Αλήθεια ή Ψέματα (Επίλογος)

«Οκ γλυκιά μου θα τα πούμε το απόγευμα» χαιρέτησα την αδερφή μου από το τηλέφωνο και μπήκα στο αμφιθέατρο για να παρακολουθήσω το τελευταίο μάθημα της ημέρας. Μου φαινόταν πια σχεδόν συνηθισμένο το να πηγαινοέρχομαι στη σχολή μου. Κατάφερα να περάσω όλα τα μαθήματα που χρωστούσα από το προηγούμενο χρόνο με αρκετή προσπάθεια και ευτυχώς δεν πήγε χαμένη. Ένιωσα την δόνηση στην τσέπη μου και έβγαλα πάλι προσεκτικά το κινητό μου έξω για να δω ένα μήνυμα του Μάξιμου.
‘Τι ώρα κανονίσαμε για σήμερα ζαχαρωτάκι μου;’
Αυτό ήταν ο νέος τρόπος του να με τσιγκλάει. Ήξερε ότι μου έσπαγε τα νεύρα να με λέει έτσι, ωστόσο φρόντιζε να με αποκαλεί με αυτό τον τρόπο καθημερινά χωρίς να δίνει σημασία στις γκριμάτσες μου. Όπως πάντα γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω και του απάντησα ένα απλό: ‘στις 9’. Έβαλα το κινητό στην τσάντα μου και δεν το έβγαλα ακόμα κι όταν το ένιωσα να ξαναδονείται. Προσπάθησα να παρακολουθήσω την παράδοση του μαθήματος αλλά βρήκα το μυαλό μου να περιπλανείται αλλού. Ένα χρόνο πίσω.

Όλα τότε ήταν διαφορετικά. Μέσα σε λίγες μέρες είχα χάσει και τους δύο μου γονείς. Είχα χάσει τον αθώο πατέρα μου και παράλληλα την τρελή μητέρα μου. Είχα μείνει μέσα στα ερείπια του σπιτιού μου με τα τρία μου αδέλφια για παρηγοριά και την ανάμνηση πέντε χαμένων χρόνων, πνιγμένων στο σκοτάδι και τη δυσωδία. Κι είχα ως μόνη επιλογή να συνεχίσω τη ζωή μου κι ας είχε γίνει μόλις κομμάτια. Έτσι κι έκανα.
Τώρα, ένα χρόνο μετά, είχα περάσει τα μαθήματα μου, είχα πληρώσει το χρέος του σπιτιού, είχα ξαναρχίσει να δουλεύω στο βιβλιοπωλείο του παλιού μου αφεντικού κι ας είχα χαθεί χωρίς λόγο για ένα ολόκληρο μήνα. Είχα τα αδέλφια μου, είχα το αγόρι μου… Θα ήθελα να έλεγα ότι είχα και την κολλητή μου αλλά αυτήν την χάσαμε κι εγώ κι ο αδερφός μου προ πολλού. Δύο μέρες μετά τον θάνατο των γονιών μας τον είχε πάρει τηλέφωνο για να του ζητήσει να χωρίσουν. Του είχε ζητήσει μάλιστα να μου πει πως η μεταξύ μας φιλία είχε επίσης τελειώσει. Ούτε καν να μου μιλήσει δεν ήθελε. Πλέον, είχε πιάσει νέες παρέες, νέες φίλες κι εγώ την έβλεπα πια μόνο από μακριά. Την αγαπούσα, αλλά από μακριά. Και την περίμενα ακόμα να έρθει πίσω. Κάτι που φαινόταν ότι δεν θα γινόταν σύντομα.
Κατέβηκα τα σκαλιά της σχολής μου γρήγορα και βρήκα τον μεγαλύτερο αδερφό μου στο αμάξι του να με περιμένει με ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη. Μπήκα στο αυτοκίνητο κι αφού έδεσα την ζώνη μου γύρισα να τον κοιτάξω.
