Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 18)

Πισωπατώ, λες και με το να το σκάσω θα γλιτώσω. Η Σύνθια τα άκουσε όλα και τώρα δεν την εμποδίζει τίποτα απ’ το να τα ξεφουρνίσει στη Θεά Ηγέτη μας. Τώρα πρέπει να παίξω το παιχνίδι της προκειμένου να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Τώρα με έχει του χεριού της και αυτό δεν είναι καλό, δεν είναι καθόλου καλό.
«Τι στο καλό κάνεις εδώ μέσα;» ρωτάω συγκρατώντας τον τόνο της φωνής μου σταθερό και αποκρύπτοντας ολότελα τα συναισθήματα, καθώς και τον φόβο μου μήπως τα αποκαλύψει όλα.
«Ήρθα να σε πετάξω έξω, αλλά απ’ ότι φαίνεται η εξομολόγηση σου ήταν αρκετά ενδιαφέρον για να με συγκρατήσει».
«Να με πετάξεις έξω; Ωραίο αστείο» λέω παραλείποντας να σχολιάσω την τελευταία της φράση.
Με κοιτάζει με ένα παράξενο βλέμμα και κάνει δύο βήματα προς το μέρος μου, αναγκάζοντάς με να πισωπατήσω ξανά. Η καρδιά μου χτυπά σε ξέφρενους ρυθμούς, ενώ εύχομαι να μπορούσα με κάποιον τρόπο να την εμποδίσω από το να ακούγεται τόσο δυνατά. Δεν θέλω η Σύνθια να καταλάβει ότι μου έχει προκαλέσει φόβο και σύγχυση.
Αφού πείθω τον εαυτό μου ότι ο μόνος τρόπος να σβήσω το σαρδόνιο χαμόγελο που έχει χαραχθεί στο πρόσωπο της, είναι να αντεπιτεθώ, της ρίχνω μια βλοσυρή ματιά και λέω: «Ποιο είναι το πρόβλημα σου, μπορείς να μου πεις; Από τη μέρα που με γνώρισες δεν έχεις πάψει να με ενοχλείς και να μου δείχνεις το μίσος σου. Σου έκανα κάτι;»
Καγχάζει, «ξέρεις το λόγο, όλοι τον ξέρουν. Είμαστε εχθροί, πολεμάμε και οι δύο για την ίδια θέση και πίστεψε με, δεν πρόκειται να σε αφήσω να νικήσεις».
Αναστενάζω δυνατά, «μη με κοροϊδεύεις, Σύνθια. Και ο Τριστάνο και ο Κόνορ είναι αντίπαλοί σου, αλλά δεν έχεις κανένα πρόβλημα μαζί τους».
«Αυτό νομίζεις εσύ» λέει και μειώνει την μεταξύ μας απόσταση κατά ένα βήμα. Ο χώρος ανάμεσά μας είναι τόσο λίγος, που καταφέρνω με ευκολία να ακούσω τη σταθερή αναπνοή της.
«Δεν σε καταλαβαίνω» λέω και κάνω να την παραμερίσω, ωστόσο η παλάμη της τυλίγεται γύρω απ’ το μπράτσο μου και με ακινητοποιεί.
«Δεν πρόκειται να πας πουθενά» συρίζει μες στα αφτί μου και με επαναφέρει στη θέση μου. «Νομίζεις ότι θα φύγεις και όλα αυτά θα ξεχαστούν; Ειλικρινά Καρίνα, πόσο αφελείς είσαι;»
Ξεροκαταπίνω, όχι δεν πρόκειται να την αφήσω να με κάνει ότι θέλει, δεν θα γίνω το πιόνι της.
Τραβάω το χέρι μου και φέρνω το πρόσωπό μου κοντά στο αφτί της. Για μια στιγμή κοκκαλώνει και εγώ βρίσκω την ευκαιρία να της ψιθυρίσω: «Μην τολμήσεις να με απειλήσεις, δεν θα σου βγει σε καλό».
Αποτραβιέται αμέσως και βάζοντας τα χέρια της ανάμεσά μας, με σπρώχνει δυνατά προς τα πίσω. Λίγο ακόμη και θα έπεφτα πάνω στον Τριστάνο.
«Μην τολμήσεις να με ξανά σπρώξεις!» λέω με μίσος, ωστόσο συγκρατώντας τον εαυτό μου απ’ το να φωνάξει. Κοιτάζω για μια στιγμή τα καλώδια για να βεβαιωθώ ότι δεν τραβήχτηκε τίποτα και έπειτα με μεγάλες δρασκελιές κατευθύνομαι προς την πόρτα.
