Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 21)

Ο Τριστάνο κάθεται δίπλα μου και δεν βγάζει άχνα όση ώρα περιμένουμε να απαγγελθεί ο εναρκτήριος λόγος. Θέλω τόσο πολύ να με κοιτάξει, έστω και με την άκρη του ματιού του, ωστόσο γυρίζει μόνο για να απαντήσει στο Κόνορ που όλη αυτή την ώρα έχει σκάσει απ’ το κακό του. Μετά από μισή ώρα, επιτέλους οι Θεοί Ηγέτες της Φωτιάς ανεβαίνουν στη σκηνή. Ανακάθομαι για να δω καλύτερα και επικεντρώνω την προσοχή μου πάνω τους.
«Καλώς ήρθατε στη δοκιμασία εκλογής, Η Φλόγα!» λέει ο Θεός Ηγέτης μέσα απ’ το μεγάφωνο και το πλήθος –κυρίως τα μέλη της Φωτιάς- ζητωκραυγάζει. Χειροκροτώ μαζί με τους υπόλοιπους, ενώ προσπαθώ να χαμογελάσω παρά τα αρνητικά συναισθήματα που μου καταστρέφουν τη διάθεση.

«Το Στοιχείο μας έχει καταστροφικές, αλλά και εξαγνιστικές ιδιότητες και φυσικά έχει άμεση σχέση με τον ήλιο καθώς αντανακλά τις ιδιότητές του. Το Πυρ επίσης συμβολίζει και την πνευματική δύναμη. Η Φωτιά για κάποιους έχει μειονεκτική θέση, ενώ για άλλους μια αξιοσέβαστη, φυσικά θα εκτιμήσουμε εκείνους που ανήκουν στην δεύτερη κατηγορία» λέει η Θεά Ηγέτης.
«Θα ήθελα να ευχηθώ καλή επιτυχία σε όλους τους διαγωνιζόμενους. Η δοκιμασία εκλογής ξεκινά….» κάνει μια παύσει και ο Θεός Ηγέτης σηκώνει ψιλά ένα κατά κόκκινο μαντίλι, «τώρα!» ολοκληρώνει και το μαντήλι κατεβαίνει.
«Ας νικήσουν οι καλύτεροι» λένε με μια φωνή και φεύγουν αγκαζέ απ’ τη σκηνή, συνοδευόμενοι από χειροκροτήματα. Τη θέση τους παίρνει ο εκφωνητής, ο οποίος και ξεκινά να αναγγέλλει τα ονόματα. «Πρώτος Ξεχωριστός, Τζέιμς Κάστλ». Στο στάδιο μπαίνει ένας μελαχρινός νεαρός με φανερά γυμνασμένους κοιλιακούς. Σηκώνει τα χέρια και χαιρετά το πλήθος, ενώ στη συνέχεια κάνει μια υπόκλιση.
«Ψώνιο» λέω σιγανά και ο Τριστάνο ίσα που γυρίζει να με κοιτάξει. Στρέφω το βλέμμα μου προς τη μεριά του, αλλά εκείνος αυτόματα επαναφέρει την προσοχή του στο στάδιο.
«Επόμενος Ξεχωριστός, Γκρέγκ Ντάλλας».
Αυτό συνεχίζεται και με τους άλλους δύο Ξεχωριστούς, ώσπου τελικά φτάνει η στιγμή της έναρξης.




***


Επτά Μέρες Μετά


Μια εβδομάδα δοκιμασιών, μια εβδομάδα γιορτής. Η Οριάνα παντρεύτηκε τον Κρίστοφερ σε μια λαμπερή τελετή πλάι στη θάλασσα. Στον γάμο δεν παρευρέθηκε ούτε ο Τριστάνο ούτε ο Γκρέισον, αλλά μόνο οι γονείς τους, οι οποίοι μου έριχναν από μερικές αδιάκριτες ματιές. Αγνόησα πολλά εκείνη τη μέρα και τις υπόλοιπες που ακολούθησαν. Την απόμακρη συμπεριφορά του Τριστάνο, το μίσος της Σύνθια, την ενοχλητική παρουσία του Κόνορ και του Γκρέισον και φυσικά το απίστευτο άγχος για τη δοκιμασία εκλογής. Ωστόσο, σήμερα δεν θα αφήσω τίποτα στην τύχη του, σήμερα είναι η πρώτη μέρα του τεστ, η έναρξη του δικού μου αγώνα. Σήμερα θα βάλω τα δυνατά μου και θα βγω νικήτρια.