«Τι έγινε; Σου είπαν κανένα καλό ανέκδοτο;» τον ρώτησα καθώς έβαλε πρώτη και το αυτοκίνητο μετακινήθηκε.
«Όχι. Απλώς μόλις μίλησα με τον Κίμωνα στο τηλέφωνο και μου είπε ότι τον έκλεψαν»
«Και το θεωρείς αστείο; Που τον έκλεψαν; Είναι καλά;» ρώτησα ανήσυχη κάτι που τον έκανε να γελάσει ακόμα πιο δυνατά «Αναίσθητε» μουρμούρισα και με κοίταξε περιπαιχτικά.
«Δεν τον έκλεψαν»
«Μα μόλις τώρα είπες…»
«Είναι φάρσα. Του την χρωστούσα εδώ και έναν χρόνο» εξήγησε με ένα διαβολικό γελάκι και τον κοίταξα μπερδεμένη.
«Μισό λεπτό… Εγώ σου έπαιρνα τα λεφτά. Το ξέρεις αυτό»
«Κι όμως. Λίγο καιρό αργότερα μου εκμυστηρεύτηκε ότι κι εκείνος σούφρωνε κανένα ματσάκι» είπε με σηκωμένο το ένα φρύδι.
«Πρέπει να φοβάμαι ότι θα έρθει η σειρά μου;» ρώτησα μετά από ένα λεπτό και εκείνος χαμογέλασε.
«Οπωσδήποτε»
«Να πάρει»
Όταν φτάσαμε στο σπίτι βάλθηκα να ετοιμάσω το φαγητό. Θα μαζευόμασταν όλοι μαζί –και με το όλοι μαζί εννοούσα εγώ, τα αδέρφια μου και ο Μάξιμος- για δείπνο. Ήταν μια κοινή συμφωνία που είχαμε κάνει μεταξύ μας. Είχαμε υποσχεθεί ότι παρόλο το ατυχές γεγονός του περσινού χρόνου, κάθε χρόνο θα συγκεντρωνόμασταν για να τιμήσουμε τους γονείς μας. Πιο πολύ τον πατέρα μας που έφυγε τόσο άδικα αλλά και την μητέρα μας. Γιατί παρόλο που μας απείλησε περισσότερο από κάθε άλλο άτομα μπλεγμένο στην ιστορία, δεν έπαυε να είναι η μητέρα μας. Αυτή που μας έφερε στον κόσμο και μας πρόσφερε τη ζωή. Ασχέτως αν μετά κατά κάποιο τρόπο προσπάθησε να την πάρει πίσω. Ήταν μια χαμένη ψυχή που απλώς άργησε πολύ να λάβει θεραπεία, κι αυτό της κόστισε ακριβά. Σε όλους μας κόστισε.
«Χρειάζεσαι βοήθεια;» άκουσα την φωνή του Μάξιμου από πίσω μου και γύρισα έκπληκτη να τον κοιτάξω.
«Τι κάνεις εδώ; Δεν υποτίθεται ότι θα ερχόσουν κατευθείαν το βράδυ;»
«Ναι αλλά άλλαξα γνώμη με το που δεν απάντησες στο μήνυμά μου. Μην χαίρεσαι τόσο πολύ που με βλέπεις» με πείραξε και τον τράβηξα από την μπλούζα για αν τον φέρω κοντά μου και να κολλήσω τα χείλη μου στα δικά του «Τώρα είναι κάπως καλύτερα» σχολίασε μετά από λίγο και χαμογέλασα.
«Με αποσπάς και θα το φαγητό δεν θα είναι έτοιμο στην ώρα του» τον μάλωσα και έφυγα από την αγκαλιά του.
