«Σταμάτα το αυτοκίνητο τώρα!» τσιρίζω για χιλιοστή φορά και παρατηρώ πως η φωνή μου έχει βραχνιάσει. Κλείνω το στόμα μου πριν χάσω κάθε δυνατότητα ομιλίας και επιχειρώ να περάσω το χέρι μου ανάμεσα απ’ τα δύο μπροστινά καθίσματα ώστε να αναγκάσω τον οδηγό να σταματήσει. Δυστυχώς, η Οριάνα προλαβαίνει να με τραβήξει προς τα πίσω με δύναμη. Πέφτω στην πλάτη του καθίσματος και κλαψουρίζω λόγω της αποτυχίας μου να διαφύγω, καθώς και της απελπισίας που νιώθω να με πνίγει σαν θηλειά στον λαιμό.
«Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Δεν μπορείς να με πας κάπου που δεν θέλω!» λέω, ενώ μέσα απ’ τα βουρκωμένα μάτια μου, κοιτάζω τα δέντρα να ξεπροβάλουν γύρω μας. Βρισκόμαστε σε δάσος, δεν υπάρχει αμφιβολία.
«Έπρεπε να φύγουμε…» λέει με σιγανή φωνή, λες και μιλάει στον εαυτό της παρά σε μένα. Αναστενάζω παρατεταμένα και βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου όντας παντελώς μπερδεμένη.
«Δεν καταλαβαίνω».
«Καρίνα…έχασες, ο Τριστάνο νίκησε… δεν μπορείτε να είστε μαζί πια. Αν παραμείνεις εκεί, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να καταστρέψεις τον ίδιο, καθώς και ολόκληρο το στοιχείο μας».
Ένα δάκρυ καταφέρνει να γλιστρήσει απ’ το μάτι μου. Αισθάνομαι έναν ατέρμονο πόνο βαθιά μέσα μου, που προκαλεί μια παράξενη ρίγη σε όλο μου το σώμα. Παρά τα όσα λέει η Οριάνα, εγώ δεν πρόκειται να μείνω μακριά απ’ τον Τριστάνο.
«Σε παρακαλώ, Οριάνα…σε ικετεύω άσε με τουλάχιστον να τον αποχαιρετίσω. Ας γυρίσουμε πίσω για να τον δω έστω και για μια τελευταία φορά πριν φύγω».
Τα γεμάτα συμπόνια μάτια της καρφώνονται πάνω στα δικά μου. Παρατηρώ το χέρι της να σφίγγεται και τα φρύδια της να σμίγουν. Προσπαθεί να πάρει μια απόφαση. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, αποστρέφει το βλέμμα της και κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Λυπάμαι» λέει.
Η απάντηση της με εξοργίζει. Νιώθω το θυμό να συσσωρεύεται μέσα μου και σε αντίθεση με τον Τριστάνο, εγώ τον αφήνω να ξεσπάσει.
«Σε μισώ! Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, δεν έχεις το δικαίωμα! Πρέπει να γυρίσω πίσω, πρέπει να τον δω, δεν καταλαβαίνεις;!» ουρλιάζω με όλη μου τη δύναμη χτυπώντας συνάμα τα χέρια μου στο κάθισμα. Το σώμα μου τραντάζεται απ’ το κλάμα και τα χτυπήματα.
Η Οριάνα τυλίγει το χέρι της γύρω μου και με τραβάει πάνω της, ψιθυρίζοντας μου γλυκόλογα και φράσεις του τύπου ‘όλα θα πάνε καλά’, λες και θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω κάποια που με πρόδωσε. Την σπρώχνω μακριά και ξεσπάω σε αναφιλητά. Κλοτσάω το κάθισμα μπροστά μου και αρχίζω να φωνάζω: «Σταμάτα το αυτοκίνητο! Σταμάτα, θα σας σκοτώσω και τους δύο! Σταμάτα!»
Δεν σταματάω, έως ότου η φωνή μου έχει κλείσει εντελώς και το πόδι μου δεν μπορεί να κουνηθεί άλλο απ’ τον πόνο. «Σταμάτα» ψιθυρίζω αποκαρδιωμένη και γέρνω το κεφάλι μου στο παράθυρο. Παρακολουθώ τον πλέον απογευματινό ουρανό και σφραγίζω τα ματόφυλλά μου.
***
Ανακάθομαι στον καναπέ και επικεντρώνω το βλέμμα μου στον σκουρόχρωμα τοίχο απέναντι. Τα δάκρυα έχουν σβήσει και ο πόνος μέσα μου σιγά σιγά υποχωρεί. Πρέπει να φανώ αισιόδοξος, πρέπει να πιστέψω… για εκείνη. Ξεφυσάω και κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στη χούφτα μου αποτρέποντας το μυαλό μου να επαναλάβει τις άσχημες σκέψεις.
«Γιέ μου…» λέει ο πατέρας μου τοποθετώντας το χέρι του στον ώμο μου. «Είσαι καλά;». Κουνάω το κεφάλι αρνητικά, παραλείποντας να σχολιάσω τον χαρακτηρισμό του.
«Μήπως να φωνάξω τον αδερφ…»
«Μη τυχόν και τον ξανά αποκαλέσεις έτσι» λέω διακόπτοντας τον. «Ο Γκρέισον δεν είναι τίποτα για μένα. Τίποτα. Κατανοητό;».
Γνέφει μια φορά και σηκώνεται όρθιος. Τα μάτια του ανατρέχουν το πρόσωπό μου και ένα θλιμμένο χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη του.
«Θα φωνάξω τον Γκρέισον…» λέει με αποφασιστικότητα.
«Όχι» λέω στον ίδιο τόνο και σηκώνομαι απ’ τον καναπέ. «Μόλις πριν δύο μέρες ήταν εδώ, δεν χρειάζεται να επιστρέψει. Και στην τελική, δεν μου προσφέρει τίποτα άλλο παρά πόνο. Μου έκλεψε την Καρ…την Καρίνα».
«Θα τον πιέσω να μου πει που βρίσκονται» λέει και αμέσως τα μάτια μου καρφώνονται στα δικά του περιμένοντας κατά κάποιο τρόπο μια επιβεβαίωση.
«Έχεις προσπαθήσει ήδη και δεν έχεις καταφέρει τίποτα. Βάλαμε άνδρες να τον ακολουθήσουν και επέστρεψαν όλοι με σκυμμένο κεφάλι. Έχω στείλει άτομα να ψάξουν και ακόμη δεν έχουν βρει τίποτα. Στα αλήθεια περιμένεις πως μόλις ρωτήσεις τον Γκρέισον, εκείνος θα σου πει;».
Το πρόσωπό του καλύπτεται από ουδετερότητα. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Ο Γκρέισον δεν πρόκειται να αποκαλύψει τίποτα.
