Lilith: The dark side of the moon (Κεφάλαιο 1)

Lilith's POV
Στεκόμουν στο παράθυρο μου και έβλεπα τους γονείς μου να κανονίζουν τις τελευταίες
λεπτομέρειες για το πάρτι μου. Τραπέζια ήταν τοποθετημένα κατά μήκος όλης της πίσω αυλής
μας και, δεδομένου ότι ήταν Μάιος, όλα ήταν τόσο όμορφα τόσο πράσινα. Σχεδόν
σουρεαλιστικό από μια άποψη. Τόση ομορφιά που με το που έρθει το φθινόπωρο θα χαθεί.
Όπως και η δική μου ζωή. Γιατί μπορεί οι γονείς μου να μου λέγανε ότι τα όνειρα μου δεν ήταν
παρά εφιάλτες, αλλά εγώ ήξερα καλύτερα. Ειρωνεία. Η μέρα των γενεθλίων μου, η μέρα που θα
με φέρει πιο κοντά στον θάνατό μου. Οι γονείς μου αγκαλιασμένοι τώρα στην μέση του κήπου
απολάμβαναν την διακόσμηση. Πόσο πόνο θα τους προκαλούσα άθελά μου. Ήμουν ένα όνειρο
και φρόντιζαν να μου το υπενθυμίζανε σε κάθε ευκαιρία. Αλλά όπως κάθε όνειρο, και το δικό
τους θα είχε ένα τέλος. Γύρισα και κάθισα στο κρεβάτι μου. Εκεί, ακουμπισμένα στην γωνία
ήταν τα δώρα μου. Για την ακρίβεια, τα πρώτα μου δώρα. Χαμογέλασα. Πάντα με
κακομάθαιναν.
Πάνω-πάνω τυλιγμένο με ένα ροζ χαρτί περιτυλίγματος και έναν μωβ φιόγκο
ήταν το δώρο της μητέρας μου. Ήξερα τι είναι. Ένα ημερολόγιο. Μου είχε πει ότι όταν ήταν
στην ηλικία μου είχε και εκείνη ένα. Χρειαζόταν σε κάποιον να μιλήσει, να εκφράσει τα
συναισθήματα της κάπου που ήξερε ότι δεν θα κριθεί γι' αυτά. Ώσπου γνώρισε τον πατέρα μου.
Πήρα το τυλιγμένο πακέτο στα χέρια μου και το ξετύλιξα.
Τα ίδια χρώματα με το χαρτί
στόλιζαν το εξώφυλλό του. Το χάιδεψα απαλά με τα ακροδάχτυλά μου. Την μητέρα μου την
βοήθησε. Και ακόμα μέχρι σήμερα την έχω δει να χαζεύει στην σοφίτα τα παλιά της
ημερολόγια. Τα είχα διαβάσει όταν ήμουν μικρότερη και έπαιζα κυνήγι θησαυρού με την
ξαδέρφη μου την Μέρεντιθ. Η αγαπημένη μου Μέρεντιθ. Κόρη του αδερφού της μητέρας μου.
Και εκείνη ξεχωριστή όπως και εγώ. Θα ερχόταν και αυτή σήμερα. Όλοι θα έρχονταν. Φίλοι,
συγγενείς, προστάτες. Γύρισα τα μάτια μου. Μια ζωή με προστάτευαν όλοι τους. Ακόμα μια
ειρωνεία. 18 χρόνια προσπαθούσαν να με προστατέψουν από τους πάντες. Κανείς όμως δεν
μπορούσε να με προστατέψει από τον ίδιο μου τον εαυτό.
Άνοιξα το μικρό τετράδιο στην πρώτη σελίδα. Ήθελα να τους αφήσω κάτι να με θυμούνται όσο
θα περνούσαν τα χρόνια...


Αγαπητό ημερολόγιο,
Αυτό είναι το δώρο της Μαμάς μου για τα 18α γενέθλιά μου. Και άμα θέλω να αρχίσω να γράφω τις αναμνήσεις μου, πρέπει να ξέρεις την ιστορία της ζωής μου οπότε...
Το όνομα μου είναι Λίλιθ Σαλβατόρε, και αυτή είναι η ιστορία μου...




