Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 7)

Μπαίνουμε μέσα σε ένα μεγάλο κατάστημα με είδη ενδυμασίας και κατευθυνόμαστε στον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Παρακολουθώ τον τρόπο που έχουν διαχωρίσει τα ρούχα με βάση χρώματος. Στα αριστερά μου, στην πρώτη σειρά από κρεμάστρες, βρίσκονται τα ροζ. Στη διπλανή κρεμάστρα είναι τοποθετημένα ρούχα σε μια απαλή απόχρωση κόκκινου και φούξια. Γενικώς όλος ο όροφος είναι χωρισμένος σε μικρές ομάδες χρωμάτων. Μπλε, κόκκινο, πορτοκαλί. Εντοπίζω τη σειρά από άσπρα και τρέχω για να ρίξω μια γρήγορη ματιά. Δυστυχώς η Οριάνα με επαναφέρει στη θέση μου πριν προλάβω να ακουμπήσω το ύφασμα. Στραβομουτσουνιάζω και ξεφυσάω ενοχλημένη.
«Δεν ήρθαμε εδώ για ψώνια» μου ψιθυρίζει. Γνέφω αδιάφορα και σωριάζομαι πάνω σε έναν λευκό καναπέ δίπλα από τα δοκιμαστήρια. Τα μάτια μου πέφτουν πάνω σε μια κινούμενη μπάλα της ντίσκο στο ταβάνι, στο μέσον του δωματίου. Παρατηρώ τον τρόπο που αλλάζει χρώμα και από ασημένιο μετατρέπεται σε κόκκινο καθώς συνεχίζει την κυκλική της κίνηση. Κάπως έτσι είναι ο κόσμος, σκέφτομαι.
Η Οριάνα φεύγει από το πλευρό μου και πηγαίνει στην άλλη μεριά του δωματίου όπου μιλάει με μια νεαρή γυναίκα μουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικα και τείνοντας το χέρι της προς το μέρος μου. Σμίγω τα φρύδια στην προσπάθεια μου να συλλάβω μερικές λέξεις.
Τελικά επιστρέφει σε εμένα και σκύβει προς το μέρος μου. «Η στολή είναι καθοδόν. Τι λες να δοκιμάσεις κανένα ρούχο μέχρι να έρθει;»
Πετάγομαι απ’ τη θέση μου και της σκάω ένα πλατύ χαμόγελο. «Μα και βέβαια» λέω με ενθουσιασμό. Εκείνη μου δείχνει μια σειρά από τζιν και εγώ τα επεξεργάζομαι ένα-ένα ώσπου να βρω κάτι ενδιαφέρον. Τα μάτια μου πέφτουν πάνω σε ένα παράξενο παντελόνι. Είναι μαύρο με πορτοκαλί και έχει ένα μικρό λιοντάρι στο πάνω μέρος. «Ποιος στο καλό θα αγόραζε κάτι τέτοιο;» αναρωτιέμαι δυνατά και το αφήνω πίσω στη θέση του.
«Τι λες γι’ αυτό;» λέει η Οριάνα και μου δίνει ένα φόρεμα.
«Ωραίο, θα πάω να το δοκιμάσω». Μπαίνω στα δοκιμαστήρια και βγαίνω έπειτα από λίγο μέσα σε ένα υπέροχο γαλάζιο, κοντό φόρεμα, στολισμένο με κάτασπρα λουλούδια. Μου είναι μέχρι τα γόνατα και στέκεται με χοντρές τιράντες.
«Σου πάει πάρα πολύ» λέει η Οριάνα μόλις με αντικρίζει. Τα μάτια της με επεξεργάζονται από πάνω ως κάτω κι ένα μειδίαμα τρεμοπαίζει στα χείλη της.
«Ναι» συμφωνώ, «κρίμα που δεν έχω λεφτά για να το αγοράσω». Γυρίζω προς τον καθρέφτη και κοιτάζω τα είδωλό μου εξετάστηκα. Όντως μου πάει.
«Δεν χρειάζεται, σου το κάνω δώρο» λέει και έρχεται να σταθεί πλάι μου. Την κοιτάζω μέσα από τον καθρέφτη κι εκείνη μου ανταποδίδει το βλέμμα.
