Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 11)

Μπήκα στο πολυτελές ασανσέρ με τον Μάρκο, τον Μάξιμο και τον πατέρα μου στο κατόπι μου. Οι καθρέφτες ήταν γυαλιστεροί και μεγάλοι και ο χώρος ήταν τόσο ευρύς που χώραγαν πάνω από δέκα άτομα εκεί μέσα. Ο πατέρας μου πάτησε το κουμπί του δεύτερου ορόφου και περίμενα υπομονετικά μέχρι να ανοίξουν ξανά οι πόρτες. Ο δεύτερος όροφος ήταν επίσης ιδιαίτερα περιποιημένος σαν όροφος εταιρείας και είδα στη ρεσεψιόν μια κοπέλα γύρω στα εικοσιπέντε. Φορούσε ένα ταγέρ στο χρώμα του δέρματος και ήταν φτιαγμένη στην τρίχα. Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι αν βρισκόμασταν στο σωστό μέρος όταν ο πατέρας μου έγραψε σε έναν κατάλογο τη λέξη ‘Επισκέπτες’ και η κοπέλα μας κοίταξε με ένα άτονο, ελαφρά κρύο βλέμμα. Έδωσε στον καθένα μας ένα καρτελάκι που έγραφε πάνω ότι ήμασταν επισκέπτες και προχωρήσαμε προς μια γκρι πόρτα. Όταν μπήκαμε μέσα στο δωμάτιο συνειδητοποίησα ότι το δωμάτιο είχε μέσα ένα ακόμα ασανσέρ. Πατώντας το κόκκινο κουμπί άνοιξαν οι πόρτες και μπήκαμε μέσα για να δω τον πατέρα μου να πατάει το κουμπί του έγραφε: δεύτερο υπόγειο.

«Κι όλα αυτά για να πάμε στο υπόγειο; Δεν μπορούσαμε από την αρχή να πάμε χωρίς να πηγαινοερχόμαστε πάνω κάτω;» τον ρώτησα και με κοίταξε άτονα.
«Έχουν άλλο προφίλ εδώ πέρα. Έχουν γερή κάλυψη σε σχέση με τον μαφιόζο. Και αν πρόσεξες στο πρώτο ασανσέρ που μπήκαμε δεν είχε κουμπί για το δεύτερο υπόγειο» μου εξήγησε και ένεψα. Τουλάχιστον ήταν οργανωμένοι σε αυτό που έκαναν. Όταν βγήκαμε από το ασανσέρ γούρλωσα τα μάτια μου. Έχοντας δει την πάνω διαρρύθμιση του χώρου δεν ήξερα τι να περιμένω. Πάντως το σίγουρο ήταν ότι δεν περίμενα να ήταν καλύτερο απ’ ότι ήδη ήταν. Γύρισα να κοιτάξω τον Μάξιμο και εκείνος σήκωσε τους ώμους του απορημένος.
«Καλώς ήρθατε» μας καλωσόρισε μια ανδρική φωνή και γύρισα να κοιτάξω τον ψηλό άνδρα «Ακολουθήστε με» είπε χωρίς περεταίρω λόγια και μας γύρισε την πλάτη. Καθώς προχωρούσα κοιτούσα γύρω μου συνεπαρμένη. Ε αυτό μάλιστα. Αυτό μου άρεσε. Δεν συγκρινόταν με το σκοτεινό και βρωμερό υπόγειο του μαφιόζου. Αυτό το μέρος ήταν φωτεινό, οι τοίχοι βαμμένοι, μια ευχάριστη μυρωδιά περιτριγύριζε το χώρο και γενικά δεν σου δημιουργούσε σε καμιά περίπτωση την εντύπωση ότι κρυβόσουν πέρα από το γεγονός ότι ήσουν δύο ορόφους κάτω από το έδαφος.
«Αυτό μπορώ να το συνηθίσω» ψιθύρισα και ένιωσα το χέρι του Μάξιμου στο δικό μου.
«Μην ενθουσιάζεσαι τόσο εύκολα. Αν συνεργαστούμε μαζί τους δεν σημαίνει ότι θα εγκατασταθούμε και εδώ»
«Συνεργαστούμε; Νόμιζα ότι είχες έρθει εδώ μόνο για ηθική συμπαράσταση»
«Ναι καλά, και νομίζεις ότι θα σε άφηνα να μπλεχτείς σε κάτι τέτοιο μόνη σου; Είσαι πολύ γελασμένη» γύρισε τα μάτια του και κατσούφιασα.
«Δεν είμαι μόνη μου. Έχω τον Μάρκο. Και οι γονείς μου θα με βοηθήσουν σε ότι χρειαστεί»
«Αυτό όμως εμένα δεν θα με κρατάει ήσυχο για να κοιμάμαι τα βράδια. Δεν σε αφήνω μόνη σου σε όλο αυτό»
«Μα μόλις κατάφερες να ξεμπλέξεις. Είναι βλακεία να ξαναμπλέξεις στο κύκλωμα»
«Κοίτα ποιος μιλάει» μου αντιγύρισε και δεν προσπάθησα να τον αντικρούσω. Είχε δίκιο. Κι εγώ τα ίδια έκανα. Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι μου άρεσε να τον παίρνω μαζί μου σε οποιαδήποτε ριψοκίνδυνη απόφασή μου.
