Τα τέσσερα στοιχεία (Κεφάλαιο 12)

Βάζω τη στολή και κοιτάζομαι στον καθρέφτη επικεντρώνοντας κυρίως την προσοχή μου στο σχεδόν τρομοκρατημένο μου πρόσωπο. Ξύπνησα πριν μόλις πέντε λεπτά κι όμως τίποτα πάνω μου δεν μοιάζει να κοιμάται. Είμαι τελείως ξύπνια, ενώ το μυαλό μου δουλεύει συνεχώς. Προσπαθώ να πείσω τον ίδιο μου τον εαυτό να πάψει να φοβάται και να πιστέψει πως όλα θα πάνε καλά. Θα καταφέρω να μείνω σταθερή, θα βγω νικήτρια από αυτή τη μάχη και θα εξασφαλίσω την πρώτη θέση στα στοιχήματα των θεατών. Τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.
Βρίσκομαι σε ένα μικρό τροχόσπιτο στο στρατόπεδο των Μετοίκων, ακριβώς έξω από το πεδίο οπού θα διεξαχθεί η μάχη. Όλοι οι Ξεχωριστοί είναι εδώ από την προηγούμενη νύχτα. Έπρεπε να είμαστε εδώ έτσι ώστε να μην έρθουμε σε επαφή με κάποιο από τα μέλη. Τι ανόητο να θεωρούν πως μια άσχημη κουβέντα από μέρους τους θα μας οδηγήσει στην αποτυχία. Ξεφυσάω, πιάνω τα μαλλιά μου σε μια ψιλή αλογοουρά και αφού σιγουρεύομαι ότι φαίνεται το σύμβολο του Νερού, βγαίνω από το τροχόσπιτο.
Αμέσως το βλέμμα μου συναντά το δυνατό φως του ήλιου. Σμίγω τα φρύδια και κατεβάζω το κεφάλι επιχειρώντας να σταματήσω τις εκτυφλωτικές αχτίνες απ’ το να έρχονται σε επαφή με τα μάτια μου. Ποτέ μου δεν αγάπησα τη μέρα, αντιθέτως λατρεύω από μικρή το σκοτάδι που μας προσφέρει η νύχτα.
«Καλημέρα θεά μου» λέει η Οριάνα μόλις φτάνω στο πλευρό της. Μου τη δίνει να με αποκαλεί έτσι, αλλά δεν πρόκειται να το σχολιάσω αυτή τη στιγμή.
«Καλημέρα» της αποκρίνομαι με θλιμμένο ύφος. Περιμένω να με καθησυχάσει ή καλύτερα περιμένω να με συμβουλεύσει και να με πείσει πως όλο αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ανησυχώ. Ωστόσο εκείνη μου ρίχνει ένα λοξό χαμόγελο και συνεχίζει να ασχολείται με το στήσιμο ενός πάγκου.
«Αμάν πια» λέω μέσα από τα δόντια μου και φεύγω τρέχοντας για το δάσος που προεκτείνεται πίσω από το φράχτη της μάχης. Δεν σκέφτομαι που ακριβώς πηγαίνω, απλώς ελπίζω πως μια μικρή βόλτα θα με βοηθήσει να ηρεμίσω και να δω τα πράγματα πιο θετικά.
Μόλις φτάνω στην αρχή των δέντρων, παύω να τρέχω και συνεχίζω περπατώντας. Τα μάτια μου επεξεργάζονται τα φύλλα των δέντρων καθώς κουνιούνται με το φύσημα του αέρα. Κλείνω τα μάτια και αφουγκράζομαι τον γλυκό ήχο των πουλιών που κελαηδούν μελωδικά γύρω μου. Φέρνω στο νου μου το κρυφό ραντεβού με τον Τριστάνο την προηγούμενη νύχτα.

«Πάμε» είπε ρίχνοντας βιαστικές ματιές πίσω του. Είχα μόλις βάλει τις πιτζάμες μου και ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ.
