Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 23)

Η κραυγή του Γκρέισον είναι τόσο δυνατή που σκίζει την καρδιά μου στα δύο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να σταματήσω τα αναφιλητά μου και ανοίγω τα μάτια μου αργά. Αμέσως τρέχω στον Τριστάνο και παίρνω το χέρι του μέσα στο δικό μου. Είναι ζωντανός, δεν έπαθε τίποτα. Ο Γκρέισον έχει καρφώσει το ξύλο ελάχιστα εκατοστά πιο πέρα από το σώμα του αδερφού του. Αφήνω έναν αναστεναγμό ανακούφισης και φιλάω τον Τριστάνο στον μέτωπο.
«Αυτό να σου γίνει μάθημα» λέει ο Γκρέισον, ενώ το χέρι του εξακολουθεί να κρατάει το πάνω μέρος του ξύλου. «Μη τα βάζεις μαζί μου, αδερφέ».
Τον κοιτάζω στα μάτια. Δεν υπάρχει μίσος στο βλέμμα του, δεν υπάρχει τίποτα κακό, μόνο αποφασιστικότητα. Λες και έχει βάλει κάποιο στοίχημα με τον εαυτό του. Σφίγγω τις γροθιές μου και πετάγομαι πάνω. Δεν σκέφτομαι, απλώς πράττω. Με έχει εξοργίσει, μέσα σε μια στιγμή μου προκάλεσε αφόρητο πόνο και τον μισώ γι’ αυτό.
«Είσαι απαίσιος!» τσιρίζω και τον σπρώχνω. Δεν κουνιέται σπιθαμή. «Σε μισώ!» συνεχίζω και τον σπρώχνω ξανά με μεγαλύτερη δύναμη, το μυαλό μου έχει θολώσει. Θέλω να τον πονέσω, θέλω να του δώσω ένα μάθημα. Παραλίγο να σκοτώσει τον ίδιο του τον αδερφό.
«Καρίνα» ακούω τον Τριστάνο να λέει με έναν παράξενο τόνο. Η φωνή του είναι καθησυχαστική, αλλά όχι αρκετά για να με κάνει να σταματήσω.
«Πως μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο;! Είναι ο αδερφός σου! Παραλίγο να τον σκοτώσεις! Γαμώτο, πόσο αναίσθητος είσαι;!» φωνάζω τόσο δυνατά που είμαι σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή η φωνή μου θα κλείσει.
Ο Γκρέισον με κοιτάζει ανέκφραστος. Τελικά αρπάζει τα χέρια μου και με τραβάει βίαια πάνω του. Κοκαλώνω. «Ακόμα κι αν τον χτυπούσα, δεν θα πάθαινε τίποτα. Μη ξεχνάς ότι χρειάζονται δυνάμεις φωτιάς για να πεθάνουμε» μου ψιθυρίζει και με πετάει προς τα πίσω. Ευτυχώς ο Τριστάνο με πιάνει προτού πέσω.
Παρακολουθώ τον Γκρέισον μέσα απ’ τα βουρκωμένα μάτια μου να φεύγει βρίζοντας. Ο τρόπος που περπατάει, ο τρόπος που τα χέρια του κινούνται, τα πάντα στην όψη του μου προκαλούν πλέον αηδία. Απ’ τη στιγμή που προσπάθησε να βλάψει τον Τριστάνο κατατάχτηκε στους χειρότερους εχθρούς μου.
Αναστενάζω και γυρίζω προς τον Τριστάνο. Κοιταζόμαστε για μια στιγμή σιωπηλοί, με μοναδικό ήχο τα χειροκροτήματα που προέρχονται από το στάδιο. Τελικά δεν κρατιέμαι, πέφτω στην αγκαλιά του. Τα χέρια του γλιστρούν γύρω απ’ το σώμα μου και τα δικά μου γύρω απ’ το σβέρκο του. Κρύβω το πρόσωπό μου στο λαιμό του, εκεί ακριβώς από έχει το τατουάζ και αφήνω τα δάκρυα μου να κυλήσουν.
