(Κρις)
«Γη, αέρας, νερό και φωτιά. Πρέπει να θυμάσαι τα τέσσερα στοιχεία της φύσης, Κρις».
«Αφού, μαμά, η Γη δεν υπάρχει πια, γιατί πρέπει να τα θυμάμαι; Αν ήταν σημαντικά, δε θα τα μαθαίναμε όλοι;» Η μητέρα μού χαμογέλασε, και το πρόσωπό της φώτισε σαν ήλιος. Τι να είναι ο ήλιος και γιατί νιώθω πως τον γνωρίζω; Μπορούσα μόνο να δω τη μητέρα μου, καθώς έσκυβε να φιλήσει προσεκτικά το κεφάλι μου, πριν με αφήσει από την αγκαλιά της.
Τα σκούρα μακριά μαλλιά της γαργαλούσαν το πρόσωπό μου, όμως η γλυκιά, γνώριμη μυρωδιά της με έκανε να νιώθω ασφαλής, χαρούμενος. Τα μεγάλα πράσινα μάτια της με κοιτούσαν με αγάπη, καθώς την αγκάλιαζα σφιχτά πριν εμφανιστεί ο πατέρας μου, για να τη συνοδέψει στο συνέδριο.
Έσκυψε και εκείνος στο ύψος μου, ένας πελώριος άνδρας, με γεροδεμένο σώμα και καστανά κοντά μαλλιά, τραβηγμένα πίσω σε ένα αυστηρό στυλ, για να ταιριάζουν με το επιβλητικό του ντύσιμο. Στεκόταν μπροστά μου χαμογελώντας και κρατώντας τη μητέρα μου και εμένα στην αγκαλιά του.
«Χρόνια πολλά, γιε μου». Το φιλί του στο μέτωπό μου ήταν ζεστό και προσεκτικό, σαν να ήμουν φτιαγμένος από τον πιο εύθραυστο κρύσταλλο.
Με άφησαν προσεκτικά και με κοίταξαν για ακόμη μια φορά αγκαλιασμένοι, σαν να έβλεπαν ένα μικρό θαύμα.
«Σε αγαπάμε πολύ, Κρις. Θα γυρίσουμε σύντομα, να είσαι καλό παιδί». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που μου είπε η μητέρα μου, πριν χαθούν και οι δύο μέσα στο αυτοκίνητο, χωρίς να ξέρει κανείς τους πως αυτό το όχημα τους μετέφερε στον θάνατο. Δεν ήξερε κανείς μας πως εκείνες οι στιγμές ήταν οι τελευταίες, πως δε θα γυρνούσαν σύντομα, δε θα γυρνούσαν ποτέ.
Η σκηνή άλλαξε για ακόμη μια φορά και βρισκόμουν σε ένα ψυχρό δωμάτιο του νοσοκομείου της Ντάργουιν. Μια νοσοκόμα με ξανθά μαλλιά και μπλε στολή με κόκκινες πιτσιλιές εδώ και εκεί ήταν γονατισμένη μπροστά μου, λέγοντάς μου πως δε θα μπορούσα να ξαναδώ τους γονείς μου.
Ένιωσα το πρόσωπό μου να καίει και το μυαλό μου να αδειάζει. Η αγκαλιά της νοσοκόμας έμοιαζε βιαιότητα στην παιδική μου ψυχή. Σαν να έχανα τη μυρωδιά τους όσο με αγκάλιαζε εκείνη. Την έσπρωξα και έτρεξα έξω από το δωμάτιο, ψάχνοντας να τους βρω. Μια ορδή γιατρών και νοσοκόμων με κυνηγούσε, ήξερα, καταλάβαινα, μα είχα ανάγκη να είναι ψέμα. Ένας γιατρός στεκόταν μπροστά μου, σαν να με περίμενε ώρα.
«Εσύ πρέπει να είσαι ο Κρις. Χαίρομαι που σε γνωρίζω, είμαι ο δόκτωρ Ζακ». Δε με ένοιαζε ποιος ήταν. Έσφιξα τις γροθιές μου έτοιμος να παλέψω, αρκεί να έφτανα κοντά στους γονείς μου.
«Θέλω να δω τους γονείς μου». Έπεσε στο ύψος μου και, αφού με κοίταξε στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα, αφοπλίζοντας τον θυμό μου, με αγκάλιασε.
«Φοβάμαι, μικρέ μαχητή, πως δεν μπορώ να σε αφήσω να τους δεις. Θέλουν να τους θυμάσαι όπως ήταν και δεν μπορώ να πάω κόντρα στις ευχές τους. Μου ζήτησαν να σου πω πως σε αγαπούν πολύ και θέλουν να είσαι υπάκουος και καλός. Βοήθησέ με, Κρις, βοήθησέ με να τηρήσω την υπόσχεσή μου». Οι γροθιές μου χαλάρωσαν και το σώμα μου μούδιασε. Ένα μικρό ρυάκι δακρύων είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό μου και ο λυγμός δεν έφτασε ποτέ στο στόμα μου, καθώς έχανα τις αισθήσεις μου.
Βυθιζόμουν στο ίδιο όνειρο ξανά και ξανά, ανίκανος να διαφύγω από τον φαύλο κύκλο του παραδόξου. Ένα προσωπικό βασανιστήριο, που μέσα στον πόνο μου χάριζε λίγες στιγμές ακόμη με τους γονείς μου. Δεν ήμουν έτοιμος να τους αφήσω, όχι τώρα που τους είχα βρει, ακόμη και με αυτόν τον τρόπο.
Αυτό το συναίσθημα επικράτησε μέχρι τη στιγμή που το όνειρό μου απέκτησε ακόμη μια φιγούρα. Ενώ με αγκάλιαζε η μητέρα μου, στο βάθος διέκρινα μια αχνή γυναικεία μορφή που έμοιαζε με τη μητέρα μου, αλλά νεότερη. Άρχισα να προσπαθώ να τη διακρίνω καλύτερα. Πονούσε η καρδιά μου κάθε φορά που την κοιτούσα, σα να είχα ξεχάσει κάτι πολύ σημαντικό.
«Κρις;» Ξαφνιάστηκα τόσο από τη νέα αυτή πρόταση στο μέχρι τώρα μονότονο όνειρο, που ένιωσα σχεδόν σαν να είχα επιστρέψει στην πραγματικότητα στιγμιαία. Η μητέρα μου με κοιτούσε απορημένη.
«Κρις, τι κάνεις εδώ;» Την κοιτούσα στα μάτια, προσπαθώντας και εγώ ο ίδιος να καταλάβω τι συνέβαινε. Η μητέρα μου δεν ήταν πια σκυφτή, στεκόμασταν και οι δύο όρθιοι, μόνο που αυτή τη φορά εγώ ήμουν ψηλότερος.
«Είσαι όμορφος, σαν τον πατέρα σου».
«Μαμά; Τι συμβαίνει, πώς μπορείς και με βλέπεις; Δεν καταλαβαίνω».
«Είμαι τόσο συγκινημένη που βλέπω το μικρό μου αγοράκι να είναι ολόκληρος άντρας, όμως λυπάμαι γιατί δε θα έπρεπε να είσαι εδώ, δεν ανήκεις εδώ, Κρις».
Έσκυψα ελαφρώς και την αγκάλιασα, προσπαθώντας να αξιοποιήσω κάθε δευτερόλεπτο αυτής της νέας εμπειρίας. Είχα τόσα πολλά να της πω, τόσα πράγματα να τη ρωτήσω για το παρελθόν. Όμως εκείνη έμοιαζε να είναι πικραμένη που βρισκόμουν μπροστά της. Όσο εγώ άφηνα προσεκτικά τη μητέρα μου, ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου, μια γνώριμη ζεστασιά που ανήκε στον πατέρα μου.
«Γιε μου, πόσο μεγάλωσες».
Στεκόμουν στο ίδιο ύψος με τον πατέρα μου, παρατηρώντας τις ομοιότητες ανάμεσά μας. Ήταν σαν να είχα μια δεύτερη ευκαιρία μαζί τους. Δεν μπορούσα να φύγω τώρα, όχι τώρα που τους είχα βρει ξανά. Οι γονείς μου με κοίταξαν, πρώτα με αγάπη και μετά το βλέμμα τους έγινε πιο σοβαρό, επαναφέροντάς με στην πραγματικότητα της τόσο περίεργης συνάντησης.
«Κρις, γλυκέ μου Κρις, θα δίναμε τα πάντα για περισσότερο χρόνο μαζί σου. Όμως όλο αυτό συμβαίνει μέσα στο μυαλό σου. Δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά μια ανάμνηση. Υπάρχει όμως ένας άνθρωπος εκεί έξω, με μια ζεστή καρδιά, που σε περιμένει».
