Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 19)

Προσπαθώ να αποτραβηχτώ, αλλά ο Τριστάνο με κρατάει στη θέση μου, δίχως να πάρει τα χέρια του από πάνω μου. Του ρίχνω ένα πανικόβλητο βλέμμα και εκείνος ατάραχος μου κλείνει το μάτι.
«Σύνθια, πέρασε έξω» λέει ο Θεά Ηγέτης.
«Μα…»
«Είπα πέρασε έξω!» επιμένει ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της. Έχω μείνει να κοιτάζω τη Σύνθια καθώς με κατακεραυνώνει και βγαίνει απ’ το δωμάτιο κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Κάνω ακόμη μια προσπάθεια να απομακρυνθώ, ωστόσο ο Τριστάνο με συγκρατεί στην αγκαλιά του, λες και η θέση μου είναι μόνο εκεί.
«Νόμιζα ότι το είχαμε ξεκαθαρίσει αυτό» λέει η Ελίζαμπεθ πλησιάζοντας. Μου παίρνει ένα λεπτό να καταλάβω ότι απευθύνεται στον Τριστάνο.

«Δεν ξεκαθαρίσαμε τίποτα» λέει εκείνος δίχως ίχνος σεβασμού. Τον κοιτάζω για μια στιγμή προσπαθώντας μάταια να καταλάβω τι έχει στο μυαλό του.
«Εγώ και η οικογένεια σου, σου εξηγήσαμε ότι εσύ και η Καρίνα ΝτιΦράι, πρέπει να παραμείνετε μόνο φίλοι. Και αν μπορούσα δεν θα σας έδινα ούτε αυτή τη δυνατότητα. Πρέπει να αφοσιωθείτε σε κάτι σημαντικό όπως η δοκιμασία εκλογής, όχι σε αυτές τις σαχλαμάρες» λέει και μας δείχνει με το χέρι της.
«Νομίζω πω εγώ σας εξήγησα. Από τη στιγμή που η Καρίνα κι εγώ δεν έχουμε εκλεχθεί Θεοί Ηγέτες, έχουμε τη δυνατότητα να είμαστε μαζί».
«Τρίσταν…» ξεκινά η Ελίζαμπεθ. Μα γιατί όλοι τον φωνάζουν έτσι; Και τι στο καλό συμβαίνει; Γνώριζαν όλοι ότι εγώ κι ο Τριστάνο είμαστε μαζί; Και… και… επιτρέπεται; «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εσύ θα εκλεχθείς ως Θεός Ηγέτης. Οι έρωτες δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητές σου».
«Μην είσαι και τόσο σίγουρη».
«Μισό λεπτό..» επεμβαίνω, «με όλο το σεβασμό, εσείς πώς γνωρίζεται για εμάς τους δύο;»
Η Ελίζαμπεθ αναστενάζει και κάθεται στην πολυθρόνα δίχως να καμπουριάζει. «Γνωρίζω ότι έχει να κάνει με τους τέσσερις Ξεχωριστούς του στοιχείου μου. Ήταν ολοφάνερο ότι εσείς οι δύο είχατε δημιουργήσει ένα δεσμό. Στην αρχή πίστεψα ότι ήταν κάτι φιλικό, αλλά έπειτα έμαθα από τον πατέρα του Τρίσταν, τον κύριο Φίλιξ, ότι η σχέση σας ξεπερνούσε κατά πολύ τα επιτρεπτά στάδια και έπρεπε να επέμβω. Συζήτησα το θέμα με τον Τρίσταν και τους γονείς του, πριν φυσικά τον τραυματισμό του και θεώρησα πως όλα θα τακτοποιούνταν, αλλά όπως φαίνεται έκανα λάθος. Τώρα πρέπει να μιλήσω και με τους γονείς σου».
Ρουφάω τη μύτη μου και σκύβω το κεφάλι αποκρύπτοντας τόσο τη ντροπή όσο και το θυμό που φωλιάζει μέσα μου. Νόμιζα ότι θα τιμωρούμασταν για τον έρωτα μας, πόσο ηλίθια σκεφτόμουν. Ο Τριστάνο αντιλαμβανόμενος την αλλαγή στη συμπεριφορά μου, μου σφίγγει το χέρι.
«Λυπάμαι, αλλά τίποτα δεν θα μας χωρίσει. Μπορείτε να το πείτε σε όποιον θέλετε και σε όποιον θεωρείται ότι θα καταφέρει να μας εμποδίσει απ’ το να είμαστε μαζί, αλλά πιστέψτε με, δεν θα πετύχετε τίποτα. Διότι εγώ και ο Τριστάνο, είμαστε ερωτευμένοι» λέω αντλώντας δύναμη από εκείνον. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ξεφούρνιζα αυτά τα λόγια, ωστόσο η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.