«Θα κάνω τα πάντα, αρκεί να γίνεις ξανά ο εαυτός σου» λέει και πριν προλάβω να απαντήσω, κάνει μεταβολή και βγαίνει απ’ το δωμάτιο.
Αναστενάζω και αφού κάθομαι στην καρέκλα μου, πατάω το κουμπί που καλεί την γραμματέα μου. Έπειτα από πέντε δευτερόλεπτα, ακούω ένα χτύπημα στην πόρτα.
«Περάστε» λέω και ρίχνω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι του καθίσματος.
«Με ζητήσατε;» λέει η Ράιλι.
«Φώναξε κάποιον να μαζέψει αυτό το χάλι. Θα βρίσκομαι στο σαλονάκι ώσπου να φτιαχτεί ο χώρος. Τώρα πήγαινε».
Γνέφει και κάνει αυτό που της είπα. Σηκώνομαι όρθιος και αφού ρίχνω μια ματιά έξω απ’ το σπασμένο παράθυρο, πηγαίνω στο μικρό σαλόνι που βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο. Μπαίνω μέσα και βηματίζω για λίγη ώρα, ώσπου τελικά σωριάζομαι στον καναπέ.
Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και σφραγίζω τα ματόφυλλά μου. «Καρίνα» ψιθυρίζω, λες και με το να πω το όνομά της θα εμφανιστεί μπροστά μου.
«Νομίζω πως η Καρίνα δεν θα επιστρέψει» ακούω μια φωνή δίπλα μου. Κλείνω τις γροθιές μου και πετάγομαι πάνω.
«Ποιος σου έδωσε την άδεια να μπεις;» λέω οργισμένα στη Σύνθια που στέκεται μπροστά μου ανάλαφρη, με τα χέρια ακουμπισμένα στη μέση.
«Δεν ήξερα ότι χρειάζεται και άδεια για να μπω στο χώρο που δουλεύω» μου αποκρίνεται με πρωτοφανή ηρεμία. Για ακόμη μια φορά τολμά να μου αντιμιλήσει.
«Πέρασε έξω αλλιώς…»
«Αρχίσαμε πάλι τις απειλές, Τριστάνο;» λέει και κάνει δύο βήματα προς το μέρος μου. Τυλίγει τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό μου και μου χαμογελάει πονηρά. «Δεν νομίζεις πως έφτασε η ώρα να καταλάβεις ότι δεν είσαι το αφεντικό μου; Είμαι Θεά Ηγέτης. Ακόμη κι εσύ ως συνοδοιπόρος μου θα έπρεπε να με σέβεσαι».
Καγχάζω και απομακρύνω τα παγωμένα χέρια της από πάνω μου. Ετοιμάζομαι να της απαντήσω, αλλά με προλαβαίνει.
«Τι έγινε; Τα χέρια μου δεν είναι σαν τα δικά της; Το άγγιγμά μου δεν κάνει την καρδούλα σου να σκιρτήσει; Ω, θα έπρεπε να το απολαμβάνεις. Είμαι σίγουρη ότι εκείνη καλοπερνάει με τον αδερφό σου, ιδίως τα βράδια… ποιος ξέρει τι κάνουν εκεί που βρίσκονται ολομόναχοι».
Η καρδιά μου σταματά, το αίμα μου παγώνει στα λόγια της. Η εικόνα του Γκρέισον και της Καρίνα σχηματίζεται σιγά σιγά στο μυαλό μου.
«Έτσι μπράβο, πρέπει πια να καταλάβεις ότι η Καρίνα σε παράτησε, αρραβωνιάστηκε τον αδερφό σου. Σύντομα απ’ ότι άκουσα θα παντρευτούν. Πάψε να ελπίζεις».
Μόλις καταφέρνω να ξυπνήσω απ’ τον ανόητο λήθαργο που μου έχει προκαλέσει, την αρπάζω απ’ τους καρπούς και την κολλάω πάνω μου. Σκύβω και της ψιθυρίζω στο αυτί: «Νομίζω πως εκείνος που θα έπρεπε να σταματήσει να ελπίζει, είσαι εσύ. Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα αναμεσά μας και ξέρεις γιατί; Γιατί σε μισώ, σε απεχθάνομαι, είσαι ότι χειρότερο υπάρχει στη ζωή μου. Αν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία, θα σε σκοτώσω. Ακούς; Θα σε σκοτώσω.»
Την σπρώχνω τόσο δυνατά, που το σώμα της πέφτει πάνω στον τοίχο. Αμέσως το πρόσωπό της συσπάτε απ’ τον πόνο. Την πλησιάζω αργά και έπειτα την πιάνω απ’ το πιγούνι, αναγκάζοντάς την να με κοιτάξει στα μάτια. Είναι τόσο τρομοκρατημένη, το σώμα της τρέμει.
«Ζήτα συγγνώμη» λέω.
«Ποτέ ξανά» λέει σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις.
«Πολύ καλά λοιπόν». Την πιάνω απ’ τη μπλούζα και την σέρνω ως την πόρτα. Παλεύει να απελευθερωθεί, αλλά μάταια. «Λοιπόν» λέω τοποθετώντας την παλάμη μου στο χερούλι. «ή ζητάς συγγνώμη, ή όλοι εκείνοι που υποτίθεται πως σε σέβονται, θα γίνουν μάρτυρες της σκηνής. Όλα τα μέλη του στοιχείου μας θα μάθουν πόσο άθλια είναι η Θεά Ηγέτης τους».
Παρατηρώ τα ψυχρά, γαλάζια μάτια της να γυαλίζουν απ’ τα δάκρυα. Σκύβει το κεφάλι και λέει: «Συγγνώμη, αφέντη».
***
Όλη νύχτα κατέστρωνα το σχέδιο απόδρασής μου. Καθόμουν με τις ώρες στο καθιστικό κοιτάζοντας έξω και μελετώντας σιωπηλά το τοπίο, προσπαθώντας για μια τελευταία φορά να καταλάβω που βρισκόμουν. Έβλεπα τα κλαδιά των γυμνών δέντρων να κουνιούνται, άλλοτε σιγά σιγά και άλλοτε γρηγορότερα, ανάλογα με τον αέρα. Κοίταζα συνεχώς τον ορίζονται και επιχειρούσα να μαντέψω τι βρίσκεται πίσω από εκείνα τα βουνά. Το βλέμμα μου πηγαινοερχόταν ανάμεσα στο παράθυρο και το ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, περιμένοντας να περάσει ώρα για να κοιμηθεί ο Γκρέισον.