«Μπορείτε να περιμένετε εδώ μέσα» είπε ο άντρας που μας συνόδευε και έδειξε ένα δωμάτιο με ένα γραφείο, έναν καναπέ και τρεις καρέκλες. Μπήκα αποφασιστικά μέσα και κάθισα στον καναπέ σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος μου.
«Ξέρετε τι πρέπει να κάνετε» είπε ο πατέρας μου όταν ο άντρας έκλεισε την πόρτα πίσω μας και ένευσα.
«Μας τα είπες χίλιες φορές στο αμάξι. Τα εμπεδώσαμε» απάντησε ο Μάρκος και τον είδα να κοιτάει το ταβάνι. Ακολούθησα την ματιά του και έπιασα μια κάμερα στη γωνία του τοίχου. Γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου και έκανα σήμα στον Μάξιμο να δει την κάμερα. Γύρισε τα μάτια του περιπαιχτικά και έκανε το σήμα της νίκης στην κάμερα κάνοντάς με να γελάσω ξανά.
«Μας δουλεύουν έτσι;» είπα κοροϊδευτικά.
«Ω, μην δίνετε σημασία, υπάρχουν παντού σε όλο το κτίριο. Υπάρχουν σε περίπτωση εισβολής ανεπιθύμητου προσώπου» άκουσα μια γνώριμη αντρική φωνή που μου πάγωσε το αίμα. Αν την ήξερα λέει; Δυστυχώς την ήξερα παραπάνω απ’ ότι θα ήθελα. Προσπάθησα να διατηρήσω μια ατάραχη έκφραση παρ’ όλο που η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Λίγο δύσκολο όταν τόσο πρόσφατα αυτός ο άνθρωπος με είχε κυνηγήσει, απαγάγει και εκμεταλλευτεί με σκοπό τα χρήματα.
«Μα καταλαβαίνουμε και πολύ σωστά κάνετε» είπε ο πατέρας μου ελαφρώς περιπαιχτικά δίνοντας το χέρι του στον άντρα.
«Ζωή. Τι χαρά που σε ξαναβλέπω. Πως είσαι;» είπε δίνοντάς το χέρι του και σε εμένα και το έσφιξα ελαφρά.
«Ακέραιη» απάντησα με ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη μου το οποίο μου ανταπέδωσε με ένα πονηρό βλέμμα.
«Εσύ θα πρέπει να είσαι ο Μάξιμος σύμφωνα με τις πληροφορίες των ανδρών μου»
«Αυτών που μας κυνήγησαν στο βουνό ή γενικά μιλώντας;» είπε ο Μάξιμος κι εκείνη τη στιγμή ήθελα να τον αγκαλιάσω για το θράσος του.
«Μάρκο εσένα σε γνωρίζω. Έχουμε συναντηθεί μερικές φορές λόγω των θελημάτων του πρώην αφεντικού σου. Αλήθεια τι κάνει;» είπε στον αδερφό μου ειρωνικά και κοίταξα αποφασιστικά στα μάτια του.
«Δεν ήρθαμε να μιλήσουμε για εκείνον» απάντησα σταματώντας τον.
«Θα προτιμούσα να αφήσουμε στην άκρη αυτή την συζήτηση και να επικεντρωθούμε σε αυτά που αφορούν αμφότερους» είπε ο Μάρκος και τον κοίταξα λίγο απορημένη. Αμφότερους; Θα ήταν… και η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει να μιλάει τόσο επίσημα.
«Ασφαλώς. Θα ήθελα όμως να ακούσω πρώτα τη δική σας θέση. Α και παρακαλώ να με αποκαλείτε με το όνομά μου. Λουκά» χαμογέλασε. Μετάφραση: μαφιόζος Νο.2 εν δράση.
«Λοιπόν το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα είμαστε δούλοι σου. Δεν ψάχνουμε κι άλλο αφεντικό. Αυτό που προτείνουμε είναι συνεργασία» πήρε τα ινία ο Μάρκος κι εγώ κάθισα αναπαυτικά στον καναπέ.
«Μάλιστα. Άρα δεν είστε διατεθειμένοι να πληρώσετε για τα χρωστούμενα του αφεντικού σας. Ή πιο σωστά πλέον… του πρώην αφεντικού σας» είπε ο μαφιόζος νούμερο 2 και τον κοίταξα άγρια. Δεν φτάνει που ήμασταν έτοιμοι να φαλιρίσουμε, θα πληρώναμε και τα σπασμένα;
«Όχι αυτές ήταν καθαρά δικές του υποθέσεις. Δεν έχουμε καμιά απολύτως σχέση με τις δικές του οφειλές» είπε ο Μάρκος και ο Λουκάς καθάρισε το λαιμό του.
«Τώρα όμως που απεβίωσε, έχετε όλο τον πλούτο στα χέρια σας»
«Τα κλεμμένα θα επιστραφούν πίσω στους κατόχους τους» είπα γέρνοντας το σώμα μου προς το μέρος του «Αρκετές οικογένειες έχουν φτάσει σε σημείο εξαθλίωσης για πάρτη του»
«Και αφού θα επιστραφούν όλα πίσω γιατί θέλετε να συνεχίσετε να είστε μπλεγμένοι στο κύκλωμα;»
«Αυτό είναι κάτι που αφορά εμάς και μόνο» απάντησα εκνευρισμένη και ο μαφιόζος νούμερο 2 μου χαμογέλασε.