Γυρίζω προς το μέρος της και πριν το καταλάβω, την αγκαλιάζω. Έχω επίγνωση του ότι μας κοιτάζουν όλοι, αλλά δεν με νοιάζει. Παρόλο που είναι μια από τους πέντε πιο σκληρούς και αδίστακτους εκπαιδευτές, είναι και η μοναδική μου φίλη. Τα χέρια της τυλίγονται γύρω μου για λίγο κι έπειτα απομακρύνονται.
«Αν ήξερα ότι θα ενθουσιαζόσουν τόσο πολύ με τα ρούχα, θα σου αγόραζα πιο συχνά» λέει και γελάει. Την μιμούμαι γελώντας δυνατά και γεμίζοντας το δωμάτιο με τη φωνή μου.
Βλέπω μια γυναίκα με βαμμένα, κόκκινα μαλλιά να έρχεται στο μέρος μας και κάνω νόημα στη Οριάνα. Εκείνη την πλησιάζει και αφού λένε δύο κουβέντες, επιστρέφει σε μένα.
«Ήρθε η στολή» λέει. Κατανεύω και την ακολουθώ. Πηγαίνουμε προς την κοπέλα οπού είχε μιλήσει νωρίτερα και εκείνη μου κάνει νόημα να μπω στο δοκιμαστήριο. Δίχως χρόνο για χάσιμο κάνω αυτό που μου ανέθεσε.
Μπαίνω μέσα και κλείνω την ξύλινη πορτούλα. Γυρίζω και έρχομαι αντιμέτωπη με το είδωλό μου. Φτιάχνω μια τούφα μαλλιών που πετάει και στρέφω την προσοχή μου προς την κρεμάστρα στα αριστερά. Κρεμασμένη σε ένα από τα μεταλλικά γαντζάκια, είναι μια μαύρη ζακέτα με το σύμβολο του Νερού, (ένας κύκλος με νερό που ρέει) στο πίσω μέρος. Αμέσως την ξεκρεμάω και χαϊδεύω το δερμάτινο ύφασμα. Ανοίγω το ασημένιο φερμουάρ και μέσα βρίσκω μια σκούρα, γαλάζια μπλούζα με τιράντες. Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, προφανώς συμβολίζει το στοιχείο μου. Τα αφήνω παράμερα και ξεκρεμάω το κάτω μέρος. Είναι ένα μαύρο, ελαστικό τζιν με γαλάζιες γραμμές στις δύο πισινές τσέπες. Καθώς τα μάτια μου μετακινούνται προς τα κάτω, βλέπω ένα ζευγάρι παπούτσια πλάι στο σκαμπό που περεχεί το δοκιμαστήριο. Βάζω το τζιν πίσω στη θέση του και σκύβω για να πιάσω τα αθλητικά μποτάκια. Είναι επίσης μαύρα κι έχουν από δύο μεγάλες ασημένιες γραμμές στο πλάι. Στο πίσω μέρος έχουν ένα μικρό σύμβολο του Νερού. Χαμογελάω και αρχίζω να γδύνομαι.
Αφού έχω φορέσει τη στολή, κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη. Όλα επάνω μου είναι εφαρμοστά και το μαύρο κάνει αντίθεση με τα καταγάλανα μάτια μου. Τα μαλλιά μου που φτάνουν σχεδόν έως τη μέση μου, καλύπτουν ολότελα το σύμβολο του Νερού. Στην μάχη θα αναγκαστώ να τα πιάσω σε μα ψιλή αλογοουρά προκειμένου να φαίνεται. Χαμογελάω και ανοίγω την πορτούλα.
«Λοιπόν» λέω, «πως σου φαίνεται;». Τα μάτια της Οριάνα λάμπουν καθώς μετακινούνται αργά σε όλο μου το σώμα. Η άκρη του στόματός της κλίνει ελάχιστα προς τα πάνω, έτσι γνωρίζω πως κάνει θετικές σκέψεις για την εμφάνισή μου.
«Τέλειο, σου πάει απίστευτα και σε κάνει να δείχνεις σαν πολεμίστρια»
«Αυτό το πιστεύεις στα αλήθεια ή το λες μόνο και μόνο για να χαρώ;». Τα γαλάζια μάτια της σοβαρεύουν. Ορθώνει τους ώμους και σκύβει το κεφάλι της προς το αφτί μου, «Φυσικά και το πιστεύω, Θεά μου».
