Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 16)

ΕΞΙ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ
«Δηλαδή μου λες ότι ο μόνος λόγος που θέλεις να βρούμε την Καρίνα, είναι επειδή πιστεύεις ότι είναι αθώα;» με ρωτάει σμίγοντας τα φρύδια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Καρίνα της έχει αποκαλύψει τα πάντα για τη σχέση μας. Ή μάλλον την περίπλοκη σχέση μας.
«Απλώς το θεωρώ άδικο όλο αυτό. Μόλις τη βρούμε θα αποδείξουμε ότι δεν έχει καμία σχέση με το θάνατο του Θεού Ηγέτη μας».
«Τριστάνο, η Καρίνα το έσκασε δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι εκείνη βρίσκεται πίσω από όλο αυτό».
Την κοιτάζω στα μάτια, είμαι σίγουρος ότι υποκρίνεται. Θέλει να με κάνει να τα παρατήσω και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.
«Οριάνα, έχω καταλάβει ότι η σχέση σου με την Καρίνα ξεπερνάει εκείνη του μαθητή-εκπαιδευτή. Την έχεις σαν κόρη σου και αυτό είναι ολοφάνερο σε όλους. Μην νομίζεις ότι δεν έχω προσέξει πως σε κοιτάει η μητέρα της. Σε ζηλεύει, ζηλεύει την αγάπη που δείχνει η Καρίνα προς εσένα».
Αναστενάζει και σηκώνεται από τη θέση της, σηματοδοτώντας τη λήξη της συζήτησης. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγεις» λέει και μου ανοίγει την εξώπορτα.
Σηκώνομαι από την πολυθρόνα και κατευθύνομαι προς το μέρος της.
«Η Καρίνα απήχθει» λέω σιγανά. Αμέσως τα μάτια της καρφώνονται πάνω μου και με κοιτούν διαπεραστικά.
«Λες ψέματα» λέει κλείνοντας την πόρτα αργά. Το πρόσωπό της παίρνει μια ανήσυχη έκφραση, σχεδόν πονεμένη.
«Έλα να καθίσουμε και θα σου εξηγήσω τα πάντα». Κατανεύει και επανέρχεται πίσω στη θέση της.
«Μίλα» λέει όταν και οι δύο έχουμε βολευτεί στις πολυθρόνες. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Ο πατέρας μου είναι διοικητής της αστυνομίας του στοιχείου μας, έτσι…» αρχίζω να λέω όμως η ανυπόμονη φωνή της με διακόπτει.
«Μπες κατευθείαν στο θέμα» λέει δίχως να πάρει τα μάτια της από πάνω μου.
«Τον έπεισα να μου πει λεπτομέρειες και σύμφωνα με όσα μου αποκάλυψε, οι κάμερες του αστυνομικού τμήματος κατέγραψαν τη σκηνή όπου ο φύλακας έβγαλε την Καρίνα από το κρατητήριο. Την πήγε σε ένα δωμάτιο προς το τέλος του διαδρόμου. Μετά από εκεί οι κάμερες δεν έχουν καταγράψει απολύτως τίποτα, προφανώς κάποιος διέγραψε το βίντεο», κάνω μια παύση αφήνοντας της λίγο χρόνο να κατανοήσει τα λόγια μου. Όταν έπειτα από λίγο μου γνέφει, συνεχίζω: «Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Μέσα σε εκείνο το δωμάτιο, παραχωμένη πίσω από μια βιβλιοθήκη, βρέθηκε μια μεγάλη πέτρα πασαλειμμένη με αίμα».
«Το αίμα ήταν της Καρίνα;» ρωτάει η Οριάνα με τα μάτια της εμφανώς μουσκεμένα. Γνέφω ελαφρά και αμέσως ξεσπάει σε κλάματα. Απομένω να την κοιτάζω, περιμένοντας να τελειώσει το ξέσπασμά της.
«Ποιος θα της έκανε κάτι τέτοιο;» λέει μετά από λίγο σκουπίζοντας τα δάκρυα της. Ανασηκώνω τους ώμους. Αισθάνομαι τον θυμό μέσα μου να συσσωρεύεται και μόνο στη σκέψη ότι κάποιος χτύπησε την Καρίνα.
«Δεν ξέρω ποιος θέλει το κακό της, όμως πρέπει να τον βρούμε» λέω κοιτώντας την ευθεία μέσα στα μάτια. «Και για να γίνει αυτό, πρέπει να συνεργαστούμε».
Σηκώνεται από τη θέση της και αρχίζει να βηματίζει πάνω κάτω μέσα στο χώρο. Μπορώ να διακρίνω τα δάκρυα να ξεφεύγουν μέσα από τα μάτια της και να κυλούν αβίαστα στα βαθουλωμένα μαγουλά της. Γέρνω στην πλάτη της καρέκλας περιμένοντας την απάντηση της. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, ορθώνει τους ώμους και γυρίζει προς το μέρος μου.
«Πάμε να βρούμε τον πατέρα σου» λέει, «πρέπει να τον πείσουμε να μας βοηθήσει, προκειμένου να μιλήσουμε με τον φύλακα της Καρίνα».




