Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 22)

Ο πόνος, τόσο σωματικός όσο και ψυχικός, δεν λέει να φύγει. Οι ερωτήσεις μέσα μου ολοένα και πληθαίνουν. Γιατί; Γιατί το έκανε αυτό; Για εκδίκηση ή γιατί όντως επιθυμεί να κερδίσει; Δεν έχω χρόνο να ψάξω για τις απαντήσεις, πρέπει να συνεχίσω τον αγώνα.
Αποκρύπτω κάθε συναίσθημα από το πρόσωπό μου, ακριβώς όπως κάνει κι εκείνος. Κρύβω βαθιά τον πόνο και αφού πείθω τον εαυτό μου πως δεν υπάρχει άλλη λύση απ’ το να πολεμήσω, παίρνω θέση επίθεσης. Τα μάτια του εξακολουθούν να χαμογελούν με τη μικρή του νίκη, λες και τον ευχαριστεί να με βλέπει να υποφέρω.
Πλησιάζω αργά και επιφυλακτικά προς το μέρος του, τοποθετώντας τα χέρια μου μπροστά από το σώμα μου ως ασπίδα. Κοιτάζω κάθε εκατοστό του σώματός του περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να κινηθεί. Ωστόσο εκείνος παραμένει αδρανής, περιμένοντας προφανώς τη δική μου κίνηση. Ξεροκαταπίνω, η καρδιά μου σφίγγεται. Πρέπει να το κάνω, πρέπει.
Συγκεντρώνομαι στον συννεφιασμένο ουρανό, συγκρατώ το μυαλό μου εκεί και στην προσπάθεια μου να μετατρέψω αυτά τα λευκά σύννεφα σε έναν κατάμαυρο ουρανό. Στην αρχή τίποτα δεν συμβαίνει, όλοι περιμένουν με κομμένη την ανάσα, κάποιοι μάλιστα έχουν αρχίσει να φωνάζουν ανυπόμονα. Τελικά, όλοι σωπαίνουν και παντού σκορπίζει πυκνό σκοτάδι. Τα κατάφερα, μετέτρεψα τη μέρα σε νύχτα, ποτέ πριν δεν το είχα πετύχει! Θέλω να αρχίσω να χοροπηδάω απ’ τη χαρά μου, αντ’ αυτού τρέχω κατά πάνω στον Τριστάνο. Η μαυρίλα της νύχτας και η έλλειψη φωτός, εμποδίζουν κάθε άνθρωπο απ’ το να δει καθαρά. Το ίδιο και εμένα, όμως ξέρω πού στεκόταν.
Ακούω τις ομιλίες του κοινού που προσπαθεί μέσα στο σκοτάδι να μας διακρίνει. Αγνοώ όλες τις σκόρπιες συζητήσεις και τις ακατανόητες λέξεις που φτάνουν στα αφτιά μου και ετοιμάζομαι να πετάξω τον Τριστάνο στο έδαφος. Μόνο που μόλις τα χέρια μου έρχονται πάνω του, εκείνος τα αρπάζει, με αποτέλεσμα να πέσουμε και οι δύο κάτω, με έμενα ακριβώς από πάνω του να βαριανασαίνω.
Τα πρόσωπά μας απέχουν μόλις δύο εκατοστά. Νιώθω την καυτή του ανάσα στο μάγουλό μου. Μένουμε σ’ αυτή τη στάση για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου εκείνος με σπρώχνει λέγοντας: «Σήκω από πάνω μου!».
Σηκώνομαι βιαστικά, ενώ παρατηρώ ότι ο ουρανός έχει ήδη επανέλθει στην πρωτύτερη κατάστασή του, με μόνη διαφορά τον ήλιο που τώρα λάμπει εκτυφλωτικός πάνω από τα κεφάλια μας. Και καθώς έχω αφαιρεθεί στις σκέψεις μου, ένα κύμα ζεματιστού νερού πέφτει σε όλο μου το κορμί. Νιώθω όλο μου το σώμα να τσουρουφλίζεται. Ο πόνος διαρκεί τόσο λίγο, αλλά καταφέρνει να με αφήσει ανήμπορη στο έδαφος να κλαψουρίζω.