~17 χρόνια πριν~


Ο Ντέιμον και ο Στέφαν βγήκαν από το αυτοκίνητο. Η έρευνα της Κάθριν τους είχε οδηγήσει εδώ. Ένα χρόνο τώρα η Έλενα ήταν εξαφανισμένη. Κανείς δεν ήξερε που ήταν, δηλαδή, όλοι ήξεραν αλλά δεν τους έλεγαν. OΝτέιμον απείλησε, φώναξε και επιτέθηκε στην Κάρολάιν, τον Τζέρεμι, την Μπόνι και τον Άλαρικ αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να τους πει. Ήταν προετοιμασμένοι για τα κόλπα του. Ο Στέφαν από την άλλη χρησιμοποίησε και δόλο και παρακάλεσε αλλά ούτε εκείνος είχε αποτέλεσμα. Μόνο η Κάθριν ήταν διατεθειμένη να τους βοηθήσει. Ήταν σίγουροι ότι κάτι κρυβόταν πίσω από την προσπάθεια να τους βοηθήσει αλλά εκείνη επέμενε πως όχι. Όπως και να έχει οι "επαφές" της Κάθριν θα ήταν σίγουρα χρήσιμες. Είχε ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και οπωσδήποτε ένα κορίτσι με την εμφάνιση της Κάθριν δεν θα περνούσε απαρατήρητο. Και πράγματι, ύστερα από έναν χρόνο άκαρπων προσπαθειών, μια πληροφορία ήρθε από έναν φίλο της Κάθριν στο Ιλινόις. Ένα κορίτσι που της έμοιαζε μετακόμισε σε ένα σπίτι κοντά στο δικό του πριν από περίπου ένα μήνα. Και να τα αδέρφια να βρίσκονται έξω από το φημολογούμενο σπίτι της Έλενας. Θα απαιτούσαν κάποιες εξηγήσεις και θα τους τις έδινε αλλιώς τα πράγματα θα γινόντουσαν πολύ άσχημα. Κινήθηκαν κατά μήκος του μικρού κήπου και χτύπησαν το κουδούνι. Καμία απάντηση
«Ίσως θα ήταν καλύτερα να την περιμένουμε στο αυτοκίνητο, Ντέιμον.» είπε ο Στέφαν κοιτώντας αριστερά και δεξιά μήπως κάποιος τους έβλεπε.
«Όχι, μικρέ αδερφέ.» του απάντησε ενώ τα επιδέξια χέρια του δούλευαν με την κλειδαριά. «Ήρθα ως εδώ για μερικές απαντήσεις. Και θα τις πάρω τώρα.» Τυπικός Ντέιμον. Διέρρηξε την μπροστινή πόρτα. Το καθιστικό απλωνόταν μπροστά τους. Μια μεγάλη τηλεόραση, τρία μικρά τραπεζάκια, μεγάλες πολυθρόνες, ένας καναπές και... ένα πάρκο? Όχι.. κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Στέφαν έκανε μερικά βήματα και στάθηκε πάνω από το πάρκο. Εκεί, ξαπλωμένο, ήταν ένα μικρό κοριτσάκι με καστανές μπούκλες.
«Ντέιμον, ένα μωρό είναι εδώ.» του είπε δείχνοντας την κατεύθυνση.
«Μα τι στο...?» Οτιδήποτε και να ήθελε να πει διακόπηκε από τον ήχο της πόρτας.
«Γλυκιά μου, η μαμά γύ...» και με αυτό η Έλενα έριξε τις σακούλες που κρατούσε στο πάτωμα. Όχι, όχι, ονειρευόταν. Αποκλείεται να την είχαν βρει τα αδέρφια. Και σε καμία περίπτωση δεν στεκόντουσαν στο σαλόνι της με την κόρη της λίγα εκατοστά από τον Στέφαν. Με υπερφυσική ταχύτητα έτρεξε στο πάρκο, πήρε το μωρό στην αγκαλιά της και επέστρεψε στην αρχική της θέση.
«Τι στο διάολο κάνετε εδώ?» τους φώναξε. Η ένταση της φωνής της ενόχλησε το μωρό στα χέρια της και κουνήθηκε ελαφρά. Αλλά κανενός η προσοχή δεν αποσπάστηκε. Ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα άλλο θέμα.
«Είσαι βρικόλακας.» ψιθύρισε ο Στέφαν, θυμίζοντάς της για λίγα δευτερόλεπτα τον παλιό του εαυτό, αυτόν που αγαπούσε τόσο σε ένα παρελθόν που έμοιαζε πολύ μακρινό.
«Πότε? Πώς? Ποιός στο έκανε αυτό?» την ρώτησε μπερδεμένος.
«Γιατί κάποιος πρέπει να μου το έκανε αυτό? Δεν υπάρχει πιθανότητα να ήθελα να αλλάξω Στέφαν?» τον κορόιδευε και την ενοχλούσε. Αλλά ήξερε ότι ήταν για το καλύτερο.