***


ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ




«Δεν το πιστεύω ότι με πείσατε να σας βοηθάω» λέει ο πατέρας μου καθώς ξεκλειδώνει την καγκελόπορτα. Ο φύλακας που στέκεται πίσω από τα κάγκελα, μας κοιτάζει με μίσος. Δεν θα είναι εύκολο να τον κάνουμε να μιλήσει.
«Ούτε κι εγώ» του αποκρίνομαι δίχως να τον κοιτάξω.
«Να θυμάσαι» μου ψιθυρίζει η Οριάνα, «δεν τον βασανίζουμε πριν σιγουρευτούμε ότι δεν θα μας δώσει τις απαντήσεις με το καλό».
«Δεν σου εγγυώμαι τίποτα».
Μόλις η κλειδαριά ξεκλειδώνει, ανοίγω την πόρτα και έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον πλέον τελειωμένο φύλακα. Η Οριάνα έρχεται γρήγορα στο πλάι μου και με τραβάει από την μπλούζα να κάνω δύο βήματα πίσω.
«Λοιπόν» του λέει μόλις υπακούω και αμέσως η έκφραση του προσώπου της σκληραίνει. Οι εκπαιδευτές πάντα ξέρουν να κρύβουν τα συναισθήματα τους από τον αντίπαλο. «θα μας πεις ποιος σε έβαλε να βγάλεις την Καρίνα από το κρατητήριο;».
Ο φύλακας καγχάζει και μετά βίας συγκρατώ τον εαυτό μου απ’ το να του χιμήξει. «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα σου πω το οτιδήποτε; Ότι είχα να πω το είπα στον εισαγγελέα».
«Άκου να σου πω» λέω και τον αρπάζω από το γιακά κολλώντας τον στον τοίχο, «ή θα μας πεις ποιος απήγαγε την Καρίνα ή θα σου σπάσω το κεφάλι!».
Στην αρχή με κοιτάζει τρομοκρατημένος, στη συνέχεια όμως ο φόβος του μετατρέπεται σε διασκέδαση. Τα χείλη του σχηματίζουν ένα πελώριο χαμόγελο και αρχίζει να γελάει δυνατά, με τους λεπτοκαμωμένους του ώμους να τραντάζονται.
«Τι ωραία που θα ήταν να με σκότωνες, θα γλίτωνα τη φυλακή».
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα σε σκοτώσω;» λέω και είμαι σίγουρος ότι ένα μειδίαμα τρεμοπαίζει στα χείλη μου. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βασανίσεις κάποιον. Για διάλεξε λοιπόν έναν».
Τα μάτια του καρφώνονται στην Οριάνα που έρχεται για να σταθεί δίπλα μου. Το βλέμμα του είναι παρακλητικό, ωσότου τα μάτια του πέφτουν πάνω στο μαχαίρι που δεσπόζει στο δεξί της χέρι, μετατρέποντας την έκφραση του προσώπου του σε τρόμο.
«Δεν πρόκειται να σας πω τίποτα!» φωνάζει και αρχίζει να χτυπιέται προκειμένου να απελευθερωθεί.
«Εντάξει τότε, εσύ το επέλεξες» λέω και τον ακινητοποιώ, στρέφοντας το σώμα του, έτσι ώστε η μούρη του να γίνει ένα με τον τοίχο. Αρπάζω το μαχαίρι μέσα από την παλάμη της Οριάνα και δίχως να συναντήσω το σαστισμένο της βλέμμα, το καρφώνω στον δεξιό του ώμο.
Σκύβω στο αφτί του, αγνοώντας το κλαψούρισμα και τις τσιρίδες του και ψιθυρίζω: «Τώρα θα μας πεις που βρίσκεται η Καρίνα;».
Η μόνη του απάντηση είναι μια κραυγή. «Αυτό θα εκλάβω ως ναι».
Τραβάω το μαχαίρι και τον επαναφέρω στην πρωτύτερη στάση του.
Η Οριάνα μου σφίγγει τον ώμο, ρίχνοντας μου ένα βλέμμα όλο νόημα, οπότε τον απελευθερώνω. Αμέσως σωριάζεται στο τσιμέντο, καλύπτοντας την πληγή με την παλάμη του και κρατώντας το βλέμμα του καρφωμένο σε κάποιο σημείο πίσω μας. «Ωραία, για ξεκίνα με το ποιος βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία του Μάρκους Έλτον και την απαγωγή της Καρίνα».
«Μέτοικοι» τραυλίζει. Ξεροκαταπίνω, αυτό αποκλείεται, δεν έχουν δυνάμεις. Κάθομαι ανακούρκουδα πλάι του και επιδεικνύοντας το μυτερό μαχαίρι που κρατάω, λέω: «Την αλήθεια, διαφορετικά αυτό εδώ το μαχαίρι με την γυαλιστερή λεπίδα, θα καρφωθεί και σε άλλα σημεία του σώματός σου».
«Λέω την αλήθεια!»
«Είναι ολοφάνερο ότι λες ψέματα. Οι Μέτοικοι δεν έχουν δυνάμεις, είναι αδύνατον να μας σκοτώσουν» λέει η Οριάνα με απόλυτη σοβαρότητα.
«Κι όμως…» επιμένει εκείνος, λες και ήμαστε κορόιδα για να μας ξεγελάσει τόσο εύκολα.
Σηκώνω το μαχαίρι ψιλά, έτοιμος να το καρφώσω και στο άλλο του χέρι, ωστόσο η φωνή της Οριάνα με σταματά.
«Περίμενε» μου λέει και έπειτα στρέφει την προσοχή της στον φύλακα, «Τι εννοείς; Ότι υπάρχουν Μέτοικοι με δυνάμεις;»
Εκείνος απλώς γνέφει, συνεχίζοντας να μας παραπλανεί. «Είναι μια γυναίκα…» λέει σιγανά, σαν να φοβάται να μιλήσει. «Γεννήθηκε με μπλε μάτια».
«Αποκλείεται» λέω και σηκώνομαι όρθιος. Η Οριάνα δίπλα μου, μου ρίχνει μια ανήσυχη ματιά.
«Είναι αλήθεια, την είδα με τα μάτια μου. Αυτή η γυναίκα γεννήθηκε από μητέρα Μέτοικο, ωστόσο δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Απ’ ότι είπε η ίδια, ο πατέρας της ήταν μέλος του Νερού».
«Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συνέβη κάτι τέτοιο. Θα είχε ξεσπάσει πόλεμος. Άσε που τα μέλη του Νερού δεν συναναστρέφονται με Μέτοικους» λέει η Οριάνα τρίβοντας το μέτωπό της.
Μόνο μια φορά στο παρελθόν συνέβη κάτι αντίστοιχο. Όταν ένα μέλος της Φωτάς παραβίασε τον νόμο και αποπειράθηκε να κλεφτεί με μια Μέτοικο. Ωστόσο εκείνος άνηκε στο στοιχείο της Φωτιά, εκείνοι έχουν συνηθίσει να επαναστατούν. Επιπλέον, δεν υπήρξε κανένα παιδί.
«Αυτή η γυναίκα, έχει δυνάμεις;» ρωτάω μη πιστεύοντας λέξη απ’ όσα άκουσα μέχρι στιγμής.
«Ναι, αλλά εδώ τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο» λέει κοιτώντας πότε εμένα και πότε την Οριάνα. «Αυτή η γυναίκα έχει Ξεχωριστές δυνάμεις».
«Τι θέλεις να πεις; Ότι είναι παιδί Θεού Ηγέτη;» ρωτάω έχοντας μείνει με το στόμα ανοιχτό με τη διαπίστωση μου.
«Ακριβώς» μου αποκρίνεται.
Γυρίζω προς τα πίσω για να αντικρίσω τον πατέρα μου και τον βλέπω να κοιτάζει σαν να μην συνέβη τίποτα.
«Είναι αλήθεια;» τον ρωτάω.
«Δεν ξέρω, Τρίσταν» λέει, ωστόσο είναι αδύνατον να κρυφτεί. Αν το άκουγε πρώτη φορά θα είχε σίγουρα απαιτήσει να μάθει περισσότερα.
«Λες ψέματα, το ήξερες. Φαίνεται στο βλέμμα σου. Τώρα λέγε αυτή η γυναίκα είναι παιδί του Μάρκους Έλτον; Γι’ αυτό τον σκότωσε;».
«Τρίσταν, σου το είπα ήδη, δεν ξέρω!».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δεν θα δημιουργήσω αναστάτωση, τουλάχιστον όχι προτού μάθω που βρίσκεται η Καρίνα. Αφού καταφέρνω να συγκρατήσω τα νεύρα μου, επαναφέρω την προσοχή μου στον φύλακα.
«Που βρίσκεται η Καρίνα; Και γιατί διαλέξατε εκείνη;».
«Δεν την διαλέξαμε» με διορθώνει, «και απ’ όσο ξέρω δεν επέλεξαν καν, απλώς περίμεναν την τελευταία μονομαχία. Δεν ξέρω που ακριβώς την έχουν μεταφέρει, αλλά σίγουρα είναι προς το στρατόπεδο των Μετοίκων, μακριά από τη θάλασσα».
Και μ’ αυτές τις πληροφορίες, φύγαμε.




