Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 17)

Πάντοτε ήξερα ότι το να χάσεις ένα από τα πιο αγαπημένα σου πρόσωπα, είχε ως αποτέλεσμα να χάσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου. Γνώριζα και γνωρίζω, ότι ο πόνος της απώλειας ισοδυναμεί με την απόγνωση. Νιώθεις απελπισμένος, κλαις, αλλά ακόμη και εκείνα τα δάκρυα δεν καθαρίζουν την ψυχή σου από την λύπη. Δεν υπάρχει καθαρτικό. Το μόνο που μπορεί να σε θεραπεύσει είναι ο χρόνος.
Εκείνη τη μέρα, η Οριάνα μου είπε ότι ο Τριστάνο πεθαίνει. Την στιγμή που από τα χείλη της βγήκαν αυτές οι τρείς λεξούλες, ένιωσα έναν ακατανίκητο συναίσθημα να σπαράζει κάθε μέλος του σώματος μου, διαλύοντας με από μέσα προς τα έξω. Ο πόνος διαπέρασε σαν ξυράφι την καρδιά και τα πνευμόνια μου, αφήνοντας με ανήμπορη να αγκομαχώ, προσπαθώντας στην ουσία να κατανοήσω κάτι που όλο μου το είναι αρνιόταν πεισματικά να δεχθεί. Παρά τον πόνο και την έλλειψη οξυγόνου που αισθανόμουν να με πνίγει, άρχισα να φωνάζω και να κατηγορώ τον πρώτο άνθρωπο που βρήκα μπροστά μου. Ωστόσο ακόμη κι με εκείνο το ξέσπασμα, γνώριζα ότι ο μόνος υπαίτιος, ήμουν εγώ.

***

«Μην ανησυχείς, αύριο παίρνεις εξιτήριο» λέει η Οριάνα κλείνοντας την παλάμη μου μέσα στη δική της. Κουνάω ελαφρώς το κεφάλι και με το ελεύθερο χέρι μου, συνεχίζω να μουτζουρώνω μια κόλλα χαρτί. Δεν παρακολουθώ καν τα σχέδια, έχω τα μάτια μου καρφωμένα στο χέρι μου καθώς ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα πάνω κάτω διαγράφοντας γραμμές σ’ ολόκληρη την κόλλα.
Ακούω την μητέρα μου να αναστενάζει και έπειτα τη φωνή του πατέρα μου να της ψιθυρίζει. Το σώμα μου εξακολουθεί να βρίσκεται σε εκείνο το άθλιο δωμάτιο του νοσοκομείου, αλλά το μυαλό μου ταξιδεύει στον πάνω όροφο. Στην εντατική. Σε εκείνα τα καλώδια που κρατούν ζωντανό τον μοναδικό άνθρωπο που αγάπησα ποτέ στη ζωή μου.
«Καρίνα…», τινάζομαι και κουνάω το κεφάλι αποδιώχνοντας την εικόνα του Τριστάνο ανάμεσα στα ανατριχιαστικά μηχανήματα τη εντατικής.
«Ορίστε» λέω σιγανά, δίχως να σηκώσω το κεφάλι. Δεν επιθυμώ να αντικρίσω κανέναν, ιδίως τον πατέρα μου. Πως μπόρεσε να πιστέψει ότι μια απλή συγγνώμη, θα του εξασφάλιζε την ύστατη συγχώρεση μου; Το σφάλμα του είναι ανεπανόρθωτο.
«Θέλεις να κάνεις καμιά βόλτα; Ίσως νιώσεις καλύτερα» λέει η μητέρα μου πλησιάζοντας το κρεβάτι.
«Θέλω να βγείτε έξω, έχω ανάγκη να μείνω μόνη».
«Μα Καρίνα, αυτό γίνεται εδώ και δύο μέρες. Καταλαβαίνουμε ότι πέρασες μια απαίσια εμπειρία, αλλά πρέπει να το ξεπεράσεις. Οφείλεις να φανείς δυνατή, αύριο μετά το εξιτήριο θα πρέπει να συναντήσεις όλους τους Θεούς Ηγέτες και…», τη διακόπτω πριν ολοκληρώσει.
Σηκώνω το βλέμμα μου και την κοιτάζω στα μάτια, «Ποιος ο λόγος να συναντήσω τους Θεούς Ηγέτες; Ακόμη κι αν με επαναφέρουν στη δοκιμασία εκλογής, δεν έχει νόημα. Ούτος ή άλλως εγώ και ο Κόνορ δεν μπορούμε να συνεργαστούμε, πόσο μάλλον να κυβερνήσουμε ένα ολόκληρο στοιχείο».