«Μάλιστα. Και ποιοι επιθυμείτε να εμπλακείτε;»
«Μόνο εγώ και η Ζωή» απάντησε ο Μάρκος αποφασιστικά σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος του.
«Κι εγώ» πετάχτηκε ο Μάξιμος και γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω.
«Εσύ δεν ήσουν τσιράκι του;» παρατήρησε ο μελλοντικός συνεργάτης μας και είδα τον Μάξιμο να νεύει.
«Τρία άτομα. Μόνο εμείς. Κανείς άλλος» τελείωσε ο Μάρκος και είδα τον πατέρα μου να παρατηρεί την κάμερα.
«Κι εσύ; Πως και τους αφήνεις μόνους τους σε όλο αυτό;» η ερώτηση απευθύνθηκε στον πατέρα μου που γύρισε το βλέμμα του χαλαρός και σήκωσε τους ώμους του.
«Δεν είναι δική μου απόφαση. Εκείνοι ήθελαν να μπλεχτούν, δική τους είναι η ζωή, ας την χαραμίσουν μπλεγμένοι στο κύκλωμα»
«Ωραίος πατέρας»
«Μιλάει εκείνος που σκότωσε τον γιο του εν ώρα υπηρεσίας» αντιγύρισε ο πατέρας μου στον μαφιόζο κάνοντας τον δεύτερο να τον κοιτάξει άγρια.
«Δεν έχεις ιδέα τι λες»
«Νομίζω ότι έχω πολύ καλή ιδέα των πραγμάτων που λέω, δεδομένου ότι ήμουν μπροστά στο σκηνικό» ήταν το τελευταίο που είπε ο πατέρας μου και ξαναγύρισε το βλέμμα του στην κάμερα.
«Έχουμε ξεφύγει από το θέμα» παρατήρησε ο αδερφός μου επαναφέροντας την τάξη.
«Συνέταιροι λοιπόν» παρατήρησε ο μαφιόζος προσπαθώντας να διώξει την προφανή ταραχή του «50-50 τα κέρδη;» ρώτησε και ο Μάρκος έγνεψε «Και τι θα κερδίσω εγώ από αυτή τη συνεργασία; Ίσα-ίσα θα παίρνω λιγότερα χρήματα απ’ ότι θα έπαιρνα κανονικά» παρατήρησε και αναγνώρισα το σημείο όπου ήταν η σειρά μου να επέμβω.
«Λοιπόν, σίγουρα θα πλουτίσεις το προσωπικό σου με έμπειρα άτομα, με προϋπηρεσία στο χώρο που σε συνδυασμό με τις δικές σου τεχνικές θα έχουν σίγουρα επιτυχία. Δεν θα χρειαστεί να κάνεις κάποιου είδους εκπαίδευση και επίσης απ όσο ξέρω δεν έχεις κάποια έμπειρη στο χώρο γυναίκα για τις πιο… δελεαστικές αποστολές»
«Και τώρα θα έχω;»
«Εσύ τι λες;» τον κοίταξα στα μάτια με αποφασιστικότητα και μου χαμογέλασε.
«Λέω ότι… μάλλον κλείσαμε μια πολύ συμφέρουσα συμφωνία»
«Και δηλαδή τώρα είναι σίγουρο ότι είμαστε στην ομάδα του;» ρώτησα τον πατέρα μου στο αυτοκίνητο όταν γυρνούσαμε πίσω.
«Ναι, το μόνο που χρειάζεται τώρα είναι να δούμε τι γίνεται με τα λεφτά του μαφιόζου. Να δούμε πόσα έχει κρυμμένα, πόσα έχει επενδύσει στο τζόγο και τι απομένει για να τα γυρίσουμε πίσω»
«Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε τον κωδικό του χρηματοφυλακίου του στο υπόγειό του» παρατήρησε ο Μάξιμος και σήκωσα τα φρύδια μου βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.
«Αποκλείεται να φυλούσε όλα του τα λεφτά εκεί. Είναι πολύ επικίνδυνο να κλαπούν»
«Όχι όταν οι κωδικοί ασφαλείας είναι δέκα και έξω από το χρηματοφυλάκιο υπάρχουν τρεις εμπιστευτικοί του» μου εξήγησε και γούρλωσα τα μάτια.
«Δέκα κωδικοί;»
«Ναι στην ουσία ένας αλλά με δέκα μέρη»
«Έχει δίκιο ο Μάξιμος» άκουσα την φωνή της μητέρας μου καθώς κλείναμε την πόρτα.
«Και υπάρχει κάποιος τρόπος να τον μάθουμε;»
«Τον ξέρουμε ήδη» απάντησε εκείνη και γυρίσαμε όλοι να την κοιτάξουμε «Ναι τον έχω»
«Με δουλεύεις» σχολίασε η Ελευθερία που κατέβαινε εκείνη την ώρα τις σκάλες.
«Όχι. Αλλά έχε στο μυαλό σου ότι το γεγονός πως ήξερα τον κωδικό δεν θα μας βοηθούσε πριν σε τίποτα. Έκανε καθημερινούς ελέγχους στα λεφτά του και άμα έβλεπε κάτι παράξενο θα το έψαχνε μέχρι την τελευταία σπιθαμή» της απάντησε η μητέρα μου αλλά η Ελευθερία κούνησε και πάλι το κεφάλι της αρνητικά.