Η Θεά Ηγέτης ως γνωστόν δεν πτοείτε, σηκώνεται από τη θέση της και βηματίζει αργά προς την πόρτα, με τα τακούνια της να χτυπούν ρυθμικά στο κρύο τσιμέντο του δωματίου.
Ανοίγει την πόρτα και έχοντας την πλάτη της γυρισμένη προς τα εμάς, λέει: «Εγώ θα τον διαλύσω αυτόν τον έρωτα».
Η πόρτα κλείνει με δύναμη και στο δωμάτιο πέφτει νεκρική σιγή. Απομένω να κοιτάζω το μεταλλικό πόμολο με κενό βλέμμα, ενώ συνάμα αφουγκράζομαι την σταθερή αναπνοή του Τριστάνο.
«Τι ήταν αυτό τώρα;» ρωτάω μόλις καταφέρνω να αποσπάσω το βλέμμα μου απ’ την πόρτα. Νιώθω παράξενα, αισθάνομαι ότι από στιγμή σε στιγμή όλα θα γκρεμιστούν και εγώ θα απομείνω να κοιτάζω ότι αγαπώ να εξαφανίζεται μέσα στη ομίχλη και τη σκόνη εκείνων των απροσδιόριστων γκρεμισμάτων.
Ο Τριστάνο αναστενάζει και με τραβάει ελαφρά πάνω του. «Συγγνώμη, ήθελα να σου μιλήσω για όλα αυτά νωρίτερα, αλλά δεν βρήκα ποτέ την ευκαιρία».
«Δεν καταλαβαίνω» λέω σμίγοντας τα φρύδια και αναζητώντας με τα μάτια μου τα δικά του.
«Η Ελίζαμπεθ, δεν είναι για μένα απλώς η Θεά Ηγέτης, είναι οικογενειακή φίλη. Μεγάλωσε με τον πατέρα μου, είναι σαν αδέρφια…»
«Μα οι Ξεχωριστοί απαγορεύεται να κάνουν φιλίες…» λέω όντας τελείως μπερδεμένη.
Ο Τριστάνο μου ρίχνει ένα λοξό χαμόγελο και έπειτα λέει: «Αυτό είναι κάτι που αποφασίζουν οι εκπαιδευτές κάθε Ξεχωριστού. Οι δικοί της εκπαιδευτές θεώρησαν σωστό το να έχει κάποιον να την στηρίζει κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης».
Τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό, δεν γνώριζα για όλα αυτά, δεν περίμενα ότι οι εκπαιδευτές θα καθόριζαν σε τόσο μεγάλο βαθμό τη ζωή μας. Η Ελίζαμπεθ Άλεν πρέπει να ήταν πολύ τυχερή.
«Και αυτός ήταν ο πατέρας σου» ολοκληρώνω εγώ. Γνέφει και φιλάει το χέρι μου.
«Ακριβώς. Και μάλιστα μετά την εκλογή της ως Θεά Ηγέτης δεν σταμάτησαν να έχουν σχέσεις, είναι φίλοι μέχρι σήμερα».
«Αυτό είναι υπέροχο».
Τα μάτια του φωτίζονται για μια στιγμή και έπειτα η λάμψη αντικαθίσταται από σκοτάδι. «Ναι, αλλά εμάς δεν μας συμφέρει. Ο πατέρας μου έμαθε για εμάς όσο ήσουνα στη φυλακή, αναγκάστηκα να του μιλήσω προκειμένου να με βοηθήσει. Εκείνος όμως μίλησε στην Ελίζαμπεθ και τώρα εκείνη θέλει να μας χωρίσει».
Επικεντρώνει το βλέμμα του στον απέναντι τοίχο σκεπτικός και μετά από λίγο στρέφεται σε μένα και με κοιτάζει με σοβαρότητα. «Καρίνα, αν δεν απομακρυνθούμε ο ένας από τον άλλο, θα μας απομακρύνει η ίδια» λέει ενώ μοιάζει να ανησυχεί ιδιαίτερα.
«Και πως ακριβώς θα το κάνει αυτό;» ρωτάω έχοντας αμφιβολίες.
«Θα μεταφέρει εσένα και την οικογένεια σου μακριά από το στρατόπεδο του Νερού ωσότου φτάσει η δοκιμασία του στοιχείου μας».