«Καρίνα, ο Τριστάνο δεν πέθανε» παρεμβαίνει η Οριάνα ρίχνοντας μου ένα συγκαταβατικό χαμόγελο.
«Ναι, αλλά δεν ακούς τι λένε οι γιατροί; Δεν θα αντέξει για πολύ ακομ…» η φωνή μου σπάει. Βλεφαρίζω μερικές φορές συγκρατώντας τα δάκρυά μου. Χαμηλώνω ξανά το κεφάλι και γυρίζω την κόλλα ανάποδα ξεκινώντας πάλι το μουτζούρωμα.
«Σας παρακαλώ, βγείτε έξω» λέω με παρακλητικό τόνο.
«Δεν θα πάμε πουθενά» λέει ο πατέρας μου και εγώ ξεφυσάω ενοχλημένη, «Έπιασαν τη δολοφόνο το Θεού Ηγέτη μας και εσύ αντί να χαρείς, κάθεσαι και μουτζουρώνεις ένα χαρτί. Καρίνα, σύνελθε!».
«Γιατί να συνέλθω, μου λες;! Με κατηγόρησαν για ένα φόνο που δεν είχα διαπράξει αποκλείοντας με από τη δοκιμασία εκλογής, με απήγαγαν, με βασάνισαν, παραλίγο να με σκοτώσουν! Ο Τριστάνο αργοπεθαίνει γαμώτο!» φωνάζω και τα μάτια μου πλημυρίζουν με καυτά δάκρυα. Το στομάχι μου σφίγγεται.
«Τώρα φύγετε, θέλω να μείνω μόνη» λέω ψιθυριστά έπειτα από λίγο και ένα δάκρυ καταφέρνει να ξεγλιστρήσει απ’ το μάτι μου.
Ευτυχώς αυτή τη φορά υπακούν. Ένας-ένας κατευθύνονται προς την πόρτα, ώσπου τελικά μένω μόνη.
Παίρνω μερικές βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εαυτό μου απ’ το να κλάψει, ωστόσο στην τρίτη εισπνοή ξεσπάω σε αναφιλητά. Μαζεύω το σώμα μου και κλείνω το πρόσωπό μου μέσα στη χούφτα μου επιχειρώντας μάταια να καλύψω τις φωνές μου. Φέρνω απαλά τα ακροδάχτυλά μου πάνω στα χείλη μου επαναφέροντας στο μυαλό μου το τρυφερό φιλί του Τριστάνο. Μακάρι να μην είχα αυτή την απαίσια αίσθηση, ότι εκείνο το φιλί ήταν το πρώτο και το τελευταίο.
Όταν τα δάκρυα επιτέλους στερεύουν, πιάνω το σημειωματάριο της μητέρας μου από το τραπεζάκι και αρχίζω να το ξεφυλλίζω αναζητώντας το αυριανό πρόγραμμα που θα αναγκαστώ να ακολουθήσω. Ωστόσο, δεν προλαβαίνω να βρω αυτό που ψάχνω, διότι κάποιος μπουκάρει στο δωμάτιο.
«Εσύ! Εσύ φταις για όλα! Εξαιτίας σου πεθαίνει ο γιός μου!» φωνάζει ο άντρας που μόλις μπήκε δίχως να χτυπήσει. Μαύρα μαλλιά ως το πιγούνι, γαλάζια μάτια, γυμνασμένο κο…, είναι ο πατέρας του Τριστάνο.
«Βγέστε έξω, κύριε» λέει ο πατέρας μου τραβώντας τον με δύναμη από το μπράτσο. Ο ήρεμος τόνος της φωνής του με εκπλήσσει.
«Αν πάθει κάτι ο γιός μου, θα σε σκοτώσω, το ορκίζομαι!» εξακολουθεί να φωνάζει καθώς το πετούν έξω απ’ το δωμάτιο.
Κλείνω τα αφτιά μου, σφραγίζοντας συνάμα και τα ματόφυλλά μου. Τα λόγια του πατέρα του αιωρούνται ακόμη στο χώρο και επαναλαμβάνονται σας ηχογραφημένο μήνυμα ξανά και ξανά μες στο μυαλό μου. Ήξερα ήδη ότι εγώ ευθύνομαι για την κατάσταση του Τριστάνο, ωστόσο είναι διαφορετικό το να το ακούω από κάποιον άλλο.