***


ΜΙΑ ΩΡΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ




«Η Καρίνα βρίσκεται εκεί μέσα» λέει η Οριάνα σβήνοντας τη μηχανή του αυτοκινήτου. «θα κάνεις αυτά που είπαμε. Θα ελέγξεις την τριγύρω περιοχή και αφού βεβαιωθείς ότι δεν είναι κανείς, θα μπεις μέσα. Αν μέσα στο σπίτι συναντήσεις κάποιον από αυτούς, θα τον χτυπήσεις με πάγο. Κατάλαβες;»
«Τα είπαμε αυτά» λέω βγάζοντας την φράντζα από τα μάτια μου. «Αν περάσει μισή ώρα και δεν έχω επιστρέψει, θα έρθεις. Αν δεις εμένα ή την Καρίνα θα κορνάρεις για να σε εντοπίσουμε».
Η Οριάνα κατανεύει και έπειτα λέει: «Τώρα πήγαινε».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανοίγω την πόρτα. Μόλις τα πόδια μου ακουμπούν τα πεσμένα φύλλα, αρχίζω να τρέχω προς το σπίτι. Νιώθω τον άνεμο να χτυπά το πρόσωπό μου καθώς κινούμε ολοένα και γρηγορότερα προς τον προορισμό.
Όταν έχω μειώσει την απόσταση αισθητά, συνεχίζω περπατώντας. Ρίχνω μερικές ματιές τριγύρω σε περίπτωση που κάποιος με παρακολουθεί, ωστόσο δεν βλέπω τίποτα που να μου τραβά την προσοχή. Εστιάζω τα μάτια μου στα παράθυρα του παλιού σπιτιού, που βρίσκεται πλέον μόλις μερικά μέτρα μακριά μου και διαπιστώνω πως η κουρτίνα σε ένα από τα δωμάτια είναι τραβηγμένη. Μόλις πλησιάσω αρκετά κοντά το μόνο που έχω να κάνω, είναι να ελέγξω την περιοχή τριγύρω από το σπίτι και έπειτα να κοιτάξω μέσα από εκείνο το παράθυρο. Ίσως η Καρίνα βρίσκεται εκεί μέσα.
Κρύβομαι πίσω από έναν μεγάλο κορμό δέντρου, αποφεύγοντας να σκοντάψω στα ξεριζωμένα χόρτα και με το βλέμμα μου αναζητώ για τυχόν μαυροντυμένους άντρες. Ελπίζω ο φύλακας να μην μας κορόιδεψε όσον αφορά την ενδυμασία τους. Αφού βεβαιώνομαι ότι δεν υπάρχει απειλεί τριγύρω, ελαφροπατώντας κατευθύνομαι προς το παράθυρο.
Ρίχνω μια τολμηρή ματιά στο εσωτερικό, ωστόσο το μόνο που βλέπω μέσα είναι ένα κρεβάτι, μια συρταριέρα και μια ξύλινη πόρτα. Αναστενάζω και κάνω τον κύκλο ώσπου βγαίνω στην πόρτα. Κάνω μερικά βήματα πίσω, παίρνω φόρα και ρίχνω το σώμα μου πάνω στην ξύλινη επένδυση. Η πόρτα πέφτει κάτω μεμιάς. Αμέσως κρύβομαι στο πλάι του σπιτιού περιμένοντας πως όλο και κάποιος θα εμφανιστεί, ωστόσο δεν έρχεται κανείς.
Βγαίνω απ’ την κρυψώνα μου και τη στιγμή που είμαι έτοιμος να μπουκάρω μέσα, την ακούω να φωνάζει με αδύναμη φωνή. Το στομάχι μου σφίγγεται, πηδάω πάνω απ’ την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω το όνομά της.