«Με έπεισες» λέω. Θέλω όσο τίποτα να δείχνω δυνατή στην μάχη. Θέλω να είμαι έτσι ακριβώς όπως με χαρακτήρισε η Οριάνα, πολεμίστρια. Η εμφάνιση είναι σημαντική ορισμένες φορές και στην προκειμένη περίπτωση, επιθυμώ να αφήσω κάποιους άφωνους.
«Θα τα φορέσω μόνο στη μάχη ή και στις προετοιμασίες;»
«Παντού» μου απαντάει, «θα το φορέσεις στην αυριανή εκπαίδευση και σε όσες ακολουθήσουν»
Γνέφω και επιστρέφω στο δοκιμαστήριο για να αλλάξω. Αφού τοποθετώ πάλι τα ψιλοβρεγμένα ρούχα μου και αφήνω το φόρεμα στο ταμείο, συνεχίζω την εξερεύνησή μου μέσα στους διαδρόμους των πολύχρωμων ρούχων, ώσπου η Οριάνα να ολοκληρώσει τη συζήτησή της με την υπάλληλο.
Καθώς επιτηρώ σιωπηλά το ύφασμα των κόκκινων ρούχων, ένα οικείο πρόσωπο περνάει ξυστά από δίπλα μου. Γυρίζω προς τη μεριά απ’ όπου μόλις έφυγε και τρέχω ξοπίσω του.
«Σύνθια» φωνάζω για να την κάνω να σταματήσει κι μένω άναυδη όταν παρατηρώ πως αντί να μειώσει ταχύτητα, εκείνη επιταχύνει. Ξεφυσάω για να αποδιώξω το θυμό που άρχισε να σιγοβράζει μέσα μου, και γυρίζω πίσω στην Οριάνα.
Βουλιάζω στην πολυθρόνα και σμίγω τα φρύδια. Γνώριζα ήδη ότι η Σύνθια δεν έχει τρόπους, ωστόσο δεν μου άρεσε ιδιαίτερα η επιτηδευμένη αποφυγή της. Ένα γεια ήθελα να της πω μόνο, δεν σκόπευα να πιάσω συζήτηση και να γίνω μια απ’ αυτές τις πολυλογούδες. Εξάλλου, αν σκεφτεί κανείς τον τρόπο που μου φέρθηκε τις προάλλες, εκείνη έπρεπε να με πλησιάσει, όχι εγώ.
«Πάμε;» λέει η Οριάνα. Πιέζω τα χείλη μου μεταξύ τους και σηκώνομαι όρθια. Ρίχνω μια πλάγια ματιά προς το μέρος όπου είδα την Σύνθια πριν λίγο και λέω: «Πάμε».


***

«Τα μέλη της Φωτιάς είναι το είδος των επαναστατών. Κάνουν τατουάζ, αψηφούν τους νόμους, κάνουν χρήση των δυνάμεών τους για κακό σκοπό και έχουν κακές σχέσεις με τα υπόλοιπα στοιχεία, εκτός από εκείνο του Αέρα. Θεωρούν πως αν ποτέ ξεσπάσει πόλεμος, θα χρειαστούν τη συμμαχία του Αέρα προκειμένου να νικήσουν. Είναι γνωστό σε όλους πως η φωτιά έχει τη δυνατότητα να εξαπλωθεί γρηγορότερα με τη βοήθεια του ανέμου».
Ακούω την ηχογραφημένη φωνή του Κρίστοφερ να μου κάνει μάθημα σχετικά με τον τρόπο σκέψης του κάθε στοιχείο, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας.
Η Οριάνα με επέστρεψε σπίτι εδώ και δύο ώρες και με συμβούλευσε να φρεσκάρω τη μνήμη μου όσον αφορά το ποιών κάθε στοιχείου. Στην αρχή είπα ψέματα πως θα το κάνω, ωστόσο αποδείχτηκε αλήθεια μιας και οι τέσσερις τοίχοι ήταν υπερβολικά βαρετοί για να μου προσφέρουν κάποιο είδος ψυχαγωγίας. Έκανα ανασκαφή στα συρτάρια του ξύλινου γραφείου μου ώσπου κατάφερα να εντοπίσω μια παλιά κασέτα. Την έβαλα στο κασετόφωνο –το οποίο είναι πανάρχαιο- και άρχισα να ακούω με φανερό ενδιαφέρον ξεχασμένες πληροφορίες για το κάθε στοιχείο.