Στιγμιαία γύρισαν και κοίταξαν τη γυναικεία μορφή που ένιωθα πως τώρα μπορούσα να δω καλύτερα. Ένας πόνος με διαπέρασε, στην ανάγκη μου να σκεφτώ τι είχα ξεχάσει. Μια λέξη, όχι, ένα όνομα, βρισκόταν χαμένο ανάμεσα στις αναμνήσεις μου, ένα σημαντικό άτομο, το οποίο έπρεπε να θυμηθώ.
Η μητέρα μου χαμογέλασε και στράφηκε ξανά προς το μέρος μου.
«Είναι πολύ όμορφη, Κρις.»
«Πράγματι, θα θέλαμε πολύ να την είχαμε γνωρίσει». Ο πατέρας μου με κοιτούσε ευχαριστημένος, χτυπώντας μου απαλά τον ώμο.
«Γιατί χάνεις χρόνο; Βρίσκεται σε κίνδυνο, δεν μπορείς να μείνεις εδώ, Κρις. Δεν μπορείς να σώσεις εμάς, όμως μπορείς να σώσεις εκείνη».
«Σε αγαπάμε, Κρις, μην το ξεχνάς».
Ένιωθα σαν να μιλούσαν και οι δύο ταυτόχρονα. Έπρεπε να τη σώσω, μα για να το κάνω αυτό έπρεπε πρώτα να τη θυμηθώ. Ξαφνικά, στιγμιαίες εικόνες πέρασαν από μπροστά μου, θολώνοντας τη μορφή τους. Ένα σκάφος, μια αναίσθητη κοπέλα, το νοσοκομείο, το Γκρέι, το Στέμμα, η Ντάργουιν, η Ζοκ και... Σκάι!
Το σώμα μου τραντάχτηκε και βρέθηκα καθιστός επάνω στο γνώριμο κρεβάτι στο σπίτι της Κέιτ. Ο ιδρώτας μου έσταζε στα σεντόνια και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Κάποια μηχανήματα γύρω μου χτυπούσαν σαν μανιασμένα, δημιουργώντας μου ένα γιγάντιο κύμα πόνου στο κεφάλι. Τράβηξα τα καλώδια από το στήθος και το χέρι μου, όμως πριν προλάβω να σηκωθώ, η Κέιτ άνοιξε την πόρτα τρομαγμένη.
«Κρις, τι στο καλό κάνεις;»
«Κάνε στην άκρη, Κέιτ, πρέπει να φύγω». Έδειχνε πληγωμένη από τα λόγια μου, όμως δεν είχα καιρό να της εξηγήσω. Δεν υπήρχε χρόνος για εμένα και την Κέιτ. Όλα πλέον στη ζωή μου αφορούσαν μόνο τη Σκάι.
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, αν σε αφήσω, θα πας να τη βρεις». Σταμάτησα τις νευρικές μου κινήσεις και τρομοκρατημένος γύρισα προς το μέρος της.
«Τι εννοείς, Κέιτ;» Η Κέιτ κάθισε στη μέση της πόρτας και σταύρωσε τα χέρια της. Ο θυμός χόρευε ξέφρενα στα μάγουλά της και το βλέμμα της ήταν έντονο, σχεδόν ικετευτικό.
«Εννοώ τη Σκάι. Τα ξέρω όλα, Κρις, νόμιζες ότι δε θα το μάθαινα; Εξάλλου, άργησες, υποθέτω πως θα είναι ήδη πολύ μακριά, αν είναι καθόλου έξυπνη».
«Τι έκανες, Κέιτ; Πώς μπόρεσες;» Στιγμιαία ήθελα να τη χαστουκίσω, κάθε κομμάτι του σώματός μου με παρότρυνε να το κάνω, όμως ήξερα πως δε θα έλυνε τίποτα.
«Τι μου είναι, Κρις; Απολύτως τίποτα. Μόνο εσύ είσαι σημαντικός για εμένα και δεν καταλαβαίνω γιατί τη βοηθάς! Είναι εχθρός του στέμματος Κρις, πώς μπορείς να γίνεις προδότης για χάρη της;»
Δεν είχα χρόνο για χάσιμο, αν η Σκάι ήταν εκεί έξω όσο ήμουν αναίσθητος, ήταν θέμα χρόνου να τη βρει το στέμμα, αν δεν το είχε ήδη κάνει.
«Κάνε στην άκρη, Κέιτ, το εννοώ». Εκείνη πεισματικά στεκόταν στην πόρτα του δωματίου, αρνούμενη να κάνει οποιαδήποτε υποχώρηση.
«Οι εκτελεστές είναι ήδη στα περίχωρα, Κρις, αν σε πιάσουν είσαι νεκρός και δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό. Το καταλαβαίνεις;»
«Μείνε έξω από αυτό, Κέιτ, δε σε αφορά». Άρχισε να ουρλιάζει, κάνοντας τα αφτιά μου να βουίζουν από την ένταση.
«Δε σου κάνει καλό! Δεν είχες χάσει την αύρα σου ούτε μια φορά από τότε που ήρθες να μείνεις μαζί μας και μέσα σε λίγες μέρες κατάφερε να σε κάνει να αρρωστήσεις ξανά!»
Πάγωσα στη θέση μου. Μέχρι τώρα νόμιζα πως αυτό το γεγονός είχε συμβεί ελάχιστες φορές μέσα στις τελευταίες δύο ημέρες. Όμως τώρα τα λόγια της Κέιτ οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά.
«Ξανά; Τι εννοείς, μου έχει ξανασυμβεί;»
Η Κέιτ έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω, συνειδητοποιώντας πως είχε πει κάτι που δεν έπρεπε. Ήθελα να την πιέσω, έπρεπε να μάθω τι εννοούσε, όμως αν η πρόβλεψή της για τους εκτελεστές ήταν σωστή, τότε η Σκάι ήταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Δεν είχα χρόνο, έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα.
«Σε παρακαλώ, Κρις, μη φύγεις. Μείνε εδώ, μπορούμε να πείσουμε το Στέμμα να σε συγχωρέσει και να μείνεις εδώ μαζί μου. Μην το κάνεις χειρότερο απ’ ότι ήδη είναι».
Με είχε πλησιάσει αρκετά, ώστε να νιώθω την ανάσα της στο στέρνο μου. Τα χέρια της άγγιξαν προσεκτικά το πρόσωπό μου διασχίζοντας μια ευθεία διαδρομή προς τον κορμό μου. Την άφησα να νομίζει ότι με πείθει και την κατάλληλη στιγμή τράβηξα το χέρι της και την πέταξα επάνω στο κρεβάτι, χρησιμοποιώντας τη ζώνη μου για να τη δέσω σφιχτά στα κάγκελα. Εκείνη πάλευε και φώναζε, όμως έβαλα όλη μου τη δύναμη, γιατί ήξερα πως δε θα είχα άλλη ευκαιρία.
Άρπαξα τα πράγματά μου από την πολυθρόνα και έτρεξα προς την έξοδο. Η Κέιτ ούρλιαζε, τρυπώντας τα αφτιά μου, όμως με το κλείσιμο της εξώπορτας ο ήχος έμεινε παγιδευμένος στο διαμέρισμα. Άρχισα να κατεβαίνω προσεκτικά, προσπαθώντας να αποφύγω τυχόν συναντήσεις, ψάχνοντας να βρω την έξοδο κινδύνου.
Για καλή μου τύχη, στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια ελαφρώς γαλάζια πόρτα, η οποία με ένα σπρώξιμο άνοιξε και είχα λίγο χρόνο να ντυθώ. Φόρεσα προσεκτικά τη μαύρη κοντομάνικη μπλούζα μου, καθώς το σώμα μου πονούσε από το απότομο τράβηγμα των σωλήνων που είχα επάνω μου και ύστερα ακολούθησε όλος ο υπόλοιπος εξοπλισμός. Στο τέλος αφού έλεγξα όλα τα κομμάτια πρόσεξα ότι έλειπε το πιο σημαντικό. Σάστισα και κοιτούσα κάθε εκατοστό επάνω μου, ψάχνοντας να βρω την αύρα μου, χωρίς επιτυχία.
Σύνελθε, Κρις, είπα στον εαυτό μου και έβγαλα από το σακίδιο ένα ακόμη βραχιόλι αύρας που είχα ως εφεδρικό για τη Σκάι. Το πέρασα γύρω από τον καρπό μου και αυτό έλαμψε κόκκινο γύρω μου, εκεί που παλιά δέσποζε η πραγματική μου αύρα.