«Καρίνα…» λέει με ραγισμένη φωνή.
«Είσαι καλά;» ρωτάω εγώ πριν ολοκληρώσει. Παίρνω το πρόσωπο του μέσα στη χούφτα μου και τον κοιτάζω βαθιά μέσα στα γαλανά του μάτια. Μένουμε έτσι για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου ο Τριστάνο φέρνει τα χείλη του στα δικά μου και με φιλάει με πάθος. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά και ανταποκρίνομαι με τον ίδιο τρόπο. Δεν θέλω να τελειώσει. Μου έλειψε τόσο πολύ το άγγιγμα του…
Ακουμπάει το μέτωπό του στο δικό μου και βαριές ανάσες μας γίνονται ένα. Σφραγίζω τα βλέφαρά μου και ακουμπάω το κεφάλι μου στο στέρνο του.
«Καρίνα, καλύτερα να πας να ξαπλώσεις, είσαι πολύ χλομή» λέει έπειτα από λίγο κοιτώντας με στοργικά μέσα στα μάτια. Δεν θέλω να φύγω από κοντά του, ωστόσο πράγματι δεν αισθάνομαι καλά.
«Αρκεί να έρθεις μαζί μου» λέω και τότε συνειδητοποιώ ότι ακόμη και το άνοιγμα των χειλιών μου απαιτεί μεγάλη προσπάθεια.
«Γιατί, υπήρχε ποτέ περίπτωση να σε αφήσω μόνη;» λέει και πριν το καταλάβω με έχει σηκώσει και κατευθύνεται προς το τροχόσπιτο.
«Δεν είμαι βαριά;» ρωτάω ενώ μετά βίας συγκρατώ τα μάτια μου ανοιχτά.
«Σσς» μου ψιθυρίζει και με φιλάει τρυφερά στο κεφάλι. Αισθάνομαι την καυτή του ανάσα στο μέτωπό μου, είναι τόσο απαλή και υπνωτική που μόλις τα μάτια μου κλείνουν, με παίρνει ο ύπνος.


***


Ξυπνάω από τις δυνατές φωνές που ακούγονται γύρω μου. Το κεφάλι μου πονάει και νιώθω το σώμα μου απίστευτα βαρύ, ωστόσο καταφέρνω να ανακαθίσω στο στρώμα και να δω, με μάτια μισόκλειστα ακόμη απ’ τον ύπνο τι συμβαίνει.
«Ακόμη κι αν θέλετε, ακόμη κι αν πρέπει, τώρα πια δεν μπορείτε να απομακρύνετε την Καρίνα» λέει ο Τριστάνο με φανερά ανεβασμένο τόνο στον Φράνκ. Δίπλα του στέκεται η Οριάνα και οι γονείς μου. Όλοι τους φαίνονται ενοχλημένοι.
«Νομίζαμε ότι έβαλες μυαλό, Τρίσταν» λέει η Οριάνα, «αλλά απ’ ότι φαίνεται κάναμε λάθος. Θα μας αναγκάσεις να πάρουμε μέτρα». Μέτρα;
«Ότι κι αν κάνετε δεν θα έχει αποτέλεσμα».
Ο Φράνκ καγχάζει, «Θες στα αλήθεια να μάθεις;»
«Τι συμβαίνει;» παρεμβαίνω, αναγκάζοντας όλους να στρέψουν την προσοχή τους επάνω μου. Η μητέρα μου τρέχει αμέσως στο πλευρό μου, ενώ ο Τριστάνο με κοιτάζει με ένα παράξενα ανήσυχο βλέμμα.
«Ξάπλωσε, εμείς θα βγούμε έξω» λέει ο πατέρας μου δίχως να πλησιάσει.