Τώρα έχω ακούσει πάνω από τρείς κασέτες και νιώθω το κεφάλι μου πλήρης. Μόλο που θα προτιμούσα να το κλείσω και να ξαπλώσω στο μαλακό στρώμα του κρεβατιού μου, θα συνεχίσω να ακούω τη φωνή του Κρίστοφερ να μιλάει. Βγάζω την τρίτη κασέτα και τοποθετώ μια καινούργια στη θήκη. Αφού βάζω την προηγούμενη στο κουτί, πατάω το play.
«Τα μέλη της Γης αποτελούν το ιδανικό πρότυπο για όλους μας. Έχουν δημιουργήσει επιτυχώς ένα σύνολο ανθρώπων με ευγένεια και δημιουργικότητα. Χάρις εκείνους πατάμε πάνω στη γη, διότι η γη είναι δικό τους κατασκεύασμα. Εμείς απλώς βοηθήσαμε στην τελειοποίηση της προσθέτοντας μερικές λεπτομέρειες που κάλλιστα θα μπορούσαν να μην υπάρχουν». Προσπερνάω οτιδήποτε ακούω για τη Γη καθώς σε κάθε κασέτα το μόνο που λαμβάνω είναι θετικό. Δηλαδή η Γη είναι σημαντικότερη από εμάς; Κατά τη δική μου άποψη, όχι. Όλα τα στοιχεία είναι εξίσου σημαντικά για την ύπαρξη της ανθρωπότητα. Προσωπικά, λατρεύω τη Γη ως στοιχείο, αλλά διαφωνώ καθέτως σ’ αυτά που λέγονται. Μου φαίνεται πως στα μέλη της δεν είναι ευγενικοί και καλοκάγαθοι, αλλά ναρκισσιστές.
«Ο Αέρας πάντα συμβόλιζε τους πολεμιστές. Τα μέλη προβάλουν μια έντονη δυναμικότητα και θέληση. Παλαιότερα Οι Θεοί Ηγέτες τους, για να εξηγήσουν την ονομασία που τους δόθηκα ως πολεμιστές, παρουσίαζαν στον κόσμο την εξής φράση ‘Ο έλεγχος των ανέμων απαιτεί σιδερένια θέληση και πειθαρχία’». Η φωνή του Κρίστοφερ κρύβει μια σπίθα ενθουσιασμού προς το συγκεκριμένο στοιχείο. Πως και δεν το είχα αντιληφθεί προηγουμένως;
Πατάω το κουμπί να συνεχίσει επιθυμώντας να ακούσω για το στοιχείο μου. Αφού καταφέρνω να το βρω, ανεβάζω τη φωνή και πατάω ξανά το play.
«Το Νερό. Λοιπόν υπάρχουν πολλοί τρόποι για να περιγράψει κανείς ένα τόσο σπουδαίο αλλά και ταυτόχρονα τόσο σημαντικό για την ανθρωπότητα στοιχείο. Τα μέλη του Νερού θα λέγαμε πως έχουν μια κλίση προς τη βαρετή και απλή ζωή. Ζούνε κοντά σε θάλασσα, λίμνες, ποτάμια και οπουδήποτε αλλού υπάρχει Νερό. Σύμφωνα με τη φυσική, το νερό αποτελεί πρωταρχική και ανεξάντλητη πηγή ενέργειας». Ξεφυσάω καθώς δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο. Κλείνω το κασετόφωνο και βγάζω από μέσα τη κασέτα. Επιστρέφω το κουτί πίσω στο συρτάρι και σηκώνω το κασετόφωνο με τα δύο μου χέρια για να το μεταφέρω στο σαλόνι.
Καθώς κατεβαίνω τις σκάλες, ακούω άθελα μου τη συζήτηση των γονιών μου. Σταματώ και κρατάω την ανάσα μου στην προσπάθειά μου να κατέβω το επόμενο σκαλοπάτι δίχως να ακουστεί το συνηθισμένο τρίξιμο. Αφού κατεβάζω όλο μου το σώμα δίχως θόρυβο, λυγίζω τα πόδια και κάθομαι στο ξύλινο σκαλί.