«Δεν είμαστε εδώ για να τσακωθούμε μαζί σου, Έλενα» της είπε ο Ντέιμον, διακόπτοντας τον καυγά. «Χαίρομαι που αποφάσισες να έρθεις στην σκοτεινή πλευρά αλλά έχεις κάποιες εξηγήσεις να δώσεις. Γι' αυτό είμαστε εδώ.» Η Έλενα δεν μπορούσε να κοιτάξει τον άντρα που στεκόταν λίγα μέτρα μακριά της. Όχι μετά από ότι κάνανε. Όχι μετά από ότι εκείνη έκανε.
«Πω- πώς με βρήκατε?» η φωνή της έσπασε και κοίταξε το πάτωμα.
«Με την βοήθεια της Κάθριν» της απάντησε απλά ο Ντέιμον και βολεύτηκε σε μια από τις πολυθρόνες. Θα ορκιζόταν ότι είδα μια σπίθα ζήλιας στα μάτια της όταν ανέφερε το όνομα της Κάθριν όταν σήκωσε το πρόσωπό της να τον κοιτάξει αλλά έδιωξε γρήγορα αυτήν την σκέψη. Εξάλλου... Ο Στέφαν βρέθηκε ακριβώς μπροστά της σε δευτερόλεπτα.
«Πρέπει να μιλήσουμε, Έλενα. Μόνοι.» της είπε κοιτώντας την στα μάτια.
Η Έλενα κατένευσε.
«Εντάξει» του είπε «αλλά μην δοκιμάσεις τίποτα.» Βάζοντας την κόρη της ξανά στο πάρκο και αρπάζοντας το χέρι του Στέφαν κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Λίγο πριν μπει στο άλλο δωμάτιο γύρισε και απευθύνθηκε στον Ντέιμον.
«Μπορείς να μείνεις λίγο μαζί της, Ντέιμον? Απλά πρόσεχέ την. Και, οτιδήποτε και να γίνει, μην την αγγίξεις. Δεν-δεν της αρέσει.» Για πρώτη φορά από την στιγμή που ήρθαν στο σπίτι της άφησε τον εαυτό της να τον κοιτάξει. Τα μάτια του αιχμαλώτισαν τα δικά της.
«Σίγουρα. Πήγαινε να μιλήσεις με τον αδερφό μου, Έλενα. Αλλά μετά, είναι η δική μου σειρά.» της απάντησε χαρίζοντάς της ένα σαγηνευτικό χαμόγελο. Γαμώτο. Ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να το αντιμετώπιζε και αυτό αλλά δεν περίμενε τόσο νωρίς.
Όταν εκείνη και ο Στέφαν βρέθηκαν μόνοι άρχισε να την βομβαρδίζει με ερωτήσεις.
«Γιατί έφυγες?» την ρώτησε σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του.
«Προσωπικοί λόγοι. Και όχι δεν θέλω να τους συζητήσω. Και γιατί σε νοιάζει? Πέρασες την φάση του ripperκαι με θες πάλι πίσω?» Ω, ήταν πολύ θυμωμένη μαζί του. Αλλά ήταν δικό της λάθος. Τα πάντα ήταν δικό της λάθος.
«Νόμιζα ότι μπορούσα να μείνω μακριά σου. Ήταν το καλύτερο για σένα. Αλλά μετά κάναμε μια προσπάθεια. Νόμιζα ότι τα πηγαίναμε καλά. Και ξαφνικά έφυγες... Και μου ξερίζωσες την καρδιά. Πάντα σε ήθελα, Έλενα, αλλά ήξερα ότι σου έκανα φριχτά πράγματα. Αλλά με συγχώρεσες. Με δέχτηκες πίσω. Έφυγες! Και σε βρίσκω μετά από έναν χρόνο... έτσι? Πώς κατέληξες έτσι? Ποιός σε άλλαξε?» έδειχνε πανικοβλημένος τώρα. Η Έλενα απλά του χαμογέλασε. Ήταν ένα επικίνδυνο χαμόγελο.
«Δεν θες να ξέρεις την απάντηση σε αυτό, Στέφαν. Και για να προλάβω κάποιες μελλοντικές ερωτήσεις σου, το έκανα επειδή το ήθελα. Επειδή ήταν ο καλύτερος τρόπος να προστατέψω το παιδί μου.»
«Και ερχόμαστε σε αυτό τώρα! Ένα παιδί, Έλενα? Έχεις παιδί τώρα? Και ποιανού είναι?»