«Δεν πρόκειται να πάω πουθενά» λέω με αποφασιστικότητα, ωστόσο και οι δύο μας γνωρίζουμε ότι αν ποτέ φτάσει εκείνη η στιγμή, θα αναγκαστώ να ακολουθήσω τις διαταγές της. «Και στο κάτω κάτω η δοκιμασία απέχει μόλις δύο εβδομάδες. Έχουμε χάσει την τελετή έναρξης καθώς και τις δοκιμασίες της Γης και του Αέρα, πρέπει οπωσδήποτε να παραβρεθούμε στην δοκιμασία εκλογής της Φωτιάς, δεν μπορεί αν μας εμποδίσει».
«Έχεις δίκιο σ’ αυτό, εφόσον έχουμε χάσει όλες τις άλλες δοκιμασίες, πρέπει να παρακολουθήσουμε την τελευταία πριν φτάσει η σειρά μας».
Μου χαμογελά και εγώ σκύβω για να τον φιλήσω στο μάγουλο.
«Αλήθεια γιατί όλοι σε φωνάζουν Τρίσταν; Μήπως μόνο εγώ σε φωνάζω Τριστάνο;» ρωτάω.
«Απλώς για συντομία» λέει, «όλοι έτσι με φώναζαν, ώσπου έφτασε η μέρα γνωριμίας και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό κάποια με φώναξε με το όνομά μου».
«Αυτή η κάποια να φανταστώ είμαι εγώ, σωστά;» ρωτάω και μετά βίας συγκρατώ ένα χαμόγελο.
«Πολύ σωστά» λέει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Και σε παρακαλώ, μην σταματήσεις ποτέ να με αποκαλείς Τριστάνο. Όταν βγαίνει από τα χείλη σου ακούγεται μαγικό».
Τον κοιτάζω για μια στιγμή σα χάνος και στη συνέχεια ξεσπάμε και οι δύο σε γέλια.
«Σ’ αγαπώ» λέω.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ».


***


Τελικά το θέμα με την Μέτοικο έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Ακόμη και ο θάνατος του Θεού Ηγέτη μας έχει γίνει παρελθόν. Τώρα όπου κι αν πάμε, όλο και κάποιος θα αναφέρει για την μεγάλη ντροπή. Ναι, έτσι το αποκαλούν “ντροπή”, διότι ο Θεός Ηγέτης μας, εκείνος που μας καθοδηγούσε και μας προστάτευε αποδείχτηκε χειρότερος και από τους εχθρούς μας. Τώρα πρέπει να ντρεπόμαστε, να σκύβουμε το κεφάλι μπροστά σε μέλη άλλων στοιχείων, ιδιαίτερα σε εκείνων της Φωτιάς. Γιατί; Επειδή παλαιότερα οι Θεοί Ηγέτες μας, έλεγαν σ’ εκείνους ότι θα έπρεπε να ντρέπονται για την επαναστατική συμπεριφορά των μελών τους.
Σε λίγες ώρες ο Τριστάνο θα πάρει εξιτήριο και θα πρέπει να παρουσιαστεί στους Θεούς Ηγέτες προκειμένου να αποφασιστεί αν θα επιστρέψει στη δοκιμασία εκλογής, ακριβώς όπως έγινε κι με εμένα πριν δύο ημέρες. Για καλή μου τύχη, όλοι οι Ηγέτες ήταν υπέρ της επιστροφής μου οπότε αύριο θα παρευρεθώ στη δοκιμασία εκλογής της Φωτιάς ως μια από τους Ξεχωριστούς.
«Πρέπει κάποιος οπωσδήποτε να μου περιγράψει με λεπτομέρειες όλα όσα έγιναν στην τελετή έναρξης» λέω καθώς κατευθύνομαι προς το σπίτι με τον Κρίστοφερ και την Οριάνα. Πόσο μου έλειψε αυτή η άμμος, παρότι πάντοτε με εκνεύριζε ο τρόπος που τα πόδια μου βούλιαζαν μέσα της. Μου έλειψε η παραλία και κυρίως η γαλήνη και ηρεμία που εκπέμπει η γαλάζια θάλασσα.
«Δεν διέφερε πολύ από τη μάχη με τους Θεούς Ηγέτες» λέει ο Κρίστοφερ και περνάει το χέρι του γύρω από τη μέση της Οριάνα. Της ρίχνω ένα πονηρό χαμόγελο και στη συνέχεια επαναφέρω το βλέμμα μου ευθεία μπροστά.