Στις πέντε ακριβώς, σηκώθηκα απ’ το καθιστικό και αφού πήρα τη μικρή τσάντα που είχα ετοιμάσει, άρχισα να κατεβαίνω ελαφροπατώντας τα σκαλοπάτια. Κράτησα την ανάσα μου προσπαθώντας να κάνω όσο το δυνατόν λιγότερο ήχο. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να ξυπνήσει η Γκρέισον. Στη συνέχεια, έτρεξα ως την μικρή αποθήκη και έβγαλα τα κλειδιά απ’ την κρυψώνα τους, κάτω από μια πελώρια κούτα γεμάτη τρόφιμα. Ευτυχώς, όταν ήταν εδώ η μητέρα μου, κατάφερα να μάθω που βρισκόταν το κλειδί που οδηγούσε στην ελευθερία μου. Ρίχνοντας ματιές τριγύρω για να βεβαιωθώ πως δεν κρυβόταν πουθενά ο Γκρέισον, έτρεξα γραμμή ως την πόρτα. Με χέρια τρεμάμενα απ’ την αγωνία, έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και έφυγα τρέχοντας προς έναν άγνωστο προορισμό. Το μόνο που ήθελα, ήταν να βρω τον Τριστάνο.
Τώρα, περπατάω μέσα στο δάσος, τουρτουρίζοντας απ’ το πρωινό κρύο που με περιβάλλει. Κρατάω σφιχτά μέσα στο χέρι μου τα κλειδιά και κουνάω τα πόδια μου που έχουν μουδιάσει. Τα πουλιά γύρω μου κελαηδούν, με έναν εξοργιστικά μελωδικό τρόπο. Τα μάτια μου κλείνουν μόνα τους, καθώς η κούραση και η έλλειψη ύπνου έχουν αρχίσει να με καταβάλουν. Είμαι σίγουρη πως από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσω.
«Που βρίσκομαι;» λέω, τόσο σιγανά που ίσα που μ’ ακούω. Έχω καταφέρει να βγω από εκείνη την απαίσια “φυλακή” και όμως νιώθω ότι είμαι ακόμη εγκλωβισμένη. Μακάρι να τελείωναν κάπου όλα αυτά τα δέντρα και να εμφανιζόταν επιτέλους ο δρόμος. Πρέπει επειγόντος να βρω τη διέξοδο αυτού του λαβύρινθου. Πρέπει.
«Βοήθεια!» φωνάζω με όση δύναμη μπορώ να διαθέσω και σέρνω τα πόδια μου ως ένα μεγάλο κορμό δέντρου. Ακουμπάω πάνω του και παίρνω μερικές βαθιές ανάσες στην προσπάθεια μου να αμβλύνω την κούραση.
Είμαι έτοιμη να παραδοθώ στον ύπνο, όταν τον ακούω. Ακούω τη φωνή του Γκρέισον να φωνάζει το όνομά μου. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά δυνατά. Πριν το καταλάβω, έχω αρχίσει να τρέχω. Δεν ξέρω από πού αντλώ αυτή τη δύναμη, ωστόσο καταφέρνω επιτυχώς να μείνω σταθερή και να ωθήσω το σώμα μου.
Ακούω ξανά τη φωνή του Γκρέισον και δεν ξέρω αν είναι η φαντασία μου, αλλά τώρα μου μοιάζει εξαγριωμένη, λες και κατάλαβε ότι προσπαθώ να του ξεφύγω. Σκοντάφτω πάνω σε χόρτα και πέτρες, ωστόσο καταφέρνω να παραμείνω όρθια, πασχίζοντας να ανασάνω. Οι μυς των ποδιών μου τσιρίζουν απ’ τον πόνο, ενώ το κεφάλι μου δεν λέει να σταματήσει να στριφογυρίζει.
Θα τα παρατήσω. Δεν αντέχω άλλο. Μειώνω ταχύτητα ώσπου τελικά σταματάω να κινούμε. Πέφτω στα τέσσερα και βαριανασαίνω. Οι χτύποι της καρδιάς μου ακούγονται απίστευτα δυνατά, είναι σαν σφυριές μέσα στα αυτιά μου. Κλείνω σιγά σιγά τα βλέφαρά μου.
«Κα…Καρίνα;» ακούω ξαφνικά, ωστόσο δεν καταφέρνω να ανοίξω τα μάτια μου. Μπορώ μόνο να καταλάβω ότι αυτή η φωνή μου είναι παντελώς άγνωστη.
«Τρέξτε! Τη βρήκα!», είναι το μόνο πράγμα που ακούω, πριν βυθιστώ σε έναν ύπνο δίχως όνειρα.
***
Κάθομαι στο γραφείο μου, στριφογυρίζοντας νωχελικά ένα μολύβι στα δάκτυλά μου, όταν ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα. Δεν προλαβαίνω να απαντήσω, κάποιος μπουκάρει μέσα.
«Που είναι η Καρίνα;» φωνάζει ο Γκρέισον και με μεγάλες δρασκελιές έρχεται προς το μέρος μου και με τραβάει απ’ το γιακά.
«Τι είναι αυτά που λες;» ρωτάω σπρώχνοντας το χέρια του από πάνω μου. Το βλέμμα του κρύβει μοχθηρία, καθώς με κοιτάει ευθεία μέσα στα μάτια.
«Η Καρίνα το έσκασε» λέει και με μια γρήγορη κίνηση με κολλάει στον τοίχο.
Δεν μπορώ να αντιδράσω, στο μυαλό μου κυριαρχεί η σκέψη της. Η Καρίνα το έσκασε. Η Καρίνα δεν αγαπάει τον Γκρέισον, ήθελε να είναι μαζί μου. Έφυγε από εκεί για να με βρει. Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται τα χείλη μου, ωστόσο σβήνει αμέσως, αφού ο Γκρέισον έχει σηκώσει του γροθιά του έτοιμος να με χτυπήσει στο πρόσωπο.
«Κατέβασε το χέρι σου. Δεν έχεις το δικαίωμα ούτε να με ακουμπάς. Είμαι ο Θεός Ηγέτης σου» λέω με ήρεμη φωνή, πράγμα που μάλλον τον εξοργίζει ακόμα περισσότερο.
«Που είναι η Καρίνα;» επαναλαμβάνει. Το μάτια του πετούν σπίθες, έχουν καταληφθεί από οργή.
«Λυπάμαι, κύριε Αζόρ, αλλά δεν γνωρίζω που βρίσκεται η αρραβωνιαστικιά σας. Τώρα θα σας παρακαλέσω να φύγετε από εδώ».
Η γροθιά του Γκρέισον βρίσκει το μάτι μου. «Μη με κοροϊδεύεις εμένα, αδερφέ!» λέει οργισμένα μέσα στο αυτί μου και μετακινεί το χέρι του προς το στομάχι μου. Ετοιμάζεται να με χτυπήσει ξανά, ωστόσο αυτή τη φορά τον εμποδίζω. Αρπάζω το χέρι του και τον σπρώχνω μακριά μου. Παραπατάει, αλλά δεν πτοείτε. Τρέχει προς το μέρος μου και επιχειρεί να με ρίξει κάτω.