«Αγάπη μου πρέπει να σε κλείσω εντάξει; Συγγνώμη» άκουσα τον Κίμωνα να μιλάει στο τηλέφωνο και γύρισα να τον κοιτάξω να έρχεται από την κουζίνα.
«Τι κάνει;» τον ρώτησα και σήκωσε τους ώμους.
«Καλά αν και έχει αρχίσει να υποψιάζεται πολλά»
«Έτσι είναι η Λυδία» του απάντησα λυπημένα.
«Λοιπόν, τι καθόμαστε; Πάμε να βάλουμε τον κωδικό να δούμε τι έχει εκεί μέσα» είπε ο Μάξιμος με τον ενθουσιασμό να είναι φανερά παρόν στο πρόσωπό του.
«Δώσε μας τον κωδικό» γύρισα στην μητέρα μου αλλά την βρήκα άκρως διστακτική.
«Πρέπει να έρθω κι εγώ»
«Πες μου τώρα κι ότι δεν θες να μας αποκαλύψεις τον κωδικό, να πάω να φουντάρω» σχολίασε ο Μάρκος αναστενάζοντας. Η μητέρα μου δεν απάντησε και έτσι αναγκαστικά μπήκαμε σε δύο αυτοκίνητα και τραβήξαμε όλοι για το γνωστό υπόγειο. Με το που φτάσαμε ένιωσα το γνωστό ρίγος στην πλάτη μου χωρίς να το αφήσω όμως να φανεί. Ο Μάξιμος έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά μου και έτσι μπήκαμε πρώτοι μέσα με τους υπόλοιπους να μας ακολουθούν. Κατεβήκαμε την σκάλα και κοίταξα γύρω μου. Όλα ίδια και βρώμικα. Ο σκουριασμένος καθρέφτης ήταν ακόμα εκεί, ξέμπαρκος μέσα στην απλότητα του χώρου. Περάσαμε την πόρτα που κάποτε ήταν το γραφείο του μαφιόζου και προχωρήσαμε πιο βαθειά στο σκοτεινό υπόγειο. Σε κάποια στιγμή σταματήσαμε για να ανάψουμε τους φακούς καθώς όσο προχωράγαμε τόση έλλειψη φωτός υπήρχε. Δεν είχα έρθει πολλές φορές από αυτή τη μεριά του υπογείου. Να ήταν μετρημένες στα δάχτυλα πέντε φορές μέσα στα πέντε χρόνια που ήμουν μπλεγμένη. Σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε αδιέξοδο, ή μάλλον μια τεράστια πόρτα που δημιουργούσε το αδιέξοδο.
«Εδώ είμαστε» ανακοίνωσε ο πατέρας μου και για πρώτη φορά κοίταξα τα αδέρφια μου από την στιγμή που μπήκαμε στο υπόγειο. Φαίνονταν και οι δύο τρομοκρατημένοι και χαμένοι. Αναστέναξα ελαφρά και γύρισα να κοιτάξω τη μητέρα μου. Φαινόταν… νοσταλγική.
«Σου έλειψε ε; Εμένα καθόλου» της είπα και γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Δεν χρειάζεται να μου το υπενθυμίζεις συνέχεια, το ξέρω» είπε προσπερνώντας με αγέρωχα. Όταν έφτασε στην πόρτα ψηλάφισε τις άκρες της και άνοιξε ένα μικρό παραθυράκι που είχε μια μικρή μηχανή.
«Άσε τις ντροπές και γράψε τον κωδικό να τελειώνουμε. Ξημερώσαμε» είπε ο Κίμωνας λαμβάνοντας ένα άγριο βλέμμα εκ μέρους της. Η μηχανή είχε γράμματα και αριθμούς κάτι που με παραξένεψε. Σαν υπολογιστής ένα πράγμα.
«Ο κωδικός του είναι κάτι σαν επιστολή. Σαν ένα γράμμα. Μου το έδωσε τότε και νόμιζα ότι πραγματικά είχε γράψει ένα γράμμα με όλα όσα πίστευε και ένιωθε. Ίσως να ήταν όντως ένας έμμεσος τρόπος να μου γράψει και να μου πει τι γινόταν με τη ζωή του»
«Δεν χρειαζόμαστε τον πρόλογο, μόνο τον κωδικό» είπε η Ελευθερία και η μητέρα μου άρχισε να γράφει.
«Είμαι ο Λευτέρης αν και οι γύρω μου με φωνάζουν μαφιόζο.

Γεννήθηκα για να ζήσω στα μεγαλεία αλλά η μοίρα με έριξε πιο χαμηλά.

Προσπάθησα με τον καλό τρόπο αλλά ο κακός μου ήρθε πιο βολικά.

Κάποτε βοηθούσα τους ανθρώπους, τώρα απλώς τους μισώ.
Έφτιαξα έναν στρατό από υπάκουους στρατιώτες, κρεμάμενους απ’ τα χείλη μου.
Γνώρισα την άλλη εκδοχή του εαυτού μου, την γυναίκα που με συμπλήρωνε.
Βρήκα την γυναίκα που μέσω αυτής θα μπορούσα να κυριαρχήσω τον κόσμο.
Μου έκλεψαν την γυναίκα που θα με έκανε ευτυχισμένο.
