα παραμύθια, τα οποία συνοδεύονταν από το υπερθέαμα των πολύχρωμων αντανακλάσεων της φύσης. Η Σάρα κοιτούσε μαγνητισμένη την όμορφη εικόνα, όταν ένιωσε τα δάχτυλα του νεαρού να μπλέκονται με τα δικά της. Η Ζόε από δίπλα κόλλησε τη μύτη της στο παγωμένο τζάμι δείχνοντάς τους μία εικόνα θαυμαστή, που δεν ήταν άλλη από την παρέλαση εικόνων από όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου που διέσχιζαν και οι οποίες έμοιαζαν με ολογράμματα. Μπροστά τους φάνηκαν οι παράξενοι τρούλοι των εκκλησιών της Μόσχας και έπειτα τα νησιά Λοφότεν κοντά στον αρκτικό κύκλο, της Νορβηγίας. Το ταξίδι συνεχίστηκε για λίγο ακόμη, όταν επιτέλους το τρένο φάνηκε να σταματά σε μία ολόλευκη κοιλάδα από φρέσκο χιόνι.

«Ντυθείτε γερά και κλείστε τα μπουφάν σας. Φορέστε και τα κασκόλ σας και τους σκούφους» ακούστηκε η επιτακτική φωνή του ξωτικού και τα κορίτσια υπάκουσαν σιωπηλά.

Οι τρεις τους κατέβηκαν από το τρένο ακολουθώντας το πλήθος που βάδιζε μπροστά τους, όταν ξαφνικά είδαν άπαντες να σταματούν απότομα. Από μακριά, ερχόταν ένα κορίτσι με υπέροχα, μακριά, κατάξανθα μαλλιά. Πλησίασε καμαρωτή το πλήθος και βούτηξε το χέρι της στο χιόνι. Τότε, από μέσα, σαν να φύτρωνε σιγά σιγά από το πουθενά, ξεκίνησε να κάνει την εμφάνισή του η πιστή αντιγραφή του έλκηθρου του Άγιου. Μπροστά του ακριβώς, αναδύθηκε και μία επιγραφή, που έλεγε ΄΄Καλωσήρθατε στον Βόρειο Πόλο, το κέντρο της Γης΄΄. Το κορίτσι με τα κωνικά αφτιά και τα κατακόκκινα μάγουλα χαμογέλασε στον Γκέντελ πλατιά και τον χαιρέτησε με μία υπόκλιση. Κατόπιν αποχώρησε και στο διάβα της ένα κρυφό μονοπάτι έκανε την εμφάνισή του, που πάνω του ξεκίνησε να βαδίζει το πλήθος. Το μονοπάτι οδηγούσε σε ένα τούνελ που διέσχιζε έναν ολόλευκο λοφίσκο. Όταν πλέον έφτασαν στην έξοδο, το στόμα τους άνοιξε μπροστά στο πιο υπέροχο θέαμα που θα μπορούσαν να φανταστούν στα πιο παραμυθένια τους όνειρα. Το Νορθ ήταν απλωμένο σε μία πεδιάδα όμοια στο χρώμα με τα φτερά του κύκνου.

Τα σπίτια και τα πανδοχεία ήταν φτιαγμένα από σκούρο ξύλο και οι στέγες τους είχαν το σχήμα του τρίγωνου για να αποτρέπουν τη συσσώρευση του χιονιού. Φυσικά, όλα τους πλαισιώνονταν από υπέροχα και στολισμένα έλατα. Ο Γκέντελ τους υπέδειξε το πανδοχείο που θα έμεναν και φυσικά τους υποσχέθηκε πως θα ακολουθούσε ξενάγηση στους περίφημους στάβλους που πρωτοφτιάχτηκαν για να φιλοξενήσουν το μαγικό κοπάδι. Κατόπιν, θα περνούσαν μπροστά από το εργοστάσιο των παιχνιδιών, όπου κατασκευάζονταν όλα όσα ζητούσαν τα παιδιά και τέλος θα κατέληγαν στο σπίτι του Άγιου. Ο Γκέντελ είχε ζητήσει προσωπική ακρόαση και έτσι ο Άγιος είχε έρθει πίσω από το Μπάτερσερ. Στα νέα, η Ζόε κατέρρευσε εξαιτίας της συγκίνησης. Εξάλλου και ποιο παιδί δεν θα ήθελε να συναντήσει από κοντά τον Άγιο της καρδιάς του; Εκείνη την γλυκιά μορφή που πραγματοποιούσε τα όνειρά του κάθε Παραμονή; Η Σάρα τηνβαστούσε σφιχτά στην αγκαλιά της, αφήνοντας την να εκδηλώσει την χαρά και τη συγκίνηση. Όφειλε να παραδεχτεί, πως και η δική της καρδιά χτυπούσε τόση ώρα σε ξέφρενους ρυθμούς, ζώντας με την αγωνία για την τελική έκβαση των γεγονότων, έπειτα από τη συνάντησή τους με τη θρυλική μορφή των εορτών.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη