Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 8)

       Τρέχω με μάτια υγρά και μάγουλα λουσμένα στα δάκρυα. Τρέχω με την τσάντα μου να χτυπά ρυθμικά πάνω-κάτω στην μέση μου. Τρέχω δίχως να γνωρίζω ποιος είναι ο προορισμός και τα αίτια που με οδήγησαν σ’ αυτή τη κατάσταση. Απλώς τρέχω για να ξεφύγω από το απροσδιόριστο συναίσθημα που μου τρυπάει την καρδιά και κατατρώει τα σωθικά μου. Και την ώρα που τρέχω, σκοντάφτω πάνω σε μια μεγάλη πέτρα που βρίσκεται καταμεσής του δρόμου. Πέφτω και χτυπάω με δύναμη το γόνατο, τους αγκώνες και το σαγόνι μου. Ο πόνος διαπερνά σαν ξυράφι όλο μου το σώμα και με σκίζει στα δύο. Αφήνω μια κραυγή απελπισίας και πόνου.
     Μορφάζω και κάνω να σηκωθώ, αλλά ο πόνος στους αγκώνες μου με ρίχνει και πάλι στο έδαφος. Κλαψουρίζω και επιχειρώ να σταθώ ξανά, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας τις παλάμες μου ως στήριγμα. Με μια διόλου επιδέξια κίνηση, καταφέρνω να σταθώ και πάλι στα πόδια μου. Ρίχνω μια εξεταστική ματιά στους αγκώνες μου για να βεβαιωθώ πως δεν έχουν κάποιον σοβαρό τραυματισμό και αφού το μόνο που βλέπω είναι γδαρσίματα, ψηλαφίζω το σαγόνι μου. 
      Ένα έντονο τσούξιμο διαπερνά την κάτω περιοχή του προσώπου μου έτσι απομακρύνω αμέσως την παλάμη μου. Ρίχνω μια ματιά στα δάκτυλά μου και εντοπίζω ένα σκούρο, κόκκινο υγρό να τα καλύπτει. Ξεροκαταπίνω ενώ μου ξεφεύγει ένας λυγμός. Εισπνέω βαθιά για να καταφέρω να ηρεμίσω και να σκεφτώ την επόμενη κίνησή μου. 
      Αφού έχω σταθεροποιήσει του χτύπους της καρδιάς μου κι έχω ανακτήσει αρκετή από την αυτοκυριαρχία μου, αποφασίζω να τηλεφωνήσω στον μοναδικό άνθρωπο που μου απέμεινε. Στην Οριάνα. 
      Ξεκουμπώνω το κούμπωμα της μαύρης τσάντας και ανακατεύω το περιεχόμενό της ώστε να εντοπίσω το πανάρχαιο κινητό μου. Το βρίσκω και με μάτια ακόμη θολά από τα δάκρυα, πατάω το κουμπί της ενεργοποίησης. Τζίφος. Το ξαναπατάω για περισσότερη ώρα αυτή τη φορά, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο, μαύρη οθόνη. Συνεχίζω να το πιέζω, ώσπου συνειδητοποιώ πως έχω να το φορτίσω για περισσότερο από πέντε μήνες. Η μπαταρία πιθανότατα θα τα έχει παίξει. «Γαμώτο» λέω μέσα απ’ τα δόντια μου και κλοτσάω με δύναμη ένα πετραδάκι. 
      Προσπαθώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου, αλλά μάταια. Τα έκανα μαντάρα και τώρα δεν έχω άλλη επιλογή απ’ το να ζήσω στο δρόμο. Δεν έχω ιδέα που μένει η Οριάνα και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιστρέψω σπίτι. Τουλάχιστον, όχι μόλις δέκα λεπτά από την ώρα που έφυγα. 
      Αναστενάζω και προστάζω τα πόδια μου να κουνηθούν. Περπατάω αργά προς τη θάλασσα ελπίζοντας να συναντήσω κάποιον γνωστό για να με βοηθήσει. Τελικά σταματάω μπροστά από ένα παγκάκι και σωριάζομαι πάνω του. Ανεβάζω τα πόδια μου πάνω και θάβω μέσα τους το πρόσωπό μου. Ακούω την βαριά ανάσα μου και νιώθω τα δάκρυα να μουσκεύουν το άσπρο ύφασμα της ζακέτας μου. Είμαι ηλίθια. Πως ακριβώς σκόπευα να ζήσω μακριά από την προστασία των γονιών μου; 
      «Καρίνα;» ακούω κάποιον να προφέρει το όνομά μου. Σηκώνω το κεφάλι μου προς τα πάνω και αντικρίζω τα γαλανά μάτια του Κόνορ. Απομένω για μια στιγμή να τον κοιτάζω σαστισμένη και κενή. Είναι το τελευταίο άτομα που περίμενα να δω και το τελευταίο που ευελπιστούσα. 
      «Είσαι καλά;» ρωτάει ενώ τα μάτια του εστιάζονται στο ματωμένο πιγούνι μου. Σκουπίζω βιαστικά τα υγρά μαγουλά μου και σηκώνομαι όρθια. Το δεξί μου πόδι τσιρίζει από τον πόνο, αλλά το αγνοώ. 
      «Καλά είμαι» του αποκρίνομαι καθώς ρουφάω τη μύτη, «τι κάνεις εσύ εδώ;». 
      «Έκανα απλώς μια βόλτα και σε είδα», τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου κι αποστρέφω το βλέμμα. Κοιτάζω τη θάλασσα πίσω του σμίγοντας τα φρύδια λόγω του ήλιου που πέφτει στα μάτια μου. Γνωρίζω πως βρίσκομαι σε άθλια κατάσταση, αλλά ο Κόνορ δεν φαίνεται να το προσέχει. 
      «Μάλιστα» λέω δίχως να ξέρω τι άλλο να πω. 
      Καθώς στέκομαι έτσι μπροστά του, συνειδητοποιώ πως παραείναι ψιλός. Ίσως ψιλότερος κι από τον Τριστάνο. Γύρω στο 1,90 σίγουρα. 
      «Τι έπαθε το σαγόνι σου;» ρωτάει δείχνοντας το με το δάκτυλό του. Φυσάω για να του δείξω την ενόχλησή μου, ωστόσο εκείνος δεν φαίνεται να καταλαβαίνει. Με κοιτάζει επίμονα περιμένοντας να πάρει απάντηση. Δυστυχώς, θα απογοητευτεί. 
      Αρπάζω βιαστικά τα πράγματά μου από το παγκάκι και κάνω να τον παραμερίσω για να βρω ένα πιο απομονωμένο σημείο της παραλίας. Μόνο που μόλις πάω να τον προσπεράσω, το χέρι του τυλίγετε γύρω από το μπράτσο μου ακινητοποιώντας με. 
     «Άφησέ με» λέω δυνατά, προσπαθώντας να απελευθερωθώ από την αρπάγη του. Εκείνος με σφίγγει με περισσότερη δύναμη, κάνοντας το ήδη χτυπημένο χέρι μου να τσιρίζει από τον πόνο. Μορφάζω καθώς ο αντίχειράς του ζουλάει το μπράτσο μου και με σπρώχνει να κάτσω στο παγκάκι. 
     «Δεν θα πας πουθενά, αν δεν μου πεις πρώτα τι έπαθες» λέει με σιγανή φωνή. Τα μάτια του με κοιτάζουν επίμονα, ωστόσο όχι με θυμό. Είμαι έτοιμη να υπακούσω και να του εξηγήσω τι συνέβη προκειμένου να με αφήσει, όταν τον ακούω. Ακούω τη φωνή του Τριστάνο να φωνάζει από κάποιο μακρινό σημείο επιτακτικά. Νιώθω ένα παράξενο συναίσθημα να αναδύεται μέσα μου. 
     Ο Κόνορ απομακρύνει την παλάμη του απ’ το μπράτσο μου και στρέφεται προς το μέρος απ’ όπου ακούγετε η φωνή του σωτήρα μου. Αμέσως κάνω να τρέξω προς τον Τριστάνο, αλλά  Κόνορ το προσέχει. Με αρπάζει από τους καρπούς και με πετάει προς το πίσω. Πέφτω με δύναμη στο παγκάκι. Ο γδαρμένος αγκώνας μου βρίσκει πάνω στο ξύλο και αφήνω μια κραυγή πόνου. 