«Δικό μου.»
«Ο πατέρας της?»
«Δεν έχει σημασία» Αυτό έβγαλε τον Στέφαν εκτός εαυτού.
«ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ? Πως μπορείς να το λες αυτό? Είναι άνθρωπος? Ήσουν έγκυος όταν έφυγες?» της φώναζε...
Στο μεταξύ στο σαλόνι...
Ο Ντέιμον ήταν πραγματικά μπερδεμένος. Πως γίνανε έτσι τα πράγματα? Σε μια μέρα είχε μάθει ότι η Έλενα ήταν στο Ιλινόις, βρικόλακας και με παιδί. Άρχισε να περπατάει πέρα-δώθε στο δωμάτιο. Τα χέρια του περασμένα στα μαλλιά του. Πότε έγινε αυτό? Πήγε και στάθηκε πάνω από το πάρκο. Αυτό το μωρό, που τώρα κοιμόταν μπροστά του, ήταν το μοναδικό εμπόδιο ανάμεσα σε εκείνον και την Έλενα? Για αυτό είχε φύγει σαν κυνηγημένη? Και ποιός στο καλό ήταν ο πατέρας του? Τόσες ερωτήσεις… Ήταν πρόθυμος να αφήσει τον αδερφό του να πάρει μερικές απαντήσεις όμως… Οι σκέψεις του διακόπηκαν όταν το κοριτσάκι μπροστά του, ξύπνιο τώρα, τον κοιτούσε έντονα. Πρέπει να ήταν κάτω από 6 μηνών γιατί τα μάτια του δεν είχαν ορισμένο χρώμα. Είχε τα μικρά του χεράκια τεντωμένα προς το μέρος του και έκανε απαλούς θορύβους. Ήθελε αγκαλιά σίγουρα, όμως η Έλενα του είχε πει να μην την αγγίξει. Όμως, πότε την είχε ακούσει για να την ακούσει και τώρα? Έσκυψε μπροστά, πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και άρχισε να την κουνάει ρυθμικά. Ανταμείφθηκε με ένα μικρό χαμόγελο και της χαμογέλασε και εκείνος. Τα μάτια της δεν άφηναν ποτέ τα δικά του. Αυτό το μωρό ήταν πραγματικά χαριτωμένο. Έβγαλε μια μικρή αλλά δυνατή κραυγή χαράς και ακούμπησε την μικροσκοπική παλάμη της στο μάγουλό του. Η μητέρα της γρήγορα ανταποκρίθηκε στην κραυγή της και έτρεξε στο σαλόνι με έναν θυμωμένο Στέφαν να την ακολουθεί. Σίγουρα δεν ήταν χαρούμενος που διακόπηκε η μικρή τους privetσυζήτηση. Αλλά η Έλενα ήταν επικεντρωμένη σε ένα άλλο γεγονός. Η κόρη της στην αγκαλιά του Ντέιμον ήταν ένα θέαμα που δεν περίμενε ποτέ να αντικρίσει. Και το γεγονός ότι και οι 2 φαίνονταν χαρούμενοι με την κατάσταση έστειλε ένα ρίγος φόβου στην σπονδυλική της στήλη. Ο Ντέιμον σήκωσε το βλέμμα του για να συναντήσει ένα ζευγάρι καστανά μάτια να τον κοιτούν με τρόμο.
«Ηρέμησε, Έλενα. Δείχνεις έτοιμη να πάθεις καρδιακή προσβολή.» της είπε με παιχνιδιάρικο τόνο μορφάζοντας ειρωνικά την ίδια στιγμή.
«Νόμιζα ότι σου είπα να μην την αγγίξεις.» του γρύλισε ανάμεσα από τα δόντια της.
«Ναι, νομίζω ότι το ανέφερες. Αλλά ήθελε αγκαλιά και ήμουν ο μόνος διαθέσιμος εκείνη την στιγμή.» Κοίταξε πίσω το μωρό στην αγκαλιά του. «Εξάλλου, νομίζω ότι υπερβάλλεις. Μου επιτρέπει να την αγγίζω.»
Χάιδεψε το μικρό καστανό της κεφαλάκι, περνώντας τα δάχτυλά του ανάμεσα στις μικρές μπούκλες της. Το χέρι του έκλεισε γύρω τους "φυλακίζοντας" μια τούφα στην παλάμη του. «Σου μοιάζει.» της είπε σιγανά. Ένα χαμόγελο που πραγματικά της έκοψε την ανάσα σχηματίστηκε στα χείλη του. Ω, τα χείλη του. Τα ίδια χείλη που εκείνο το βράδυ...