Η γυναίκα αυτή έφυγε και με τη θέλησή της με αποτέλεσμα να τη χάσω για πάντα»

«Αυτό είναι;» ρώτησα μόλις τελείωσε και γύρισε να με κοιτάξει.
«Αυτά είναι τα 9 μέρη. Πριν τέσσερα-πέντε χρόνια περίπου πρόσθεσε και άλλο ένα τελευταίο κομμάτι» είπε και γυρίζοντας προς το μηχάνημα πληκτρολόγησε « Η Ζωή θα μπορούσε να ήταν δικιά μου κόρη»
«Να και κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να καταφέρει» σχολίασε ο πατέρας μου ενώ εγώ κοιτούσα την οθόνη σαν χάνος. Αυτό ήταν που μου είχε πει τότε στο γραφείο του. Γύρισα να κοιτάξω το Μάξιμο και έγνεψε δείχνοντάς μου ότι κι εκείνος το θυμόταν.
«Τέλος πάντων άνοιξέ το επιτέλους» είπα κάπως γρήγορα και τότε η πόρτα άνοιξε με έναν βαρύ ήχο. Μπήκαμε μέσα και κοίταξα γύρω μου. Δεν περίμενα να έχει το χρυσό του στοιβαγμένο σε βουνά όπως βλέπαμε στα παραμύθια ή κάτι τέτοιο, αλλά σίγουρα δεν περίμενα και να δω εκατομμύρια στοιβαγμένες μαύρες βαλίτσες σε όλο το δωμάτιο. Ο Μάξιμος άνοιξε μία και είδαμε ότι ήταν γεμάτη λεφτά.
«Λοιπόν… σίγουρα δεν είναι όλα αυτά που έχει κλέψει αλλά είναι αρκετά για δώσουμε σε όλους από κάτι» είπε ο πατέρας μου και του χαμογέλασα.
«Ναι είναι» στήριξα τα χέρια μου στη μέση μου με χαρά.
«Είχε αρχεία των θυμάτων του. Πάμε να δούμε» με πήρε από το χέρι ο Μάξιμος και βγήκαμε από το δωμάτιο. Όταν φτάσαμε στο γραφείο του μαφιόζου η πόρτα ήταν κλειδωμένη για κάποιο λόγο. Όχι ότι ήταν και πολύ βαριά γιατί με μια κλωτσιά ο Μάξιμος την άνοιξε αμέσως. Πήγα αμέσως και άνοιξα το πρώτο συρτάρι του γραφείου του. Έβγαλα έξω έναν φάκελο με στοιχεία ανρθρώπων.
«Τι είναι αυτό, τι είναι αυτό;» είπε παιδιάστικα ο Μάξιμος πλησιάζοντάς με.
«Μανιτάρι μαγικό» του απάντησα γελώντας όταν τα χέρια του αγκάλιασαν τη μέση μου. Παρατήρησα ότι το συρτάρι ήταν γεμάτο με τέτοιους φακέλους και ανοίγοντας και τα υπόλοιπα συρτάρια είδαμε να είναι γεμάτα με φακέλους, ονόματα και οφειλές.
«Θέλουμε κανένα μήνα για να τους βρούμε όλους αυτούς» σχολίασε ο Μάξιμος.
«Μόνο ένα μήνα; Είναι άπειροι» του απάντησα και αρχίσαμε να βγάζουμε τους φακέλους απ’ τα συρτάρια «Θα μας πάρει αιώνες» είπα καθώς έμπαινε στο δωμάτιο ο πατέρας μου.
«Τότε καιρός να αρχίσουμε» σχολίασε απλά. Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες. Εγώ με το Μάξιμο και ο πατέρας μου με το Μάρκο. Η Ελευθερία και ο Κίμωνας θα πήγαιναν σπίτι με τη μητέρα μας κι εμείς θα αναλαμβάναμε το βαρύ φορτίο. Περίμενα τον Μάξιμο μέχρι να φέρει το αμάξι του όταν άκουσα τη φωνή του Μάρκου δίπλα μου.
«Ο μπαμπάς ήθελε να είναι ομάδα μαζί σου»
«Όχι, απλώς δεν ήθελε να είμαι ομάδα με τον Μάξιμο» τον κοίταξα κοροϊδευτικά.
«Δεν ξέρω τι πιστεύει ο μπαμπάς αλλά εμένα μου φαίνεται καλό παιδί»
«Καλός είναι. Είναι του χώρου μας. Μάλλον αυτό είναι που ενοχλεί τον μπαμπά τόσο πολύ»
«Προτιμούσε μάλλον κάποιον που κάθεται στα αυγά του και η χειρότερη παρανομία που έχει κάνει είναι να φύγει κρυφά από το σπίτι» γέλασε και ένευσα χαμογελώντας.
«Λίγο δύσκολο αυτή τη στιγμή. Κι ούτως ή άλλως δεν είναι του τύπου μου τα ήσυχα αγόρια. Έμαθα από μικρή στα πιο άγρια»
«Δυστυχώς» πρόσθεσε και κούνησα το κεφάλι μου γελώντας.
«Ω έλα τώρα έχεις ήδη μια ευαίσθητη αδερφή να μην έχεις και μια πιο σκληραγωγημένη;» τον πείραξα και σήκωσε τους ώμους.