Τράβηξα ξανά την πόρτα προσεκτικά και, αφού βεβαιώθηκα πως δε βρίσκεται κανείς έξω, άρχισα να κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες. Έπρεπε να βρω τη Σκάι, όμως δεν είχα ιδέα πού μπορεί να είχε πάει. Στο μυαλό μου ήρθαν οι στιγμές από το τελευταίο μας πρωινό και ένιωσα τόσο ηλίθιος που της είχα φερθεί με αυτόν τον τρόπο. Ένιωσα τα σαγόνια μου να σφίγγονται, στην προσπάθειά μου να κατευνάσω τον θυμό μου.
Έφτασα στην έξοδο και ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκα στην παράνοια της πόλης. Προσπάθησα να φανταστώ προς τα πού θα μπορούσε να έχει πάει, μέχρι που μια φωνή διέκοψε τις σκέψεις μου.
«Καλώς την ωραία κοιμωμένη, μπες μέσα πριν το όχημα γίνει κολοκύθα». Ο Πράις στεκόταν στην πίσω πόρτα ενός γκρι οχήματος και μου χαμογελούσε με το συνηθισμένο πονηρό ύφος. Παρόλο που ένιωθα ευγνώμων που δεν ήμουν μόνος, είχα την ανάγκη να μάθω γιατί βρισκόταν εδώ.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» Εκείνος κοίταξε ψηλά προς το κτίριο πίσω μου και ύστερα το βλέμμα του γύρισε ξανά επάνω μου.
«Τι θα έλεγες να μπεις μέσα να το συζητήσουμε, πριν κατέβει η Κέιτ;» Έκανε στην άκρη και πήδηξα μέσα. Εκείνος αντέγραψε περιπαικτικά τις κινήσεις μου και η πόρτα ασφάλισε πίσω μας.
«Ωραίο βραχιόλι. Δεν περίμενα ποτέ να σε δω να φοράς αξεσουάρ».
Η γνώριμη φωνή του Άλεξ ερχόταν από τη θέση του οδηγού, με τη σοβαρή φωνή του να κάνει τον σαρκασμό του ακόμη πιο έντονο. Δεν περίμενα ποτέ να δω αυτούς τους δύο στον ίδιο χώρο. Ο Πράις είχε έρθει στο τάγμα υπό τον ζυγό του Μαξ και δε θα έπρεπε να γνωρίζει τον Άλεξ.
«Δεν ήξερα πως εσείς οι δύο γνωρίζεστε τόσο καλά, που κάνετε κούρσες μαζί». Ο Πράις γέλασε, όμως ο Άλεξ παρέμεινε σοβαρός.
«Είναι πολλά που δεν ξέρεις, Κρις. Για αρχή, η Σκάι είναι καλά». Ένα κύμα ανακούφισης ανέβηκε από τους πνεύμονές μου, το οποίο ακολούθησε καθαρή περιέργεια.
«Πώς σας βρήκε;» Ο Πράις κοίταξε προς το μέρος μου διατηρώντας το χαρούμενο ύφος του, παρόλο που μιλούσε σοβαρά.
«Εμείς τη βρήκαμε. Μαζί σκεφτήκαμε το σχέδιο, όταν έφυγες από το Γκρέι, θυμάσαι; Ήξερα πως θα έρθεις στη Ζοκ. Απλά περιμέναμε μέχρι να συμβεί κάτι για να επέμβουμε. Όταν την είδαμε έξω μόνη της, καταλάβαμε πως κάτι δεν πάει καλά. Ήρθε μαζί μας γιατί δεν είχε πραγματικά άλλη επιλογή. Ευτυχώς που ήμασταν εδώ, γιατί την είδαμε να...»
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του, είχε επέμβει ο Άλεξ.
«Πράις, αρκετά». Ένα κύμα τρόμου με διαπέρασε και έφτασε στη γλώσσα μου εκφρασμένο σε νευρικότητα.
«Τι εννοείς, Πράις, τι έπαθε η Σκάι; Άλεξ, αν είναι σε κίνδυνο και δε μου το λες, στο ορκίζομαι θα...» Ο Άλεξ με κοίταξε από τον καθρέφτη, έβαλε τον αυτόματο πιλότο και γύρισε προς το μέρος μου.
«Είμαστε όλοι σε κίνδυνο, Κρις. Η Σκάι είναι καλά, τη φρόντισε η ίδια η Κάθριν και δεν ήρθαμε για εσένα πριν σιγουρευτούμε πως είναι πράγματι σε καλή κατάσταση. Δεν έχουμε πολύ χρόνο για ψιλοκουβέντα, μόλις φτάσουμε θα πρέπει να φύγετε αμέσως με τη Σκάι. Οι εκτελεστές δεν είναι μακριά».
Παραδομένος, κούνησα τους ώμους μου ως ένδειξη ανακωχής.
«Ναι, Άλεξ, το ξέρω». Οι δυο τους με κοιτούσαν με απορία, καθώς προσπαθούσα να συνοψίσω τις σκέψεις στο κεφάλι μου. Ο Πράις όμως δεν είχε σκοπό να μου δώσει χρόνο.
«Τι εννοείς το ξέρεις;» Παρόλο που ο Πράις είχε σπάσει τη σιωπή, ήξερα πως και οι δύο ήθελαν να μάθουν γιατί ήξερα για τους εκτελεστές και πώς εκείνοι ήξεραν για την τοποθεσία μου.
«Η Κέιτ τους έδωσε λεπτομέρειες και είναι θέμα χρόνου να φτάσουν εδώ. Στην αρχή δεν ήξερε ποια είναι η Σκάι, φαίνεται όμως πως, όσο ήμουν εκτός, συνέβησαν πράγματα που δεν μπορούσα να ελέγξω».
Ο Πράις, μην μπορώντας να ελέγξει τον θυμό του, χτύπησε δυνατά την πόρτα, κάνοντας το χέρι του να αποκτήσει ένα ρόδινο χρώμα.
«Να πάρει!» Κοιτούσε έξω και ακολούθησα το βλέμμα του, βρίσκοντας την πηγή του εκνευρισμού του.
«Πράις, τι συμβαίνει;»
«Άλεξ, αν δεν είμαστε στο καταφύγιο σε δύο λεπτά από τώρα, θα μας προλάβουν πριν φτάσουμε εκεί». Ο Άλεξ κοιτούσε τον δρόμο μπροστά, αναλύοντας την κίνηση.
«Πόσα οχήματα;»
«Βλέπω δύο πίσω, αλλά είμαι σίγουρος ότι υπάρχει και τρίτο».
«Να πάρει. Κρατηθείτε».
Ο Άλεξ έβγαλε τον αυτόματο και έπιασε ξανά το τιμόνι. Το πόδι του χειριζόταν επιδέξια την παροχή καυσίμων, όσο εκείνος προσπαθούσε να προβλέψει τα ανοίγματα για προσπέραση. Ευτυχώς λίγο πιο κάτω ο διάδρομος άνοιγε και αυτή ήταν η ευκαιρία μας να κερδίσουμε λίγη παραπάνω απόσταση από τους εκτελεστές.
«Μόλις φτάσουμε κοντά, θα πρέπει να πηδήξουμε έξω πριν μας δουν. Θα έχουμε μερικά δευτερόλεπτα να εξαφανιστούμε. Θα ρυθμίσω το όχημα στον αυτόματο για να συνεχίσει την πορεία, έτσι ώστε να απομακρυνθούν αρκετά για τώρα».
Έκανε έναν απότομο ελιγμό που διέκοψε τη ροή του και μόλις βεβαιώθηκε πως όλα είναι υπό έλεγχο συνέχισε, απευθυνόμενος στον Πράις.
«Πράις, θα τρέξεις στην πίσω πλευρά να φέρεις το εφεδρικό όχημα και θα πας τον Κρις και τη Σκάι εκεί που συμφωνήσαμε».
«Έγινε, παιχνιδάκι».
Κοιτούσα γεμάτος απορίες και περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου. Ο Άλεξ δεν ήταν από τους ανθρώπους που σου επέτρεπαν να διακόψεις και φαινόταν πως, παρόλο που δεν είχα ιδέα πως μπλέχτηκαν σε όλο αυτό, ήξεραν τι έκαναν.
«Κρις, μόλις μπούμε μέσα θα πάρεις τη Σκάι και το σακίδιο που θα βρεις στην ντουλάπα του δωματίου της. Θα μπεις στο αυτοκίνητο και δε θα κοιτάξεις πίσω σου, κατάλαβες;»
«Ναι, όμως εσύ τι θα κάνεις;»
Ο Άλεξ πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε έξω.
«Όχι, δεν είχαμε συμφωνήσει κάτι τέτοιο! Υποσχέθηκα στην Κάθριν, αν το κάνεις αυτό…»
«Το καθήκον μου στη συμμαχία είναι ανώτερο από εμένα και την Κάθριν. Θα καταλάβει». Έμεινα σαστισμένος προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω τις κουβέντες τους, μέχρι που η νευρικότητα του Πράις με ώθησε να καταλάβω τι εννοούσε ο Άλεξ.