Πραγματικά, δεν θέλω να σηκωθώ. Θέλω να μείνω έτσι, πεσμένη στα γόνατα να κλαίω. Ίσως έτσι να τελειώσουν όλα, να χάσω και να μην μπορέσω ποτέ να συνεχίσω αυτόν τον ανόητο αγώνα. Μάλλον ο Τριστάνο είχε δίκιο, δεν αξίζει να συνεχίζω αυτή την ηλίθια μάχη για μια θέση που ουσιαστικά δεν επιθυμώ να κερδίσω. Μολονότι αντιλαμβάνομαι το λάθος μου, δεν μπορώ να τα παρατήσω, δεν έφτασα ως εδώ για να χάσω.
Σκουπίζω βιαστικά τα μάτια μου και σηκώνομαι με αργές κινήσεις. Δεν σηκώνω το βλέμμα μου, απλώς τρέχω. Ορμάω μπροστά και με όση δύναμη έχω, χτυπάω τον Τριστάνο στο στομάχι. Η κίνησή μου τον ξάφνιασε, έτσι βρίσκω την ευκαιρία να τον ρίξω στο έδαφος. Σηκώνω το χέρι και εκτοξεύω κομμάτια πάγου χωρίς σταματημό. Μαζεύει το σώμα του ενώ το πρόσωπό του συσπάτε απ’ τον πόνο.
«Έλα λοιπόν! Σήκω, δείξε μου τι αξίζεις!» του φωνάζω και κάνω μερικά βήματα προς τα πίσω αφήνοντας του αρκετό χώρο για να σηκωθεί. Ωστόσο εκείνος δεν σηκώνεται, αλλά κάνει κάτι που δεν είχα υπολογίσει. Με μια γρήγορη κίνηση του ποδιού του, μου βάζει τρικλοποδιά. Το σώμα μου χτυπάει στο έδαφος με δύναμη και αφήνω μια κραυγή πόνου. Όλα συμβαίνουν γρήγορα. Ανεβαίνει πάνω μου και βρέχει το πρόσωπό μου, στη συνέχεια μαγκώνει τα χέρια μου με πάγο και με χτυπάει με τεράστια παγόβουνα.
Δεν μπορώ να ανασάνω, δεν μπορώ να κουνηθώ, δεν μπορώ να συνεχίσω. Κλείνω τα μάτια και περιμένω το τέλος μου.




***


Ξυπνάω μέσα στο τροχόσπιτο, δεν έχω ιδέα τη συνέβη και πως βρέθηκα εδώ. Δεν θυμάμαι να λιποθύμησα κατά τη διάρκεια της μάχης, αλλά μάλλον αυτό το κενό στη μνήμη μου οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό το λόγο. Αναστενάζω και ανασηκώνομαι. Τα αφτιά μου βουίζουν και τα πάντα γύρω μου δεν λεν να σταματήσουν να στριφογυρίζουν. Όλο εκείνο το βάρος των παγόβουνων φαίνεται πως έκανε τη δουλειά του.
Ακούω την πόρτα του τροχόσπιτου να ανοίγει. Περιμένω να δω την Οριάνα ή τους γονείς μου, ωστόσο μέσα μπαίνει ο Φράνκ. Εκείνα τα σκοτεινά μπλε μάτια που άλλοτε με κοιτούσαν με μοχθηρία, τώρα μοιάζουν γαλήνια και ήρεμα. Πλησιάζει προς το μέρος μου.
«Χαίρομαι που ξύπνησες» λέει και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος κοιτώντας με ανέκφραστος. Παρότι δεν μοιάζει θυμωμένος, δεν μπορώ να μην συνδέσω το πρόσωπό του με ότι άσχημο υπάρχει στον κόσμο. Ποτέ δεν θα τον συγχωρέσω για ότι μου έκανε.
«Τι συνέβη;» ρωτάω τρίβοντας το μέτωπό μου για να αποδιώξω τον απαίσιο πονοκέφαλο.
«Απογοήτευση» μου αποκρίνεται και πρώτη φορά τον βλέπω τόσο στεναχωρημένο, λες και όντως αυτό που νιώθει αυτή τη στιγμή είναι μόνο απογοήτευση. Και τότε καταλαβαίνω. Έχασα. Ο Τριστάνο νίκησε την πρώτη δοκιμασία.
«Συγνώμη, δάσκαλε» λέω και κατεβάζω το κεφάλι. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου. Απογοήτευσα και τους πέντε εκπαιδευτές μου.
«Δεν χρειάζεται να απολογείσαι για κάτι που δεν έφταιξες» λέει και του ρίχνω μια απορημένη ματιά. Αυτά δεν είναι λόγια που θα έλεγε ο Φράνκ. «Ξέρω…βασικά έγινε γνωστό σε όλους ότι εσύ και εκείνος ο νεαρός είχατε δεσμό. Καταλαβαίνω γιατί δεν μπόρεσες να ανταπεξέλθεις».
Τον κοιτάζω με μάτια διάπλατα ανοιγμένα, δεν μπορεί να σοβαρολογεί. Ούτε η Οριάνα δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο, σίγουρα θα με επέπληττε.
«Φυσικά δεν σε δικαιολογώ… απλώς λέω ότι καταλαβαίνω. Αν δεν τα πας καλύτερα την επόμενη φορά να ξέρεις θα έχουμε προβλήματα εμείς οι δύο» λέει και ο γνωστός σοβαρός τόνος επιστρέφει στη φωνή του. Χαμογελάω θλιμμένα.
«Ευχαριστώ, δάσκαλε» λέω, «αλλά γιατί μου τα λες όλα αυτά; Εννοώ, ποτέ δεν περίμενα ότι θα μου έλεγες κάτι τέτοιο».
«Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις, Καρίνα. Όσο κακός κι αν φαίνομαι, στην πραγματικότητα…» σταματάει στη μέση τη φράση του, παίρνει μια βαθιά ανάσα και έπειτα συνεχίζει, «έχω περάσει πολλά. Γεγονότα και συνθήκες που με άλλαξαν… και ελπίζω εσύ να μην ακολουθήσεις τον δικό μου δρόμο».
Σμίγω τα φρύδια και τον κοιτάζω ψάχνοντας για την κατάλληλη απάντηση. Τελικά αναστενάζω και λέω: «Δεν πρόκειται να αλλάξω για τίποτα και για κανέναν».
Κουνάει το κεφάλι και στρέφεται προς την έξοδο. «Πολύ καλά λοιπόν, τώρα ξάπλωσε και όταν νιώσεις καλύτερα βγες να δεις τη δεύτερη μάχη». Βγαίνει απ’ το τροχόσπιτο, αφήνοντας με μόνη να αναλογίζομαι τι ήταν αυτά που μόλις είπε.
Μετά από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, σηκώνομαι μισοζαλισμένη απ’ το κρεβάτι και με αργές κινήσεις βάζω τη ζακέτα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω έξω. Δεν έχω κάνει ούτε δύο βήματα, όταν ο Γκρέισον πετάγεται μπροστά μου.
«Με τρόμαξες» λέω.
«Συγνώμη, δεν το ήθελα», με κοιτάζει για λίγο με κενό βλέμμα και έπειτα υιοθετώντας μια χαλαρή έκφραση στο πρόσωπό του, λέει: «Ήρθα να δω αν είσαι καλά. Ο αδερφός μου το παράκανε λίγο».
«Είμαι μια χαρά όπως βλέπεις» λέω προσπαθώντας να αποδιώξω την εικόνα του Τριστάνο απ’ το μυαλό μου.