«Είναι σοβαρό λοιπόν;»
«Δεν έχω ιδέα. Μάλλον. Δεν ξέρω. Είμαστε ακόμα στην αρχή» είπα αδιάφορα αν και κατά τη διάρκεια της ημέρας είχα πιάσει τον εαυτό μου να σκέφτεται πάνω από μια φορά το τι ήμασταν στην πραγματικότητα με τον Μάξιμο. Και σιγά-σιγά μεταμορφωνόμουν στην έφηβη που είχα ξεχάσει ότι έκρυβα μέσα μου. Όταν ήρθε ο Μάξιμος μπήκα στο αυτοκίνητο και χαιρέτησα τον αδερφό μου κλείνοντάς του το μάτι. Ο Μάξιμος άνοιξε το ραδιόφωνο και η μουσική πλημμύρισε το αυτοκίνητο.
«Ξέρεις τι μου θυμίζει αυτό ε;» με ρώτησε και τον κοίταξα πονηρά «Τα κλασσικά κλισέ που το ζευγάρι είναι στο αμάξι και το αγόρι βάζει μουσική για να σπάσει ο πάγος στο πρώτο ραντεβού»
«Κάνεις όμως ένα λάθος. Νομίζω ότι αυτό είναι το τρίτο ραντεβού» τον πείραξα απαριθμώντας τις συναντήσεις μας.
«Το πρώτο ραντεβού ήταν σε μια δεξίωση, το δεύτερο σε ένα βουνό και το τρίτο είναι τώρα. Για επιστροφή χρημάτων και αισιοδοξίας στους ανθρώπους»
«Πολύ ομαλή η πορεία μας» είπε κοροϊδευτικά και σήκωσα τους ώμους.
«Κανείς δεν είπε ότι για όλους η ζωή είναι στρωμένη με ροδοπέταλα»
«Κι όμως επιζήσαμε»
«Είμαστε σκληρά καρύδια γι αυτό» τον κοίταξα στα μάτια και μου χαμογέλασε.
«Τι θα έλεγες μετά από όλο αυτό το τρέξιμο να κάνουμε κάτι φυσιολογικό σαν κάθε ζευγάρι;» πρότεινε και γέλασα.
«Ακούγεται πολύ δελεαστικό»
«Τότε έτσι θα γίνει. Σινεμά;» ρώτησε σχεδόν αδιάφορα και απάντησα γελώντας.
«Μου φαίνεται γελοίο. Έχω τόσο καιρό να κάνω κάτι νορμάλ» του χάιδεψα το μάγουλο και φίλησε την παλάμη μου.
«Μα έχουμε τόσο συναρπαστική ζωή γιατί να την χαλάσουμε σε πράγματα που κάνουν όλοι οι κοινοί θνητοί;» κορόιδεψε κάνοντάς με να γελάσω πάλι.
«Σωστά. Τι την θες την κανονική ζωή όταν έχεις την μαφία στα πόδια σου;» του είπα σηκώνοντας τους ώμους «Αλήθεια γιατί αποφάσισες να συνεχίσεις να είσαι μπλεγμένος;» τον ρώτησα σοβαρά και γύρισε να με κοιτάξει πονηρά.
«Εκτός από το γεγονός ότι κάνει την ζωή μου συναρπαστική;»
«Ναι εκτός από αυτό» του γύρισα τα μάτια και μισογέλασε.
«Σου είπα γιατί. Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνη σου εκεί μέσα»
«Μα δεν θα είμαι μόνη μου»
«Δεν με νοιάζει. Δεν θέλω να είσαι κάπου που δεν ξέρω αν θα είμαι κοντά σε σώσω»
«Απ’ όσο θυμάμαι καλά, εγώ ήμουν που σε έσωσα την προηγούμενη φορά»
«Ε εντάξει αυτό ήταν εναλλαγή ρόλων για να κρατήσουμε το ενδιαφέρον της ιστορίας» με πείραξε και του έβγαλα την γλώσσα έξω.
«Πάντως αλήθεια είμαι στο χώρο πιο πολύ καιρό από εσένα, ξέρω να φυλάγομαι»
«Μου δίνεις την εντύπωση πως δεν με θες δίπλα σου» με κοίταξε περίεργα και κούνησα το κεφάλι μου.
«Απλώς δεν θέλω να ξαναμπλέξεις εξαιτίας μου»
«Είναι δική μου επιλογή άρα μπορείς να σταματήσεις να ανησυχείς» είπε και με αυτό έβαλε τέλος στο θέμα επανεμπλοκής στη μαφία.
«Φτάσαμε;» ρώτησα μετά από πέντε λεπτά όταν σταματήσαμε μπροστά από ένα άθλιο σπίτι με βρωμιά στους τοίχους και ξερόχορτα.
«Ναι» απάντησε ο Μάξιμος με παρόμοια έκφραση με τη δικιά μου και βγήκαμε από το αμάξι. Όταν φτάσαμε στην πόρτα κοιταχτήκαμε με νόημα και χτύπησα το κουδούνι. Δεν απάντησαν φυσικά.
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξα κι ακούσαμε βήματα να έρχονται προς την πόρτα.
«Είμαστε εκ μέρος του μαφιόζου» φώναξε ο Μάξιμος και η πόρτα ξεκλείδωσε βίαια αποκαλύπτοντας έναν γεροδεμένο άντρα με μια καραμπίνα στο χέρι.