«Όχι, δεν θα πάτε πουθενά. Πάλι αποφασίζεται μόνοι σας δίχως να με ενημερώσετε. Γιατί δεν έρχεστε να μιλήσετε σε εμένα, παρά ζαλίζετε τον Τριστάνο;».
«Καρίνα, μην ανακατεύεσαι» λέει η Φράνκ. Παρατηρώ ότι στο πρόσωπό του έχει επανέλθει εκείνο το μοχθηρό βλέμμα που τον αντιπροσωπεύει. Βέβαια, η καλοσύνη του δεν θα διαρκούσε για πάντα.
«Γιατί να μην ανακατευτώ; Για τη ζωή μου δεν μιλάτε;» λέω και παραμερίζοντας τη μητέρα μου, σηκώνομαι όρθια. Πόνος διαπερνά όλο μου τα κορμί, αλλά το παρακάμπτω και συνεχίζω. «Πως μπορείς να αποφασίζεις για τη ζωή μου; Όχι μόνο εσύ, αλλά όλοι σας!» φωνάζω. Ξαφνικά έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια του Τριστάνο. «Αυτό είναι κάτι που αποφασίζουν οι εκπαιδευτές κάθε Ξεχωριστού. Οι δικοί της εκπαιδευτές θεώρησαν σωστό το να έχει κάποιον να την στηρίζει κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης». Οι εκπαιδευτές καθορίζουν τη ζωή μας. Ο Φράνκ και η Οριάνα ως κύριοι εκπαιδευτές, μου έχουν καταστρέψει τη ζωή αμέτρητες φορές.
«Τελείωσε» λέω ανακτώντας την αυτοκυριαρχία μου, «από εδώ και πέρα δεν έχετε καμία θέση στη ζωή μου. Η εκπαίδευση τελείωσε, δεν σας έχω ανάγκη πλέον. Στο πλευρό μου θα παραμείνουν μόνο ο Μπλέικ και η Άλισον».
«Αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να αποφασίσεις μόνη σου» λέει η Οριάνα δίχως να έχει επηρεαστεί με την απόφασή μου. Στο πρόσωπό της κυριαρχεί η ουδετερότητα, αν και ξέρω πως έστω και λίγο νιώθει πληγωμένη.
«Θα συζητήσω το θέμα με τη Θεά Ηγέτη μας το συντομότερο δυνατό» λέω και στο δωμάτιο πέφτει νεκρική σιγή. Νιώθω τα μάτια της Οριάνα καρφωμένα πάνω μου, αλλά δεν γυρίζω να την κοιτάξω. Ανοίγει την πόρτα κι έπειτα την κλείνει με δύναμη.
«Το αίτημα σου δεν θα γίνει αποδεκτό» λέει ο Φράνκ και ακολουθεί την Οριάνα.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και στη συνέχεια λέω: «Μπορείτε να με αφήσετε μόνη με τον Τριστάνο για λίγο;»
Ο πατέρας μου ετοιμάζεται να παραπονεθεί, αλλά ευτυχώς η μητέρα τον πείθει να βγουν έξω. Όταν το τροχόσπιτο έχει αδειάσει, κάθομαι πίσω στο κρεβάτι και χτυπώντας ελαφρά το στρώμα πλάι μου, προτρέπω τον Τριστάνο να κάνει το ίδιο.
«Συγνώμη» λέει. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στο πάτωμα.
«Δεν φταις εσύ» λέω και αφού παίρνω το σεντόνι, το τυλίγω γύρω μας. Το χέρι του γλιστράει γύρω απ’ τη μέση μου και εγώ ακουμπώ το κεφάλι μου στον ώμο του.
«Τι σου είπαν;»
«Να μείνω μακριά σου»
«Και; Τι θα κάνεις;» ρωτάω, ενώ νιώθω ένα βάρος στο στήθος μου.
«Εσύ τι θες να κάνω;» λέει και μου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά.