«Δεν εννοείς να χρησιμοποιήσεις την αυτοκαταστροφή στο κτίριο, έτσι;»
«Αυτό ακριβώς εννοώ. Είναι θέμα χρόνου μέχρι να το βρουν και, αν πέσει στα χέρια τους το καταφύγιο, θα εκτεθούν σε κίνδυνο πολλά περισσότερα άτομα από όσα φαντάζεσαι. Η έκρηξη θα τους κάνει να γυρίσουν εδώ και αυτό θα σας εξασφαλίσει τον χρόνο που χρειάζεστε, ενώ ταυτόχρονα το μυστικό θα παραμείνει ασφαλές».
Ένιωσα το αίμα μου να βράζει και άρχισα να μοιράζομαι τον θυμό του Πράις.
«Άλεξ, σου έσωσα τη ζωή μια φορά για να την πετάξεις έτσι; Νομίζεις πως θα φύγω μακριά, ξέροντας πως ο φίλος μου θα πεθάνει;»
Ο Άλεξ πήρε μια βαθιά ανάσα και χωρίς να με κοιτάει, η φωνή του ήταν παγερή.
«Κρις, από αυτή τη στιγμή δεν είμαστε φίλοι, αυτή τη στιγμή σου δίνω διαταγή ως ανώτερός σου».
«Όχι... Όχι, όχι, στο διάολο οι διαταγές σου! Πώς μας αναγκάζεις να ζήσουμε με αυτό; Τι θα πούμε στην Κάθριν; Να πάρει, Πράις, βοήθησέ με!» Ο Πράις κοιτούσε έξω αμίλητος. Η έντασή του είχε εξαφανιστεί και τώρα κοιτούσε έξω και έμοιαζε με ήρεμη θάλασσα.
«Ο Πράις ξέρει τι διακυβεύεται, δε θα με σταματήσει. Σύντομα θα μάθεις και εσύ, Κρις. Θα προσπαθήσω να σώσω τον εαυτό μου, όμως αν δεν τα καταφέρω, πρέπει να είμαι βέβαιος πως εσύ και η Σκάι θα βγάλετε την αποστολή εις πέρας. Όλο αυτό που συμβαίνει σε εσάς τους δύο είναι πολύ μεγαλύτερο από εσάς, δεν αφορούσε ποτέ εσάς, αλλά αυτό που είστε».
«Αυτό που είμαστε; Τι;» Δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε και αυτή τη στιγμή δεν είχε καμία σημασία.
«Πράις, μόλις γυρίσεις στη Ντάργουιν βρες την Κάθριν και δώσε της αυτό. Θα καταλάβει».
Εκείνος πήρε από το χέρι του Άλεξ ένα μικρό χαρτί και το έχωσε στην εσωτερική τσέπη του.
«Μάλιστα». Ο Άλεξ ρύθμισε τον αυτόματο και γύρισε προς το μέρος μου.
«Πάντα σε είχα σαν γιο μου, Κρις. Είμαι περήφανος για εσένα και πάντα θα είμαι».
«Άλεξ-» Η φωνή του Πράις διέκοψε την πρότασή μου, ενώ άνοιγε την πόρτα.
«Τώρα!»
Η φωνή του Πράις ήταν εκκωφαντική. Μηχανικά σχεδόν, τα κορμιά μας πετάχτηκαν από το όχημα και με απόλυτο συγχρονισμό βρισκόμασταν σύντομα μέσα στο κτίριο. Ο Άλεξ άνοιξε την μυστική είσοδο και περάσαμε μέσα στο κέντρο ελέγχου. Προσπαθούσα να βρω ένα στοιχείο σχετικό με τη Συμμαχία, όμως τότε είδα τη Σκάι να βγαίνει από μια άλλη αίθουσα.
«Σκάι!»
«Κρις; Κρις!»
Έπεσε επάνω μου και τη σήκωσα στον αέρα. Η γνώριμη μυρωδιά της ηρεμούσε την ψυχή μου και ένιωθα άτρωτος. Την άφησα προσεκτικά κάτω και, αφού την κοίταξα για ακόμη μια φορά, χάθηκα μέσα στον διπλανό θάλαμο για να πάρω το σακίδιο. Το δωμάτιο αυτό έμοιαζε με μια μικρογραφία των δωματίων του νοσοκομείου. Βγαίνοντας, είδα τη Σκάι απορημένη και τον Άλεξ συνδεδεμένο ήδη με το μηχάνημα αυτοκαταστροφής.
«Άλεξ!»
«Κρις, τι συμβαίνει;»
Η Σκάι ήταν τρομαγμένη και ο Πράις σίγουρα περίμενε έξω, όμως ένιωθα ανίκανος να παραδώσω τον Άλεξ στον θάνατό του. Εκείνος έδειχνε ήρεμος, σαν να ήταν προετοιμασμένος από καιρό. Ήξερα πως ήταν πλέον αργά και πως το ρολόι μετρούσε ήδη αντίστροφα δύο λεπτά. Τράβηξα τη Σκάι από το χέρι, ενώ εκείνη προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Φτάνοντας στην έξοδο του θαλάμου, γύρισα για μια τελευταία φορά και κοίταξα τον Άλεξ. Ένα φωτεινό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του.
«Ήρθε η ώρα. Αντίο, φίλοι μου, θα σας δω στην άλλη πλευρά».
Μόνο τότε η Σκάι άρχισε να καταλαβαίνει τι συμβαίνει και να προβάλλει αντίσταση, όμως η πόρτα πίσω μας είχε ήδη κλείσει οριστικά και φτάναμε στην έξοδο του κτιρίου.
«Κρις, όχι, όχι, δεν μπορεί! Δε μπορούμε να τον αφήσουμε, Κρις, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ!» Σταμάτησα για ένα δευτερόλεπτο και την κοίταξα στα μάτια. Ήταν βουρκωμένη, έτρεμε, δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε. Ακούμπησα προσεκτικά το μέτωπό μου στο δικό της και εκείνη ηρέμησε. Ήξερε πως δε θα άφηνα κάποιον πίσω χωρίς λόγο.
«Δεν έχουμε χρόνο, Σκάι. Σε παρακαλώ».
Έγνεψε και βγήκαμε έξω από το κτίριο, χρησιμοποιώντας την πίσω πόρτα που βρισκόταν κάτω από το ύψος της σκάλας στο βάθος, βρίσκοντας τον Πράις να περιμένει ήδη στη θέση του οδηγού και με τις μηχανές αναμμένες. Μπήκαμε μέσα και ο Πράις πάτησε το γκάζι με τόση ταχύτητα, που το όχημα μούγκρισε.
Από τον καθρέφτη μπορούσα να δω τα μάτια του πρησμένα, κόκκινα, όμως η αναπνοή του ήταν σταθερή. Η Σκάι κοιτούσε έξω, αμίλητη, με μικρούς λυγμούς να ξεφεύγουν εδώ και εκεί. Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος από την έκρηξη. Ο αεροδιάδρομος κουνήθηκε από τη δύναμη της έκρηξης και ήξερα πως είναι αδύνατο να είχε γλυτώσει από την καταστροφή.
Ο Πράις πάτησε το γκάζι περισσότερο και εγώ χτύπησα την πόρτα. Ένιωθα παγωμένος και κενός, ανακαλώντας όλες μου τις αναμνήσεις με τον Άλεξ. Τη γνωριμία μας όταν μπήκα σαν νεοσύλλεκτος, τις αποστολές που έβαζαν τη ζωή μας σε κίνδυνο, τον θαυμασμό μου για εκείνον, το γεγονός πως πάντα μου θύμιζε τον πατέρα μου.
Ύστερα σκέφτηκα την Κάθριν και μόνο τότε άρχισα να βουρκώνω. Η μόνη φορά που είχα φοβηθεί ότι έχασα τη Σκάι ήταν όταν η Κάθριν με άφησε να τη δω στο νοσοκομείο. Ένιωθα ότι η ζωή μου τελείωσε, δεν είχα ανάσα, δεν ήθελα να έχω αν δεν ζούσε εκείνη. Το στομάχι μου συσπάστηκε και ασυναίσθητα τράβηξα τη Σκάι προς το μέρος μου και την αγκάλιασα. Δεν απόρησε, απλά πέρασε τα χέρια της σφιχτά γύρω μου, προσπαθώντας να βρει και εκείνη παρηγοριά σε εμένα. Μείναμε έτσι για λίγο, αγκαλιασμένοι και αμίλητοι.
«Αντίο, αδερφέ» ψέλλισε ο Πράις μέσα από τα δόντια του, αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει και έπειτα επικράτησε απόλυτη σιωπή, με μοναδική πηγή ήχου τις μηχανές του οχήματος.