«Είσαι τρελός; Που να πάμε βραδιάτικα;»
«Καρίνα, σταμάτα τις ερωτήσεις κι έλα».
«Μα είμαι με τις πιτζάμες, δεν γίνεται» είπα ενώ από μέσα μου εκτυλισσόταν μια μάχη ανάμεσα στο σωστό και το λάθος. Παρόλο που ήταν θεοσκότεινα, κατάφερα να δω τις άκρες των χειλιών του να στρέφονται προς τα πάνω.
«Ακόμη καλύτερα» είπε. Απέμεινα να τον κοιτάζω με απορία.
«Τριστάνο, ειλικρινά δεν ξέρω τι εννοείς. Απλώς φύγε σε παρακαλώ, δεν γίνεται να πάμε πουθενά όλο και κάποιος θα μας δει».
Γέλασε σιγανά, «δεν με εμπιστεύεσαι;».
Ξεροκατάπια μερικές φορές προσπαθώντας να βρω λόγια, τελικά είπα: «Φυσικά και σε εμπιστεύομαι».
Τον είδα να χαμογελά, έμοιαζε ανακουφισμένος.
«Τότε έλα μαζί μου Καρίνα» είπε και μου έτεινε το χέρι.
Ένευσα και έπιασα το χέρι του αρνούμενη να σκεφτώ τι είναι σωστό και τι λάθος, απλώς ακολούθησα το έντονο συναίσθημα που μου έσφιγγε την καρδιά.
«Πάμε» είπα.

Εντοπίζω το πεσμένο δέντρο που χρησιμοποιήσαμε ως κάθισμα την προηγούμενη νύχτα και αυτόματα τα πόδια μου κατευθύνονται προς το μέρος του. Κάθομαι στον κορμό και με το χέρι μου ψηλαφίζω την σκληρή επιφάνεια του. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως ένα απλό δέντρο θα με έκανε τόσο ευτυχισμένη, ωστόσο το χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό μου δεν παύει να αποδεικνύει το λάθος μου.

«Πρόσεχε» είπε ο Τριστάνο καθώς περνούσαμε ανάμεσα σε ξεριζωμένα χόρτα και λουλούδια. Είχα το βλέμμα μου καρφωμένο στο έδαφος μολονότι δεν μπορούσα να δω ούτε τη μύτη μου.
«Που πάμε;» ρώτησα όντας σίγουρη πως είχαν περάσει περισσότερο από είκοσι λεπτά από την ώρα που φύγαμε.
«Μπορείς να μην κάνεις ερωτήσεις και απλώς να με εμπιστευτείς;». Δεν είπα τίποτα, προφανώς είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τις ερωτήσεις μου. Συνεχίσαμε να περπατάμε χέρι χέρι, ώσπου φτάσαμε μπροστά από ένα πεσμένο δέντρο. Αυτό το σημείο του δάσους δεν περιβαλλόταν από πολλά δέντρα, έτσι το φεγγάρι εισέβαλε με άνεση στην τριγύρω περιοχή δίνοντας χρώμα στη μαυρίλα της νύχτας.
Καθίσαμε στον κορμό και αρχίσαμε να συζητάμε για όλη μας τη ζωή. Διηγηθήκαμε ο ένας στο άλλο τα γεγονότα που στιγμάτισαν τα παιδικά μας χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που μπόρεσα να μιλήσω ελεύθερα για τα αισθήματά μου και το πόσο πόνο μου προκάλεσε η όλη διαδικασία της εκπαίδευσης. Κι εκείνος φάνηκε να ανακουφίζεται καθώς μου μιλούσε για τους γονείς και τους εκπαιδευτές του. Η βία ήταν το πρώτο πράγμα που έμαθε, όμως κατάφερε να το απωθήσει από τον εαυτό του και να γίνει ένας καλός και σωστός άνθρωπος.
«Είσαι υπέροχος» του είπα όταν φεύγαμε. Έσφιξα το χέρι του και έγειρα πάνω στον ώμο του νιώθοντας ασφάλεια.