«Έχεις τέσσερις ώρες μπροστά σου και το φαγητό θα είναι έτοιμο σε δύο»
«Αν έρθουν όλοι όπως εσύ, τότε δεν θα προλάβει να είναι έτοιμο» του έβγαλα την γλώσσα έξω κι εκείνος γύρισε τα μάτια. Τον είδα με την άκρη του ματιού μου να στηρίζεται στον πάγκο και ένιωσα την ανάγκη να καλύψω την σιωπή. Τον τελευταίο καιρό το έκανε συνέχεια αυτό. Καθόταν και απλώς με κοίταζε χωρίς να λέει λέξη. Όχι ότι ήταν κάτι κακό απλώς… ένιωθα κάπως άβολα με τα μάτια του καρφωμένα πάνω στην κάθε μου κίνηση «Πως πήγε η δουλειά;» τον ρώτησα προσπαθώντας να αποσπάσω τον εαυτό μου από τις σκέψεις.
«Καλά. Τον επόμενο μήνα θα δουλέψω κάτι μικρές υπερωρίες αλλά κατά τα άλλα καλά. Υπερωρίες ίσον χρήματα»
«Αυτό σημαίνει ότι θα πάμε αυτό το τριήμερο που κανονίζαμε πριν λίγους μήνες;» είπα κοιτάζοντάς τον με γουρλωμένα μάτια γεμάτα προσμονή.
«Θα πηγαίναμε ούτως η άλλως» μου είπε χαμογελώντας και χοροπήδησα πάνω κάτω παιχνιδιάρικα.
Τα αδέλφια μου όπως είχα προνοήσει είχαν έρθει πολύ νωρίτερα από την ώρα που είχαμε κανονίσει και ο τελευταίος – ο Κίμωνας- μπήκε στην κουζίνα για να με δει να βγάζω το φαγητό από τον φούρνο.
«Τι έγινε σήμερα; Όλοι πήρατε άδεια να φύγετε νωρίτερα από την δουλειά;» τον ρώτησα χαμογελώντας κι εκείνος σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.
«Θα έπρεπε να χαίρεσαι»
«Χαίρομαι» του αντιγύρισα χαμογελώντας και κατευθυνθήκαμε και οι δύο στην τραπεζαρία. Καθίσαμε όλοι γύρω από το στρωμένο τραπέζι και μαζί με την Ελευθερία μοιράσαμε τα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια.
«Τι κάνει ο Ηλίας;» την ρώτησα με περιέργεια κι εκείνη χαμογέλασε. Ο Ηλίας ήταν το νέο αγόρι της. Ήταν μαζί εδώ και τρεις μήνες και φαινόταν πολύ καλό παιδί από τις τέσσερις φορές που τον είχα δει και είχαμε μιλήσει λιγάκι.
«Καλά είναι. Ακόμα στη δουλειά. Θα βρεθούμε όταν τελειώσουμε και οι δύο» είπε ενθουσιασμένη και ένευσα ευχαριστημένη. Άκουσα το κινητό του Μάρκου να χτυπάει και όταν το σήκωσε ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
«Έλα Βασιλική, ναι, εντάξει ναι μπορώ. Καλώς θα περάσω να το πάρω και μετά θα έρθω. Ναι μπορεί να αργήσω όμως λίγο. Εντάξει θα τα πούμε μετά» έκανε μια παύση και τον κοίταξα με σηκωμένο φρύδι «Κι εγώ» είπε στο τέλος και κοίταξα την Ελευθερία με νόημα.
«Ουυυυυυχουυυυυυυ» τον πείραξα και με κοίταξε άγρια.
«Σιωπή» είπε απότομα και όλοι γέλασαν στο τραπέζι.