Ευριδίκη Πετσά
«Γη, αέρας, νερό και φωτιά. Πρέπει να θυμάσαι τα τέσσερα στοιχεία της φύσης, Κρις».
«Αφού, μαμά, η Γη δεν υπάρχει πια, γιατί πρέπει να τα θυμάμαι; Αν ήταν σημαντικά, δε θα τα μαθαίναμε όλοι;» Η μητέρα μού χαμογέλασε, και το πρόσωπό της φώτισε σαν ήλιος. Τι να είναι ο ήλιος και γιατί νιώθω πως τον γνωρίζω; Μπορούσα μόνο να δω τη μητέρα μου, καθώς έσκυβε να φιλήσει προσεκτικά το κεφάλι μου, πριν με αφήσει από την αγκαλιά της.
Τα σκούρα μακριά μαλλιά της γαργαλούσαν το πρόσωπό μου, όμως η γλυκιά, γνώριμη μυρωδιά της με έκανε να νιώθω ασφαλής, χαρούμενος. Τα μεγάλα πράσινα μάτια της με κοιτούσαν με αγάπη, καθώς την αγκάλιαζα σφιχτά πριν εμφανιστεί ο πατέρας μου, για να τη συνοδέψει στο συνέδριο.
Έσκυψε και εκείνος στο ύψος μου, ένας πελώριος άνδρας, με γεροδεμένο σώμα και καστανά κοντά μαλλιά, τραβηγμένα πίσω σε ένα αυστηρό στυλ, για να ταιριάζουν με το επιβλητικό του ντύσιμο. Στεκόταν μπροστά μου χαμογελώντας και κρατώντας τη μητέρα μου και εμένα στην αγκαλιά του.
«Χρόνια πολλά, γιε μου». Το φιλί του στο μέτωπό μου ήταν ζεστό και προσεκτικό, σαν να ήμουν φτιαγμένος από τον πιο εύθραυστο κρύσταλλο.
Με άφησαν προσεκτικά και με κοίταξαν για ακόμη μια φορά αγκαλιασμένοι, σαν να έβλεπαν ένα μικρό θαύμα.
«Σε αγαπάμε πολύ, Κρις. Θα γυρίσουμε σύντομα, να είσαι καλό παιδί». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που μου είπε η μητέρα μου, πριν χαθούν και οι δύο μέσα στο αυτοκίνητο, χωρίς να ξέρει κανείς τους πως αυτό το όχημα τους μετέφερε στον θάνατο. Δεν ήξερε κανείς μας πως εκείνες οι στιγμές ήταν οι τελευταίες, πως δε θα γυρνούσαν σύντομα, δε θα γυρνούσαν ποτέ.
Η σκηνή άλλαξε για ακόμη μια φορά και βρισκόμουν σε ένα ψυχρό δωμάτιο του νοσοκομείου της Ντάργουιν. Μια νοσοκόμα με ξανθά μαλλιά και μπλε στολή με κόκκινες πιτσιλιές εδώ και εκεί ήταν γονατισμένη μπροστά μου, λέγοντάς μου πως δε θα μπορούσα να ξαναδώ τους γονείς μου.
Ένιωσα το πρόσωπό μου να καίει και το μυαλό μου να αδειάζει. Η αγκαλιά της νοσοκόμας έμοιαζε βιαιότητα στην παιδική μου ψυχή. Σαν να έχανα τη μυρωδιά τους όσο με αγκάλιαζε εκείνη. Την έσπρωξα και έτρεξα έξω από το δωμάτιο, ψάχνοντας να τους βρω. Μια ορδή γιατρών και νοσοκόμων με κυνηγούσε, ήξερα, καταλάβαινα, μα είχα ανάγκη να είναι ψέμα. Ένας γιατρός στεκόταν μπροστά μου, σαν να με περίμενε ώρα.
«Εσύ πρέπει να είσαι ο Κρις. Χαίρομαι που σε γνωρίζω, είμαι ο δόκτωρ Ζακ». Δε με ένοιαζε ποιος ήταν. Έσφιξα τις γροθιές μου έτοιμος να παλέψω, αρκεί να έφτανα κοντά στους γονείς μου.
«Θέλω να δω τους γονείς μου». Έπεσε στο ύψος μου και, αφού με κοίταξε στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα, αφοπλίζοντας τον θυμό μου, με αγκάλιασε.
«Φοβάμαι, μικρέ μαχητή, πως δεν μπορώ να σε αφήσω να τους δεις. Θέλουν να τους θυμάσαι όπως ήταν και δεν μπορώ να πάω κόντρα στις ευχές τους. Μου ζήτησαν να σου πω πως σε αγαπούν πολύ και θέλουν να είσαι υπάκουος και καλός. Βοήθησέ με, Κρις, βοήθησέ με να τηρήσω την υπόσχεσή μου». Οι γροθιές μου χαλάρωσαν και το σώμα μου μούδιασε. Ένα μικρό ρυάκι δακρύων είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό μου και ο λυγμός δεν έφτασε ποτέ στο στόμα μου, καθώς έχανα τις αισθήσεις μου.
Βυθιζόμουν στο ίδιο όνειρο ξανά και ξανά, ανίκανος να διαφύγω από τον φαύλο κύκλο του παραδόξου. Ένα προσωπικό βασανιστήριο, που μέσα στον πόνο μου χάριζε λίγες στιγμές ακόμη με τους γονείς μου. Δεν ήμουν έτοιμος να τους αφήσω, όχι τώρα που τους είχα βρει, ακόμη και με αυτόν τον τρόπο.
Αυτό το συναίσθημα επικράτησε μέχρι τη στιγμή που το όνειρό μου απέκτησε ακόμη μια φιγούρα. Ενώ με αγκάλιαζε η μητέρα μου, στο βάθος διέκρινα μια αχνή γυναικεία μορφή που έμοιαζε με τη μητέρα μου, αλλά νεότερη. Άρχισα να προσπαθώ να τη διακρίνω καλύτερα. Πονούσε η καρδιά μου κάθε φορά που την κοιτούσα, σα να είχα ξεχάσει κάτι πολύ σημαντικό.
«Κρις;» Ξαφνιάστηκα τόσο από τη νέα αυτή πρόταση στο μέχρι τώρα μονότονο όνειρο, που ένιωσα σχεδόν σαν να είχα επιστρέψει στην πραγματικότητα στιγμιαία. Η μητέρα μου με κοιτούσε απορημένη.
«Κρις, τι κάνεις εδώ;» Την κοιτούσα στα μάτια, προσπαθώντας και εγώ ο ίδιος να καταλάβω τι συνέβαινε. Η μητέρα μου δεν ήταν πια σκυφτή, στεκόμασταν και οι δύο όρθιοι, μόνο που αυτή τη φορά εγώ ήμουν ψηλότερος.
«Είσαι όμορφος, σαν τον πατέρα σου».
«Μαμά; Τι συμβαίνει, πώς μπορείς και με βλέπεις; Δεν καταλαβαίνω».
«Είμαι τόσο συγκινημένη που βλέπω το μικρό μου αγοράκι να είναι ολόκληρος άντρας, όμως λυπάμαι γιατί δε θα έπρεπε να είσαι εδώ, δεν ανήκεις εδώ, Κρις».
Έσκυψα ελαφρώς και την αγκάλιασα, προσπαθώντας να αξιοποιήσω κάθε δευτερόλεπτο αυτής της νέας εμπειρίας. Είχα τόσα πολλά να της πω, τόσα πράγματα να τη ρωτήσω για το παρελθόν. Όμως εκείνη έμοιαζε να είναι πικραμένη που βρισκόμουν μπροστά της. Όσο εγώ άφηνα προσεκτικά τη μητέρα μου, ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου, μια γνώριμη ζεστασιά που ανήκε στον πατέρα μου.
«Γιε μου, πόσο μεγάλωσες».
Στεκόμουν στο ίδιο ύψος με τον πατέρα μου, παρατηρώντας τις ομοιότητες ανάμεσά μας. Ήταν σαν να είχα μια δεύτερη ευκαιρία μαζί τους. Δεν μπορούσα να φύγω τώρα, όχι τώρα που τους είχα βρει ξανά. Οι γονείς μου με κοίταξαν, πρώτα με αγάπη και μετά το βλέμμα τους έγινε πιο σοβαρό, επαναφέροντάς με στην πραγματικότητα της τόσο περίεργης συνάντησης.
«Κρις, γλυκέ μου Κρις, θα δίναμε τα πάντα για περισσότερο χρόνο μαζί σου. Όμως όλο αυτό συμβαίνει μέσα στο μυαλό σου. Δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά μια ανάμνηση. Υπάρχει όμως ένας άνθρωπος εκεί έξω, με μια ζεστή καρδιά, που σε περιμένει».