«Καρίνα…» είπε διστακτικά. Δεν μίλησα, περίμενα να ολοκληρώσει.
«δεν πρόκειται να σου κάνω κακό στη μάχη». Ένας κόμπος κατακάθισε στο λαιμό μου, έκλεισα τα μάτια και αρνήθηκα να σκεφτώ όλα όσα θα συμβούν.
«Το ξέρω».
Δεν είπε τίποτα για την υπόλοιπη διαδρομή.

Επιστρέφω στους εκπαιδευτές μετά από μισή ώρα νιώθοντας αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Είμαι βέβαιη πως όλα θα πάνε καλά.
«Που ήσουν τόση ώρα;» ρωτάει η Οριάνα εμφανώς εκνευρισμένη.
«Έκανα μια βόλτα»
«Δεν είναι ώρα για βόλτες, Καρίνα. Γίνεται χαμός στις κερκίδες. Οι θέσεις δεν επαρκούν και όλοι έχουν αρχίσει να παραπονιούνται στους υπεύθυνους».
«Και γιατί υποτίθεται πως με νοιάζει εμένα αυτό;» λέω σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος.
«Γιατί στο τέλος δεν θα υπάρχει θέση ούτε για σένα και θα αναγκαστείς να περιμένεις στο τροχόσπιτο»
Αναστενάζω, «ωραία τι θέλεις να κάνω;»
«Απλώς πήγαινε να κάτσεις στη θέση σου»
«Μα θέλει ακόμη δύο ώρες για να αρχίσει η μάχη» παραπονιέμαι, ωστόσο ξέρω πως δεν ωφελεί.
«Τότε μείνω εδώ και όση ώρα οι υπόλοιποι Ξεχωριστοί παρακολουθούν τον αγώνα, εσύ κοιμήσου στο τροχόσπιτο ολομόναχη».
Ξεφυσάω, «καλά πηγαίνω» λέω και κατευθύνομαι προς το σημείο των θεατών.
Φτάνοντας στις κερκίδες μένω με το στόμα ανοιχτό. Άνθρωποι έχουν κατακλύσει κάθε εκατοστό των κερκίδων κόβοντας την ροή της κυκλοφορίας και εμποδίζοντας με να περάσω. Παιδιά τρέχουν πάνω κάτω προσπαθώντας να βρουν τους γονείς τους μέσα στο πλήθος, ενώ ηλικιωμένοι στριμώχνονται σε σημείο απελπισίας προσπαθώντας να βρουν την έξοδο.
Αποστρέφω το βλέμμα μου από όλο εκείνο το χάος στρυμωγμένων ανθρώπων και το καρφώνω στο σημείο της μάχης. Είναι ένας κυκλικός χώρος, περιφραγμένος από ασημένια κάγκελα. Κάγκελα, σκέφτομαι. Γιατί βάλανε κάγκελα; Για να απομονώσουν τον κόσμο ή για να απομονώσουν εμάς;
Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ την απάντηση, κάποιος πέφτει επάνω μου με δύναμη ρίχνοντας με στην πλάτη ενός υπεύθυνου. Πιάνω το κεφάλι μου και ζητάω συγνώμη. Εάν αυτό συνεχιστεί, τότε θα υπάρξουν σίγουρα τραυματίες. Με την οργή να συσσωρεύεται μέσα μου σπρώχνω όποιον βρίσκεται μπροστά μου και κατευθύνομαι στη μικρή σκηνή που υπάρχει μπροστά από το πεδίο της μάχης. Κάποιος πρέπει να σταματήσει όλη αυτή τη φασαρία.
Ανεβαίνω στη σκηνή και αρπάζω το μικρόφωνο. Βλέπω τον Φράνκ να κατευθύνεται εξαγριωμένος προς το μέρος μου, ωστόσο αυτή τη φορά δεν θα του επιτρέψω να με ακουμπήσει.