«Ω, σιγά το θέμα! Δώσε τη μου, Ντέιμον» η φωνή του Στέφαν την έβγαλε από την ονειροπόλησή της.
«Όχι Στέφαν! Μην την α... »του φώναξε αλλά ήταν ήδη αργά. Την στιγμή που προσπάθησε να την απομακρύνει από την αγκαλιά του Ντέιμον άρχισε να φωνάζει πολύ δυνατά. Η φωνή της έκανε το αίμα όλων να παγώσει. Η γη άρχισε να τρέμει και το παράθυρο πίσω τους έσπασε σε χίλια μικρά κομματάκια. Ο Ντέιμον την απομάκρυνε από το κράτημα του Στέφαν και άρχισε να της ψιθυρίζει ένα απαλό νανούρισμα. Λίγο αργότερα η μικρή σταμάτησε να φωνάζει.
«Τι στο διάολο ήταν αυτό?» τα 2 αδέρφια κοιτάζανε την Έλενα με τρόμο. Εκείνη απλά στεκόταν ακίνητη. Η φωνή της παγωμένη.
«Σας είπα να μην την αγγίξετε.» Κοιτούσε και τους 2 όσο πιο ψυχρά μπορούσε. «Μπορώ να έχω την κόρη μου πίσω τώρα?»
Πλησίασε τον Ντέιμον όμως όταν προσπάθησε να την αγγίξει, εκείνος την απομάκρυνε ξανά.
«Όχι Έλενα. Πρώτα θα μας πεις τι στο καλό μόλις συνέβη.»
«Ειλικρινά δεν ξέρω. Μπορεί να κάνει πράγματα σαν αυτό.» του απάντησε δείχνοντας το σπασμένο παράθυρο. «Δεν μπορώ να την ελέγξω.»
«Μα πώς?» την ρώτησε ο Στέφαν.
«Δεν ξέρω.» του είπε και ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.
«Μπορεί ο πατέρας της να έχει να κάνει κάτι με αυτό» την πείραξε ο Ντέιμον. Αλλά δεν τσίμπησε το δόλωμα.
«Μπορεί.» του απάντησε ειρωνικά.
«Έλενα» ο Στέφαν έβαλε τα χέρια του στους ώμους της και την γύρισε ώστε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο. «Σε παρακαλώ, γύρνα πίσω. Μπορείς να μείνεις στο BoardingHouse.Η κόρη σου το ίδιο.» κοίταξε το παιδί στα χέρια του Ντέιμον. «Δεν χρειάζεται να μείνεις μαζί μου αν δεν το θες. Θέλω να προσπαθήσω να φτιάξω τα πράγματα μεταξύ μας. Σε παρακαλώ.» Τα μάτια του την ικέτευαν να πει το ναι. Της θύμισε την εποχή που ήταν μαζί. Πόσο μακρινό φάνταζε αυτό το παρελθόν...
«Συμφωνώ με τον Στέφαν» γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τον Ντέιμον με απορία «Στο κομμάτι της επιστροφής. Προφανώς είσαι έναν νέος βρικόλακας και η κόρη σου έχει μια καρδιά που χτυπά και αίμα τρέχει τις φλέβες της. Δεν λέω ότι είσαι επικίνδυνη για την κόρη σου αλλά 3 βρικόλακες είναι καλύτερη προστασία για εκείνη. Και θες την καλύτερη προστασία για εκείνη, σωστά Έλενα?» την ρώτησε σηκώνοντας το ένα του φρύδι. Εκείνη απλά κοίταξε και τους 2 και μετά το κορίτσι στα χέρια του Ντέιμον. Ναι, ήθελε το καλύτερο για την κόρη της όμως τα αδέρφια ήταν το καλύτερο για εκείνη? Μα το βαθύτερο ερώτημα ήταν: Ήθελε πραγματικά να επιστρέψει στο MysticFallsκαι να μείνει με τα αδέρφια? Που θα την οδηγούσε όλο αυτό?
«Εντάξει» είπε χαμηλόφωνα με έναν τόνο παράδοσης στην φωνή της. Είδε την ελπίδα να καθρεφτίζεται στα μάτια του Στέφαν. «όχι όμως για να είμαι μαζί σου ξανά, Στέφαν. Αν μου υποσχεθείς ότι η κόρη μου δεν θα κινδυνέψει γύρω σας, τότε θα επιστρέψω.»


Nadia