«Μην τον ακούς, Καρίνα» λέει η μητέρα μου καθώς κάθεται δίπλα μου.
«Έχει δίκιο» λέω τόσο σιγανά που δεν είμαι καν σίγουρη ότι με άκουσε. «Όλα έγιναν εξαιτίας μου».
«Γι’ αυτό θέλεις να γίνει καλά; Έχεις τύψεις; Καρίνα, εκείνος επέλεξε να σε βοηθήσει, δικό του είναι το φταίξιμο».
«Όχι..» λέω κουνώντας το κεφάλι, «δεν καταλαβαίνεις. Σε παρακαλώ ας μην μιλήσουμε για αυτό το θέμα».
«Εντάξει, γλυκιά μου» λέει και χαϊδεύει απαλά το μάγουλό μου.
«Μαμά, τελικά η Θεά Ηγέτης μας είναι καλά, σωστά;».
Σμίγει τα φρύδια σαν να αναρωτιέται για ποιο πράγμα μιλάω. Τελικά λέει: «Ναι, γιατί να μην είναι καλά;»
Ξεροκαταπίνω, δεν ανέφερα σε κανέναν όσα άκουσα για τα σχέδια εκείνων των ανθρώπων να σκοτώσουν την Ελίζαμπεθ Άλεν. Ωστόσο, δεν έχει νόημα πλέον. Οι εγκληματίες οδηγήθηκαν στη φυλακή.
«Τίποτα, απλώς να… μετά το θάνατο του Μάρκους Έλτον δεν την είδα καθόλου και αναρωτιόμουν πως είναι».
«Ναι, δεν χρειάζεται να σε απασχολεί, είναι μια χαρά». Νεύω και αρχίζω να τσαλακώνω, το μαύρο από τις μουτζούρες χαρτί.
«Τελικά θέλω να κάνω μια βόλτα» λέω έπειτα από μερικά λεπτά νεκρικής σιωπής.
«Όπως θες, απλώς εγώ και ο πατέρας σου πρέπει να φύγουμε για λίγο. Έχω παραμελήσει τη δουλειά και οι παραγγελίες είναι πάρα πολλές, θα χρειαστώ τον πατέρα σου να κάνει τις μεταφορές των ρούχων. Ελπίζω να μην πάρει πολλή ώρα. Πάντως θα είναι εδώ η Οριάνα για ότι χρειαστείς» λέει και σηκώνεται μαζεύοντας τα πράγματά της.
Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και γνέφω. Παρότι δεν θέλω να φύγουν οι γονείς μου, η απουσία τους θα με ωφελήσει. Η Οριάνα γνωρίζει πλέον τη σχέση μου με τον Τριστάνο. Εκείνη μπορεί να με βοηθήσει να πάω στην εντατική για να τον δω.






***


«Σε παρακαλώ!» λέω υιοθετώντας το βλέμμα του κουταβιού. Η επιμονή της στο να αρνείται να με βοηθήσει, έχει αρχίσει να με εκνευρίζει.
«Δεν πρόκειται να πας εκεί μέσα. Το ότι γνωρίζω για τη κρυφή σχέση σου με τον Τριστάνο δεν σημαίνει ότι τη θεωρώ σωστή. Αν μαθευτεί κάτι τέτοιο την έχετε πατήσει. Ήδη έγινε σάλος με τη γυναίκα που σε απήγαγε, δεν θέλεις το στοιχείο μας να πάρει κι επιπλέον κακή φήμη».
Ξεφυσάω όντας ενοχλημένη με την απίστευτη ικανότητά της να αλλάζει θέμα και να διαστρεβλώνει τα γεγονότα.
«Οριάνα…» λέω λυπημένα, «σε παρακαλώ, άσε με να δω τον Τριστάνο, δεν καταλαβαίνεις πως νιώθω; Φοβάμαι τόσο πολύ ότι δεν θα…» σκύβω το κεφάλι κρύβοντας τα βουρκωμένα μάτια μου. Ντρέπομαι να με βλέπουν να κλαίω.
Έρχεται δίπλα μου και τυλίγει το χέρι της γύρω μου. Ακουμπάω το κεφάλι μου στο ώμου της και αφήνω τα δάκρυα να κυλήσουν μόνα τους.
«Δεν περίμενα ότι θα σ’ αγαπούσε τόσο» λέει έπειτα από λίγο. Μου σφίγγει το χέρι δίχως να με κοιτάξει. «αλλά έκανα λάθος».