«Εκεί όμως δεν ήσουν… έμοιαζες με νεκρή…».
«Υπερβάλεις» λέω και κάνω να τον παραμερίσω, αλλά το χέρι του τυλίγεται γύρω απ’ το μπράτσο μου.
«Δεν υπερβάλω, Καρίνα. Ο αδερφός μου το παράκανε και θα το πληρώσει ακριβά».
Τα μάτια του δεν κοιτούν εμένα. Έχει επικεντρώσει τα βλέμμα του σε κάποιο σημείο πίσω μου όντας απορροφημένος στις σκέψεις του. Ειλικρινά δεν ξέρω τι απάντηση να του δώσω.
«Γκρέισον, λες βλακείες. Ο αδερφός σου ήταν υποχρεωμένος να τα κάνει όλα αυτά, δεν είναι δικό του το φταίξιμο» λέω και τραβάω το χέρι μου, αναγκάζοντάς τον να με κοιτάξει στα μάτια.
«Ο αδερφός μου σε κορόιδεψε, Καρίνα. Ακόμα να το καταλάβεις; Τι νομίζεις πως έκανε όταν λιποθύμησες; Ότι έτρεξε για να δει αν είσαι καλά; Όχι! Χαμογελούσε για τη νίκη του, ούτε που γύρισε να δει αν ζεις ή αν πέθανες». Τα λόγια του με πονούν, ωστόσο δεν πιστεύω λέξη. Ο Τριστάνο που ξέρω, δεν θα αδιαφορούσε ποτέ για εμένα.
«Πάψε!» φωνάζω, «Παραδέξου ότι ζηλεύεις τον αδερφό σου και σταμάτα να λες όλες αυτές τις ασυναρτησίες!»
Στα χείλη του σχηματίζεται ένα πονηρό χαμόγελο. «Πόνεσαν τα λόγια μου, ε; Καρίνα, ξέρεις ότι έχω δίκιο γι’ αυτό αντιδράς έτσι… και στο κάτω κάτω αν δεν με πιστεύεις, ρώτα τους γονείς σου εκεί ήταν».
«Είσαι ηλίθιος» λέω και τότε με τραβάει πάνω του. Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με κολλάει πάνω στο σώμα του εμποδίζοντάς με να ξεφύγω.
Φέρνει τα χείλη του στο αφτί μου, «Δεν το πιστεύεις αυτό που μόλις είπες» μου ψιθυρίζει και εγώ αναριγώ με την εγγύτητα του.
«Άσε με» λέω και προσπαθώ να απελευθερωθώ. Ωστόσο είναι απίστευτα δυνατός και κάθε μου προσπάθεια αποβαίνει άκαρπη.
«Ο αδερφός μου δεν σ’ αγαπάει» λέει με σιγανή φωνή.
«Άσε με!» επαναλαμβάνω πιο δυνατά αυτή τη φορά και χτυπιέμαι μανιασμένα.
«Ηρέμισε, δεν πρόκειται να σου κάνω κακό».
«Δεν με νοιάζει, θέλω να μ’ αφήσεις ήσυχη!» φωνάζω.
«Γκρέισον!» φωνάζει με εξαγριωμένη φωνή ο Τριστάνο και τον τραβάει μακριά μου. Πριν το καταλάβω, τα δύο αδέρφια έχουν πιαστεί στα χέρια. Σωριάζομαι στα έδαφος καθώς το κεφάλι μου στριφογυρίζει. Κάποιος είναι πεσμένος δίπλα μου, ωστόσο βλέπω τα πάντα θαμπά και δεν καταφέρνω να διακρίνω ποιος απ’ τους δύο είναι.
Έπειτα από μερικά λεπτά ίσως και δευτερόλεπτα, δεν ξέρω με σιγουριά, ο Τριστάνο έρχεται πλάι μου και με παίρνει στην αγκαλιά του. Δεν ξέρω τι απέγινε ο Γκρέισον, αλλά ούτε και με νοιάζει.