Περνώντας από δίπλα της κοντοστέκομαι, «εδώ δεν είναι το κατάλληλο μέρος, πάμε έξω». Δεν περιμένω να πάρω απάντηση, σπρώχνω την μεγάλη, άσπρη πόρτα και βγαίνω στον διάδρομο.
Εντοπίζοντας την Οριάνα, αμέσως τρέχω προς το μέρος της και την τραβάω από τον αγκώνα μεταφέροντας την σε ένα απομονωμένο, από τα μάτια της Σύνθια, σημείο.
«Γιατί την άφησες να μπει μέσα;!» λέω με μάτια διάπλατα ανοιγμένα. Είμαι πραγματικά περίεργη να μάθω τι την έκανε να δώσει στη Σύνθια την άδεια να μπει στη εντατική.
«Δεν την άφησα, αλλά εμφανίστηκε ο πατέρας του Τριστάνο και με έδιωξε κακήν κακός, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα».
Αναστενάζω και τρίβω τα μάτια μου. «Έχουμε πρόβλημα» λέω συγκρατώντας με δυσκολία τα κουρασμένα μάτια μου στα δικά της, «η Σύνθια με άκουσε να λέω στον Τριστάνο ότι τον αγαπώ».
«Τι σου είπε;» ρωτάει δίχως να έχει σοκαριστεί ούτε στο ελάχιστο.
«Δεν πρόλαβε να πει πολλά, βγήκα έξω. Τι θα κάνω;».
Με κοιτάει για μια στιγμή με ένα βλέμμα που αδυνατώ να αποκρυπτογραφήσω και έπειτα αναστενάζει.
«Πήγαινε μίλα της, ωστόσο μη δεχθείς τίποτα, δεν έχει αποδείξεις για ότι άκουσε».
Γνέφω και ρίχνοντας της μια σύντομη ματιά, κάνω μεταβολή και κατευθύνομαι προς τη Σύνθια. Μακάρι να μην φοβόμουν να αποκαλύψω σε όλους ότι εγώ και ο Τριστάνο αγαπιόμαστε, μακάρι η ζωή να μην τα έφερνε έτσι. Βλεφαρίζω, αποδιώχνοντας τα καυτά δάκρυα που πλημμυρίζουν τα μάτια μου και μαζεύοντας όσο κουράγιο μπορώ να διαθέσω, φτάνω δίπλα στη Σύνθια.
«Πάμε να μιλήσουμε κάπου ήσυχα» λέω σιγανά. Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της, προκαλώντας μου ένα απρόσμενο σφίξιμο στο στομάχι.
«Οκ, πάμε» λέει και ξεκινά να περπατά. Ξεφυσάω και την ακολουθώ αφήνοντας ένα μικρό κενό αναμεσά μας, λες και υπάρχει κάτι στον ενδιάμεσο χώρο που μας απομακρύνει.
Παρατηρώντας ότι έχουμε κάνει ήδη τρεις κύκλους σε ολόκληρο τον όροφο, μπαίνω μπροστά της και τη σταματάω.
«Λοιπόν, τέρμα οι βολτούλες, θα μου πεις τι θέλεις;».
Τα μάτια της πηγαινοέρχονται πάνω μου με έναν τρόπο που με κάνει να συνοφρυωθώ. Δεν μ’ αρέσει να με παρατηρούν για αρκετή ώρα και απ’ ότι φαίνεται, ούτε να με επεξεργάζονται με τέτοια επιμονή στο βλέμμα τους. Νιώθω αδιάφανη, λες και με κάποιο τρόπο μπορεί να διεισδύσει μέσα μου και να ανακαλύψει τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά μου.
Ξεροκαταπίνω, ωστόσο βρίσκω γρήγορα την αυτοκυριαρχία μου και λέω: «Θα μιλήσεις ή θα σηκωθώ να φύγω; Στο κάτω κάτω δεν μπορείς να πεις τίποτα σε κανέναν, κανείς δεν θα σε πιστέψει εφόσον δεν έχεις αποδείξεις».
Και τότε είναι που επιτέλους παίρνει τα μάτια της από πάνω μου και γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, ξεσπάει σε γέλια. Οι ώμοι της τραντάζονται πάνω κάτω, ενώ όλο το σώμα της κλείνει λες και πονά. Σμίγω τα φρύδια και την κοιτάζω με τέτοια απέχθεια, που ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα μπορούσα να δείξω σε κάποιον.
«Έχεις… πολύ…πλάκα» λέει κάνοντας μερικές παύσεις για να γελάσει.