     Αδυνατώ να καταλάβω τι απέγινε η ντροπαλή και καλοκάγαθη πλευρά του Κόνορ, ωστόσο κάτι μου λέει πως έπεσα έξω όσον αφορά τον χαρακτήρα του και τις πιθανότητες του να εκλεχθεί Θεός Ηγέτης. 
      «Τι συμβαίνει εδώ;» ακούω την βαθιά φωνή του Τριστάνο. Δεν τον βλέπω μιας και ο Κόνορ τον καλύπτει εξολοκλήρου. 
      «Κάτι που προφανώς δεν σε αφορά» του αποκρίνεται ψυχρά. Ο τρόπος που πρόφερε αυτές τις έξι λέξεις, με κάνει να συνειδητοποιήσω κάτι. Κάτι που ήμουν πολύ αφελής για να αντιληφθώ την ημέρα γνωριμίας μας. Ο Κόνορ προσποιήθηκε το τρομοκρατημένο και ντροπαλό αγόρι μόνο και μόνο για να μας αποπλανήσει. Δεν έχω ιδέα αν το σχέδιο ανήκει στον ίδιο ή στους εκπαιδευτές του, αλλά το θεωρώ πανούργο. Πως μπόρεσε να μας εξαπατήσει; Έτσι πίστευε πως θα νικήσει; Μα και βέβαια αυτό πίστευε. 
      «Τριστάνο» λέω και σηκώνομαι από το παγκάκι. Τα μάτια μου καρφώνονται πάνω του καθώς προσπερνάω τον Κόνορ για να βρεθώ κοντά του. Με κοιτάζει εξεταστικά ώσπου τα μάτια του πέφτουν πάνω στο χτυπημένο μου σαγόνι. Αμέσως η έκφραση του προσώπου του σκληραίνει. 
      «Αυτός σε χτύπησε;» ρωτάει κοιτάζοντας τον Κόνορ με καθαρό μίσος. 
      «Όχι, έπεσα κάτω». Τα μάτια του συνεχίζουν να καρφώνουν τον πανύψηλο αντίπαλό μας. Κοιτάζω φευγαλέα τα μάτια του Κόνορ και παρατηρώ πως κι εκείνος ανταποδίδει το βλέμμα με ένταση.
      Ευτυχώς έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, ο Τριστάνο στρέφεται σε μένα. «Σίγουρα δεν σε πείραξε;» λέει, «εάν σου έκανε κάτι, πες το μου».
      Τον κοιτάζω προσπαθώντας να κατανοήσω το βλέμμα του. Φαίνεται θυμωμένος και έτοιμος να λάβει δράση. Γιατί; Γιατί θέλει τόσο να με υπερασπιστεί; Και γιατί εγώ νιώθω την καρδιά μου να ανεβάζει τόσο γρήγορα ρυθμούς; Είναι ένας από τους τρείς αντιπάλους μου, δεν θα έπρεπε να νιώθω έτσι, ούτε κι εκείνος θα έπρεπε να μου φέρεται τόσο προστατευτικά. 
     «Δεν έκανε τίποτα» λέω τελικά. Μια λάμψη απογοήτευσης και καθησυχασμού περνάει φευγαλέα απ’ το πρόσωπο του, αλλά είναι τόσο σύντομη που δεν είμαι καν σίγουρη αν όντως υπήρξε. 
     «Τώρα που πήρες απαντήσεις» πετάγεται ο Κόνορ, «γιατί δεν την κάνεις από εδώ;»
     Ο Τριστάνο σφίγγει τις γροθιές του και κάνει να τον χτυπήσει, αλλά τον τραβάω προς τα πίσω. Τα χέρια μου τυλίγονται γύρω από τους αγκώνες του και στη συνέχεια κατεβαίνουν προς τις κλειστές του παλάμες. «Ηρέμισε» του ψιθυρίζω στο αφτί και αμέσως ολόκληρο το σώμα του χαλαρώνει. Οι παλάμες του ανοίγουν και τα δάκτυλα μας πλέκονται μεταξύ τους. Απομένουμε σ’ αυτή τη στάση για μια στιγμή, προτού εγώ απομακρυνθώ σαστισμένη. Τι στο καλό ήταν αυτό; 
     Κάνω δύο βήματα πίσω κι έρχομαι στην ίδια ευθεία με τον Κόνορ. Καταπίνω με δυσκολία καθώς αισθάνομαι ακόμη το απαλό του δέρμα να έρχεται σε επαφή με το δικό μου. 