«Είσαι έτοιμη;» ρωτάει η Οριάνα καθώς εγώ προσπαθώ για χιλιοστή φορά να πιάσω τα μαλλιά μου δίχως να πετάξει καμία τούφα.
«Όχι» της αποκρίνομαι και τραβάω με δύναμη το λαστιχάκι με αποτέλεσμα να ξεριζώσω μερικές τρίχες απ’ τα μαλλιά μου.
«Φαίνεται…έλα κάτσε να σε βοηθήσω». Ρίχνω το σώμα μου στην άκρη του κρεβατιού και αφήνω την Οριάνα να κάνει τη δουλειά.
Από τη στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου, δεν μπορώ να σταματήσω αυτό το απαίσιο τρέμουλο που διαπερνά κάθε μέλος του σώματός μου. Έχω τέτοιο άγχος που είμαι σχεδόν σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα με καταπιεί και δεν θα μπω ποτέ στο στάδιο για να πολεμήσω. Φοβάμαι μήπως το σημερινό τεστ δείξει εμένα και τον Τριστάνο ως αντιπάλους, φοβάμαι μήπως αναγκαστώ να τον αντιμετωπίσω.
«Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά» λέει, ωστόσο μπορώ να διακρίνω ένα στίγμα αβεβαιότητας στη φωνή της. Ακόμα κι εκείνη δεν έχει τη δυνατότητα να με καθησυχάσει πια.
«Δεν ξέρεις πόσο θέλω να σε πιστέψω» λέω και καρφώνω το βλέμμα μου στο πάτωμα, «αλλά κάθε φορά που πάω να ηρεμίσω, έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα του Θεού Ηγέτη μας να πέφτει κάτω νεκρός και ειλικρινά νομίζω πως μόλις ξαναβγώ εκεί έξω, κάτι κακό θα συμβεί».
Η Οριάνα κάθεται δίπλα μου και παίρνει το χέρι μου μέσα στο δικό της. «Τίποτα δεν θα συμβεί, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι».
Νιώθω τον κόμπο στο στομάχι μου να με πνίγει, έτσι παίρνω μια βαθιά ανάσα και σηκώνομαι όρθια. Πηγαινόρχομαι λίγο μέσα στο τροχόσπιτο και όταν αισθάνομαι κάπως καλύτερα, ξανά κάθομαι στο κρεβάτι.
«Τι θα γίνει αν με βάλουν με εκείνον;» ρωτάω σχεδόν ψιθυριστά.
«Θα κάνεις αυτό που πρέπει».
«Κι αν αυτό που πρέπει, δεν είναι αυτό που θέλω;»
Με κοιτάζει για λίγο μέσα στα μάτια και έπειτα αποστρέφει το βλέμμα της, λες και δεν μπορεί να το κρατήσει για πολλή ώρα πάνω μου. «Τότε άσε την καρδιά σου να αποφασίσει όταν έρθει η ώρα» λέει και σηκώνεται.
Ανοίγει την πόρτα και παρατηρώντας με γουρλωμένα μάτια το τοπίο έξω, λέει: «Πέρασε η ώρα, ο κόσμος έχει αρχίσει ήδη να μαζεύεται, καλύτερα να πάμε».
Κατανεύω και απλά την ακολουθώ. Βγαίνοντας από το τροχόσπιτο με χτυπά ένα κύμα θερμού αέρα. Εισπνέω βαθιά και περπατάω, ώσπου βλέπω τον Τριστάνο με τον αδερφό του να κατευθύνονται προς το στάδιο.
«Ε Καρίνα, πως πάει;» λέει ο Γκρέισον μόλις με βλέπει. Εστιάζω το βλέμμα μου στο πρόσωπο του Τριστάνο και τότε παρατηρώ μια απαίσια μελανιά γύρω από το δεξί του μάτι. Αμέσως τρέχω κοντά του αρνούμενη να σκεφτώ όλα όσα έχουν προηγηθεί ανάμεσά μας.
«Τι έπαθες;» ρωτάω ανήσυχα. Μου ρίχνει μια ματιά και συνεχίζει το δρόμο του. Πριν το καταλάβω, τα δάκτυλά μου έχουν τυλιχτεί γύρω από τον καρπό του.
«Είπα, “τι έπαθες;”».
Τα μάτια του κοιτούν πότε εμένα και πότε το χέρι μου. «Πάρε αμέσως το χέρι σου» λέει με σοβαρή φωνή, ενώ με κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια. Τόσο ψυχρό και αδιάφορο είναι το βλέμμα του, που μου τρυπάει την καρδιά.