«Οριάνα, κι εγώ τον αγαπώ και φοβάμαι πως δεν θα έχω άλλη ευκαιρία να τον δω. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με».
«Εντάξει» λέει αναστενάζοντας.
Υπο διαφορετικές συνθήκες, θα χοροπηδούσα. Όμως σήμερα της δίνω απλώς ένα φιλί στο μάγουλο και την ευχαριστώ.
Μετά από μισή ώρα αγωνίας, η Οριάνα έρχεται στο δωμάτιο και με ενημερώνει ότι ο γιατρός μου έδωσε την άδεια να μπω στην εντατική.
«Να σε πληροφορήσω ότι θα συναντήσεις τη Σύνθια στον κάτω όροφο» λέει καθώς μου ανοίγει την πόρτα για να βγω.
«Τι;» ρωτάω και την κοιτάζω με μάτια ορθάνοιχτα. Τι στο καλό γυρεύει εδώ η Σύνθια;
«Λυπάμαι, κούκλα. Ήρθε να δει τον Τριστάνο και μάλλον τον είδε ήδη…πριν από εσένα».
«Μπράβο, τώρα με έκανες να αισθανθώ υπέροχα» λέω βράζοντας από θυμό. Μόνο και τον ακούμπησε, θα τη σκοτώσω.
Βγαίνω από το δωμάτιο με τα πόδια μου να τρέμουν. Είμαι ακόμη αδύναμη λόγω της απώλειας αίματος. Μολονότι τα ράμματα στο λαιμό μου τσούζουν λιγότερο από πριν, εξακολουθούν να με ενοχλούν. Πιάνω το χέρι της Οριάνα ως στήριγμα και μαζί μπαίνουμε στον ανελκυστήρα. Αισθάνομαι έναν κόμπο να κατακάθεται στο λαιμό μου μόλις φτάνουμε μπροστά στην εντατική. Αμέσως τα μάτια μου πέφτουν στη Σύνθια που είναι ακουμπισμένη στον τοίχο, δίπλα από την πόρτα. Ευτυχώς ο πατέρας του Τριστάνο δεν βρίσκεται εκεί τριγύρω.
«Θα περιμένω απέξω» λέει η Οριάνα και αφήνει το χέρι μου σπρώχνοντάς με ελαφρά να κουνηθώ.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ακολουθώ τη νοσοκόμα. Αφού βάζω τα ρούχα που επιτρέπονται στην εντατική, κατευθύνομαι προς την πόρτα. Έχω το βλέμμα κατεβασμένο καθώς περνάω μπροστά από τη Σύνθια. Με την άκρη του ματιού μου τη βλέπω να με κοιτάζει εξεταστικά. Μόλις αντιλαμβάνεται ποια είμαι πετάγεται ταραγμένη.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» μου φωνάζει. Βλαστημώ από μέσα μου και γυρίζω να την κοιτάξω.
«Ήρθα να δω τον Τριστάνο, σαν τη σου φαίνεται ότι κάνω;»
«Πως τολμάς; Εξαιτίας σου βρίσκεται εκεί μέσα, εξαιτίας σου θα πεθάνει!».
Παρότι έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου πως δεν θα ακούσω τα σχόλιά της, τα λόγια της με πληγώνουν. Με πληγώνουν διότι ξέρω ότι έχει δίκιο.
«Ότι πεις» λέω. Τα μάτια μου τσούζουν, παίρνω μια βαθιά εισπνοή και κάνω δύο βήματα. Αμέσως μπαίνει μπροστά μου.
«Κάνε στην άκρη!» λέω και την σπρώχνω.
«Στα αλήθεια νόμιζες ότι θα σε αφήσω να μπεις μέσα;»
«Ποιος σου ζήτησε την άδεια;»
Την κατακεραυνώνω και εκείνη μου ανταποδίδει το βλέμμα. Ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και οργή.
«Σύνθια, φύγε από εκεί. Η Καρίνα θα μπει μέσα» λέει η Οριάνα φτάνοντας στο πλευρό μου.
«Και ποια είσαι εσύ που θα μου πεις τι να κάνω; Μπορεί η Καρίνα να μην σκότωσε τον Θεό Ηγέτη μας, αλλά σκότωσε τον Τριστάνο!».
Όση ώρα εκείνη μιλάει, την παραμερίζω και τρέχω γραμμή προς την πόρτα. Βαριανασαίνω και κλείνω την πόρτα πίσω μου.