«Σταματήστε!» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. Τίποτα. Σφίγγω το μικρόφωνο τόσο δυνατά που τα δάκτυλά μου γίνονται κάτασπρα. Όλος αυτός ο κόσμος φέρεται σαν υπνωτισμένος. Όλοι έχουν τυφλωθεί από τον ενθουσιασμό τους που θα παρακολουθήσουν για πρώτη φορά ένα τόσο μεγάλο θέαμα, που προτιμούν τη βία απ’ το να περιμένουν να βρεθεί μια λύση.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αφήνω το μικρόφωνο. Αφού δεν καταλαβαίνουν με το καλό… Κλείνω τα μάτια και ενεργοποιώ τις δυνάμεις μου. Ανοίγω τις παλάμες μου και τις σηκώνω ευθεία μπροστά στοχεύοντας τον κόσμο. Κρατάω την ανάσα μου και απελευθερώνω κρύο νερό. Ακούω μερικές φωνές, ωστόσο δεν ανοίγω τα ματόφυλλά μου, απλώς χαμογελάω. Περιμένω να σταματήσουν οι ομιλίες και όταν το μόνο που ακούω είναι τσιρίδες, κατεβάζω τα χέρια και κοιτάζω τριγύρω. Όλοι έχουν στραμμένη την προσοχή τους επάνω μου.
Μαζεύοντας όσο κουράγιο διαθέτω, παίρνω το μικρόφωνο και λέω: «Ονομάζομαι Καρίνα ΝτιΦράι, είμαι μια από τους τέσσερις Ξεχωριστούς του Νερού και βρίσκομαι εδώ για να πολεμήσω έναν από τους δύο Θεούς Ηγέτες του στοιχείου μου», κάνω μια παύση κι έπειτα συνεχίζω.
«Εσείς βρίσκεστε εδώ για να παρακολουθήσετε αυτή τη μάχη και να σχηματίσετε γνώμη για τον κάθε Ξεχωριστό. Επίσης με βάση τα όσα θα δείτε, θα βάλετε στοιχήματα για το ποιος θα καταφέρει να αναδειχθεί ως Θεός Ηγέτης στις μάχες που θα ακολουθήσουν τις υπόλοιπες εβδομάδες. Άρα λοιπόν, για να μην διωχθούν από το χώρο όσοι δεν έχουν θέση, θα σας παρακαλέσω να πάτε στο πίσω μέρος των κερκίδων και να περιμένετε έως ότου φέρουν καρέκλες οι υπεύθυνοι». Βλέπω κάποιους να κατανεύουν και να πραγματοποιούν αυτό που μόλις τους ανέθεσα.
«Δεν θέλουμε να υπάρξουν τραυματισμοί γι’ αυτό σας παρακαλώ μην σπρώχνετε. Ευχαριστώ» λέω και αφού αφήνω το μικρόφωνο, κατεβαίνω από τη σκηνή.
Ο Φράνκ περιμένει λίγο πιο πέρα έχοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Θα τον αγνοούσα, ωστόσο δεν θέλω να νομίζει ότι τον φοβάμαι.
«Τι έκανες μόλις τώρα;» λέει με σιγανή φωνή. Αναστενάζω.
«Εσένα σαν τι σου φάνηκε ότι έκανα; Έβαλα τάξη σ’ όλο αυτό το χάος». Με κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια, αλλά το βλέμμα του δεν φαίνεται να κρύβει τη συνηθισμένη μοχθηρία του. Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι υποκρίνεται, όταν μιλάει.
«Μπράβο» λέει με υπερηφάνεια. Τα χείλη σχηματίζουν ένα τρεμάμενο χαμόγελο κι εγώ ανοιγοκλείνω τα μάτια μου για να σιγουρευτώ ότι δεν είδα λάθος.
Αφού καταφέρνω να κλείσω το στόμα μου που χάσκει, λέω: «Ευχαριστώ πολύ δάσκαλε».
Μου σφίγγει τον ώμο και απομακρύνεται.