«Είσαι σίγουρος ότι ήταν η δικιά σου και δεν μας κάνουν πάλι καμιά πλάκα;» τον ρώτησε ο Κίμωνας και κούνησα το κεφάλι μου. Ακόμα δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι τα είχαν φτιάξει με δύο δίδυμες. Είχε συμβεί όταν είχαν βγει μαζί για ένα ποτό και τις γνώρισαν εκεί. Και όταν μιλάμε για δίδυμες… εννοούμε κανονικές δίδυμες. Ίδιες και απαράλλαχτες. Ακόμα και παρόμοια φωνή είχαν. Το μόνο που τις έκανε να ξεχωρίζουν ήταν ο τρόπος ντυσίματος. Η μια ήταν πιο πολύ του γαλάζιου και των απαλών χρωμάτων ενώ η άλλη είχε ως καθημερινό απαραίτητο χρώμα στην γκαρνταρόμπα της το κόκκινο και το κίτρινο. Ήταν και οι δυο μελαχρινές με πράσινα μάτια και γεμάτα κόκκινα χείλη. Μια φορά τους είχαν κάνει πλάκα, είχαν αλλάξει τρόπο ντυσίματος και είχαν εμφανιστεί μπροστά τους για να δουν αν θα καταλάβουν την διαφορά. Δεν είχαν πάρει χαμπάρι. Βέβαια ήταν μόλις λίγες μέρες άρα είχαν το δικαιολογητικό ότι δεν τις γνώριζαν ακόμα πολύ καλά αλλά όταν ήρθαν σπίτι και μας διηγήθηκαν το περιστατικό ήταν αδύνατον να μην ξεσπάσουμε σε υστερικά γέλια.
«Η δικιά μου είναι» είπε σίγουρος ο Μάρκος και ο Κίμωνας κάπως ηρέμησε.
«Λοιπόν, ώρα για πρόποση» είπα αφού είχαμε μοιράσει το φαγητό στα πιάτα και είχαμε γεμίσει τα ποτήρια με κόκκινο κρασί. Σηκωθήκαμε όλοι και μια περίεργη σιωπή έπεσε ανάμεσά μας. Τελικά ο Μάρκος αποφάσισε να μιλήσει.
«Ας πιούμε λοιπόν στους γονείς μας. Έχει περάσει ένας χρόνος από το θάνατό τους. Ένας ολόκληρος χρόνος. Μου φαίνεται σαν να ήταν μόλις χθες» σχολίασε και ένευσα. Πραγματικά οι εικόνες αυτές ήταν τόσο χαραγμένες στο μυαλό μου και δεν θα έφευγαν εύκολα. Ίσως και ποτέ.
«Ωστόσο να ‘μαστε όλοι μαζί όπως υποσχεθήκαμε. Είμαστε μαζί και έτσι θα μείνουμε και τα υπόλοιπα χρόνια. Αυτή η μέρα θα είναι σημαντική για το υπόλοιπο της ζωής μας. Είτε θα είμαστε σε αυτό το σπίτι ή σε κάποιο άλλο, η ημερομηνία αυτή θα είναι λόγος συγκέντρωσής μας» είπε ο Κίμωνας.
«Θα μαζευόμαστε και θα τιμούμε τους γονείς μας και μετά από κάποια χρόνια ίσως να μυήσουμε και τους συντρόφους μας – με εξαίρεση την Ζωή» είπε η Ελευθερία κοιτάζοντας εμένα και τον Μάξιμο και όλοι γέλασαν «δεν είναι ανάγκη να τους πούμε την ιστορία, απλώς θα ξέρουν ότι είναι μια σημαντική μέρα για μας. Μια μέρα που την αφιερώνουμε στους γονείς μας»
«Πραγματικά δεν ξέω τι να πω» είπε ο Μάξιμος « χαίρομαι που με δεχτήκατε στην οικογένειά σας και με θεωρείτε μέλος της. Αυτή η μέρα είναι σημαντική και για μένα. Μπορεί να μην ήταν γνωστοί μου, ωστόσο τουλάχιστον ο Φώτης ήταν φίλος μου. Είχαμε περάσει πολλές ώρες μαζί συζητώντας. Με είχε βοηθήσει με τα προβλήματα με το θείο μου. Τον λόγο που είχα μπλεχτεί στη μαφία. Όσο για την μητέρα σας, ήξερα πολλά για αυτήν από το μαφιόζο, αλλά την γνώριζα πολύ λίγο. Παρά τις πράξεις της… φαινόταν καλή γυναίκα» τελείωσε και ήρθε η σειρά μου.