Χαμογελάω, ώσπου τα μάτια μου πέφτουν πάνω του. Περπατάω δειλά προς το μέρος του με την καρδιά μου να πονά. Τα μάτια μου πηγαινοέρχονται από εκείνον στο μηχάνημα που σφυρίζει και πάλι απ’ την αρχή. Έχει πάρα πολλά καλώδια πάνω του, αμέτρητα. Αν δεν τον είχαν χτυπήσει στην πλάτη με διπλές δυνάμεις Νερό-Φωτιά, τώρα θα ήταν μια χαρά. Δυστυχώς, εκείνη η γυναίκα και τα τσιράκια της διέθεταν πολλές γνώσεις πάνω στη δολοφονία μελών του Νερού.
Δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι κλαίω, ώσπου μου ξεφεύγει ένας λυγμός. Αμέσως σκουπίζω τα μάτια μου και φτάνω δίπλα απ’ το ακίνητο σώμα του. Εκείνη η χαρακτηριστική του φράντζα, πέφτει πάλι στο δεξί του μάτι, ακριβώς όπως έπεφτε και την πρώτη μέρα που τον γνώρισα. Ακόμη και για ετοιμοθάνατος είναι κούκλος.
Σκύβω και παίρνω το χέρι του μέσα στο δικό μου, είναι κρύο. Καμία σχέση με τη ζεστή αίσθηση που με καταλάμβανε τις προηγούμενες φορές. Κλείνω τα μάτια σκουπίζοντας για χιλιοστή φορά τα μάγουλά μου και λέω: «Σε.. σε παρακαλώ… μη με αφήσεις…»
Τα δάκρυα φτάνουν αλμυρά στη γλώσσα μου. Η καρδιά μου ματώνει, πονάω τόσο πολύ που μου κόβεται η αναπνοή.
«Το ξέρω πως…πως δεν πάει πολύς καιρός που γνωριστήκαμε, αλλά εγώ… ακόμη κι αν δεν στο έχω πει…» διστάζω, διστάζω διότι ετοιμάζομαι να πω κάτι που δεν έχω παραδεχτεί ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. «Σε ερωτεύτηκα, Τριστάνο».
Την φωνή μου επισκιάζουν λυγμοί έτσι το επαναλαμβάνω «Σε ερωτεύτηκα».
«Και ξέρω πως κι εσύ με ερωτεύτηκες… κανένας άλλος δεν θα ρίσκαρε έτσι τη ζωή του για… για να με σώσει» τραυλίζω. Σφίγγω το χέρι του και χαϊδεύω το πρόσωπό του, απομακρύνοντας εκείνη τη μαύρη τούφα από το μάτι του.
Το χέρι μου τρέμει έτσι το τραβάω, λες και θα μπορούσε να το δει.
«Σ’ αγαπάω» ψιθυρίζω και σκύβω για να τον φιλήσω στο μέτωπο. Τα μάτια μου ανατρέχουν το πρόσωπό του, μακάρι να άνοιγε τα μάτια του. Ήδη έχω επιθυμήσει το λαμπερό τους χρώμα και τον τρόπο που με κοιτούν.
«Σε παρακαλώ, μη με αφήσεις» λέω ξανά και ο πόνος μαστιγώνει κάθε μέλος του κορμιού μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και προσεύχομαι να γίνει καλά. Ξέρω ότι οι Θεοί Ηγέτες θα τον κάνουν καλά. Θα με ξανά φιλήσει, θα με ξανά πάρει στην ζεστή του αγκαλιά, θα μου πει ‘σ’ αγαπώ’, θα φτάσουν εκείνες οι στιγμές. Το ξέρω.
Φιλώ το χέρι του κι έπειτα το εναποθέτω απαλά πάνω στο στρώμα. Για μια στιγμή το κοιτάζω, περιμένοντας πως θα κουνήσει κάποιο από τα δάκτυλά του όπως γίνεται και στις ταινίες, ωστόσο δεν γίνεται απολύτως τίποτα. Αναστενάζω σιγανά και αφού χαϊδεύω για μια τελευταία φορά το μάγουλό του, κάνω μεταβολή έτοιμη να φύγω.

Το αίμα μου παγώνει. Η καρδιά μου βροντάει τόσο δυνατά που μπορώ να την ακούσω. Ξεροκαταπίνω και βαριανασαίνω. Η Σύνθια στέκεται στην πόρτα. Άκουσε τα πάντα.




Δέσποινα Χρ.