***


Μετά από τρείς ώρες κάθομαι στην πρώτη γραμμή κερκίδων ανάμεσα στον Τριστάνο και τον Κόνορ. Έχουν μονομαχήσει όλοι οι Ξεχωριστοί των άλλων στοιχείων και από το δικό μας απομένουν εγώ και ο Τριστάνο. Ο Κόνορ νίκησε, ενώ η Σύνθια βρίσκεται στο πεδίο και πολεμάει ενάντια στον Μάρκους Έλτον.
Παρακολουθώ την κοπέλα να σωριάζεται για εκατοστή φορά στο έδαφος, όμως για άλλη μια φορά δεν τα παρατάει. Σηκώνεται με δυσκολία και επιχειρεί να ρίξει νερό προς το μέρος του Ηγέτη. Δυστυχώς, εκείνος με μια γρήγορη κίνηση την αρπάζει από τους καρπούς και την πετάει πίσω στα κάγκελα. Πέφτει με δύναμη πάνω τους και αφήνει μια κραυγή τόσο οδυνηρή και τόσο απελπισμένη που μου ξεριζώνει την καρδιά. Εύχομαι να μην σηκωθεί και να λήξει την μάχη εκεί, ωστόσο ο εγωισμός της είναι τεράστιος. Κάνει μια τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια να χτυπήσει τον Μάρκους και τελικά πέφτει στο έδαφος μισολιπόθυμη.
«Δεν μπορώ» λέω σιγανά.
«Όλα θα πάνε καλά» προσπαθεί να με καθησυχάσει ο Τριστάνο, όμως αυτό είναι αδύνατον πλέον.
Την ώρα που ένα φορείο μεταφέρει τη Σύνθια στο ιατρείο, ο εκφωνητής αναγγείλει το επόμενο όνομα.
«Τριστάνο Αζόρ εναντίον Ελίζαμπεθ Άλεν». Τον παρακολουθώ να σηκώνεται από τη θέση του και παρότι στη αρχή νόμιζα ότι δεν είχε καθόλου άγχος, τώρα αντιλαμβάνομαι ότι ανησυχεί περισσότερο κι από εμένα.
Λίγο προτού απομακρυνθεί του πιάνω το χέρι. Με κοιτάζει στα μάτια και μολονότι η προσοχή όλων είναι στραμμένα πάνω μας, ανοίγω το στόμα και με τα χείλη μου σχηματίζω τη λέξη «Σ’ αγαπώ». Γνέφει και αφήνει το χέρι μου.
Τον παρακολουθώ καθώς κατευθύνεται στο κέντρο του κύκλου. Δεν κοιτάζει κανέναν, η προσοχή του είναι στραμμένη ευθεία μπροστά, μοιάζει να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Θα είχα πειστεί εάν δεν είχα κοιτάξει τα μάτια του. Ήταν πανικόβλητος, είχε καταλειφθεί από φόβο. Τον φόβο της ήττας και της αποτυχίας. Απέναντί του η Ελίζαμπεθ χαμογελάει έχοντας το κεφάλι υψωμένο, δεν έχει ίχνος φόβου επάνω της παρόλο που θα πολεμήσει για πρώτη φορά.
Η καρδιά μου χτυπά με γοργούς ρυθμούς, νιώθω τα χέρια μου να ιδρώνουν. Στριφογυρίζω μανιασμένα την άκρη της γαλάζιας μπλούζας μου δίχως να μπορώ να σταματήσω. Η εικόνα όλων των ηττημένων που κείτονταν στο βρώμικο χώμα δεν παύει να στριφογυρίζει στο μυαλό μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και χώνω τα χέρια μου στις τσέπες της δερμάτινης ζακέτας, πιστεύοντας πως κατά αυτόν τον τρόπο θα πάψουν να τρέμουν. Μακάρι να μην ήμουν τόσο αγχώδης άνθρωπος.
«Η μάχη ξεκινά… τώρα!» φωνάζει ο εκφωνητής μέσα από το μικρόφωνο και αμέσως πέφτει νεκρική σιγή. Οι συνομιλίες σταματούν και τα μάτια όλων καρφώνονται στους δύο αντιπάλους.