«Θυμάμαι που μου είχες πει ότι ο μπαμπάς ήθελε να γίνει ομάδα μαζί μου εκείνη την ημέρα που μεταφέραμε τα καλά νέα για το θάνατο του μαφιόζου στα θύματά του» είπα απευθύνοντας τον λόγο στον Μάρκο «Τώρα εύχομαι να είχαμε παραμείνει όλοι μαζί. Ίσως τα πράγματα να μην είχαν γίνει όπως τώρα. Ίσως να είχαμε φροντίσει να γλιτώσουμε το όλο συμβάν. Έπειτα σκέφτομαι ότι η μητέρα μας θα έβρισκε τρόπο να καταφέρει αυτό που ήθελε κι ας μην πηγαίνατε μόνοι σας. Απλώς εύχομαι να είχαμε προλάβει να το αποφύγουμε όλο αυτό» είπα κοιτάζοντας το ποτήρι μου και ένιωσα το χέρι του Μάξιμου μέσα στο δικό μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και σήκωσα ξανά το βλέμμα μου « Στους γονείς μας» σήκωσα το ποτήρι πιο ψηλά και τα αδέλφια μου με ακολούθησαν.
«Και σε ένα καλύτερο μέλλον» πρόσθεσε ο Κίμωνας.
«Που ήδη έχει αρχίσει να δημιουργείται» είπε η Ελευθερία με ένα μικρό χαμόγελο.
«Σε μια ζωή χωρίς άλλα μπλεξίματα» σχολίασε ο Μάρκος.
«Είναι ωραία η ησυχία τελικά όσο κι αν αποζητάς τον κίνδυνο» μου έκλεισε το μάτι ο Μάξιμος θυμίζοντάς μου τα λόγια που είχαμε πει πριν ένα χρόνο. Τότε λέγαμε ότι δεν μπορούσαμε να είμαστε φυσιολογικοί όπως όλα τα άλλα συνομήλικα άτομα γύρω μας. Τώρα όμως έβλεπα πως όχι μόνο μπορούσαμε αλλά ήμασταν και πολύ καλύτερα έτσι. Τότε δεν είχε συμβεί τίποτα το τόσο συνταρακτικό για να μας αποτρέψει από το να μην ξαναμπλεχτούμε στο σκοτάδι και τα δίχτυα της μαφίας. Τα ποτήρια μας τσούγκρισαν και κοίταξα την οικογένειά μου.
Ήμασταν ευτυχισμένοι. Ίσως να έλειπαν δύο άτομα αλλά ήμασταν καλά. Ήμασταν έτοιμοι να προχωρήσουμε παραπέρα. Βγήκαμε έξω από το σπίτι όλοι μαζί, στην πίσω αυλή. Τρεις λακκούβες με σταυρούς ήταν στην σειρά. Μακάβριο αλλά ήταν εδώ. Δεν ήξερα αν ο πατέρας μου ήθελε να θαφτεί δίπλα από την μητέρα μου μετά από αυτό που έκανε αλλά μετά είχα θυμηθεί ότι παρ’ όλα όσα είχε περάσει συνέχιζε να την αγαπάει. Επίσης, η μητέρα μου βρισκόταν πάλι δίπλα στον μαφιόζο. Αυτό ήθελε τόσο καιρό και το πέτυχε. Με λίγο πιο θλιβερό τρόπο βέβαια. Άφησα ένα λουλούδι στον πατέρα μου κι ένα στην μητέρα μου. Έπειτα από πολλή σκέψη άφησα και ένα στον μαφιόζο. Μου είχε κάνει πολλά αλλά δεν μπορούσα να τον αφήσω έτσι.