«Σταμάτα επιτέλους!» φωνάζω και τον χτυπάω με δύναμη στο στομάχι. Διπλώνεται στα δύο και βήχει. «Σου είπα, δεν ξέρω που είναι η Καρίνα».
Ο Γκρέισον καρφώνει τα μάτια του στα δικά μου. Τώρα μοιάζει περισσότερο ανήσυχος παρά οργισμένος.
«Η Καρίνα δεν είναι καλά, αδερφέ. Έχει κλειστεί στον εαυτό της, έχει γίνει καταθλιπτική. Μόλις επέστρεψα χθες έμαθα ότι είχε να φάει δύο μέρες, αν δεν ήμουν εγώ θα είχε χάσει τις δυνάμεις της. Σε παρακαλώ, αν ξέρεις που βρίσκεται…πες μου». Ο πόνος στη φωνή του είναι απόδειξη της ειλικρίνειάς του. Η Καρίνα δεν είναι καλά. Ένας οξύς πόνος διαπερνά το στομάχι μου και μόνο στην σκέψη ότι η Καρίνα βρίσκεται σε κίνδυνο.
«Γκρέισον, σου λέω αλήθεια, δεν γνωρίζω που βρίσκεται η Καρίνα». Ο Γκρέισον νεύει και κάνει μεταβολή έτοιμος να φύγει.
«Περίμενε» λέω και τον πλησιάζω, «αν τη βρεις, ενημέρωσέ με». Με κοιτάζει για λίγο και έπειτα κουνάει το κεφάλι θετικά.
Μένω μόνος μέσα στο δωμάτιο, νιώθοντας ένα παράξενο αίσθημα φόβου να σιγοκαίει μέσα μου. Δίχως χρόνο για χάσιμο, καλώ το γραμματέα μου. Η Καρίνα το έσκασε, τώρα είναι η ευκαιρία να τη βρω.
«Με ζητήσατε;» λέει η Ράιλι μόλις μπαίνει μέσα.
«Η Καρίνα το έσκασε» λέω. Τα μάτια της ανοίγουν στιγμιαία από κατάπληξη. «Ενημέρωσε τους απεσταλμένους μας να ψάξουν. Πρέπει να τη βρούμε».
«Μάλιστ…» πάει να πει, όταν κάποιος ανοίγει την πόρτα.
Γυρίζουμε και οι δύο έκπληκτοι, για να δούμε έναν ψιλό άντρα να στέκεται στο κατώφλι. Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιγμένα, βαριανασαίνει.
«Κύριε» λέει, «βρήκαμε την Καρίνα!».
«Τη…τη…βρήκατε;» τραυλίζω, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσω ότι η αναζήτηση δύο χρόνων επιτέλους απέφερε καρπούς.
Η Ράιλι με κοιτάζει, τα μάτια της είναι σκοτεινά. Ο άντρας μπροστά μου γνέφει. Η καρδιά μου αυξάνει ρυθμούς, αισθάνομαι ένα παράξενο ρίγος να διαπερνά όλο μου το σώμα.
«Που είναι;» ρωτάω με τρεμάμενη φωνή απ’ την αγωνία.
«Όταν την βρήκαμε ήταν μισολιπόθυμη, οπότε την πήγαμε κατευθείαν στο ιατρείο».
«Μισολιπόθυμη» μονολογώ, ενώ στο μυαλό μου επανέρχονται τα λόγια του Γκρέισον. Έχει κλειστεί στον εαυτό της, έχει γίνει καταθλιπτική. Μόλις επέστρεψα χθες έμαθα ότι είχε να φάει δύο μέρες.
«Πήγαινέ με σε εκείνη».
***
Ξυπνάω μέσα σε ένα λευκό δωμάτιο. Μολονότι ο πόνος έχει περάσει, τώρα αισθάνομαι όλο μου το σώμα μουδιασμένο και βαρύ. Ανοιγοκλείνω μερικές φορές τα ματόφυλλά μου και επικεντρώνω το βλέμμα μου στο χερούλι της πόρτας που λυγίζει, κάποιος πάει να μπει. Δεν ξέρω που βρίσκομαι και ο φόβος του ότι ο Γκρέισον με βρήκε με κάνει να τρέμω. Αν απέτυχα να διαφύγω τώρα, δεν πρόκειται να φύγω ποτέ από εκείνο το ανατριχιαστικό δάσος.
Τραβάω το πάπλωμα προς τα πάνω και κλείνω τα μάτια μου προσποιούμενη ότι κοιμάμαι. Ακούω βήματα, κάποιος πλησιάζει αργά. Δεν ξέρω γιατί η καρδιά μου χτυπά τόσο δυνατά ή γιατί το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος, το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν φοβάμαι πια, λες και το άτομο που μόλις μπήκε μου προσφέρει μια αύρα καθησυχασμού.
Μπορώ να ακούσω τη ανάσα του, είναι κοφτή, γρήγορη, γεμάτη αγωνία και προσμονή. Τα βήματα σταματούν δίπλα μου, μαζί τους και η καρδιά μου. Κρατάω με δυσκολία τα μάτια μου κλειστά.
«Καρίνα…πόσο μου έλειψες» ακούω. Είναι… είναι ο… όχι δεν μπορεί να είναι εκείνος… μάλλον βλέπω όνειρο…
«Τριστάνο…;» ψελλίζω και ανοίγω τα βλέφαρά μου. Ένας χείμαρρος συναισθημάτων ξεχύνεται μέσα μου. Στέκεται δίπλα μου. Είναι εδώ. Είναι αληθινός. Η καρδιά μου σφυροκοπάει ανεξέλεγκτα μέσα στο στήθος μου. Τα χείλη του είναι μισάνοιχτα, τα μάτια του βουρκωμένα, το σώμα του παγωμένο.
Αφήνω ένα επιφώνημα και αυτόματα τα χέρια μου καλύπτουν το στόμα μου. Σηκώνομαι βιαστικά απ’ το κρεβάτι και πριν το καταλάβω έχω πέσει πάνω του. Τυλίγω τα χέρια μου σφικτά γύρω του και εκείνος με τραβάει πάνω του τόσο δυνατά που σχεδόν με πνίγει, αλλά δεν με νοιάζει. Είναι εδώ!
«Δεν το πιστεύω, είσαι εδώ, είσαι αληθινός!» λέω και στο στομάχι μου φτερουγίζουν χιλιάδες πεταλούδες.
«Καρίνα, αγάπη μου, ψυχή μου, ζωή μου…μου έλειψες τόσο πολύ, νόμιζα θα πεθάνω μακριά σου» λέει με φωνή γεμάτη συναίσθημα. Τα μάτια μου πλημμυρίζουν με δάκρυα ευτυχίας.