Βλέπω τον Τριστάνο να στέκεται στην θέση του περιμένοντας την κίνηση της Ελίζαμπεθ. Τα μάτια μου πηγαινοέρχονται αναμεσά τους προσπαθώντας να καταλάβω τι σκέφτονται και ποια τακτική σκοπεύουν να ακολουθήσουν. Ρίχνω μια ματιά τριγύρω και παρατηρώ πως όλοι παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα. Τη στιγμή που πάω να γυρίσω το πρόσωπό μου, ακούγεται ένας δυνατός κρότος και το σημείο οπού στεκόταν ο Τριστάνο γεμίζει ομίχλη. Πετάγομαι απ’ τη θέση μου πανικόβλητη και με το βλέμμα μου αναζητώ το όμορφο πρόσωπό του.
«Καρίνα, κάθισε κάτω» λέει ο Κόνορ τραβώντας με από το μανίκι. Στην αρχή δεν του δίνω σημασία, αλλά όταν στη συνέχεια ένας μεγαλόσωμος άντρας σηκώνεται όρθιος για να παραπονεθεί ότι του κόβω τη θέα, κάνω αυτό που μου είπε δίχως αντιρρήσεις.
«Ηρέμισε, εκεί είναι ο Τριστάνο» λέει και τείνει το χέρι του προς την άκρη των κάγκελων. Του νεύω με ευγνωμοσύνη και επαναφέρω την προσοχή μου στην Ελίζαμπεθ.
Τρέχει με φόρα προς το μέρος του και ενώ είμαι σίγουρη ότι σκοπεύει να τον χτυπήσει με το σώμα της, εκείνη σηκώνει το χέρι την τελευταία στιγμή και του πετάει τεράστια κομμάτια γυαλιστερού, μυτερού πάγου. Η κίνηση της τον βρίσκει απροετοίμαστο, ωστόσο καταφέρνει να αμυνθεί δημιουργώντας ένα τεράστιο παγόβουνο ως ασπίδα. Την ώρα που ο πάγος χτυπάει το παγόβουνο, ο Τριστάνο τρέχει πίσω της και της βάζει τρικλοποδιά ρίχνοντας την στο έδαφος. Πριν καν προλάβω να αντιληφθώ τι έχει συμβεί, σηκώνει το χέρι του και καλύπτει το σώμα της με πάγο βγάζοντάς την εκτός μάχης. Την παρακολουθώ να χτυπιέται προσπαθώντας να απελευθερωθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει.
Ακούω χειροκροτήματα και μόνο τότε συνειδητοποιώ ότι ο Τριστάνο νίκησε. Πετάγομαι από τη θέση μου και αρχίζω να φωνάζω με ενθουσιασμό χοροπηδώντας πάνω κάτω. Δίπλα μου ο Κόνορ σηκώνεται κι αυτός και παίρνει μέρος στο χειροκρότημα χαρίζοντάς μου ένα πλατύ χαμόγελο.
Στο πεδίο της μάχης καταφθάνουν μέλη της Φωτιάς οπού λιώνουν τον πάγο και απελευθερώνουν το σώμα της Ελίζαμπεθ. Παρόλο που τρέμει ολόκληρη δίνει το χέρι της στον Τριστάνο και τον συγχαίρει για τη νίκη του. Καθώς οι δύο αντίπαλοι βγαίνουν από την καγκελόπορτα, ο Τριστάνο μου κλείνει το μάτι.
Κάθομαι πίσω στη θέση μου και περιμένω την αναγγελία του ονομαστός μου. Ευτυχώς αυτή η νίκη μου έδωσε αυτοπεποίθηση και κουράγιο. Τώρα πιστεύω πως έχω ελπίδες να νικήσω, έστω και αν είναι ελάχιστες.