Γύρισα στην αγκαλιά του Μάξιμου και μείναμε να τους κοιτάμε λίγο ακόμα. Είχε ψύχρα και ο αέρας που φυσούσε έφερνε τα μαλλιά μπροστά στα μάτια μου. Τα έβγαλα ενοχλημένη και τα έβαλα πίσω από τα αυτιά μου. Τότε άκουσα τον Μάξιμο να μου ψιθυρίζει.
«Οι άλλοι πήγαν μέσα. Δεν πάμε κι εμείς σιγά-σιγά;»
Ένευσα χωρίς να πω τίποτα και μπήκαμε μέσα στο ζεστό σπίτι για να δω τα αδέλφια μου να ξαναγεμίζουν τα ποτήρια τους με το κόκκινο κρασί. Δεν έκατσαν πολύ ώρα, έτσι στο τέλος βρέθηκα να κάθομαι στον καναπέ, στην αγκαλιά του Μάξιμου και να κοιτώ την τηλεόραση. Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου. Τι θα έκανε ο πατέρας μου αν μας έβλεπε με τον Μάξιμο εδώ, τι θα έκανε η μητέρα μου αν ο μαφιόζος δεν είχε πεθάνει. Τι θα έκανα εγώ αν δεν είχε πεθάνει και πιο ιδιαίτερα τι θα είχα απογίνει αν κανείς μας δεν είχε ουσιαστικά μπλεχτεί. Είχα κάνει μια συζήτηση με τον Μάξιμο μια μέρα για το πώς μπλέχτηκε ο καθένας σε όλο αυτό το χάος. Ο πατέρας μου, μου είχε αναφέρει ότι ο Μάξιμος είχε μπλέξει λόγω του θείου του και ο Μάξιμος μου το είχε επιβεβαιώσει. Ο θείος του είχε καταλήξει τελικά νεκρός. Τον είχε σκοτώσει ο μαφιόζος, ωστόσο ο Μάξιμος δεν είχε λυπηθεί καθόλου. Ο θείος του τον βασάνιζε επί χρόνια προσπαθώντας να παίξει το σωστό γονιό αφού οι κανονικοί γονείς του Μάξιμου είχαν πεθάνει και είχε αναλάβει εκείνος την κηδεμονία του ανιψιού του. Ήταν ο αδελφός του πατέρα του Μάξιμου και ένας από τους πιο σιχαμερούς ανθρώπους στον κόσμο σύμφωνα με τα λεγόμενα του καλού μου. Δεν υπήρχε λόγος να μην τον πιστέψω. Είχε ζήσει κοντά του τόσα χρόνια όσα κι εγώ με τους δικούς μου. Ήξερε ακριβώς περί τίνος επρόκειτο. Ο Μάξιμος είχε καταλήξει να του κάνει θελήματα και όταν μπλέχτηκε με τη μαφία δεν είχε άλλη λύση από το να τον ακολουθήσει.
Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Δεν ήθελα να τα σκέφτομαι πλέον αυτά. Με βασάνιζαν εδώ και καιρό και ήταν ώρα να τα αφήσω πίσω μου.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε ο Μάξιμος μισοκοιμισμένος. Του χαμογέλασα και χαϊδεύοντας το μάγουλό του με τα χείλη μου κούρνιασα πιο βαθιά στην αγκαλιά του.
Δεν είχα καταφέρει ακόμα να ξεπεράσω το σοκ όμως υπήρχε ένα πράγμα που μου έδινε δύναμη. Η οικογένειά μου. Και εκείνος. Μου είχαν σταθεί περισσότερο από κάθε άλλο άτομο και δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εκείνους. Κι όσο κι αν μου έπαιρνε να αναρρώσω από όλη αυτή την κατάσταση, εκείνοι θα ήταν δίπλα μου.
«Ναι. Τώρα πια είμαι καλά»