«Όχι πριν μου πεις ποιος σε χτύπησε» λέω.
«Αν δεν πάρεις αμέσως το χέρι σου, η συνέχεια δεν θα σου αρέσει καθόλου» λέει, ενώ στο πρόσωπό του επικρατεί η απόλυτη ουδετερότητα. Δεν μπορώ να καταλάβω ποιο συναίσθημα υπερισχύει μέσα του, αλλά σίγουρα υπάρχει εκείνο του θυμού.
«Γιατί; Τι θα κάνεις; Θα με χτυπήσει; Νόμιζα ότι ήθελες να παραιτηθείς μόνο και μόνο για να το αποφύγεις» λέω μειώνοντας την απόσταση μεταξύ μας.
«Μην ανησυχείς, εσύ μου έμαθες καλά πως δεν υπάρχει λόγος να αντισταθώ σε κάτι τέτοιο».
Ξεροκαταπίνω, θέλω να κλάψω. Θέλω να κλάψω τόσο πολύ, αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου. «Για να δω λοιπόν τι έμαθες».
Με κοιτάζει για μια στιγμή με τέτοια ένταση που είμαι έτοιμη να τον φιλήσω. Ωστόσο αμέσως μετά, τραβάει το χέρι του με δύναμη και απομακρύνεται με μεγάλες δρασκελιές.
«Αυτό δεν θα το ξανά έκανα στη θέση σου» λέει ο Γκρέισον και τρέχει για να προλάβει τον αδερφό του, ενώ εγώ μένω να κοιτάζω το έδαφος με μάτια βουρκωμένα.
«Πάμε» λέει η Οριάνα και με πιάνει απαλά από τη μέση, δίχως να σχολιάσει αυτό που μόλις είδε.
Ο κόσμος έχει γεμίσει κάθε εκατοστό των κερκίδων, οι νικητές των άλλων στοιχείων, καθώς και οι προηγούμενοι Θεοί Ηγέτες έχουν έρθει και όλα είναι έτοιμα για την έναρξη. Όλα, εκτός από εμένα. Αυτή η αίσθηση πως κάτι κακό θα συμβεί, δεν λέει να με εγκαταλείψει και νιώθω το σώμα μου βαρύ και τον λαιμό μου κλεισμένο. Πίνω συνεχώς νερό βρέχω κάθε πέντε λεπτά το πρόσωπό μου προκειμένου να νιώσω έτοιμη για όλα όσα θα επακολουθήσουν. Όταν ανεβαίνει η Θεά Ηγέτης στην σκηνή τα πόδια μου τρέμουν, αλλά καταφέρνω να σταθώ δίπλα από τη Σύνθια και να περιμένω τη στιγμή που θα ακουστεί το όνομά μου.
«Καλώς ήρθατε στην τελευταία εβδομάδα των δοκιμασιών» λέει η Ελίζαμπεθ. Κατεβάζω το κεφάλι καθώς δεν θέλω να αντικρίσω όλα αυτά τα συγκαταβατικά βλέμματα. Όλοι τους νομίζουν πως ξέρουν τι νιώθει η Θεά Ηγέτης μετά το θάνατο του Μάρκους Έλτον, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν ιδέα.
«Ναι, πέρασαν κιόλας τρεις βδομάδες. Αέρας, Γη, Φωτιά διαγωνίστηκαν και δύο Ξεχωριστοί νίκησαν. Άραγε μέχρι το τέλος αυτής της εβδομάδας, ποιος θα έχει ανακηρυχθεί Θεός Ηγέτης;» η φωνή της είναι καθαρή και δυνατή, κάθε άνθρωπος την κοιτάζει με προσήλωση. «Ήρθε λοιπόν η στιγμή να δοκιμαστεί το στοιχείο του Νερού. Το νερό, που εξασφαλίζει μακροζωία, δύναμη, ενέργεια και φυσικά καλή υγεία. Το νερό που συμβολίζει την αναγέννηση, τη νέα αρχή και τη νέα ζωή. Το στοιχείο μας, είναι ολόγυρά μας, απλώνεται πέρα από τον ορίζοντα, και μερικές φορές πέφτει από τον ουρανό για να μας υπενθυμίζει την παρουσία του». Τα μέλη του στοιχείου μου χειροκροτούν, μαζί τους εγώ και οι υπόλοιποι. Είμαστε όλοι περήφανοι που ανήκουμε στο Νερό.