Στιγμιαία γύρισαν και κοίταξαν τη γυναικεία μορφή που ένιωθα πως τώρα μπορούσα να δω καλύτερα. Ένας πόνος με διαπέρασε, στην ανάγκη μου να σκεφτώ τι είχα ξεχάσει. Μια λέξη, όχι, ένα όνομα, βρισκόταν χαμένο ανάμεσα στις αναμνήσεις μου, ένα σημαντικό άτομο, το οποίο έπρεπε να θυμηθώ.
Η μητέρα μου χαμογέλασε και στράφηκε ξανά προς το μέρος μου.
«Είναι πολύ όμορφη, Κρις.»
«Πράγματι, θα θέλαμε πολύ να την είχαμε γνωρίσει». Ο πατέρας μου με κοιτούσε ευχαριστημένος, χτυπώντας μου απαλά τον ώμο.
«Γιατί χάνεις χρόνο; Βρίσκεται σε κίνδυνο, δεν μπορείς να μείνεις εδώ, Κρις. Δεν μπορείς να σώσεις εμάς, όμως μπορείς να σώσεις εκείνη».
«Σε αγαπάμε, Κρις, μην το ξεχνάς».
Ένιωθα σαν να μιλούσαν και οι δύο ταυτόχρονα. Έπρεπε να τη σώσω, μα για να το κάνω αυτό έπρεπε πρώτα να τη θυμηθώ. Ξαφνικά, στιγμιαίες εικόνες πέρασαν από μπροστά μου, θολώνοντας τη μορφή τους. Ένα σκάφος, μια αναίσθητη κοπέλα, το νοσοκομείο, το Γκρέι, το Στέμμα, η Ντάργουιν, η Ζοκ και... Σκάι!
Το σώμα μου τραντάχτηκε και βρέθηκα καθιστός επάνω στο γνώριμο κρεβάτι στο σπίτι της Κέιτ. Ο ιδρώτας μου έσταζε στα σεντόνια και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Κάποια μηχανήματα γύρω μου χτυπούσαν σαν μανιασμένα, δημιουργώντας μου ένα γιγάντιο κύμα πόνου στο κεφάλι. Τράβηξα τα καλώδια από το στήθος και το χέρι μου, όμως πριν προλάβω να σηκωθώ, η Κέιτ άνοιξε την πόρτα τρομαγμένη.
«Κρις, τι στο καλό κάνεις;»
«Κάνε στην άκρη, Κέιτ, πρέπει να φύγω». Έδειχνε πληγωμένη από τα λόγια μου, όμως δεν είχα καιρό να της εξηγήσω. Δεν υπήρχε χρόνος για εμένα και την Κέιτ. Όλα πλέον στη ζωή μου αφορούσαν μόνο τη Σκάι.
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, αν σε αφήσω, θα πας να τη βρεις». Σταμάτησα τις νευρικές μου κινήσεις και τρομοκρατημένος γύρισα προς το μέρος της.
«Τι εννοείς, Κέιτ;» Η Κέιτ κάθισε στη μέση της πόρτας και σταύρωσε τα χέρια της. Ο θυμός χόρευε ξέφρενα στα μάγουλά της και το βλέμμα της ήταν έντονο, σχεδόν ικετευτικό.
«Εννοώ τη Σκάι. Τα ξέρω όλα, Κρις, νόμιζες ότι δε θα το μάθαινα; Εξάλλου, άργησες, υποθέτω πως θα είναι ήδη πολύ μακριά, αν είναι καθόλου έξυπνη».
«Τι έκανες, Κέιτ; Πώς μπόρεσες;» Στιγμιαία ήθελα να τη χαστουκίσω, κάθε κομμάτι του σώματός μου με παρότρυνε να το κάνω, όμως ήξερα πως δε θα έλυνε τίποτα.
«Τι μου είναι, Κρις; Απολύτως τίποτα. Μόνο εσύ είσαι σημαντικός για εμένα και δεν καταλαβαίνω γιατί τη βοηθάς! Είναι εχθρός του στέμματος Κρις, πώς μπορείς να γίνεις προδότης για χάρη της;»
Δεν είχα χρόνο για χάσιμο, αν η Σκάι ήταν εκεί έξω όσο ήμουν αναίσθητος, ήταν θέμα χρόνου να τη βρει το στέμμα, αν δεν το είχε ήδη κάνει.
«Κάνε στην άκρη, Κέιτ, το εννοώ». Εκείνη πεισματικά στεκόταν στην πόρτα του δωματίου, αρνούμενη να κάνει οποιαδήποτε υποχώρηση.
«Οι εκτελεστές είναι ήδη στα περίχωρα, Κρις, αν σε πιάσουν είσαι νεκρός και δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό. Το καταλαβαίνεις;»
«Μείνε έξω από αυτό, Κέιτ, δε σε αφορά». Άρχισε να ουρλιάζει, κάνοντας τα αφτιά μου να βουίζουν από την ένταση.
«Δε σου κάνει καλό! Δεν είχες χάσει την αύρα σου ούτε μια φορά από τότε που ήρθες να μείνεις μαζί μας και μέσα σε λίγες μέρες κατάφερε να σε κάνει να αρρωστήσεις ξανά!»
Πάγωσα στη θέση μου. Μέχρι τώρα νόμιζα πως αυτό το γεγονός είχε συμβεί ελάχιστες φορές μέσα στις τελευταίες δύο ημέρες. Όμως τώρα τα λόγια της Κέιτ οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά.
«Ξανά; Τι εννοείς, μου έχει ξανασυμβεί;»
Η Κέιτ έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω, συνειδητοποιώντας πως είχε πει κάτι που δεν έπρεπε. Ήθελα να την πιέσω, έπρεπε να μάθω τι εννοούσε, όμως αν η πρόβλεψή της για τους εκτελεστές ήταν σωστή, τότε η Σκάι ήταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Δεν είχα χρόνο, έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα.
«Σε παρακαλώ, Κρις, μη φύγεις. Μείνε εδώ, μπορούμε να πείσουμε το Στέμμα να σε συγχωρέσει και να μείνεις εδώ μαζί μου. Μην το κάνεις χειρότερο απ’ ότι ήδη είναι».
Με είχε πλησιάσει αρκετά, ώστε να νιώθω την ανάσα της στο στέρνο μου. Τα χέρια της άγγιξαν προσεκτικά το πρόσωπό μου διασχίζοντας μια ευθεία διαδρομή προς τον κορμό μου. Την άφησα να νομίζει ότι με πείθει και την κατάλληλη στιγμή τράβηξα το χέρι της και την πέταξα επάνω στο κρεβάτι, χρησιμοποιώντας τη ζώνη μου για να τη δέσω σφιχτά στα κάγκελα. Εκείνη πάλευε και φώναζε, όμως έβαλα όλη μου τη δύναμη, γιατί ήξερα πως δε θα είχα άλλη ευκαιρία.
Άρπαξα τα πράγματά μου από την πολυθρόνα και έτρεξα προς την έξοδο. Η Κέιτ ούρλιαζε, τρυπώντας τα αφτιά μου, όμως με το κλείσιμο της εξώπορτας ο ήχος έμεινε παγιδευμένος στο διαμέρισμα. Άρχισα να κατεβαίνω προσεκτικά, προσπαθώντας να αποφύγω τυχόν συναντήσεις, ψάχνοντας να βρω την έξοδο κινδύνου.
Για καλή μου τύχη, στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια ελαφρώς γαλάζια πόρτα, η οποία με ένα σπρώξιμο άνοιξε και είχα λίγο χρόνο να ντυθώ. Φόρεσα προσεκτικά τη μαύρη κοντομάνικη μπλούζα μου, καθώς το σώμα μου πονούσε από το απότομο τράβηγμα των σωλήνων που είχα επάνω μου και ύστερα ακολούθησε όλος ο υπόλοιπος εξοπλισμός. Στο τέλος αφού έλεγξα όλα τα κομμάτια πρόσεξα ότι έλειπε το πιο σημαντικό. Σάστισα και κοιτούσα κάθε εκατοστό επάνω μου, ψάχνοντας να βρω την αύρα μου, χωρίς επιτυχία.
Σύνελθε, Κρις, είπα στον εαυτό μου και έβγαλα από το σακίδιο ένα ακόμη βραχιόλι αύρας που είχα ως εφεδρικό για τη Σκάι. Το πέρασα γύρω από τον καρπό μου και αυτό έλαμψε κόκκινο γύρω μου, εκεί που παλιά δέσποζε η πραγματική μου αύρα.