Ο Τριστάνο παίρνει το πρόσωπό μου στη χούφτα του και αφού σκουπίζει τα δάκρυα που γλίστρησαν απ’ τα μάτια μου, φέρνει τα χείλη του στα δικά μου. Με φιλάει. Με φιλάει στα αλήθεια. Νομίζω θα πεθάνω. Το φιλί του είναι τόσο παθιασμένο, τόσο αισθησιακό, δεν θέλω να τελειώσει.
«Μη φύγεις ποτέ ξανά, ποτέ!» λέει και ακουμπάει το μέτωπό του στο δικό μου.
«Τριστάνο, σ’ αγαπώ».
«Κι εγώ σ’ αγαπώ».
Με σηκώνει όρθια και εγώ τυλίγω τα πόδια μου γύρω απ’ τη μέση του. Φιλιόμαστε ξανά. Με κολλάει στον τοίχο, ενώ τα χέρια του εξερευνούν το κορμί μου. Κλειδώνει την πόρτα και με ξαπλώνει πάνω στο κρεβάτι.
«Είσαι πανέμορφη, δεν μπορώ να αντισταθώ» ψιθυρίζει στο αυτί μου. Η φωνή του είναι διαφορετική από αυτή που έχω συνηθίσει, αλλά δεν δίνω σημασία. Αφήνομαι στα χέρια του.
Δέσποινα Χρ.
«Έπρεπε να φύγουμε…» λέει με σιγανή φωνή, λες και μιλάει στον εαυτό της παρά σε μένα. Αναστενάζω παρατεταμένα και βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου όντας παντελώς μπερδεμένη.
«Δεν καταλαβαίνω».
«Καρίνα…έχασες, ο Τριστάνο νίκησε… δεν μπορείτε να είστε μαζί πια. Αν παραμείνεις εκεί, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να καταστρέψεις τον ίδιο, καθώς και ολόκληρο το στοιχείο μας».
Ένα δάκρυ καταφέρνει να γλιστρήσει απ’ το μάτι μου. Αισθάνομαι έναν ατέρμονο πόνο βαθιά μέσα μου, που προκαλεί μια παράξενη ρίγη σε όλο μου το σώμα. Παρά τα όσα λέει η Οριάνα, εγώ δεν πρόκειται να μείνω μακριά απ’ τον Τριστάνο.
«Σε παρακαλώ, Οριάνα…σε ικετεύω άσε με τουλάχιστον να τον αποχαιρετίσω. Ας γυρίσουμε πίσω για να τον δω έστω και για μια τελευταία φορά πριν φύγω».
Τα γεμάτα συμπόνια μάτια της καρφώνονται πάνω στα δικά μου. Παρατηρώ το χέρι της να σφίγγεται και τα φρύδια της να σμίγουν. Προσπαθεί να πάρει μια απόφαση. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, αποστρέφει το βλέμμα της και κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Λυπάμαι» λέει.
Η απάντηση της με εξοργίζει. Νιώθω το θυμό να συσσωρεύεται μέσα μου και σε αντίθεση με τον Τριστάνο, εγώ τον αφήνω να ξεσπάσει.
«Σε μισώ! Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, δεν έχεις το δικαίωμα! Πρέπει να γυρίσω πίσω, πρέπει να τον δω, δεν καταλαβαίνεις;!» ουρλιάζω με όλη μου τη δύναμη χτυπώντας συνάμα τα χέρια μου στο κάθισμα. Το σώμα μου τραντάζεται απ’ το κλάμα και τα χτυπήματα.
Η Οριάνα τυλίγει το χέρι της γύρω μου και με τραβάει πάνω της, ψιθυρίζοντας μου γλυκόλογα και φράσεις του τύπου ‘όλα θα πάνε καλά’, λες και θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω κάποια που με πρόδωσε. Την σπρώχνω μακριά και ξεσπάω σε αναφιλητά. Κλοτσάω το κάθισμα μπροστά μου και αρχίζω να φωνάζω: «Σταμάτα το αυτοκίνητο! Σταμάτα, θα σας σκοτώσω και τους δύο! Σταμάτα!»
Δεν σταματάω, έως ότου η φωνή μου έχει κλείσει εντελώς και το πόδι μου δεν μπορεί να κουνηθεί άλλο απ’ τον πόνο. «Σταμάτα» ψιθυρίζω αποκαρδιωμένη και γέρνω το κεφάλι μου στο παράθυρο. Παρακολουθώ τον πλέον απογευματινό ουρανό και σφραγίζω τα ματόφυλλά μου.
***
Ανακάθομαι στον καναπέ και επικεντρώνω το βλέμμα μου στον σκουρόχρωμα τοίχο απέναντι. Τα δάκρυα έχουν σβήσει και ο πόνος μέσα μου σιγά σιγά υποχωρεί. Πρέπει να φανώ αισιόδοξος, πρέπει να πιστέψω… για εκείνη. Ξεφυσάω και κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στη χούφτα μου αποτρέποντας το μυαλό μου να επαναλάβει τις άσχημες σκέψεις.
«Γιέ μου…» λέει ο πατέρας μου τοποθετώντας το χέρι του στον ώμο μου. «Είσαι καλά;». Κουνάω το κεφάλι αρνητικά, παραλείποντας να σχολιάσω τον χαρακτηρισμό του.
«Μήπως να φωνάξω τον αδερφ…»
«Μη τυχόν και τον ξανά αποκαλέσεις έτσι» λέω διακόπτοντας τον. «Ο Γκρέισον δεν είναι τίποτα για μένα. Τίποτα. Κατανοητό;».
Γνέφει μια φορά και σηκώνεται όρθιος. Τα μάτια του ανατρέχουν το πρόσωπό μου και ένα θλιμμένο χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη του.
«Θα φωνάξω τον Γκρέισον…» λέει με αποφασιστικότητα.
«Όχι» λέω στον ίδιο τόνο και σηκώνομαι απ’ τον καναπέ. «Μόλις πριν δύο μέρες ήταν εδώ, δεν χρειάζεται να επιστρέψει. Και στην τελική, δεν μου προσφέρει τίποτα άλλο παρά πόνο. Μου έκλεψε την Καρ…την Καρίνα».
«Θα τον πιέσω να μου πει που βρίσκονται» λέει και αμέσως τα μάτια μου καρφώνονται στα δικά του περιμένοντας κατά κάποιο τρόπο μια επιβεβαίωση.
«Έχεις προσπαθήσει ήδη και δεν έχεις καταφέρει τίποτα. Βάλαμε άνδρες να τον ακολουθήσουν και επέστρεψαν όλοι με σκυμμένο κεφάλι. Έχω στείλει άτομα να ψάξουν και ακόμη δεν έχουν βρει τίποτα. Στα αλήθεια περιμένεις πως μόλις ρωτήσεις τον Γκρέισον, εκείνος θα σου πει;».
Το πρόσωπό του καλύπτεται από ουδετερότητα. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Ο Γκρέισον δεν πρόκειται να αποκαλύψει τίποτα.