Η Θεά Ηγέτης, σηκώνει ψιλά ένα γαλάζιο μαντίλι και λέει: «Η δοκιμασία εκλογής ξεκινά….», παίρνω μια βαθιά ανάσα, «τώρα!» ολοκληρώνει και κατεβάζει το μαντίλι.
«Καλή επιτυχία σε όλους τους Ξεχωριστούς. Ας νικήσουν οι καλύτεροι». Την παρακολουθώ καθώς κατεβαίνει απ’ τη σκηνή, ενώ από τις απέναντι σκάλες ανεβαίνει ο γνωστός εκφωνητής έτοιμος να κάνει τη δουλειά του.
«Πρώτος Ξεχωριστός, Κόνορ Όντνερ» χειροκροτώ, ενώ η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Παρακολουθώ τον Κόνορ να περνάει τα κάγκελα με το κεφάλι υψωμένο. Χαμογελάει στον κόσμο και πηγαίνει να σταθεί στο μέσον του σταδίου.
Ο εκφωνητής συνεχίζει, «Επόμενος Ξεχωριστός, Τριστάνο Αζόρ». Το τρέμουλο αυξάνεται στο άκουσμα του ονόματός του, αλλά έπειτα από λίγο καταφέρνω να το μειώσω. Τον βλέπω να περπατάει με σταθερό βήμα προς το κέντρο του σταδίου και μόλις στέκεται πλάι στον Κόνορ, σηκώνει το χέρι ψιλά και χαιρετάει το πλήθος. Στα χείλη του σχηματίζεται ένα πελώριο χαμόγελο, μόνο που εγώ ξέρω ότι δεν είναι αυθεντικό.
Τώρα έμεινε μόνο η Σύνθια. Μόνο εκείνη και μετά η σειρά μου. «Επόμενος Ξεχωριστός, Σύνθια Μπλάκ». Με κοιτάζει με την άκρη του ματιού της και μπαίνει στο στάδιο. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και σκύβω το κεφάλι όση ώρα εκείνη κατευθύνεται προς τους υπόλοιπους. Έπειτα από δύο λεπτά κι αφού ο κόσμος έχει πάψει να χειροκροτεί, σηκώνω το κεφάλι ψιλά και περιμένω τη φωνή του εκφωνητή να αναγγέλλει το όνομά μου.
«Και τέλος, Καρίνα ΝτιΦράι» λέει και τα χειροκροτήματα ακούγονται για ακόμη μια φορά. Περνάω τα κάγκελα και περπατάω προς το κέντρο, δεν κοιτάζω κανέναν, μόνο ακούω. Ακούω όλα εκείνα τα επιφωνήματα και όλο εκείνο το χειροκρότημα που ξέρω ότι κανείς δεν πιστεύει ότι αξίζω. Φτάνω δίπλα στη Σύνθια και μόνο τότε τολμώ να κοιτάξω όλον αυτό τον κόσμο, πρόσωπα χαμογελαστά, πρόσωπα θυμωμένα, πρόσωπα βαριεστημένα και πρόσωπα που γνωρίζω και με κοιτούν με θαυμασμό. Σηκώνω το χέρι ψιλά, όπως ακριβώς έκανε ο Τριστάνο και χαιρετώ. Χαμογελάω και τα μάτια μου βουρκώνουν από συγκίνηση. Τόσα χρόνια προπονήσεων, φτάσανε πλέον στο τέλος τους. Τώρα ήρθε η ώρα να δείξω τι αξίζω.
«Πρώτη μέρα δοκιμασιών. Σύνθια Μπλάκ εναντίον Κόνορ Όντνερ».
Εισπνέω βαθιά και εκπνέω παρατεταμένα, δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. «Καρίνα ΝτιΦράι εναντίον Τριστάνο Αζόρ». Νιώθω να με λούζει κρύος ιδρώτας, όχι δεν μπορούν να μου το κάνουν αυτό!
Ρίχνω ένα πανικόβλητο βλέμμα προς τη μεριά του Τριστάνο, αλλά εκείνος δεν με κοιτάζει, έχει καρφώσει το βλέμμα του ευθεία μπροστά. Θέλω να τρέξω και να βγω από αυτό το ηλίθιο στάδιο, να πιάσω την Ελίζαμπεθ από το λαιμό και να την πνίξω. Είμαι σίγουρη ότι δεν ήταν τυχαία αυτή η επιλογή, εκείνη το έκανε. Θέλει να δει αν ο Τριστάνο θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, αν με ξεπέρασε κι αν έχει σκοπό να με χτυπήσει προκειμένου να βγει νικητής.