Πριν καν το καταλάβω, την έχω πιάσει από το λαιμό και την έχω κολλήσει στο τοίχο. Καρφώνω τα μάτια μου στα δικά της και δίχως να νοιαστώ για τον τρόμο που εκπέμπει το βλέμμα της, της ψιθυρίζω: «Δεν έχω μόνο πλάκα, γι’ αυτό πρόσεξε καλά πως μου μιλάς».
Την σφίγγω για λίγο ακόμη και έπειτα την απελευθερώνω και φεύγω σαν σίφουνας για το δωμάτιο μου. Αγνοώ τα βλέμματα των νοσοκόμων που μόλις είδαν το περιστατικό και αφήνομαι σε ένα χαλαρωτικό κλάμα.




***


«Ξύπνα, έχω καλά νέα» λέει η Οριάνα και αμέσως πετάω το πάπλωμα από πάνω μου και την κοιτάζω γεμάτη ελπίδα. Βάζω παράμερα τα προβλήματα μου και γεμίζω ξανά ενέργεια, ελπίζοντας πως τα καλά νέα αφορούν τον Τριστάνο. Ξέρω πως δεν έχω σκουπίσει τα βρεγμένα μάγουλά μου, παρόλα αυτά δεν δίνω πολύ σημασία και εύχομαι να μη δώσει ούτε εκείνη.
Ένα πελώριο χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό της, «ο Τριστάνο άνοιξε τα μάτια του!».
Για μια στιγμή κοκαλώνω, όχι από φόβο, αλλά από χαρά. Τα μάτια μου βουρκώνουν και δίχως να επιχειρήσω να αποδιώξω τα δάκρυα, πετάγομαι απ’ το κρεβάτι και αγκαλιάζω την Οριάνα. «Το ήξερα!» λέω ξανά και ξανά.
Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει από ευτυχία. Μόλις δύο ώρες αφότου μπήκα στην εντατική, ο Τριστάνο άνοιξε τα μάτια του. Παρότι υπάρχει κι εκείνη η πιθανότητα να μην με άκουσε και να μην αισθάνθηκε καν την παρουσία μου όσο ήταν αναίσθητος, εγώ συνεχίζω να πιστεύω ότι επανήλθε χάρις εμένα, επανήλθε για να επιβεβαιώσει όσα είπα για τα συναισθήματά του.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με αέρα και λέω: «Πρέπει να τον δω».
«Αυτό δεν γίνεται» λέει και με κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια με αποφασιστικότητα.
«Οριάνα, σε παρακαλώ!»
«Αποκλείεται να σου επιτρέψει ο πατέρας του να τον δεις, μην με ξαναβάζεις σε αυτή τη διαδικασία».
Γνέφω και κάθομαι πίσω στο κρεβάτι. Έχει δίκιο, ο πατέρας του Τριστάνο θα με μισεί πλέον… ίσως… ίσως και ο ίδιος να με μισεί. Του στέρησα την ευκαιρία να εκλεχθεί Θεός Ηγέτης, δεν γνωρίζουμε αν θα του επιτραπεί να επιστρέψει στη δοκιμασία εκλογής.
«Τουλάχιστον…» λέω, «μπορείς να μάθεις εσύ αν είναι καλά; Αν μίλησε; Σε παρακαλώ».
Μου ρίχνει ένα συγκαταβατικό χαμόγελο, «εντάξει» λέει.
Έρχεται κοντά μου και αφού με χτυπά χαϊδευτικά στην πλάτη, κατευθύνεται προς την πόρτα. Τη στιγμή που σηκώνει το χέρι της για να γυρίσει το χερούλι, κάποιος άλλος ανοίγει την πόρτα.
«Γειά σας» λέει ο γιατρός που με εξέταζε και την προηγούμενη ημέρα, απευθυνόμενος στην Οριάνα. Εκείνη απλώς νεύει. Έπειτα ο γυρίζει προς εμένα. «Καρίνα, δεν ξέρω αν το έμαθες, αλλά το παιδί που βρισκόταν στην εντατική…»
«Ναι, το έμαθα» λέω διακόπτοντάς τον.
«Ωραία τότε, εκείνο το παιδί, ο Τριστάνο επιθυμεί να σε δει».
Η καρδιά μου σταματά, η αναπνοή μου κόβεται, τα πόδια μου τρέμουν, το στόμα μου απομένει να χάσκει. Ο Τριστάνο ζήτησε να με δει; Δεν ξέρω αν αυτό πρέπει να με κάνει να χαρώ ή να πανικοβληθώ. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να καταλάβει τώρα ότι κάτι τρέχει μεταξύ μας.