«…να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο η Καρίνα», η φωνή της μητέρας μου, που την έχω συνηθίσει απαλή και καθησυχαστική, τώρα ακούγεται απίστευτα τρομοκρατημένη.
«Μπορεί» λέει ο πατέρας μου. Επιχειρώ να ρίξω μια ματιά προς το μέρος τους, ωστόσο κάτι τέτοιο θα απειλούσε να προδώσει την παρουσία μου. Δεν τον διακινδυνεύω. «Τόσα χρόνια προετοιμάζεται για αυτό, μπορεί να τα καταφέρει». Να καταφέρω τι;
«Μιλάμε για τους Θεούς Ηγέτες» επιμένει εκείνη. Στραβοκαταπίνω.
«Ακριβώς, οι Θεοί Ηγέτες. Αυτοί έχουν να παλέψουν από τη δοκιμασία εκλογής πριν πενήντα χρόνια. Πίστεψέ με δεν είναι όσο ικανοί σε κάνουν να πιστεύεις».
Θεοί Ηγέτες και μάχη; Για ποιο πράγμα μιλάνε; Εισπνέω βαθιά, συγκρατώντας τον εαυτό μου απ’ το να πάει εκεί και να απαιτήσει να μάθει τι συμβαίνει. Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι και χώνω το αφτί μου μέσα σε ένα από τα ανοίγματα του διαθέτουν τα ξύλινα κάγκελα.
«Μην λες βλακείες, Ερνέστο» συνεχίζει εκείνη. Μολονότι δεν μπορώ να τη δω, είμαι σίγουρη πως το πρόσωπό της έχει ζαρώσει από φόβο. Όμως για ποιο πράγμα φοβάται;
«Δεν πρόκειται να αφήσω την Καρίνα να πολεμήσει μαζί τους, τελείωσε». Ακούω τον πατέρα μου να αναστενάζει. Τον φαντάζομαι να πηγαίνει προς το μέρος της και να τυλίγει το χέρι του γύρω απ’ τη μέση της.
«Ακόμη κι αν δεν δώσεις την συγκατάθεσή σου, νομίζεις πως αν θέλουν, θα κάτσουν να το σκεφτούν; Είναι Ηγέτες, δεν μπορούμε να φέρουμε αντίρρηση». Νιώθω την καρδιά μου να αυξάνει ρυθμούς. Δεν μπορώ να μείνω εδώ κρυμμένη ωσότου τελειώσουν τη κουβέντα. Είμαι σίγουρη πως δεν θα καταφέρω να προσποιηθώ ότι δεν άκουσα τίποτα μόλις τους δω αργότερα.
Σηκώνομαι όρθια αφήνοντας το κασετόφωνο παρατημένο στο προτελευταίο σκαλί και κατευθύνομαι προς το μέρος τους.
«Τι συμβαίνει;» απαιτώ να μάθω με έντονο ύφος. Η μητέρα μου με κοιτάει σαστισμένη ενώ ο πατέρας μου ανέκφραστος. Γνωρίζω πως φέρομαι ανάρμοστα αυτή τη στιγμή, ωστόσο δεν καταδέχομαι να μιλάνε πίσω απ’ την πλάτη μου για κάτι που με αφορά.
«Κρυφάκουγες;» ψελλίζει η μητέρα μου.
«Δεν το έκανα επίτηδες» λέω συγκρατώντας τον τόνο της φωνής μου σταθερό. Ο πατέρας μου τρίβει το μέτωπο του λες και περίμενε κάτι τέτοιο από μέρους μου. Αναστενάζω.
«Λέγατε κάτι για τους Θεούς Ηγέτες» λέω, «τι συμβαίνει;». Η μητέρα μου δαγκώνει το κάτω χείλος της ενώ ο πατέρας μου μισοκλείνει τα μάτια και σταυρώνει τα χέρια.
«Δεν σε αφορά» λέει κατηγορηματικά. Αισθάνομαι ήδη τον θυμό μέσα μου να αυξάνεται και να αμφιταλαντεύεται περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ξεσπάσει. Χώνω τα νύχια μου βαθιά μέσα στη σάρκα μου τιθασεύοντας τα συναισθήματά μου.