«Έλα να σε πάω πίσω στο τροχόσπιτο» λέει και η φωνή του κάνει την καρδιά μου να σκιρτήσει. Γαντζώνομαι πάνω του και κρύβω το πρόσωπό μου στο στέρνο του σφραγίζοντας τα βλέφαρα μου.
Όταν ανοίγω τα μάτια μου, ο Τριστάνο με αφήνει απαλά πάνω στο κρεβάτι. Ζαλίζομαι ακόμη, παρόλα αυτά μπορώ να δω ξεκάθαρα τι συμβαίνει γύρω μου.
«Είσαι καλά;» ρωτάει και ο αντίχειράς του χαϊδεύει απαλά το μάγουλό μου. Κουνάω θετικά το κεφάλι και στα χείλη του σχηματίζεται ένα αμυδρό χαμόγελο.
«Νε…νε..ρο» τραυλίζω. Σηκώνεται και κοιτάζει τριγύρω αναζητώντας προφανώς για κάποιο μπουκάλι. Τελικά παίρνει ένα καινούργιο και αφού μου βάζει νερό μέσα σε ένα ποτήρι, μου το προσφέρει. Του νεύω ως “ευχαριστώ” και το αδειάζω μεμιάς.
Έπειτα μερικά λεπτά νιώθω καλύτερα, έτσι λέω: «Που είναι ο Γκρέισον;»
Το βλέμμα του σοβαρεύει, «καλά θα κάνεις να σταματήσεις να ασχολείσαι με τον αδερφό μου» μου αποκρίνεται και τα μάτια του μεταφέρονται στο πάτωμα.
«Εγώ; Εκείνος δεν μ’ αφήνει στην ησυχία μου».
«Αν του είχες ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι δεν θες να έχεις καμία σχέση μαζί του, τότε δεν θα συνέβαινε τίποτα απ’ όλα αυτά» λέει και σταυρώνει τα χέρια του.
«Δεν μου έδωσε τέτοια δυνατότητα» λέω σιγανά. Ο Τριστάνο με κοιτάζει για λίγο και έπειτα στρέφεται προς την έξοδο.
«Που πας;» ρωτάω. Δεν θέλω να φύγει, τουλάχιστον όχι προτού μάθω αν ο Γκρέισον έλεγε την αλήθεια.
«Φεύγω… πρέπει να επιστρέψω στο στάδιο».
«Σε παρακαλώ, μη φύγεις ακόμα» λέω και σηκώνομαι απ’ το στρώμα παρά τον οξύ πόνο που κατασπαράζει το κρανίο μου.
«Μην σηκώνεσαι» λέει και έρχεται για να με βάλει πίσω στο κρεβάτι. Τα χέρια του αγγίζουν για ακόμη μια φορά τη μέση μου και νιώθω να με διαπερνά μια παράξενη θερμότητα.
«Αφού δεν νοιάζεσαι για εμένα, αφού εσύ ευθύνεσαι για την άθλια κατάστασή μου, τότε γιατί με προσέχεις; Γιατί ήρθες εξαρχής εδώ, Τριστάνο;» λέω και τον καρφώνω με το βλέμμα μου. «Θα σου πω εγώ. Ήθελες να βεβαιωθείς ότι είμαι εντάξει, ότι δεν μου έκανες κακό». Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο, αλλά βαθιά μέσα στα μάτια του φαίνεται ολοκάθαρα ότι έχω δίκιο.
«Μπορεί να έχεις δίκιο…αλλά εσένα τι σε νοιάζει; Αφού δεν νιώθεις τίποτα για εμένα».
Δαγκώνω ο κάτω χείλος μου. Νιώθω τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται. «Το ξέρεις ότι δεν το εννοούσα. Σ’ αγαπάω, Τριστάνο. Σ’ αγαπάω και στο έχω δείξει άπειρες φορές, εκείνη τη μέρα σου είπα ψέματα, έπρεπε…», σηκώνει το χέρι του διακόπτοντάς με.