«Εμένα; Θέλω να πω γιατί να θέλει να δει εμένα;» ρωτάω θέλοντας να δείξω ότι δεν έχω καμία σχέση μαζί του. Ωστόσο, δεν είμαι ιδιαίτερα καλή στην υποκριτική.
«Αυτό δεν το γνωρίζω. Πάντως ο πατέρας του μου ζήτησε να σε φωνάξω και μιας και είσαι καλύτερα από τις προηγούμενες μέρες, ήρθα να σε ενημερώσω. Λοιπόν, θα έρθεις;».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και έπειτα λέω: «Ναι, θα έρθω».
Όπως φαίνεται μετέφεραν τον Τριστάνο σε κανονικό δωμάτιο. Ευτυχώς, διότι μισώ εκείνες τις άθλιες στολές που αναγκαζόμαστε να βάλουμε στην εντατική. Περπατάω πλάι-πλάι με τον γιατρό καθώς κατευθυνόμαστε στο ασανσέρ. Η Οριάνα έμεινε πίσω να περιμένει τους γονείς μου μιας και όπως μας πληροφόρησαν δεν θα αργήσουν να επιστρέψουν.
Μόλις φτάνουμε στον δεύτερο όροφο, το στομάχι μου σφίγγεται. Έχω ξανά εκείνη την απαίσια αίσθηση ότι ο Τριστάνο δεν με φώναξε για καλό σκοπό, ωστόσο δεν την αφήνω να με αποπάρει. Δεν θα αφήσω το αγχώδες κομμάτι του εαυτού μου να με αναστατώσει για ακόμη μια φορά.
Προς μεγάλη μου –για να μην πω προς τεράστια- έκπληξη, έξω από το δωμάτιο του Τριστάνο περιμένει ο Κόνορ. Σκύβω το κεφάλι αποφεύγοντας το επίμονο βλέμμα του και περιμένω να μου επιτρέψει ο γιατρός να μπω μέσα. Νιώθω τα μάτια του πάνω μου, κάτι που πραγματικά με ενοχλεί απίστευτα, παρόλα αυτά δεν σηκώνω το κεφάλι.
«Μπορείς να μπεις μέσα». Η πόρτα μπροστά μου ανοίγει και μέσα εντοπίζω τρία πρόσωπα. Ένα γνωστό και δύο άγνωστα.
«Πέρασε» λέει η γυναίκα που κάθεται σε μια πολυθρόνα, πλάι στο κρεβάτι όπου είναι ξαπλωμένος ο Τριστάνο.
Μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα πίσω μου, προσέχοντας να μην κάνω πολύ θόρυβο. Νιώθω αμήχανα μόλις αντιλαμβάνομαι ότι όλα τα άτομα στο δωμάτιο είναι η οικογένεια του Τριστάνο. Ο πατέρας του, η μητέρα του και μάλλον, ο κατά λίγων χρόνων, μεγαλύτερος του αδερφός. Πόσο μοιάζουν όλοι μεταξύ τους. Μαύρα μαλλιά, υπέροχα γαλανά μάτια.
«Γειά σας» λέω κάπως διστακτικά.
«Καρίνα…» ακούω ξαφνικά την αδύναμη φωνή του Τριστάνο. Ακούγεται τόσο αλλοιωμένη, τόσο βραχνή, λες και φώναζε για ώρες μέχρι που έκλεισε ο λαιμός του.
«Πλησίασε» λέει η μητέρα του, έτσι υπακούω. Έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου στο πάτωμα, φτάνω δίπλα στον Τριστάνο.
«Πως και άφησαν οι γιατροί να μπουν τόσα άτομα στο δωμάτιο;» ρωτάω και αμέσως κατσαδιάζω τον εαυτό μου. Τώρα θα νομίζουν ότι θέλω να τους διώξω.
«Προς πληροφόρησή σου, τα μέλη κάθε στοιχείο εκτός απ’ τους Μέτοικους γιατρεύονται γρήγορα. Ο Τρίσταν, εφόσον ξεπέρασε τον κίνδυνο και άνοιξε τα μάτια του, είναι καλά. Ο γιατρός είπε πως το πολύ σε δύο ώρες θα έχει αναρρώσει πλήρως. Άρα λοιπόν, δεν υπάρχει πρόβλημα να βρισκόμαστε όλοι εδώ» λέει η μητέρα του και εγώ νιώθω παντελώς ηλίθια.