Τράβηξα ξανά την πόρτα προσεκτικά και, αφού βεβαιώθηκα πως δε βρίσκεται κανείς έξω, άρχισα να κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες. Έπρεπε να βρω τη Σκάι, όμως δεν είχα ιδέα πού μπορεί να είχε πάει. Στο μυαλό μου ήρθαν οι στιγμές από το τελευταίο μας πρωινό και ένιωσα τόσο ηλίθιος που της είχα φερθεί με αυτόν τον τρόπο. Ένιωσα τα σαγόνια μου να σφίγγονται, στην προσπάθειά μου να κατευνάσω τον θυμό μου.
Έφτασα στην έξοδο και ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκα στην παράνοια της πόλης. Προσπάθησα να φανταστώ προς τα πού θα μπορούσε να έχει πάει, μέχρι που μια φωνή διέκοψε τις σκέψεις μου.
«Καλώς την ωραία κοιμωμένη, μπες μέσα πριν το όχημα γίνει κολοκύθα». Ο Πράις στεκόταν στην πίσω πόρτα ενός γκρι οχήματος και μου χαμογελούσε με το συνηθισμένο πονηρό ύφος. Παρόλο που ένιωθα ευγνώμων που δεν ήμουν μόνος, είχα την ανάγκη να μάθω γιατί βρισκόταν εδώ.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» Εκείνος κοίταξε ψηλά προς το κτίριο πίσω μου και ύστερα το βλέμμα του γύρισε ξανά επάνω μου.
«Τι θα έλεγες να μπεις μέσα να το συζητήσουμε, πριν κατέβει η Κέιτ;» Έκανε στην άκρη και πήδηξα μέσα. Εκείνος αντέγραψε περιπαικτικά τις κινήσεις μου και η πόρτα ασφάλισε πίσω μας.
«Ωραίο βραχιόλι. Δεν περίμενα ποτέ να σε δω να φοράς αξεσουάρ».
Η γνώριμη φωνή του Άλεξ ερχόταν από τη θέση του οδηγού, με τη σοβαρή φωνή του να κάνει τον σαρκασμό του ακόμη πιο έντονο. Δεν περίμενα ποτέ να δω αυτούς τους δύο στον ίδιο χώρο. Ο Πράις είχε έρθει στο τάγμα υπό τον ζυγό του Μαξ και δε θα έπρεπε να γνωρίζει τον Άλεξ.
«Δεν ήξερα πως εσείς οι δύο γνωρίζεστε τόσο καλά, που κάνετε κούρσες μαζί». Ο Πράις γέλασε, όμως ο Άλεξ παρέμεινε σοβαρός.
«Είναι πολλά που δεν ξέρεις, Κρις. Για αρχή, η Σκάι είναι καλά». Ένα κύμα ανακούφισης ανέβηκε από τους πνεύμονές μου, το οποίο ακολούθησε καθαρή περιέργεια.
«Πώς σας βρήκε;» Ο Πράις κοίταξε προς το μέρος μου διατηρώντας το χαρούμενο ύφος του, παρόλο που μιλούσε σοβαρά.
«Εμείς τη βρήκαμε. Μαζί σκεφτήκαμε το σχέδιο, όταν έφυγες από το Γκρέι, θυμάσαι; Ήξερα πως θα έρθεις στη Ζοκ. Απλά περιμέναμε μέχρι να συμβεί κάτι για να επέμβουμε. Όταν την είδαμε έξω μόνη της, καταλάβαμε πως κάτι δεν πάει καλά. Ήρθε μαζί μας γιατί δεν είχε πραγματικά άλλη επιλογή. Ευτυχώς που ήμασταν εδώ, γιατί την είδαμε να...»
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του, είχε επέμβει ο Άλεξ.
«Πράις, αρκετά». Ένα κύμα τρόμου με διαπέρασε και έφτασε στη γλώσσα μου εκφρασμένο σε νευρικότητα.
«Τι εννοείς, Πράις, τι έπαθε η Σκάι; Άλεξ, αν είναι σε κίνδυνο και δε μου το λες, στο ορκίζομαι θα...» Ο Άλεξ με κοίταξε από τον καθρέφτη, έβαλε τον αυτόματο πιλότο και γύρισε προς το μέρος μου.
«Είμαστε όλοι σε κίνδυνο, Κρις. Η Σκάι είναι καλά, τη φρόντισε η ίδια η Κάθριν και δεν ήρθαμε για εσένα πριν σιγουρευτούμε πως είναι πράγματι σε καλή κατάσταση. Δεν έχουμε πολύ χρόνο για ψιλοκουβέντα, μόλις φτάσουμε θα πρέπει να φύγετε αμέσως με τη Σκάι. Οι εκτελεστές δεν είναι μακριά».
Παραδομένος, κούνησα τους ώμους μου ως ένδειξη ανακωχής.
«Ναι, Άλεξ, το ξέρω». Οι δυο τους με κοιτούσαν με απορία, καθώς προσπαθούσα να συνοψίσω τις σκέψεις στο κεφάλι μου. Ο Πράις όμως δεν είχε σκοπό να μου δώσει χρόνο.
«Τι εννοείς το ξέρεις;» Παρόλο που ο Πράις είχε σπάσει τη σιωπή, ήξερα πως και οι δύο ήθελαν να μάθουν γιατί ήξερα για τους εκτελεστές και πώς εκείνοι ήξεραν για την τοποθεσία μου.
«Η Κέιτ τους έδωσε λεπτομέρειες και είναι θέμα χρόνου να φτάσουν εδώ. Στην αρχή δεν ήξερε ποια είναι η Σκάι, φαίνεται όμως πως, όσο ήμουν εκτός, συνέβησαν πράγματα που δεν μπορούσα να ελέγξω».
Ο Πράις, μην μπορώντας να ελέγξει τον θυμό του, χτύπησε δυνατά την πόρτα, κάνοντας το χέρι του να αποκτήσει ένα ρόδινο χρώμα.
«Να πάρει!» Κοιτούσε έξω και ακολούθησα το βλέμμα του, βρίσκοντας την πηγή του εκνευρισμού του.
«Πράις, τι συμβαίνει;»
«Άλεξ, αν δεν είμαστε στο καταφύγιο σε δύο λεπτά από τώρα, θα μας προλάβουν πριν φτάσουμε εκεί». Ο Άλεξ κοιτούσε τον δρόμο μπροστά, αναλύοντας την κίνηση.
«Πόσα οχήματα;»
«Βλέπω δύο πίσω, αλλά είμαι σίγουρος ότι υπάρχει και τρίτο».
«Να πάρει. Κρατηθείτε».
Ο Άλεξ έβγαλε τον αυτόματο και έπιασε ξανά το τιμόνι. Το πόδι του χειριζόταν επιδέξια την παροχή καυσίμων, όσο εκείνος προσπαθούσε να προβλέψει τα ανοίγματα για προσπέραση. Ευτυχώς λίγο πιο κάτω ο διάδρομος άνοιγε και αυτή ήταν η ευκαιρία μας να κερδίσουμε λίγη παραπάνω απόσταση από τους εκτελεστές.
«Μόλις φτάσουμε κοντά, θα πρέπει να πηδήξουμε έξω πριν μας δουν. Θα έχουμε μερικά δευτερόλεπτα να εξαφανιστούμε. Θα ρυθμίσω το όχημα στον αυτόματο για να συνεχίσει την πορεία, έτσι ώστε να απομακρυνθούν αρκετά για τώρα».
Έκανε έναν απότομο ελιγμό που διέκοψε τη ροή του και μόλις βεβαιώθηκε πως όλα είναι υπό έλεγχο συνέχισε, απευθυνόμενος στον Πράις.
«Πράις, θα τρέξεις στην πίσω πλευρά να φέρεις το εφεδρικό όχημα και θα πας τον Κρις και τη Σκάι εκεί που συμφωνήσαμε».
«Έγινε, παιχνιδάκι».
Κοιτούσα γεμάτος απορίες και περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου. Ο Άλεξ δεν ήταν από τους ανθρώπους που σου επέτρεπαν να διακόψεις και φαινόταν πως, παρόλο που δεν είχα ιδέα πως μπλέχτηκαν σε όλο αυτό, ήξεραν τι έκαναν.
«Κρις, μόλις μπούμε μέσα θα πάρεις τη Σκάι και το σακίδιο που θα βρεις στην ντουλάπα του δωματίου της. Θα μπεις στο αυτοκίνητο και δε θα κοιτάξεις πίσω σου, κατάλαβες;»
«Ναι, όμως εσύ τι θα κάνεις;»
Ο Άλεξ πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε έξω.
«Όχι, δεν είχαμε συμφωνήσει κάτι τέτοιο! Υποσχέθηκα στην Κάθριν, αν το κάνεις αυτό…»
«Το καθήκον μου στη συμμαχία είναι ανώτερο από εμένα και την Κάθριν. Θα καταλάβει». Έμεινα σαστισμένος προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω τις κουβέντες τους, μέχρι που η νευρικότητα του Πράις με ώθησε να καταλάβω τι εννοούσε ο Άλεξ.