«Θα κάνω τα πάντα, αρκεί να γίνεις ξανά ο εαυτός σου» λέει και πριν προλάβω να απαντήσω, κάνει μεταβολή και βγαίνει απ’ το δωμάτιο.
Αναστενάζω και αφού κάθομαι στην καρέκλα μου, πατάω το κουμπί που καλεί την γραμματέα μου. Έπειτα από πέντε δευτερόλεπτα, ακούω ένα χτύπημα στην πόρτα.
«Περάστε» λέω και ρίχνω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι του καθίσματος.
«Με ζητήσατε;» λέει η Ράιλι.
«Φώναξε κάποιον να μαζέψει αυτό το χάλι. Θα βρίσκομαι στο σαλονάκι ώσπου να φτιαχτεί ο χώρος. Τώρα πήγαινε».
Γνέφει και κάνει αυτό που της είπα. Σηκώνομαι όρθιος και αφού ρίχνω μια ματιά έξω απ’ το σπασμένο παράθυρο, πηγαίνω στο μικρό σαλόνι που βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο. Μπαίνω μέσα και βηματίζω για λίγη ώρα, ώσπου τελικά σωριάζομαι στον καναπέ.
Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και σφραγίζω τα ματόφυλλά μου. «Καρίνα» ψιθυρίζω, λες και με το να πω το όνομά της θα εμφανιστεί μπροστά μου.
«Νομίζω πως η Καρίνα δεν θα επιστρέψει» ακούω μια φωνή δίπλα μου. Κλείνω τις γροθιές μου και πετάγομαι πάνω.
«Ποιος σου έδωσε την άδεια να μπεις;» λέω οργισμένα στη Σύνθια που στέκεται μπροστά μου ανάλαφρη, με τα χέρια ακουμπισμένα στη μέση.
«Δεν ήξερα ότι χρειάζεται και άδεια για να μπω στο χώρο που δουλεύω» μου αποκρίνεται με πρωτοφανή ηρεμία. Για ακόμη μια φορά τολμά να μου αντιμιλήσει.
«Πέρασε έξω αλλιώς…»
«Αρχίσαμε πάλι τις απειλές, Τριστάνο;» λέει και κάνει δύο βήματα προς το μέρος μου. Τυλίγει τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό μου και μου χαμογελάει πονηρά. «Δεν νομίζεις πως έφτασε η ώρα να καταλάβεις ότι δεν είσαι το αφεντικό μου; Είμαι Θεά Ηγέτης. Ακόμη κι εσύ ως συνοδοιπόρος μου θα έπρεπε να με σέβεσαι».
Καγχάζω και απομακρύνω τα παγωμένα χέρια της από πάνω μου. Ετοιμάζομαι να της απαντήσω, αλλά με προλαβαίνει.
«Τι έγινε; Τα χέρια μου δεν είναι σαν τα δικά της; Το άγγιγμά μου δεν κάνει την καρδούλα σου να σκιρτήσει; Ω, θα έπρεπε να το απολαμβάνεις. Είμαι σίγουρη ότι εκείνη καλοπερνάει με τον αδερφό σου, ιδίως τα βράδια… ποιος ξέρει τι κάνουν εκεί που βρίσκονται ολομόναχοι».
Η καρδιά μου σταματά, το αίμα μου παγώνει στα λόγια της. Η εικόνα του Γκρέισον και της Καρίνα σχηματίζεται σιγά σιγά στο μυαλό μου.
«Έτσι μπράβο, πρέπει πια να καταλάβεις ότι η Καρίνα σε παράτησε, αρραβωνιάστηκε τον αδερφό σου. Σύντομα απ’ ότι άκουσα θα παντρευτούν. Πάψε να ελπίζεις».
Μόλις καταφέρνω να ξυπνήσω απ’ τον ανόητο λήθαργο που μου έχει προκαλέσει, την αρπάζω απ’ τους καρπούς και την κολλάω πάνω μου. Σκύβω και της ψιθυρίζω στο αυτί: «Νομίζω πως εκείνος που θα έπρεπε να σταματήσει να ελπίζει, είσαι εσύ. Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα αναμεσά μας και ξέρεις γιατί; Γιατί σε μισώ, σε απεχθάνομαι, είσαι ότι χειρότερο υπάρχει στη ζωή μου. Αν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία, θα σε σκοτώσω. Ακούς; Θα σε σκοτώσω.»
Την σπρώχνω τόσο δυνατά, που το σώμα της πέφτει πάνω στον τοίχο. Αμέσως το πρόσωπό της συσπάτε απ’ τον πόνο. Την πλησιάζω αργά και έπειτα την πιάνω απ’ το πιγούνι, αναγκάζοντάς την να με κοιτάξει στα μάτια. Είναι τόσο τρομοκρατημένη, το σώμα της τρέμει.
«Ζήτα συγγνώμη» λέω.
«Ποτέ ξανά» λέει σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις.
«Πολύ καλά λοιπόν». Την πιάνω απ’ τη μπλούζα και την σέρνω ως την πόρτα. Παλεύει να απελευθερωθεί, αλλά μάταια. «Λοιπόν» λέω τοποθετώντας την παλάμη μου στο χερούλι. «ή ζητάς συγγνώμη, ή όλοι εκείνοι που υποτίθεται πως σε σέβονται, θα γίνουν μάρτυρες της σκηνής. Όλα τα μέλη του στοιχείου μας θα μάθουν πόσο άθλια είναι η Θεά Ηγέτης τους».
Παρατηρώ τα ψυχρά, γαλάζια μάτια της να γυαλίζουν απ’ τα δάκρυα. Σκύβει το κεφάλι και λέει: «Συγγνώμη, αφέντη».
***
Όλη νύχτα κατέστρωνα το σχέδιο απόδρασής μου. Καθόμουν με τις ώρες στο καθιστικό κοιτάζοντας έξω και μελετώντας σιωπηλά το τοπίο, προσπαθώντας για μια τελευταία φορά να καταλάβω που βρισκόμουν. Έβλεπα τα κλαδιά των γυμνών δέντρων να κουνιούνται, άλλοτε σιγά σιγά και άλλοτε γρηγορότερα, ανάλογα με τον αέρα. Κοίταζα συνεχώς τον ορίζονται και επιχειρούσα να μαντέψω τι βρίσκεται πίσω από εκείνα τα βουνά. Το βλέμμα μου πηγαινοερχόταν ανάμεσα στο παράθυρο και το ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, περιμένοντας να περάσει ώρα για να κοιμηθεί ο Γκρέισον.