«Καλή επιτυχία, Καρίνα» μου ψιθυρίζει η Σύνθια. Το φιδίσιο βλέμμα της με κάνει να τη μισήσω. Χαίρεται, φυσικά και χαίρεται.
«Δεν την χρειάζομαι» της αποκρίνομαι. Νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε και όλο μου το σώμα σαν να έχει πάρει φωτιά, έτσι ξεκουμπώνω το φερμουάρ της ζακέτας.
«Πρώτη μάχη…» ξεκινά να λέει ο εκφωνητής.
«Θα είστε εσείς» λέει η Σύνθια. «Καρίνα ΝτιΦράι εναντίον Τριστάνο Αζόρ» ολοκληρώνει εκείνος και μετά βίας συγκρατώ τον εαυτό μου απ’ το να της χιμήξει.
«Εγώ στο είπα» λέει καθώς αποσύρεται απ’ το στάδιο μαζί με τον Κόνορ. Της ρίχνω μια ματιά όλο μίσος και απέχθεια, ωστόσο εκείνη μου έχει ήδη γυρίσει τη πλάτη. Ακούω τον εναρκτήριο ήχο και ξέρω πως έφτασε η ώρα. Πρέπει να πολεμήσω.
Κατευθύνομαι όσο πιο αργά μπορώ προς την μια άκρη του σταδίου, προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο για να σκεφτώ κάτι. Μόλις φτάνω στην κόκκινη γραμμή, σηκώνω το βλέμμα μου και τον αντικρίζω. Εκείνα τα λαμπερά, γαλάζια μάτια και τα κατάμαυρα μαλλιά. Είναι τόσο όμορφος.
Δεν θα με χτυπήσει, το ξέρω, θα βρει έναν τρόπο. Με αγαπάει, μου το έχει πει. Προτίμησε να εγκαταλείψει τη δοκιμασία εκλογής μόνο και μόνο για να μην αναγκαστεί να έρθει σ’ αυτή τη θέση. Όμως, τον πλήγωσα, ίσως αποζητά εκδίκηση, αν και ξέρω πως ο Τριστάνο δεν έχει τέτοιο σκοπό. Η απόμακρη συμπεριφορά του την προηγούμενη εβδομάδα ήταν εξαιτίας των πληγωμένων του συναισθημάτων.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και παίρνω θέση επίθεσης. Ο εκφωνητής παίρνει το γαλάζιο μαντίλι στο δεξί του χέρι και στο αριστερό το μικρόφωνο. «Ας ξεκινήσει ο αγώνας!» λέει και κατεβάζει το χέρι του σηματοδοτώντας την έναρξη.
Παγώνω, μένω στη θέση μου ακίνητη. Μόνο τα μάτια μου κινούνται. Ακολουθούν τα δικά του, περιμένουν να δουν τα χείλη του να ανοίγουν, να μου λένε τι πρέπει να κάνω. Κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου έτσι κι εγώ τολμώ να πλησιάσω λίγο πιο κοντά.
Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονται μόλις παρατηρώ το στόμα του να ανοίγει. Μου κάνει νόημα, ακριβώς όπως και τότε που ο Φράνκ μας έβαλε να παλέψουμε. Σμίγω τα φρύδια προσπαθώντας να συλλάβω μερικές λέξεις. “Μείνει εκεί που είσαι”. Ξεροκαταπίνω και κάνω αυτό που μου λέει. Δεν κάνω ούτε βήμα, απλώς στέκομαι εκεί περιμένοντας την κίνησή του. Στο πλήθος αυτή μου η πράξη μοιάζει με άμυνα, τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.
Και τότε παίρνει φόρα και έρχεται κατά πάνω μου, απομένω να τον βλέπω να έρχεται σαν μια σφαίρα προς το μέρος μου. Εκείνη τη στιγμή μια φωνούλα μέσα μου, μου φωνάζει να κουνηθώ, αλλά είναι πολύ αργά. Ο Τριστάνο με έχει ήδη ρίξει στο έδαφος και με χτυπάει ανελέητα με πάγο. Μόλις απομακρύνεται, αρχίζω να βήχω.
Σηκώνομαι με δυσκολία και τον κοιτάζω με στόμα ανοιχτό. Με χτύπησε, με πόνεσε, με κορόιδεψε. Και το χειρότερο είναι, ότι στο πρόσωπό του έχει χαραχθεί ένα πελώριο χαμόγελο.




Δέσποινα Χρ.