«Ότι έχει να κάνει με μένα, με αφορά και με το παραπάνω»
«Κάνεις λάθος, ότι έχει να κάνει με σένα, αφορά μόνο εμάς» αντεπιτίθεται εκείνος. Καρφώνω τα μάτια μου στα δικά του και του ρίχνω ένα απειλητικό βλέμμα ελπίζοντας να τον κάνει να λυγίσει.
«Αν δεν μου πεις τώρα τι συμβαίνει, θα φύγω από το σπίτι» λέω, ωστόσο δεν θυμάμαι να αποφάσισα ποτέ κάτι τέτοιο. Αμέσως το μετανιώνω κι εύχομαι να μπορούσα να το πάρω πίσω. Δεν μ’ αρέσει να απειλώ τους γονείς μου προκειμένου να αποσπάσω πληροφορίες.
Το ύφος στο πρόσωπό του προδίδει τα συναισθήματά του. Φαίνεται πως ξαφνιάστηκε με τα λόγια μου, και μόλο που ολοφάνερα δεν θέλει να φύγω, είμαι σίγουρη πως ο εγωισμός του δεν θα του επιτρέψει να μου πει όσα επιθυμώ.
«Εγώ απειλές δεν δέχομαι» μου ψιθυρίζει. Η ματιά μου συναντά εκείνη της μητέρας μου και καταλαβαίνω πως φοβάται για την σωματική και ψυχική ακεραιότητά μου. Λάθος της. Το κοριτσάκι που δεχόταν χαστούκια από τον εξαγριωμένο πατέρα της, έχει εξαφανιστεί πλέον.
Αποδιώχνω κάθε ίχνος ντροπής και δειλίας από μέσα μου και λέω: «Πολύ καλά λοιπόν, εγώ φεύγω».
Κάνω μεταβολή και τρέχω προς το δωμάτιό μου. Δάκρυα είναι έτοιμα να κυλήσουν στα μάγουλα μου, αλλά τα συγκρατώ. Φέρομαι απερίσκεπτα και το γνωρίζω, ωστόσο δεν είμαι διατεθειμένη να ανεχτώ τα μυστικά των γονιών μου, ειδικά εφόσον αφορούν εμένα την ίδια. Είμαι δεκαοχτώ και έχω κάθε δικαίωμα να γνωρίζω τι απειλεί τη ζωή μου.
«Καρίνα». Ακούω τη φωνή της μητέρας μου σαν να έρχεται από ένα μακρινό σημείο λόγω της πόρτας που βρίσκεται ανάμεσα μας. Αγνοώ την φανερά πιο ήρεμη φωνή της και ανοίγω διάπλατα τις πόρτες της ντουλάπας. Ξεκρεμάω τα ρούχα, δίχως να κάνω τον κόπο να τα βγάλω από τις κρεμάστρες και τα πετάω βιαστικά μέσα σε ένα μικρό σακίδιο. Ψάχνω για το κινητό μου, το οποίο έχω να βάλω σε χρήση εδώ και πέντε μήνες και όταν το βρίσκω το χώνω μέσα στην ευρύχωρη θήκη της μαύρης τσάντας μου.
«Μη κάνεις ηλιθιότητες» συνεχίζει η μητέρα μου. Είμαι βέβαιη πως ξέρει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να με μεταπείσει, ωστόσο ως μάνα το προσπαθεί. Σφραγίζω τα ματόφυλλά μου και ξαπλώνω ανάσκελα στο κρεβάτι για να πάρω μια απόφαση.
Η επιμονή του πατέρα μου με παρακινεί στην αποχώρηση, παρόλα αυτά γνωρίζω πως μόλις φύγω από το σπίτι δεν θα ξανά βρω την πόρτα ανοιχτή. Επιπλέον δεν θα μου δοθεί άλλη ευκαιρία για να μάθω τι είναι αυτό που προκάλεσε τόσο μεγάλη ταραχή στην οικογένεια μου. Απ’ την άλλη όμως είναι και το γεγονός ότι ο πατέρας μου δεν με θεωρεί άξια εμπιστοσύνης για ένα θέμα που αφορά εμένα την ίδια. Επίσης, εάν παραμείνω σ’ αυτό στο σπίτι, δεν θα καταφέρω να τον ξανά αντικρίσω στα μάτια. Όχι μετά από όλα όσα του είπα και τις απειλές τις οποίες του ξεφούρνισα.