Στις πέντε ακριβώς, σηκώθηκα απ’ το καθιστικό και αφού πήρα τη μικρή τσάντα που είχα ετοιμάσει, άρχισα να κατεβαίνω ελαφροπατώντας τα σκαλοπάτια. Κράτησα την ανάσα μου προσπαθώντας να κάνω όσο το δυνατόν λιγότερο ήχο. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να ξυπνήσει η Γκρέισον. Στη συνέχεια, έτρεξα ως την μικρή αποθήκη και έβγαλα τα κλειδιά απ’ την κρυψώνα τους, κάτω από μια πελώρια κούτα γεμάτη τρόφιμα. Ευτυχώς, όταν ήταν εδώ η μητέρα μου, κατάφερα να μάθω που βρισκόταν το κλειδί που οδηγούσε στην ελευθερία μου. Ρίχνοντας ματιές τριγύρω για να βεβαιωθώ πως δεν κρυβόταν πουθενά ο Γκρέισον, έτρεξα γραμμή ως την πόρτα. Με χέρια τρεμάμενα απ’ την αγωνία, έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και έφυγα τρέχοντας προς έναν άγνωστο προορισμό. Το μόνο που ήθελα, ήταν να βρω τον Τριστάνο.
Τώρα, περπατάω μέσα στο δάσος, τουρτουρίζοντας απ’ το πρωινό κρύο που με περιβάλλει. Κρατάω σφιχτά μέσα στο χέρι μου τα κλειδιά και κουνάω τα πόδια μου που έχουν μουδιάσει. Τα πουλιά γύρω μου κελαηδούν, με έναν εξοργιστικά μελωδικό τρόπο. Τα μάτια μου κλείνουν μόνα τους, καθώς η κούραση και η έλλειψη ύπνου έχουν αρχίσει να με καταβάλουν. Είμαι σίγουρη πως από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσω.
«Που βρίσκομαι;» λέω, τόσο σιγανά που ίσα που μ’ ακούω. Έχω καταφέρει να βγω από εκείνη την απαίσια “φυλακή” και όμως νιώθω ότι είμαι ακόμη εγκλωβισμένη. Μακάρι να τελείωναν κάπου όλα αυτά τα δέντρα και να εμφανιζόταν επιτέλους ο δρόμος. Πρέπει επειγόντος να βρω τη διέξοδο αυτού του λαβύρινθου. Πρέπει.
«Βοήθεια!» φωνάζω με όση δύναμη μπορώ να διαθέσω και σέρνω τα πόδια μου ως ένα μεγάλο κορμό δέντρου. Ακουμπάω πάνω του και παίρνω μερικές βαθιές ανάσες στην προσπάθεια μου να αμβλύνω την κούραση.
Είμαι έτοιμη να παραδοθώ στον ύπνο, όταν τον ακούω. Ακούω τη φωνή του Γκρέισον να φωνάζει το όνομά μου. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά δυνατά. Πριν το καταλάβω, έχω αρχίσει να τρέχω. Δεν ξέρω από πού αντλώ αυτή τη δύναμη, ωστόσο καταφέρνω επιτυχώς να μείνω σταθερή και να ωθήσω το σώμα μου.
Ακούω ξανά τη φωνή του Γκρέισον και δεν ξέρω αν είναι η φαντασία μου, αλλά τώρα μου μοιάζει εξαγριωμένη, λες και κατάλαβε ότι προσπαθώ να του ξεφύγω. Σκοντάφτω πάνω σε χόρτα και πέτρες, ωστόσο καταφέρνω να παραμείνω όρθια, πασχίζοντας να ανασάνω. Οι μυς των ποδιών μου τσιρίζουν απ’ τον πόνο, ενώ το κεφάλι μου δεν λέει να σταματήσει να στριφογυρίζει.
Θα τα παρατήσω. Δεν αντέχω άλλο. Μειώνω ταχύτητα ώσπου τελικά σταματάω να κινούμε. Πέφτω στα τέσσερα και βαριανασαίνω. Οι χτύποι της καρδιάς μου ακούγονται απίστευτα δυνατά, είναι σαν σφυριές μέσα στα αυτιά μου. Κλείνω σιγά σιγά τα βλέφαρά μου.
«Κα…Καρίνα;» ακούω ξαφνικά, ωστόσο δεν καταφέρνω να ανοίξω τα μάτια μου. Μπορώ μόνο να καταλάβω ότι αυτή η φωνή μου είναι παντελώς άγνωστη.
«Τρέξτε! Τη βρήκα!», είναι το μόνο πράγμα που ακούω, πριν βυθιστώ σε έναν ύπνο δίχως όνειρα.
***
Κάθομαι στο γραφείο μου, στριφογυρίζοντας νωχελικά ένα μολύβι στα δάκτυλά μου, όταν ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα. Δεν προλαβαίνω να απαντήσω, κάποιος μπουκάρει μέσα.
«Που είναι η Καρίνα;» φωνάζει ο Γκρέισον και με μεγάλες δρασκελιές έρχεται προς το μέρος μου και με τραβάει απ’ το γιακά.
«Τι είναι αυτά που λες;» ρωτάω σπρώχνοντας το χέρια του από πάνω μου. Το βλέμμα του κρύβει μοχθηρία, καθώς με κοιτάει ευθεία μέσα στα μάτια.
«Η Καρίνα το έσκασε» λέει και με μια γρήγορη κίνηση με κολλάει στον τοίχο.
Δεν μπορώ να αντιδράσω, στο μυαλό μου κυριαρχεί η σκέψη της. Η Καρίνα το έσκασε. Η Καρίνα δεν αγαπάει τον Γκρέισον, ήθελε να είναι μαζί μου. Έφυγε από εκεί για να με βρει. Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται τα χείλη μου, ωστόσο σβήνει αμέσως, αφού ο Γκρέισον έχει σηκώσει του γροθιά του έτοιμος να με χτυπήσει στο πρόσωπο.
«Κατέβασε το χέρι σου. Δεν έχεις το δικαίωμα ούτε να με ακουμπάς. Είμαι ο Θεός Ηγέτης σου» λέω με ήρεμη φωνή, πράγμα που μάλλον τον εξοργίζει ακόμα περισσότερο.
«Που είναι η Καρίνα;» επαναλαμβάνει. Το μάτια του πετούν σπίθες, έχουν καταληφθεί από οργή.
«Λυπάμαι, κύριε Αζόρ, αλλά δεν γνωρίζω που βρίσκεται η αρραβωνιαστικιά σας. Τώρα θα σας παρακαλέσω να φύγετε από εδώ».
Η γροθιά του Γκρέισον βρίσκει το μάτι μου. «Μη με κοροϊδεύεις εμένα, αδερφέ!» λέει οργισμένα μέσα στο αυτί μου και μετακινεί το χέρι του προς το στομάχι μου. Ετοιμάζεται να με χτυπήσει ξανά, ωστόσο αυτή τη φορά τον εμποδίζω. Αρπάζω το χέρι του και τον σπρώχνω μακριά μου. Παραπατάει, αλλά δεν πτοείτε. Τρέχει προς το μέρος μου και επιχειρεί να με ρίξει κάτω.