«Δεν εννοείς να χρησιμοποιήσεις την αυτοκαταστροφή στο κτίριο, έτσι;»
«Αυτό ακριβώς εννοώ. Είναι θέμα χρόνου μέχρι να το βρουν και, αν πέσει στα χέρια τους το καταφύγιο, θα εκτεθούν σε κίνδυνο πολλά περισσότερα άτομα από όσα φαντάζεσαι. Η έκρηξη θα τους κάνει να γυρίσουν εδώ και αυτό θα σας εξασφαλίσει τον χρόνο που χρειάζεστε, ενώ ταυτόχρονα το μυστικό θα παραμείνει ασφαλές».
Ένιωσα το αίμα μου να βράζει και άρχισα να μοιράζομαι τον θυμό του Πράις.
«Άλεξ, σου έσωσα τη ζωή μια φορά για να την πετάξεις έτσι; Νομίζεις πως θα φύγω μακριά, ξέροντας πως ο φίλος μου θα πεθάνει;»
Ο Άλεξ πήρε μια βαθιά ανάσα και χωρίς να με κοιτάει, η φωνή του ήταν παγερή.
«Κρις, από αυτή τη στιγμή δεν είμαστε φίλοι, αυτή τη στιγμή σου δίνω διαταγή ως ανώτερός σου».
«Όχι... Όχι, όχι, στο διάολο οι διαταγές σου! Πώς μας αναγκάζεις να ζήσουμε με αυτό; Τι θα πούμε στην Κάθριν; Να πάρει, Πράις, βοήθησέ με!» Ο Πράις κοιτούσε έξω αμίλητος. Η έντασή του είχε εξαφανιστεί και τώρα κοιτούσε έξω και έμοιαζε με ήρεμη θάλασσα.
«Ο Πράις ξέρει τι διακυβεύεται, δε θα με σταματήσει. Σύντομα θα μάθεις και εσύ, Κρις. Θα προσπαθήσω να σώσω τον εαυτό μου, όμως αν δεν τα καταφέρω, πρέπει να είμαι βέβαιος πως εσύ και η Σκάι θα βγάλετε την αποστολή εις πέρας. Όλο αυτό που συμβαίνει σε εσάς τους δύο είναι πολύ μεγαλύτερο από εσάς, δεν αφορούσε ποτέ εσάς, αλλά αυτό που είστε».
«Αυτό που είμαστε; Τι;» Δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε και αυτή τη στιγμή δεν είχε καμία σημασία.
«Πράις, μόλις γυρίσεις στη Ντάργουιν βρες την Κάθριν και δώσε της αυτό. Θα καταλάβει».
Εκείνος πήρε από το χέρι του Άλεξ ένα μικρό χαρτί και το έχωσε στην εσωτερική τσέπη του.
«Μάλιστα». Ο Άλεξ ρύθμισε τον αυτόματο και γύρισε προς το μέρος μου.
«Πάντα σε είχα σαν γιο μου, Κρις. Είμαι περήφανος για εσένα και πάντα θα είμαι».
«Άλεξ-» Η φωνή του Πράις διέκοψε την πρότασή μου, ενώ άνοιγε την πόρτα.
«Τώρα!»
Η φωνή του Πράις ήταν εκκωφαντική. Μηχανικά σχεδόν, τα κορμιά μας πετάχτηκαν από το όχημα και με απόλυτο συγχρονισμό βρισκόμασταν σύντομα μέσα στο κτίριο. Ο Άλεξ άνοιξε την μυστική είσοδο και περάσαμε μέσα στο κέντρο ελέγχου. Προσπαθούσα να βρω ένα στοιχείο σχετικό με τη Συμμαχία, όμως τότε είδα τη Σκάι να βγαίνει από μια άλλη αίθουσα.
«Σκάι!»
«Κρις; Κρις!»
Έπεσε επάνω μου και τη σήκωσα στον αέρα. Η γνώριμη μυρωδιά της ηρεμούσε την ψυχή μου και ένιωθα άτρωτος. Την άφησα προσεκτικά κάτω και, αφού την κοίταξα για ακόμη μια φορά, χάθηκα μέσα στον διπλανό θάλαμο για να πάρω το σακίδιο. Το δωμάτιο αυτό έμοιαζε με μια μικρογραφία των δωματίων του νοσοκομείου. Βγαίνοντας, είδα τη Σκάι απορημένη και τον Άλεξ συνδεδεμένο ήδη με το μηχάνημα αυτοκαταστροφής.
«Άλεξ!»
«Κρις, τι συμβαίνει;»
Η Σκάι ήταν τρομαγμένη και ο Πράις σίγουρα περίμενε έξω, όμως ένιωθα ανίκανος να παραδώσω τον Άλεξ στον θάνατό του. Εκείνος έδειχνε ήρεμος, σαν να ήταν προετοιμασμένος από καιρό. Ήξερα πως ήταν πλέον αργά και πως το ρολόι μετρούσε ήδη αντίστροφα δύο λεπτά. Τράβηξα τη Σκάι από το χέρι, ενώ εκείνη προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Φτάνοντας στην έξοδο του θαλάμου, γύρισα για μια τελευταία φορά και κοίταξα τον Άλεξ. Ένα φωτεινό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του.
«Ήρθε η ώρα. Αντίο, φίλοι μου, θα σας δω στην άλλη πλευρά».
Μόνο τότε η Σκάι άρχισε να καταλαβαίνει τι συμβαίνει και να προβάλλει αντίσταση, όμως η πόρτα πίσω μας είχε ήδη κλείσει οριστικά και φτάναμε στην έξοδο του κτιρίου.
«Κρις, όχι, όχι, δεν μπορεί! Δε μπορούμε να τον αφήσουμε, Κρις, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ!» Σταμάτησα για ένα δευτερόλεπτο και την κοίταξα στα μάτια. Ήταν βουρκωμένη, έτρεμε, δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε. Ακούμπησα προσεκτικά το μέτωπό μου στο δικό της και εκείνη ηρέμησε. Ήξερε πως δε θα άφηνα κάποιον πίσω χωρίς λόγο.
«Δεν έχουμε χρόνο, Σκάι. Σε παρακαλώ».
Έγνεψε και βγήκαμε έξω από το κτίριο, χρησιμοποιώντας την πίσω πόρτα που βρισκόταν κάτω από το ύψος της σκάλας στο βάθος, βρίσκοντας τον Πράις να περιμένει ήδη στη θέση του οδηγού και με τις μηχανές αναμμένες. Μπήκαμε μέσα και ο Πράις πάτησε το γκάζι με τόση ταχύτητα, που το όχημα μούγκρισε.
Από τον καθρέφτη μπορούσα να δω τα μάτια του πρησμένα, κόκκινα, όμως η αναπνοή του ήταν σταθερή. Η Σκάι κοιτούσε έξω, αμίλητη, με μικρούς λυγμούς να ξεφεύγουν εδώ και εκεί. Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος από την έκρηξη. Ο αεροδιάδρομος κουνήθηκε από τη δύναμη της έκρηξης και ήξερα πως είναι αδύνατο να είχε γλυτώσει από την καταστροφή.
Ο Πράις πάτησε το γκάζι περισσότερο και εγώ χτύπησα την πόρτα. Ένιωθα παγωμένος και κενός, ανακαλώντας όλες μου τις αναμνήσεις με τον Άλεξ. Τη γνωριμία μας όταν μπήκα σαν νεοσύλλεκτος, τις αποστολές που έβαζαν τη ζωή μας σε κίνδυνο, τον θαυμασμό μου για εκείνον, το γεγονός πως πάντα μου θύμιζε τον πατέρα μου.
Ύστερα σκέφτηκα την Κάθριν και μόνο τότε άρχισα να βουρκώνω. Η μόνη φορά που είχα φοβηθεί ότι έχασα τη Σκάι ήταν όταν η Κάθριν με άφησε να τη δω στο νοσοκομείο. Ένιωθα ότι η ζωή μου τελείωσε, δεν είχα ανάσα, δεν ήθελα να έχω αν δεν ζούσε εκείνη. Το στομάχι μου συσπάστηκε και ασυναίσθητα τράβηξα τη Σκάι προς το μέρος μου και την αγκάλιασα. Δεν απόρησε, απλά πέρασε τα χέρια της σφιχτά γύρω μου, προσπαθώντας να βρει και εκείνη παρηγοριά σε εμένα. Μείναμε έτσι για λίγο, αγκαλιασμένοι και αμίλητοι.
«Αντίο, αδερφέ» ψέλλισε ο Πράις μέσα από τα δόντια του, αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει και έπειτα επικράτησε απόλυτη σιωπή, με μοναδική πηγή ήχου τις μηχανές του οχήματος.
Ευριδίκη Πετσά