«Για την ακρίβεια…» λέει, «ήταν περισσότερο φαντασμαγορικό το όλο θέαμα, λες και πήγαμε σε εγκαίνια. Πυροτεχνήματα, κορδέλες, επιδείξεις δυνάμεων». Το κάνει να φαίνεται σαν κάτι ανόητο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Έχασα την τελετή έναρξης και όλους εκείνους τους λόγους που υποτίθεται ότι θα μου πρόσφεραν δύναμη. Και το χειρότερο είναι ότι εκείνη τη μέρα εγώ ήμουν για όλους μια δολοφόνος.
«Ανέφεραν καθόλου για μένα…;» ρωτάω κάπως διστακτικά.
«Φυσικά και όχι» σπεύδει να με καθησυχάσει η Οριάνα, «ποτέ δεν θα τολμούσαν κάτι τέτοιο υπό την παρουσία μας».
Γνέφω και κατεβάζω το βλέμμα μου παρακολουθώντας τις θαμμένες πέτρες στην άμμο.
«Και τι έγινε στη δοκιμασία του Αέρα; Ποιοι κέρδισαν;»
«Πραγματικά ήταν όλοι τους φοβεροί, δεν έχω ξαναδεί τέτοια δύναμη» λέει ο Κρίστοφερ και στο μυαλό μου έρχεται η ηχογράφηση που είχα ακούσει. Θυμάμαι πόσο ενθουσιασμένος ήταν καθώς μιλούσε, θαυμάζει το πολεμικό στοιχείο που αντιπροσωπεύει τα μέλη του Αέρα.
«Κέρδισε η Άρια Γουάιτ και ο Μάιλς Φόλκ» λέει η Οριάνα δίνοντας απάντηση στο ερώτημά μου. «Κέρδισαν με ελάχιστη διαφορά, ήταν όλοι τους όντως φοβεροί και πολύ καλά εκπαιδευμένοι».
Γνέφω, ενώ θυμάμαι τη δυναμικότητα που είχαν επιδείξει τη μέρα γνωριμίας. Η Άρια άξιζε τη νίκη.
«Και στη δοκιμασία της Γης; Ποιοι κέρδισαν;»
«Τζάκ Φόστερ και Μερλίν Λόρζ» μου αποκρίνεται. Αυτό και αν ήταν έκπληξη.
«Μερλίν Λόρζ; Αυτή η κοντούλα με τα πεταχτά αφτιά;» ρωτάω ενθυμούμενη το μικροκαμωμένο κορίτσι. Η Οριάνα γνέφει δίχως να κάνει κάποιο σχόλιο.
Ίσως και ο Κόνορ να έχει ελπίδες τελικά…
Τέσσερις ώρες αργότερα περιμένω έξω από το κτήριο οπού γίνεται η συγκέντρωση για την επαναφορά του Τριστάνο στη δοκιμασία εκλογής. Έξω βρίσκεται επίσης και ο αδερφός του, ο Γκρέισον. Δεν έχει σταματήσει όλη αυτή την ώρα να με καρφώνει με το βλέμμα του και να μου χαμογελά πονηρά. Μακάρι να μπορούσα να καταλάβω αν αυτή του η πονηριά είναι μέρος του χαρακτήρα του ή αν όντως ετοιμάζει κάτι που αφορά εμένα. Ίσως μπορώ να μάθω κάτι.
Πλησιάζω προς το μέρος του αποφεύγοντας εσκεμμένα να τον κοιτάξω στα μάτια. Έχει έναν παράξενο τρόπο να με αφήνει άφωνη, με μαγνητίζει τόσο που ξεχνώ το λόγο που του έδωσα σημασία εξαρχής.
«Συγγνώμη για την ενόχληση» ξεκινάω να λέω, αλλά με διακόπτει πριν ολοκληρώσω.
«Πως μια τόσο αιθέρια ύπαρξη θα μπορούσε να με ενοχλήσει;» λέει και τα μάτια του με κοιτούν με ζωηράδα.
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου σε μια προσπάθεια να καταλάβω τι είπε. Αποτρέπω τον εαυτό μου από το να γελάσει και λέω: «Μάλιστα… εγώ ήρθα εδώ για να ρωτήσω για ποιο λόγο με κοιτάς τόσο περίεργα. Τι στο καλό, ξέχασα να βάλω μπλούζα ή να χτενιστώ; Τόσο χάλια δείχνω τέλος πάντων;»
Τα μάτια του πηγαινοέρχονται πάνω μου ώσπου σταματούν στα δικά μου. Με κοιτάει με τέτοιο τρόπο που μετά βίας συγκρατώ τον εαυτό μου απ’ το να κάνει μεταβολή και να φύγει.