     «Δεν φεύγω χωρίς την Καρίνα» λέει ο Τριστάνο. Το πρόσωπο του  καλύπτεται από ουδετερότητα. Αναρωτιέμαι πως καταφέρνει να κρύβει πάντα τόσο εύκολα τα συναισθήματά του. 
      «Μπορείς να μείνεις εδώ όσο εμείς θα φεύγουμε» τον ειρωνεύεται ο Κόνορ, αλλά ο Τριστάνο έχει αρχίσει να χάνει την υπομονή του. 
      «Αναρωτιέμαι τι απέγινε το κουταβάκι που συναντήσαμε στην ημέρα γνωριμίας» λέει απευθυνόμενος σε μένα, «μάλλον παραήταν απροστάτευτο και χάθηκε στο δάσος».  
      Μετά βίας συγκρατώ ένα χαμόγελο. Ο Τριστάνο φαίνεται να το προσέχει και μου ρίχνει ένα βλέμμα όλο νόημα.
      «Ίσως να έκανες λάθος και να μην…» λέει ο Κόνορ, αλλά σηκώνω το χέρι μου πριν ολοκληρώσει. 
      «Θα φύγω μόνη» ανακοινώνω. Τα μάτια τους στρέφονται πάνω μου και με κοιτάζουν επίμονα. 
      «Όχι, δεν έχεις να πας πουθενά» αρχίζουν και οι δύο να παραπονιούνται και ειλικρινά δεν έχω ιδέα αν πρέπει να φύγω ή να βάλω τα γέλια. 
      Τελικά αποφασίζω πως ήρθε η ώρα να φύγω. Παίρνω βιαστικά τα πράγματά μου και αρχίζω να τρέχω πάνω στην άμμο προς την κατεύθυνση του σπιτιού μου. Δυστυχώς δεν έχω διασχίσει ούτε τη μισή απόσταση όταν ο Τριστάνο με αρπάζει από τη μπλούζα και με γυρίζει έτσι ώστε να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Αισθάνομαι τη λαχανιασμένη του ανάσα στο μέτωπό μου και τα δυνατά χέρια του γύρω από τη μέση μου. Απαγορεύετε, υπενθυμίζω στον εαυτό μου, ωστόσο το σώμα μου αρνείται να απομακρυνθεί. 
      Ρίχνω μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο του. Ο Κόνορ έχει γίνει άφαντος.       «Τι συμβαίνει;» ρωτάει δίχως να απομακρύνει τα χέρια του, «γιατί θέλεις να φύγεις;» 
      Τα χέρια μου είναι εγκλωβισμένα ανάμεσά μας, εάν θέλω μπορώ άνετα να δραπετεύσω. Όμως, η αλήθεια είναι πως δεν θέλω. Μ’ αρέσει  ο τρόπος που το σώμα μου είναι κολλημένα στο δικό του και που τα χείλη μας απέχουν μόλις μερικά εκατοστά. 
      «Το έσκασα απ’ το σπίτι» ψελλίζω. Ανασηκώνει τα φρύδια και με παρατηρεί ανέκφραστος. Το κενό του βλέμμα, με κάνει να συνειδητοποιήσω πόσο ανώριμη είναι η πράξη μου.  
      «Και γιατί το έσκασες από το σπίτι;». Ανασηκώνω τους ώμους.
      «Δεν ξέρω» λέω, «ίσως επειδή είμαι χαζή». Τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου.
      «Δεν είσαι χαζή» λέει με απίστευτη σοβαρότητα, λες και με ξέρει τόσο καλά που μπορεί να μιλήσει με σιγουριά για τον χαρακτήρα μου. Αυτό με εκνευρίζει. Πιέζω τα χέρια μου στο στέρνο του και εκείνος με απελευθερώνει από την αγκαλιά του. 