«Και τελευταία μάχη για σήμερα…» λέει ο Μέτοικος εκφωνητής, «Καρίνα ΝτιΦράι εναντίον Μάρκους Έλτον». Παίρνω μερικές κοφτές ανάσες σε μια προσπάθεια να αποδιώξω το άγχος. Ο Κόνορ μου σφίγγει το χέρι και μου εύχεται καλή επιτυχία. Προσπαθώ να χαμογελάσω, ωστόσο το μόνο που πετυχαίνω είναι μια γκριμάτσα.
Σηκώνομαι από τη θέση μου και κατεβαίνω τις λιγοστές σκάλες που οδηγούν στο πεδίο. Ο Τριστάνο έρχεται από το τροχόσπιτο, ωστόσο δεν προλαβαίνω να του μιλήσω ή έστω να έρθω σε επαφή μαζί του. Δύο Μέτοικοι μπαίνουν από αριστερά και δεξιά μου και με κατευθύνουν προς την είσοδο. Έχω το κεφάλι σκυμμένο παρότι θα έπρεπε να κοιτάζω τον κόσμο στα μάτια, απλώς δε αισθάνομαι έτοιμη να αντικρίσω τα βλέμματα τους. Κάποιοι θέλουν να χάσω, ενώ κάποιοι άλλοι να νικήσω.
Στέκομαι μπροστά από την καγκελόπορτα καθώς ο ένας Μέτοικος μου την ανοίγει προτρέποντας με να περάσω. Τρέμω, σπαρταράω από τον τρόμο όταν τα μάτια μου συναντούν εκείνα του Θεού Ηγέτη. Δεν γνωρίζω πως πρέπει να συμπεριφερθώ έχοντας τον απέναντί μου έτοιμο για όλα, ίσως αυτό που πρέπει να κάνω είναι να τον κοιτάξω στα μάτια και να του δείξω τη δύναμή μου.
Όταν η πόρτα κλείνει πίσω μου, κατευθύνομαι με αργούς ρυθμούς στο σημείο οπού στεκόταν ο Τριστάνο προηγουμένως. Μόνο όταν σταματάω ακριβώς απέναντι από τον Μάρκους Έλτον σηκώνω το κεφάλι. Στην αρχή περιμένω να αντικρίσω ένα βλέμμα γεμάτο ανταγωνισμό, ένα βλέμμα που θα λέει ‘ετοιμάσου να χάσεις’, ωστόσο το μόνο που βλέπω είναι ένα σχετικά μεγάλο άντρα, να περιμένει τη στιγμή που όλα αυτά θα τελειώσουν και θα καταφέρει επιτέλους να επιστρέψει στα καθήκοντά του.
Στρέφω τα μάτια μου προς τις κερκίδες και συγκεκριμένα στη θέση του Τριστάνο. Θέλω να πάρω δύναμη, χρειάζομαι κάποιον να μου πει ότι όλα θα πάνε καλά και ο μόνος που μπορεί να το καταφέρει είναι εκείνος. Όταν επιτέλους τον εντοπίζω, η καρδιά μου σφίγγεται. Δεν με προσέχει, ούτε καν κοιτάζει προς το μέρος μου. Είναι τόσο απορροφημένος στην συζήτησή του με τη Σύνθια που δεν έχει αντιληφθεί πόσο ανάγκη τον έχω. Θυμός φουντώνει μέσα μου, θυμός, λύπη και απογοήτευση.
«Και η μάχη ξεκινά…» παίρνω θέση άμυνας, είμαι έτοιμη να κατατροπώσω τον εχθρό και να βγω νικήτρια, «τώρα!».
Ρίχνομαι μπροστά, τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ παρακινώντας τα πόδια μου να συνεχίσουν. Το πρόσωπό μου έχει επισκιαστεί από μίσος, νιώθω την αδρεναλίνη να χτυπά κόκκινο μέσα στις φλέβες μου. Τα μάτια μου δεν παύουν να καρφώνουν τον Θεό Ηγέτη. Στην αρχή δεν κουνιέται, όμως έπειτα τον βλέπω να κλείνει τα μάτια και να αλλάζει τις καιρικές συνθήκες. Ο ηλιόλουστος ουρανός μετατρέπεται σε έναν θίασο μαύρων σύννεφων, ομίχλη αρχίζει να θολώνει την όραση μου και να τον βγάζει εκτός του οπτικού μου πεδίου. Ένας κεραυνός κατακλύζει τον ανοιξιάτικο ουρανό και βροχή ξεκινά να πέφτει ασταμάτητα.