«”Χάλια”; Να σε πληροφορήσω ότι η ομορφιά σου ξεπερνάει εκείνη του αγγέλου».
«Ωω, σας ευχαριστώ πολύ κ. Αζόρ» λέω παίζοντας το παιχνίδι του, δεν μ’ αρέσει να με κοροϊδεύουν.
Και τότε κάνει κάτι που δεν είχα υπολογίσει. Παίρνει το χέρι μου και το φέρνει στα χείλη του. Νιώθω την καυτή ανάσα του στην παλάμη μου.
«Είσαι υπέροχη, Καρίνα, γι’ αυτό και δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου».
Ξεροκαταπίνω και τραβάω απότομα το χέρι μου δίχως να ξέρω πώς να απαντήσω. Τελικά αποστρέφω το βλέμμα μου και γυρίζω πίσω στη θέση μου όντας τελείως αναστατωμένη. Με φλέρταρε, πως μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο; Γνωρίζει για μένα και τον Τριστάνο, είναι αδέρφια.
Η καρδιά μου χτυπάει εντονότερα, μόλις τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου εξακολουθώντας να έχει εκείνη την πονηρή μάσκα στο πρόσωπό του.
«Συγχώρησε με αν έκανα κάτι που σε πρόσβαλε» λέει και χώνει τα χέρια στις τσέπες του σκισμένου τζιν που φοράει. Τώρα το χαμόγελο έχει σβήσει από τα κόκκινα χείλη του και όλη του η έκφραση έχει αλλάξει σε κάτι που δεν μπορώ να κατανοήσω.
«Δεν έκανες τίποτα» λέω και χαμηλώνω το βλέμμα μου. Νιώθω τόσο παράξενα, λες και διαπράττω έγκλημα και μόνο που το μιλάω.
«Ντρέπεσαι;» ρωτάει ξαφνικά, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω με απορία.
«Πως σου ήρθε αυτό;»
Γελάει σιγανά και έπειτα λέει: «Γιατί τα μάγουλά σου έχουν γίνει κόκκινα λες και έχουν πάρει φωτιά».
Αυτόματα σηκώνω τα χέρια στα μάγουλά μου και συνειδητοποιώ ότι καίνε. «Δεν ντρέπομαι» του λέω κάπως απότομα.
«Δεν χρειάζεται να λες ψέματα, έχω μάτια και βλέπω».
«Αχ, σταμάτα να με κοιτάς!» λέω και του γυρίζω την πλάτη. Δεν ξέρω γιατί συμπεριφέρομαι έτσι, ποτέ πριν δεν ντρεπόμουν να μιλήσω σε κάποιον.
«Είσαι τόσο γλυκιά όταν θυμώνεις».
Ξεφυσάω και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου. «Και εσύ είσαι ενοχλητικός όταν… αν ναι λάθος, εσύ είσαι ενοχλητικός συνέχεια».
Τυλίγει το χέρι του γύρω από το μπράτσο μου και με γυρίζει προς το μέρος του. «Αυτό θέλω να το πεις κοιτώντας με στα μάτια» λέει.
Είναι μόλις η δεύτερη φορά που τον βλέπω και έχουμε βρεθεί τόσο κοντά. Τα γαλανά του μάτια είναι καρφωμένα στα δικά μου, εκπέμπουν τέτοια ένταση που δυσκολεύομαι να κρατήσω το βλέμμα μου πάνω του για πολύ.
Μου παίρνει μια στιγμή να συνειδητοποιήσω ότι με έχει κολλήσει πάνω του. Αμέσως τον σπρώχνω μακριά. «Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό!» λέω και την ώρα που ετοιμάζομαι να φύγω παρότι θα έπρεπε να περιμένω τον Τριστάνο, ακούω φωνές.
Ο Τριστάνο σχεδόν τρέχει έξω από το κτήριο, ενώ –αν είναι ποτέ δυνατόν-, η Θεά Ηγέτης τον ακολουθεί με μεγάλες δρασκελιές φωνάζοντας. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Τριστάνο Αζόρ, σε προειδοποιώ!»
«Πάμε» λέει εκείνος μόλις φτάνει στο μέρος μου και με τραβάει με δύναμη από τον αγκώνα.
«Τι συμβαίνει;»
Ο Τριστάνο μου ρίχνει μια λοξή ματιά και έπειτα εισπράττοντας αρκετό οξυγόνο, λέει: «Αρνήθηκα να επιστρέψω στη δοκιμασία εκλογής. Δεν θα παλέψω εναντίον σου».




Δέσποινα Χρ.