«Εγώ… εγώ θέλω να μείνεις μαζί μου. Ακόμη κι αν βγούμε Θεοί Ηγέτες, ακόμη κι αν χάσουμε, θέλω να μείνεις μαζί μου… πλάι μου… για πάντα».
«Συγνώμη» λέει για δεύτερη φορά. Σηκώνω το κεφάλι και τον κοιτάζω στα μάτια.
«Για ποιο πράγμα ζητάς συγνώμη;»
«Για όλα» λέει και τραβάει το χέρι του, «που σε χτύπησα, που κατέστρεψα τη σχέση σου με την Οριάνα, που… δεν μπορώ να σου δώσω ότι σου αξίζει».
Ο κόμπος στο στομάχι μου γίνεται ολοένα κι εντονότερος, νιώθω σαν να πνίγομαι. «Τριστάνο, σε παρακαλώ. Πες μου πως δεν σε επηρέασαν, πες μου πως δεν θα κάνεις ότι σου είπαν».
«Φυσικά και όχι. Ποτέ δεν θα κάνω ότι μου πουν» λέει και ένα θλιμμένο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του. Παίρνω το χέρι του μέσα στο δικό μου και το σφίγγω.
«Με συγχώρεσες;» ρωτάω έπειτα από λίγο. Ότι κι αν λέει, δεν είναι ο μόνος που πρέπει να ζητήσει συγνώμη. Κι εγώ τον πλήγωσα και μάλιστα περισσότερο απ’ ότι υπολόγιζα.
«Δεν χρειάζεται. Ακόμη και τη στιγμή που έλεγες ότι δεν μ’ αγαπάς, εγώ ήξερα ότι ήταν ψέμα. Ποτέ δεν σου κράτησα κακία».
«Ναι όμως πληγώθηκες».
«Ίσως λίγο, αλλά μόνο στην αρχή. Όταν κατάλαβα το λόγο που τα είπες όλα αυτά... σε αγάπησα ακόμη περισσότερο».
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Δίχως να το πολυσκεφτώ, σκύβω και τον φιλάω στο μάγουλο. Ο Τριστάνο ξαφνιάζεται, αλλά έπειτα από λίγο βλέπω στα χείλη του ένα μειδίαμα και ξέρω πως κάτι ετοιμάζεται να κάνει. Πριν το καταλάβω, με έχει ρίξει προς τα πίσω και με φιλάει. Νιώθω την πίεση του σώματός του πάνω μου. Τα χέρια μου τυλίγονται γύρω απ’ τον αυχένα του και χωρίς να το καταλαβαίνω τον τραβάω πάνω μου ώσπου το σώμα του κολλάει στο δικό μου.
«Σ’ αγαπώ» καταφέρνω να πω ανάμεσα στα φιλιά μας. Τα χέρια του τυλίγονται γύρω απ’ τους καρπούς μου φυλακίζοντας με στο κρεβάτι. Τα χείλη του μεταφέρονται στο λαιμό μου, έπειτα ανεβαίνουν προς το μάγουλό μου, ώσπου τελικά επιστρέφουν στα χείλη μου. Αυτό συνεχίζεται για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ώσπου ο Τριστάνο επιχειρεί να σηκώσει την μπλούζα μου και εγώ τον σπρώχνω μακριά βαριανασαίνοντας.
Με κοιτάζει με ένα έκπληκτο και συνάμα πληγωμένο ύφος, που κάνει τα μάτια μου να πλημμυρίσουν με δάκρυα. Σκύβω το κεφάλι αποφεύγοντας το βλέμμα του. Νιώθω τόσο ηλίθια.
«Καρίνα… ειλικρινά συγνώμη» λέει σηκώνει το χέρι του για να μ’ ακουμπήσει. Δεν ξέρω τι με πιάνει και αμέσως απομακρύνομαι λες και δεν θέλω να με αγγίξει.