«Ώπα μισό» είπα τρομαγμένη και ένιωσα τον Μάξιμο να με τραβάει από πίσω του.
«Μισό φίλε, έχουμε καλά νέα δεν είναι αυτό που νομίζεις» είπε ο Μάξιμος και ένευσα.
«Τι θέλετε; Δεν έχω λεφτά να σας δώσω, αφήστε μας ήσυχους» είπε ο άντρας και διέκρινα μια τρομαγμένη γυναίκα πίσω του.
«Ήρθαμε να σας δώσουμε χρήματα, όχι να σας πάρουμε» είπα και στους δύο και με κοίταξαν μπερδεμένοι.
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο άντρας και ο Μάξιμος χαλάρωσε κάπως βλέποντας το όπλο να κατεβαίνει.
«Ο μαφιόζος δεν ζει πια. Πέθανε. Σας γυρίζουμε κάποια από τα χρήματά σας πίσω» εξήγησα δείχνοντάς του την βαλίτσα. Σιγά-σιγά ξεπρόβαλε από το σπίτι και η γυναίκα που κρυβόταν. Ο Μάξιμος πήρε τη βαλίτσα στα χέρια του και την έδωσε προσεκτικά στον άντρα. Όταν την άνοιξαν εκείνος και η γυναίκα του γούρλωσαν τα μάτια.
«Λέτε αλήθεια; Αυτά είναι δικά μας;» ρώτησε η γυναίκα και ένευσα.
«Ναι. Δεν ξέρουμε αν είναι τόσα όσα του δώσατε αλλά είναι ένα καλό ποσό να ξαναφτιάξετε τη ζωή σας» είπα σηκώνοντας τους ώμους και ο Μάξιμος τους χαμογέλασε.
«Οπότε λύθηκε η παρεξήγηση, δεν θέλουμε το κακό σας» επισήμανε και σε δευτερόλεπτα βρεθήκαμε και οι δύο στριμωγμένοι στην αγκαλιά του ζευγαριού. Ο άντρας ήταν δυνατός και έτσι όπως με κρατούσε ένιωθα πως θα με έλιωνε αλλά και μόνο η χαρά στα πρόσωπά τους άξιζε τον κόπο.
«Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Άλλοι στη θέση σας θα τα κρατούσαν για το εαυτό τους. Φίλοι του είστε;»
«Σε καμία περίπτωση. Κι εμείς θύματα ήμασταν απλώς έτυχε να βρούμε τον κωδικό του χρηματοφυλακίου του»
«Κι εσείς σκλάβοι του ε;» ρώτησε ο άντρας με κατανόηση και νεύσαμε.
«Ναι. Αλλά τώρα είμαστε ελεύθεροι. Όπως κι εσείς. Η όλη ιστορία πήρε τέλος»
Ακολούθησαν καμιά εικοσαριά σπίτια με την ίδια διαδικασία, στην αρχή άνθρωποι επιθετικοί και φοβισμένοι αλλά στη συνέχεια γελαστοί και ευτυχισμένοι. Επιτέλους κατάφερνα αυτό που είχα βάλει στόχο. Είχα μπορέσει να δώσω λίγη ευτυχία σε ανθρώπους σαν όλους μας και να κάνω το αντίθετο από αυτό που είχε καταφέρει ο μαφιόζος. Όταν κουραστήκαμε με το Μάξιμο αποφασίσαμε να κάνουμε διάλειμμα ολίγων ωρών για να ξεδώσουμε λιγάκι.
«Τι θες να δούμε;» ρώτησε κοιτάζοντας το φυλλάδιο ταινιών και σήκωσα τους ώμους.
«Ότι να ‘ναι. Θα προτιμούσα κάτι χαλαρό. Αρκετό τρέξιμο έχουμε φάει στη μούρη τον τελευταίο καιρό»
«Θα προτιμούσες κάτι σούπερ ρομαντικό;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα και τον σκούντηξα.
«Κάτι σούπερ σαχλό εννοείς αλλά ναι. Τι στο καλό, δεν μπορεί να συμβεί τίποτα σε μια αίθουσα προβολής κατά τη διάρκεια μιας βαρετής ταινίας» μουρμούρισα και τον είδα να χαμογελάει με την άκρη του ματιού μου.
«Δύο εισιτήρια παρακαλώ» είπε στο ταμείο κι όταν πλήρωσε με έπιασε από το χέρι και βρεθήκαμε στον τομέα των ποπ-κόρν. Δηλαδή το αγαπημένο μου μέρος «Τι θέλεις;» ρώτησε παρατηρώντας την ευθυμία μου.
«Θέλω το μεγάλο με έξτρα αλάτι και πορτοκαλάδα» χαμογέλασα και χαχάνισε με την έκφρασή μου.
«Πρώτη φορά βλέπω κοπέλα να είναι ευτυχισμένη που θα φάει ποπ-κόρν» παρατήρησε και γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω.
«Δεν είναι απλώς ποπ-κόρν. Είναι τα υπέροχα, μοναδικά, απολαυστικά ποπ-κόρν που κάνουν τα χείλη σου να κοκκινίζουν από το πολύ αλάτι» του εξήγησα και κούνησε το κεφάλι γελώντας.