      «Καλύτερα να πηγαίνω» του αποκρίνομαι. 
      «Και που ακριβώς θα πας; Αφού δεν έχεις μέρος να μείνεις» 
      Αναστενάζω. Φυσικά, έπρεπε να μου υπενθυμίσει την απαίσια κατάσταση στην οποία βρίσκομαι. 
      «Καρίνα» λέει και παίρνει ο χέρι μου μέσα στο δικό του δίχως δισταγμό, «καλύτερα να επιστρέψεις σπίτι». 
      «Και ποιος είσαι εσύ που θα με συμβουλέψεις;» τραβάω το χέρι μου και του γυρίζω την πλάτη. Συνεχίζω να περπατάω προς το σπίτι, παρόλο που δεν σκοπεύω να πάω εκεί. 
      «Ένας φίλος» μου απαντά καθώς βηματίζει πλάι μου. Ξεφυσάω.
      «Δεν είσαι φίλος μου!» του φωνάζω καρφώνοντας τα μάτια μου απειλητικά στα δικά του, «Είσαι αντίπαλός μου!». 
      Δεν λέει τίποτα έτσι εγώ κάνω στροφή και φεύγω. Δεν με ακολουθεί. 

                                                                         ***

Κατσαδιάζω τον εαυτό μου όση ώρα κάνω κύκλους γύρω από την παραλία προσπαθώντας να σκεφτώ που θα πάω. Μια γυναίκα με κοντοκουρεμένα, πυρόξανθα μαλλιά, με κοιτάζει εξεταστικά κάθε φορά που περνάω από μπροστά της, λες και προσπαθεί να κατανοήσει τις κινήσεις μου. Τα μάτια της στέκονται επίμονα πάνω μου για αρκετή ώρα. Μοιάζει σαν να προσπαθεί να θυμηθεί που με έχει ξαναδεί. Την αγνοώ για τρίτη συνεχόμενη φορά και κάνω άλλον ένα κύκλο γύρω από τη θάλασσα. 
      Έχει αρχίσει να βραδιάζει και ο ουρανός βάφεται με μια απαλή απόχρωση του ροζ καθώς ο ήλιος χάνεται στο βάθος του ορίζοντα. Τυλίγω σφιχτά την ζακέτα γύρω μου προσπαθώντας να προστατευτώ από τις κρύες, ανοιξιάτικες ριπές αέρα. Τα κύματα της θάλασσας έχουν βρει έναν σταθερό ρυθμό καθώς σκάνε συνεχώς στο ίδιο σημείο, καταβρέχοντας τους  απαλούς κόκκους άμμου που τα περικυκλώνουν. Αισθάνομαι τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Αναλογίζομαι τα λόγια που πέταξα στους γονείς μου και στον Τριστάνο. Πόσο ηλίθια και ανώριμα φέρθηκα. 
      Αναστενάζω ενώ ο κόμπος στο στομάχι μου σφίγγετε απελπιστικά πολύ και απειλεί να με αποτελειώσει. Ένα δάκρυ καταφέρνει να απελευθερωθεί και κατρακυλάει με αργούς ρυθμούς πάνω στο μάγουλό μου. Τελικά είμαι αδύναμη και ευάλωτη. 
      Καθώς στέκομαι ακίνητη καταμεσής της παραλίας, δύο χέρια σφραγίζουν τα μάτια μου. Πετάγομαι ξαφνιασμένη και προσπαθώ μάταια να απομακρύνω τις άγνωστες παλάμες απ’ το πρόσωπό μου. 
      «Ποιος είναι;» ρωτάει μια οικεία φωνή. Αμέσως παύω να πολεμάω και αφήνω τα χέρια μου να πέσουν στα πλευρά μου. 
      «Οριάνα» λέω με σιγουριά. Οι υγρές της παλάμες απομακρύνονται απ’ τα μάτια μου κι εγώ ανοιγοκλείνω μερικές φορές τα ματόφυλλά μου. 
      «Σωστά». Γυρίζω προς το μέρος της και σταυρώνω τα χέρια.