«Συγνώμη» επαναλαμβάνει και ο πόνος στη φωνή του μου ξεριζώνει την καρδιά.
«Όχι… μη ζητάς συγνώμη… εγώ φταίω» καταφέρνω να πω έπειτα από λίγο, ενώ στα μάτια μου κυλούν καυτά δάκρυα. «Δεν ξέρω τι με έπιασε…απλώς τρόμαξα».
«Μη κλαις» λέει και με παίρνει στην αγκαλιά του. Κρύβω το πρόσωπό μου στο στέρνο του και παρότι θέλω να σταματήσω, τα δάκρυα φουντώνουν ακόμη περισσότερο.
«Έλα μη στεναχωριέσαι, δεν πρόκειται να ξανασυμβεί» μου ψιθυρίζει. Ο κόμπος που προηγουμένους έσφιγγε το στομάχι μου, τώρα έχει μεταφερθεί στον λαιμό μου και με πνίγει. Νιώθω τόσο ντροπιασμένη.
«Θέλω να μείνω μόνη» λέω και αποτραβιέμαι. Γυρίζω το πρόσωπό μου για να μην με δει και περιμένω να φύγει.
«Εντάξει…» λέει. Τον ακούω να αναστενάζει σιγανά, ενώ στη συνέχεια αφουγκράζομαι τα βήματά του και την πόρτα που κλείνει. Αμέσως πέφτω στο κρεβάτι και αφού χώνω το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι, ξεσπάω σε αναφιλητά.


***


Η επόμενη μέρα είναι μια από τις χειρότερες της ζωής μου. Το τεστ προσωπικότητας έχει φτάσει κι εγώ είμαι έτοιμη να καταρρεύσω. Κοιμήθηκα ελάχιστα την προηγούμενη νύχτα, με αποτέλεσμα τα μάτια μου να είναι πρησμένα απ’ το κλάμα και περιτριγυρισμένα από μαύρους κύκλους. Έχω μελανιές σε όλο μου το σώμα και πονάω με κάθε μου κίνηση. Επιπλέον, ο Τριστάνο με αποφεύγει με αποτέλεσμα να είμαι χάλια συναισθηματικά.
«Ο Κόνορ νίκησε τη Σύνθια με ελάχιστη διαφορά οπότε το τεστ προσωπικότητας θα δείξει ποιες θα είναι οι ομάδες» λέει ο πατέρας μου καθώς κατευθυνόμαστε στο στάδιο. Δεν παρακολουθώ τίποτα απ’ όσα λέει καθώς μπροστά μου βρίσκεται ο Γκρέισον με τον Τριστάνο. Βλέποντας τους, κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι την προηγούμενη μόλις ημέρα παραλίγο να αλληλοσκοτωθούν.
Σκύβω το κεφάλι μόλις ο Τριστάνο γυρίζει προς το μέρος μας. Τον είδα περισσότερες από πέντε φορές μέχρι τώρα, αλλά δεν μου μίλησε ούτε μια. Ίσως βέβαια να μην θέλει να μας δουν μαζί και να μην με αποφεύγει λόγω των χθεσινών γεγονότων.
Το στάδιο είναι και πάλι γεμάτο κόσμο. Οι πρώην Θεοί Ηγέτες και οι νικητές των δοκιμασιών έχουν καλύψει την πρώτη σειρά των κερκίδων. Ο εκφωνητής βρίσκεται ήδη στη σκηνή και η Σύνθια με τον Κόνορ περιμένων δίπλα-δίπλα να ακουστούν τα ονόματά τους.
«Καλή επιτυχία» λέει ο πατέρας μου. Αφού του λέω ένα ξερό ευχαριστώ, πηγαίνω να σταθώ πλάι στον Τριστάνο. Ο εκφωνητής φωνάζει το πρώτο όνομα και το τεστ προσωπικότητας ξεκινά.

Δεσποινα Χρ.