«Ένα μεγάλο ποπ-κόρν με έξτρα αλάτι, ένα μεσαίο, μια πορτοκαλάδα και ένα μπουκάλι νερό» παρήγγειλε και χοροπήδησα από τη χαρά μου. Όταν μου έδωσε το ποπ-κορν στα χέρια πήρα μια τεράστια χούφτα και γεύτηκα το έξτρα αλάτι στο στόμα μου.
«Μμμ αυτό είναι παράδεισος» είπα με έμφαση και ο Μάξιμος πιάνοντάς με από τη μέση με οδήγησε προς τις κυλιόμενες. Περάσαμε τρεις αίθουσες και μπήκαμε σε μια άλλη, σχεδόν άδεια από κόσμο. Όταν κάτσαμε στις θέσεις μας ακούσαμε την εκκωφαντική μουσική από τις διαφημίσεις και γύρισα να χαμογελάσω στο Μάξιμο. Στο δευτερόλεπτο τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου. Ήταν απαλά αλλά παράλληλα γεμάτα επιμονή πάνω στα δικά μου. Εν μέρει ήθελα να του πιάσω συζήτηση σχετικά με εμάς αλλά από την άλλη δεν ήθελα να χαλάσω τη στιγμή με τις αμφιβολίες μου. Μου φαινόταν πως είχαν περάσει κλάσματα δευτερολέπτου αλλά όταν απομακρύνθηκα για να μπορέσω να αναπνεύσω συνειδητοποίησα ότι η ταινία είχε ήδη αρχίσει.
«Κάτι μου λέει ότι δεν θα την δούμε αυτή την παλιοταινία» είπε ο Μάξιμος ακουμπώντας το μέτωπό του πάνω στο δικό μου και του χάρισα ένα μικρό γελάκι.
«Αυτό θα το δούμε» του είπα βάζοντας ένα ποπ-κόρν στο στόμα μου και γύρισα το πρόσωπό μου προς την οθόνη. Ένα μειδίασμα εμφανίστηκε στα χείλη του και γύρισε κι εκείνος το πρόσωπό του προς την οθόνη χωρίς όμως το χέρι του να φύγει πάνω από το δικό μου. Η ταινία ήταν απίστευτα βαρετή όπως το είχαμε φανταστεί σε σημείο που οι κύκλοι και τα σχήματα που σχημάτιζε ο Μάξιμος με το δάχτυλό του στην αναστροφή της παλάμης μου ήταν απίστευτα ενδιαφέροντα.
«Δεν θα τελειώσει ποτέ» σχολίασε σε κάποια στιγμή ο Μάξιμος κάνοντας με να γελάσω πιο δυνατά από το κανονικό με αποτέλεσμα κάποια άτομα να γυρίσουν να με κοιτάξουν περίεργα. Έβαλα το χέρι μου μπροστά από το στόμα μου αμέσως κι εκείνος κοίταξε κουνώντας το κεφάλι του. Μετά από μισή ακόμα βασανιστική ώρα η ταινία τελείωσε με το λεγόμενο χάπι εντ των ρομαντικών ταινιών και σηκωθήκαμε για να φύγουμε πιασμένοι χέρι-χέρι.
«Νομίζω ότι ξέρω το λόγο που τόσο καιρό δεν πήγαινα σινεμά» παρατήρησα καθώς μπαίναμε στο αμάξι.
«Νομίζω πως θα συμφωνήσω απολύτως μαζί σου» πρόσθεσε ο Μάξιμος και ξεκίνησε να οδηγάει.
«Ναι απ’ ότι φαίνεται, το φυσιολογικό δεν μας ταιριάζει πάρει πολύ»
«Καλύτερα λοιπόν να γυρίσουμε στις παλιές καλές μας συνήθειες;» μου χαμογέλασε και ένευσα.
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε σπίτι αλλά προτού προλάβω να του μιλήσω κοίταξε προς τα πίσω μου με γουρλωμένα μάτια.
«Τι έγινε;» ρώτησα τρομαγμένη και γύρισα το βλέμμα προς τη μεριά που είχε κατευθυνθεί και το δικό του. Πάγωσα. Και άρχισα να ουρλιάζω.
Όταν ήμουν μικρή και περίεργη είχα ρωτήσει τη μητέρα μου γιατί πάνω από την πόρτα μας είχαμε μια λάμπα. Ήταν από αυτές τις λάμπες με το περίτεχνο σχέδιο αλλά δεν βρισκόταν καν στα δεξιά ή αριστερά της πόρτας. Ήταν νταν στο κέντρο. Ήταν μεγάλη, φωτεινή και παμπάλαια. Εκείνη μου απάντησε πως η λάμπα ήταν εκεί από τότε που κληρονόμησε το σπίτι από τον παππού μου αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν απίστευτα γερή και η μόνη φθορά της ήταν λίγη σκουριά. Αυτή η λάμπα συνέχιζε να υπάρχει αλλά πλέον δεν της έδινα σημασία. Ήταν ένα από τα διακοσμητικά στοιχεία του χώρου που παύεις να παρατηρείς ή απλώς αγνοείς την ύπαρξή τους γιατί γνωρίζεις ήδη ότι βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο σημείο χωρίς να αλλάζουν θέση. Σήμερα μετά από πολλά χρόνια παρατήρησα ξανά αυτήν την άσχημη και παλιά λάμπα.
Γιατί το άψυχο σώμα του πατέρα μου κρεμόταν από αυτήν με ένα σκληρό, απαίσιο σκοινί.