Αισθάνομαι τα μάτια όλων καρφωμένα πάνω μου, ωστόσο εκείνα που νιώθω να με κοιτούν με απίστευτη εχθρότητα, είναι του αδερφού του Τριστάνο. Δίχως να το πολυσκεφτώ, σηκώνω το κεφάλι και τον κοιτάζω στα μάτια. Μολονότι σκοπός μου ήταν να τον προκαλέσω, τώρα τα μάτια μου τον κοιτούν έντονα. Οι άκρες των χειλιών του στρέφονται αργά προς τα πάνω, λες και πέτυχε κάτι.
Αποστρέφω το βλέμμα μου, ενώ νιώθω ένα παράξενο συναίσθημα να αναδύεται μέσα μου. Μου απλώνει το χέρι αναγκάζοντας με να επαναφέρω την προσοχή μου πάνω του.
«Γκρέισον Αζόρ» μου συστήνεται. Ξεροκαταπίνω, γιατί νιώθω τόσο παράξενα; Μήπως επειδή μοιάζει τόσο πολύ στον Τριστάνο; Η μόνη τους διαφορά είναι το κούρεμα και το ύψος. Ο Γκρέισον φαίνεται να είναι ελάχιστα εκατοστά ψιλότερος, επιπλέον τα μαλλιά του είναι πιο κοντά και δεν έχει φράντζα.
«Καρίνα ΝτιΦράι» λέω και του σφίγγω το χέρι. Τα μάτια του έχουν μια έντονη λάμψη, λες και ετοιμάζει κάτι κακό.
Μαζεύω το χέρι μου και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, επικεντρώνοντας επιτέλους την προσοχή μου στον άνθρωπο που την έχει ανάγκη.
«Μπορείτε να μας αφήσετε μόνους;» ρωτάει ο Τριστάνο. Στην αρχή όλοι φέρνουν αντιρρήσεις, αλλά τελικά πείθονται ώσπου μένουμε μόνοι στο λευκό δωμάτιο, να αφουγκραζόμαστε ο ένας την αναπνοή του άλλου.
«Είσαι καλά;» λέει τελικά και με κοιτάζει διερευνητικά. Πως μπορεί να με ρωτάει κάτι τέτοιο, ενώ εκείνος ήταν στο κρεβάτι ετοιμοθάνατος εδώ και σχεδόν τρεις μέρες;
«Τριστάνο, εγώ καλά είμαι, εσύ παραλίγο να…» λέω και η φωνή μου σπάει.
«Έλα εδώ» λέει καθώς ανακάθεται και έπειτα με παίρνει στην αγκαλιά του. Τα δάκρυα κυλούν για μια ακόμη φορά αβίαστα στα μάγουλά μου. Εγώ ποτέ δεν έκλεγα, ποτέ. Ήξερα ότι η δοκιμασία εκλογής θα με άλλαζε, ωστόσο ούτε μια φορά δεν φαντάστηκα ότι θα μετατρεπόμουν σε μια ευαίσθητη και συναισθηματική κοπέλα.
«Δεν ξέρεις πόσο φοβήθηκα, Τριστάνο» λέω και χώνω το πρόσωπό μου στο στέρνο του. Σφραγίζω τα ματόφυλλά μου και απομένω να αφουγκράζομαι τους χτύπους της καρδιάς του καθώς και την γρήγορη αναπνοή του.
«Σ’ αγαπώ» λέει σιγανά, «και δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να σε πειράξει ποτέ, μα πότε ξανά». Και τότε αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω, με φιλά. Στην αρχή αργά, ενώ στην συνέχεια με πάθος. Νιώθω την καρδιά μου έτοιμη να εκραγεί, τα πάντα γύρω μου εξαφανίζονται, τώρα υπάρχω μόνο εγώ κι εκείνος.
«Σ’ αγαπώ και δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να σε πειράξει ποτέ, μα ποτέ ξανά» λέω επαναλαμβάνοντας το λόγια του.
Μου χαμογελά φανερώνοντας την εκπληκτικά λευκή οδοντοστοιχία του και στη συνέχεια με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο.
Και έτσι ξαφνικά, δίχως καμία προειδοποίηση, η πόρτα ανοίγει και μέσα στο δωμάτιο εισέρχεται η Θεά Ηγέτης του Νερού. Από πίσω της ξεπροβάλει η Σύνθια με το μίσος χαραγμένο στο πρόσωπό της.
«Σας το είπε, αυτοί οι δύο είναι ζευγάρι».


Δέσποινα Χρ.