      «Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρωτάω ενώ σκέφτομαι πως είμαι απίστευτα τυχερή. 
      «Ήρθα να σε πάρω» απαντάει με σοβαρό ύφος. Περνάει το χέρι της γύρω από το δικό μου πιάνοντας με αγκαζέ, ενώ προσθέτει: «Έμαθα ότι έφυγες από το σπίτι». 
       Παίρνω μια βαθιά ανάσα και λέω: «Ναι, φαντάζομαι είναι το γεγονός της ημέρας»
       Η Οριάνα ξεσπάει σε γέλια και με παρακινεί να περπατήσω. «Βασικά, με πήραν τηλέφωνο οι γονείς σου και μου είπαν τι συνέβη. Έβαλα ανθρώπους να σε ψάξουν και τελικά…» με δείχνει με το χέρι της, «ναι σαι». 
     Της ρίχνω ένα λοξό χαμόγελο, ενώ προσπαθώ να σκεφτώ ποιος από τους γονείς μου έκανε την πρώτη κίνηση για να βρεθώ.
     «Η μητέρα μου σε πήρε, έτσι δεν είναι;» ρωτάω μόλις ολοκληρώνω τις σκέψεις μου. 
      Και ενώ μέσα μου νιώθω πληγωμένη για την αδιαφορία του πατέρα μου, η Οριάνα λέει: «Για την ακρίβεια, ο πατέρας σου». Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου. 
      «Αλήθεια, τι έπαθε το πιγούνι σου;» ρωτάει πριν προλάβω να μιλήσω.
      «Μεγάλη ιστορία». Επικεντρώνω την προσοχή μου στον ορίζοντα και τη νοητή γραμμή που διαχωρίζει τον ουρανό απ’ τη θάλασσα. Μακάρι να μπορούσα να πάρω πίσω όλα όσα είπα στον Τριστάνο. Αναριγώ καθώς φέρνω στη μνήμη μου το απαλό του άγγιγμα. Εύχομαι να είχα τη δύναμη να πάω πίσω τον χρόνο και αντί να του πετούσα ηλιθιότητες, να τον φιλούσα.  
      Μα τι σκέφτομαι, για άλλη μια φορά κατσαδιάζω τον εαυτό μου. Όλα όσα διαδραματίστηκαν σήμερα, ήταν ένα τεράστιο λάθος. 
     Η Οριάνα αφήνει το χέρι μου και με κοιτάει συγκαταβατικά. «Καλύτερα να πηγαίνω» λέει. Την κοιτάζω απορημένη, ωστόσο ακλουθώντας το βλέμμα της, εντοπίζω τον πατέρα μου να στέκεται λίγα μέτρα πιο πέρα. 
      Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνουν ρυθμούς, καθώς τον βλέπω  να  έρχεται προς στο μέρος μου. Χώνω τα χέρια μέσα στις τσέπες της ζακέτας και καρφώνω το βλέμμα μου στον πλέον, σκοτεινό ουρανό. 
      «Καρίνα…» ξεκινάει, αλλά η φωνή του κομπιάζει. Του ρίχνω μια φευγαλέα ματιά και αναστενάζω. Δεν θα τον αφήσω να απολογηθεί, τουλάχιστον όχι προτού το κάνω εγώ. 
      Γυρίζω προς το μέρος του και τον κοιτάζω μέσα στο βαθυγάλανα μάτια του, τα οποία είναι περικυκλωμένα από μαύρους κύκλους και ρυτίδες.
      «Συγγνώμη» λέω, «δεν έπρεπε να φερθώ έτσι, ήταν μια πράξη ανωριμότητας». Με παρατηρεί ανέκφραστος. Του πιάνω το χέρι και το σφίγγω, ενώ ταυτόχρονα συγκρατώ τα δάκρυά μου. 
      «Απλώς θέλω να γνωρίζω τι συμβαίνει στη ζωή μου, σε παρακαλώ, κατάλαβέ με». Δεν λέει τίποτα στην αρχή. Περιμένω να με επιπλήξει και στη συνέχεια να μου ανακοινώσει την τιμωρία μου. Ωστόσο το μόνο που κάνει, είναι να με αγκαλιάσει. 
      Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και χώνει το πρόσωπό του μέσα στα μαλλιά μου. «Συγχώρεσε με» ψελλίζει. Ξαφνικά, αισθάνομαι το κορμί μου παγωμένο. Ασυναίσθητα, τυλίγω κι εγώ το χέρι μου γύρω του. Παρόλο που το σώμα μου βρίσκεται στην παραλία, το στρατηγείο του Νερού, το μυαλό μου ταξιδεύει σε μια έντονη ανάμνηση. 

                                                                         ***

«Μπαμπά!» φώναξα με όλη μου τη δύναμη. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο. Εγώ μέσα σε ένα θεοσκότεινο δωμάτιο γεμάτο υγρασία, να αιμορραγώ από τα βασανιστήρια του Φράνκ. 
      Προσπάθησα να ηρεμίσω έτσι ώστε να καταφέρω να σκεφτώ λογικά, ωστόσο ο πόνος που διαπερνούσε όλο μου το σώμα, δεν μου έδινε τέτοιο περιθώριο. Το χέρι μου ούρλιαζε στην κυριολεξία και παρακαλούσε να δεχθεί ιατρική βοήθεια. Τα μάτια μου δεν σταματούσαν ούτε στιγμή να τρέχουν και να βρέχουν τα μάγουλά μου. Ένιωθα τα δάκρυα να φτάνουν αλμυρά στη γλώσσα μου, ενώ παράλληλα ρουφούσα τη μύτη επιχειρώντας να σταματήσω τα αναφιλητά μου. 
      «Βοήθεια!» φώναξα, τσίριξα, παρακάλεσα. Τίποτα. Ήθελα να ξανά λιποθυμήσω, τουλάχιστον τότε δεν θα υπέφερα τόσο. Δεν είχα ιδέα που ήταν ο Φράνκ και αν σκόπευε να γυρίσει. Και στην τελική, τι να έβλεπε; Έμοιαζα περισσότερο με πτώμα παρά με ζωντανό άνθρωπο. 
      Άκουσα το πόμολο της πόρτας να γυρίζει και αμέσως η καρδιά μου βάλθηκε να χτυπά. Προσπάθησα να αγνοήσω τον ανυπόφορο πόνο και να εστιάσω την ακοή μου στον ήχο, αλλά δεν τα κατάφερνα και με τεράστια επιτυχία. Πονούσα παντού. 
      «Καρίνα;» άκουσα μια αντρική φωνή. Μου ήταν απίστευτα οικεία, ωστόσο ο πόνος ήταν σε τέτοιο σημείο που δεν μου επέτρεπε να αντιληφτώ το οτιδήποτε. Έβηξα για να δώσω σημεία ζωής. Όποιος κι αν ήταν, δεν ήταν σίγουρα ο Φράνκ. 
      «Ω θεέ μου» τον άκουσα να αναφωνεί. Άκουσα βήματα και στη συνέχεια ένιωσα δύο δυνατά χέρια να τυλίγονται γύρω μου. Ξεροκατάπια. Ο πατέρας μου είχε έρθει να με σώσει. 
      Τον άκουγα να κλαίει βουβά και παρά την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, έγειρα πάνω του ανταποδίδοντας του κατά κάποιο τρόπο την αγκαλιά. 
       «Συγχώρεσε με» ψέλλισε χώνοντας το πρόσωπό του μέσα στα μαλλιά μου.  

                                                                         ***

Ακριβώς όπως τότε και σήμερα, μου ζήτησε να τον συγχωρέσω κλείνοντας με μες στην αγκαλιά του. Δεν ήταν τυχαία κίνηση. Το έκανε επειδή αισθάνθηκε πως με χάνει. Και πριν δύο χρόνια ένιωσε ακριβώς το ίδιο συναίσθημα, μόνο που τότε ήταν πιο άσχημο γιατί κινδύνεψε η ζωή μου. Δεν το είχα καταλάβει, αλλά… η σημερινή μου πράξη, ήταν ότι χειρότερο θα μπορούσα να του έχω κάνει. 


Δέσποινα Χρ.