Σταματάω να τρέχω όντας σίγουρη ότι το μόνο που θα επιτύχω είναι να πέσω πάνω στα κάγκελα και αλλάζω πορεία. Τα μαλλιά μου κολλάν στο μέτωπό μου και οι εχθρικές ψιχάλες της βροχής θολώνουν την όραση μου σε σημείο να μην ξέρω που πάω. Βάζω το μυαλό μου να σκεφτεί και τη στιγμή που είμαι έτοιμη να δράσω, ένα πελώριο κομμάτι λευκού χιονιού πέφτει πάνω στο κεφάλι μου και με ρίχνει στο έδαφος. Ζαλίζομαι και τρέμω λόγω την βροχής που έχει μουσκέψει όλο μου το σώμα. Ακούω επιφωνήματα των θεατών λες και με παροτρύνουν να σηκωθώ και να πολεμήσω. Το χώμα από κάτω μου αλλοιώνεται και παίρνει υγρή μορφή γεμίζοντας τη στολή μου ολότελα με λάσπη.
«Σήκω!» ακούω μια φωνή. Μόλο που θέλω, δεν μπορώ. Το κεφάλι μου είναι απίστευτα βαρύ και νιώθω όλο μου το σώμα σε άσχημη κατάσταση.
Τελικά, με τεράστια θέληση παρακινώ το βρεγμένο μου σώμα να σταθεί όρθιο και να αντιμετωπίσει τον πανίσχυρο Θεό Ηγέτη. Σηκώνω το χέρι μου ψιλά και σφραγίζω τα ματόφυλλά μου, σμίγω τα φρύδια στην προσπάθειά μου να μετατρέψω αυτή την καταιγίδα σε έναν καθαρό ουρανό. Έπειτα από μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα, η βροχή σταματά και εγώ εντοπίζω τον Μάρκους. Αυτή τη φορά δεν θα τον αφήσω να με ρίξει στην άσφαλτο.
Ετοιμάζεται να τρέξει, ωστόσο προλαβαίνω να του βάλω τρικλοποδιά και να του πατήσω το χέρι έτσι ώστε να τον εμποδίσω από το να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του εναντίον μου. Πέφτω πάνω του ρίχνοντας όλο μου το βάρος στο σώμα του. Πριν προλάβει να αντεπιτεθεί, καρφώνω τα χέρια του στο χώμα με πάγο και τον ακινητοποιώ. Παλεύει να απελευθερωθεί και να με πετάξει από πάνω του, μοιάζει τόσο ανήμπορος εκείνη τη στιγμή που με κάνει να του ρίξω ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Αφού βεβαιώνομαι ότι δεν επρόκειτο να σηκωθεί, φεύγω από πάνω του και σφραγίζω το κάτω μέρος των ποδιών του με πάγο. Σκουπίζω με την αναστροφή του χεριού μου το μέτωπό μου και γυρίζω προς τους θεατές που συνεχίζουν να κοιτούν με γουρλωμένα μάτια.
Μου παίρνει μια στιγμή να καταλάβω ότι ο Μάρκους έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά του και απειλεί να με εξουδετερώσει. Στρέφομαι αστραπιαία προς τα πίσω και σηκώνω το χέρι ψιλά. Στοχεύω το στέρνο του και πετάω ένα τεράστιο κομμάτι σε σχήμα παλουκιού. Όλο γίνονται μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, δεν προλαβαίνω να συνειδητοποιήσω τι συνέβη, απομένω να κοιτάζω με μάτια ορθάνοιχτα. Ο Θεός Ηγέτης του Νερού πέφτει κάτω νεκρός.



Δέσποινα Χρ.