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και σηκώνομαι όρθια. Κοιτάζω για μια στιγμή την πόρτα και έπειτα στρέφομαι προς το σακίδιο και την τσάντα. Τα αρπάζω και κατευθύνομαι προς την έξοδο. Φεύγω.
Ξεκλειδώνω την πόρτα και παραμερίζω τη μητέρα μου για να πάω στις σκάλες. Προσπαθώ να αποφύγω το βλέμμα της, αλλά δεν τα καταφέρνω. Είναι δύσκολο να γλιτώσει κανείς από αυτά τα καταγάλανα μάτια, σχεδόν αδύνατον.
«Δεν μπορείς να φύγεις» λέει ανάμεσα στους λυγμούς της. Το πρόσωπό της έχει γεμίσει ρυτίδες, ενώ το εσωτερικό του ματιού της έχει γίνει κόκκινο από το πολύ κλάμα.
Αποστρέφω το βλέμμα μου από το πρόσωπο της και επικεντρώνομαι στη σκάλα. Πρέπει να τη σπρώξω για να καταφέρω να φύγω, αλλά δεν πρόκειται να το κάνω. Αφήνω το σακίδιο να πέσει με ένα γδούπο και καρφώνω τα μάτια μου στα δικά της.
«Θα φύγω» λέω, «δεν μπορώ να μείνω σε ένα σπίτι γεμάτο ψεύτες». Τα λόγια μου πέφτουν σαν κεραυνός στα αφτιά της μητέρας μου και από το πανικόβλητο μα και συνάμα έκπληκτο βλέμμα της, καταλαβαίνω πως είναι έτοιμη και για έναν δεύτερο γύρω δακρύων. Ξεφυσάω με τον θυμό μέσα στο στήθος μου να γίνεται ολοένα και εντονότερος.
«Θα σου πω τα πάντα» λέει εκείνη πιάνοντας με από τους καρπούς, «θα σου εξηγήσω τι έγινε με τους Θεούς Ηγέτες, αρκεί να μην φύγεις». Είμαι έτοιμη να μιλήσω, αλλά η εξαγριωμένη φωνή του πατέρα μου με σταματά.
«Ντιάνα!» φωνάζει τόσο δυνατά που τρίζουν και τα παράθυρα. Ξεροκαταπίνω νιώθοντας ξαφνικά τα πόδια μου να τρέμουν και την αυτοπεποίθηση να με εγκαταλείπει. Τον παρακολουθώ να ανεβαίνει φουριόζικα τα ξύλινα σκαλοπάτια κάνοντας τα τριξίματα να ακούγονται σαν κραυγές ανθρώπων. Μόλις φτάνει κοντά στη μητέρα μου, την αρπάζει από το μπράτσο και την τραβάει στην άκρη ανοίγοντας μου τον δρόμο προς την έξοδο.
«Άφησέ την φύγει» συρίζει μέσα στο αφτί της τρομοκρατημένης μητέρας μου. «Εάν αυτό είναι το μόνο που έμαθε από εμάς όλα αυτά τα χρόνια, τότε καλύτερα να πάει άλλου».
Αισθάνομαι μια σουβλιά πόνου βαθιά μέσα στο στομάχι. Τους απογοήτευσα, αλλά κι εκείνοι απογοήτευσαν εμένα. Μπορεί τώρα να μην συνειδητοποιούν τον πόνο που μου προκάλεσαν, αλλά είμαι βέβαιη πως στο τέλος θα καταλάβουν.

Με μάτια βουρκωμένα αντικρίζω για τελευταία φορά του γονείς μου. Κάνω μεταβολή και κατεβαίνω τις σκάλες. Ανοίγω το πόμολο της εξώπορτας και αποχωρώ από το σπίτι μου, εγκαταλείπω την οικογένεια μου. Το τελευταίο πράγμα που ακούω είναι τον απελπισμένο λυγμό να βγαίνει σαν κραυγή πόνου μέσα από το λαρύγγι της μητέρας μου.



Δέσποινα Χρ.