«Εδώ!» την ακούω να λέει. Κάνω μεταβολή και μπαίνω στο πρώτο δωμάτιο που βρίσκω. Ανοίγω την πόρτα και αμέσως τα μάτια μου πέφτουν πάνω της. «Καρίνα» ψελλίζω και τρέχω κοντά της.
Είμαι έτοιμος να τη χώσω στην αγκαλιά μου, ώσπου τα μάτια μου πέφτουν στην μεγάλη λωρίδα αίματος που καλύπτει το λαιμό της.
«Είσαι καλά;» ρωτάω αν και ξέρω την απάντηση. Εκείνη αρχίζει να κλαίει. Δίχως χρόνο για χάσιμο παγώνω τις αλυσίδες που κρατούν φυλακισμένα τα χέρια της και τις σπάω με τη γροθιά μου.
Τυλίγει τα πλέον ελευθερωμένα χέρια της γύρω μου και εγώ τη σφίγγω δυνατά πάνω μου. Μένουμε έτσι για μια στιγμή, ώσπου τελικά παίρνω το πρόσωπό της μέσα στη χούφτα μου και φέρνω τα χείλη μου απαλά πάνω στα δικά της.
«Φοβήθηκα τόσο πολύ» λέω όταν τα χείλη μας χωρίζονται.
«Κι εγώ» λέει σιγανά με βραχνή φωνή.
Τη φιλάω τρυφερά στο κεφάλι και την προτρέπω να σταθεί όρθια.
«Πάμε προτού επιστρέψουν» λέω και την τραβάω από το χέρι.
Βγαίνουμε μαζί έξω και αρχίζουμε να τρέχουμε προς το μέρος οπού άφησα την Οριάνα. Ωστόσο δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε ούτε δύο βήματα, όταν ακούω μια γυναικεία φωνή να λέει δυνατά: «Το σκάει!».
«Θέλω να τρέξεις όσο πιο γρήγορα μπορείς δίχως να κοιτάξεις πίσω. Βρες την Οριάνα, όταν ακούσεις κορνάρισμα θα ξέρεις ότι βρίσκεται εκεί κοντά» λέω και αφήνω το χέρι της στρέφοντας την προσοχή μου προς τα πίσω, έτοιμος να αντιμετωπίσω αυτή τη γυναίκα που προκάλεσε τόσο πόνο στην κοπέλα που αγαπώ.
Γυρίζω μια στιγμή και όταν βλέπω την Καρίνα να στέκεται εκεί σαν στήλη άλατος, φωνάζω: «Καρίνα, τρέξε!».




***


ΤΩΡΑ


Ανοίγω τα μάτια μου και ψάχνω τριγύρω για τον Τριστάνο. Μόνο που δεν τον βλέπω πουθενά. Ακούω σειρήνες, βλέπω ένα ασθενοφόρο. Ποιος χτύπησε; Μάλλον εγώ.
«Όλα θα πάνε καλά» ακούω τη σιγανή φωνή μιας γυναίκας. Η Οριάνα. Θέλω να την πιστέψω, ωστόσο δεν βλέπω πουθενά τον Τριστάνο και αρχίζω να ανησυχώ. Άραγε χτύπησε;
«Που είναι ο Τριστάνο;» τραυλίζω. Βλέπω την έκφραση του προσώπου της να σκοτεινιάζει, κάτι κακό έχει συμβεί.
«Οριάνα!», η καρδιά μου χτυπά δυνατά, τα χέρια μου τρέμουν, τα μάτια μου καρφώνονται στα χείλη της περιμένοντας την απάντηση της.
«Ο Τριστάνο πεθαίνει».


Δέσποινα Χρ.