«Τόσο εύκολα παίζεις με τα αισθήματα των ανθρώπων εσύ;» ρωτάει. Τα μάτια του μοιάζουν θλιμμένα. Θυμάμαι ότι σχεδόν έκλεγε εκείνη την ημέρα, ήταν η πρώτη φορά που τον είδα συντετριμμένο.
«Ξέρεις γιατί το έκανα» λέω σχεδόν ψιθυριστά.
«Δεν ξέρω τίποτα και ειλικρινά ούτε θέλω να μάθω» λέει και κάνει μεταβολή κατευθυνόμενος προς την πόρτα.
«Εγώ σε συγχώρησα…» λέω μόλις ανοίγει την πόρτα. Το χέρι του σφίγγει τόσο δυνατά το χερούλι της πόρτας, που τα δάκτυλά του έχουν γίνει κάτασπρα.
«Δεν ζήτησα τη συγχώρεσή σου» λέει και κλείνει την πόρτα με δύναμη.
Δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου. Τα σκουπίζω βιαστικά και δίχως χρόνο για χάσιμο τρέχω προς την έξοδο. Καλά, δεν θα έλεγα ότι τρέχω ακριβώς, μάλλον περπατάω παραπατώντας. Βγαίνω απ’ το τροχόσπιτο και σμίγοντας τα φρύδια αναζητώ για τον Τριστάνο. Δεν χρειάζεται να ψάξω και πολύ.Λίγο πιο πέρα, ανάμεσα σε δύο πεύκα, ο Γκρέισον δίνειμπουνιάστον αδερφό του ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Αφήνω μια κραυγή, το πρόσωπο του Τριστάνο έχει γεμίσει αίματα.
«Σταμάτα !» τσιρίζω και αυτή τη φορά βάζω όλες μου τις δυνάμεις για να φτάσω κοντά τους. Αμέσως πέφτω πάνω στον Γκρέισον και προσπαθώ να τον απομακρύνω. Ο Τριστάνο στέκεται και πάλι στα πόδια του και ρίχνεται μπροστά έτοιμος να χτυπήσει τον μεγαλύτερο αδερφό του. Η μύτη του αιμορραγεί και η στολή του έχει γεμίσει κόκκινες στάμπες.
Συγκρατώ τον Γκρέισον, ώσπου μου δίνει μια γερή γροθιά στο στομάχι και αναγκάζομαι να τον απελευθερώσω. Τυλίγω τα χέρια γύρω απ’ την κοιλιά μου και πέφτω στα γόνατα σφαδάζοντας.
«Μην τυχόν και το ξανακάνεις αυτό!» φωνάζει οργισμένα ο Τριστάνο και μετατρέποντας τη γροθιά του σε πάγο, χτυπάει τον Γκρέισον στο πρόσωπο. Πέφτουν και οι δύο στο έδαφος ο ένας πάνω στον άλλο στριφογυρίζοντας μανιασμένα. Τρέμοντας ακόμη απ’ τον πόνο, σηκώνομαι όρθια και επιχειρώ πάλι να τους χωρίσω.
«Καρίνα, φύγε από εδώ!» λέει ο Τριστάνο. Αυτό το ένα δευτερόλεπτο που ο Τριστάνο στρέφει την προσοχή του πάνω μου, ο Γκρέισον καταφέρνει να αποτραβηχτεί και να σηκωθεί όρθιος. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου έχει αρπάξει ένα μυτερό ξύλο και ετοιμάζεται να το καρφώσει στο στέρνο του αδερφού του. Το αίμα μου παγώνει, το ίδιο και το σώμα μου.
Ο Γκρέισον σηκώνει το ξύλο ψιλά πάνω απ’ την καρδιά του Τριστάνο. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά. Το τελευταίο πράγμα που ακούω, είναι η κραυγή του.


Δέσποινα Χρ.