«Σταμάτα επιτέλους!» φωνάζω και τον χτυπάω με δύναμη στο στομάχι. Διπλώνεται στα δύο και βήχει. «Σου είπα, δεν ξέρω που είναι η Καρίνα».
Ο Γκρέισον καρφώνει τα μάτια του στα δικά μου. Τώρα μοιάζει περισσότερο ανήσυχος παρά οργισμένος.
«Η Καρίνα δεν είναι καλά, αδερφέ. Έχει κλειστεί στον εαυτό της, έχει γίνει καταθλιπτική. Μόλις επέστρεψα χθες έμαθα ότι είχε να φάει δύο μέρες, αν δεν ήμουν εγώ θα είχε χάσει τις δυνάμεις της. Σε παρακαλώ, αν ξέρεις που βρίσκεται…πες μου». Ο πόνος στη φωνή του είναι απόδειξη της ειλικρίνειάς του. Η Καρίνα δεν είναι καλά. Ένας οξύς πόνος διαπερνά το στομάχι μου και μόνο στην σκέψη ότι η Καρίνα βρίσκεται σε κίνδυνο.
«Γκρέισον, σου λέω αλήθεια, δεν γνωρίζω που βρίσκεται η Καρίνα». Ο Γκρέισον νεύει και κάνει μεταβολή έτοιμος να φύγει.
«Περίμενε» λέω και τον πλησιάζω, «αν τη βρεις, ενημέρωσέ με». Με κοιτάζει για λίγο και έπειτα κουνάει το κεφάλι θετικά.
Μένω μόνος μέσα στο δωμάτιο, νιώθοντας ένα παράξενο αίσθημα φόβου να σιγοκαίει μέσα μου. Δίχως χρόνο για χάσιμο, καλώ το γραμματέα μου. Η Καρίνα το έσκασε, τώρα είναι η ευκαιρία να τη βρω.
«Με ζητήσατε;» λέει η Ράιλι μόλις μπαίνει μέσα.
«Η Καρίνα το έσκασε» λέω. Τα μάτια της ανοίγουν στιγμιαία από κατάπληξη. «Ενημέρωσε τους απεσταλμένους μας να ψάξουν. Πρέπει να τη βρούμε».
«Μάλιστ…» πάει να πει, όταν κάποιος ανοίγει την πόρτα.
Γυρίζουμε και οι δύο έκπληκτοι, για να δούμε έναν ψιλό άντρα να στέκεται στο κατώφλι. Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιγμένα, βαριανασαίνει.
«Κύριε» λέει, «βρήκαμε την Καρίνα!».
«Τη…τη…βρήκατε;» τραυλίζω, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσω ότι η αναζήτηση δύο χρόνων επιτέλους απέφερε καρπούς.
Η Ράιλι με κοιτάζει, τα μάτια της είναι σκοτεινά. Ο άντρας μπροστά μου γνέφει. Η καρδιά μου αυξάνει ρυθμούς, αισθάνομαι ένα παράξενο ρίγος να διαπερνά όλο μου το σώμα.
«Που είναι;» ρωτάω με τρεμάμενη φωνή απ’ την αγωνία.
«Όταν την βρήκαμε ήταν μισολιπόθυμη, οπότε την πήγαμε κατευθείαν στο ιατρείο».
«Μισολιπόθυμη» μονολογώ, ενώ στο μυαλό μου επανέρχονται τα λόγια του Γκρέισον. Έχει κλειστεί στον εαυτό της, έχει γίνει καταθλιπτική. Μόλις επέστρεψα χθες έμαθα ότι είχε να φάει δύο μέρες.
«Πήγαινέ με σε εκείνη».
***
Ξυπνάω μέσα σε ένα λευκό δωμάτιο. Μολονότι ο πόνος έχει περάσει, τώρα αισθάνομαι όλο μου το σώμα μουδιασμένο και βαρύ. Ανοιγοκλείνω μερικές φορές τα ματόφυλλά μου και επικεντρώνω το βλέμμα μου στο χερούλι της πόρτας που λυγίζει, κάποιος πάει να μπει. Δεν ξέρω που βρίσκομαι και ο φόβος του ότι ο Γκρέισον με βρήκε με κάνει να τρέμω. Αν απέτυχα να διαφύγω τώρα, δεν πρόκειται να φύγω ποτέ από εκείνο το ανατριχιαστικό δάσος.
Τραβάω το πάπλωμα προς τα πάνω και κλείνω τα μάτια μου προσποιούμενη ότι κοιμάμαι. Ακούω βήματα, κάποιος πλησιάζει αργά. Δεν ξέρω γιατί η καρδιά μου χτυπά τόσο δυνατά ή γιατί το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος, το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν φοβάμαι πια, λες και το άτομο που μόλις μπήκε μου προσφέρει μια αύρα καθησυχασμού.
Μπορώ να ακούσω τη ανάσα του, είναι κοφτή, γρήγορη, γεμάτη αγωνία και προσμονή. Τα βήματα σταματούν δίπλα μου, μαζί τους και η καρδιά μου. Κρατάω με δυσκολία τα μάτια μου κλειστά.
«Καρίνα…πόσο μου έλειψες» ακούω. Είναι… είναι ο… όχι δεν μπορεί να είναι εκείνος… μάλλον βλέπω όνειρο…
«Τριστάνο…;» ψελλίζω και ανοίγω τα βλέφαρά μου. Ένας χείμαρρος συναισθημάτων ξεχύνεται μέσα μου. Στέκεται δίπλα μου. Είναι εδώ. Είναι αληθινός. Η καρδιά μου σφυροκοπάει ανεξέλεγκτα μέσα στο στήθος μου. Τα χείλη του είναι μισάνοιχτα, τα μάτια του βουρκωμένα, το σώμα του παγωμένο.
Αφήνω ένα επιφώνημα και αυτόματα τα χέρια μου καλύπτουν το στόμα μου. Σηκώνομαι βιαστικά απ’ το κρεβάτι και πριν το καταλάβω έχω πέσει πάνω του. Τυλίγω τα χέρια μου σφικτά γύρω του και εκείνος με τραβάει πάνω του τόσο δυνατά που σχεδόν με πνίγει, αλλά δεν με νοιάζει. Είναι εδώ!
«Δεν το πιστεύω, είσαι εδώ, είσαι αληθινός!» λέω και στο στομάχι μου φτερουγίζουν χιλιάδες πεταλούδες.
«Καρίνα, αγάπη μου, ψυχή μου, ζωή μου…μου έλειψες τόσο πολύ, νόμιζα θα πεθάνω μακριά σου» λέει με φωνή γεμάτη συναίσθημα. Τα μάτια μου πλημμυρίζουν με δάκρυα ευτυχίας.
Ο Τριστάνο παίρνει το πρόσωπό μου στη χούφτα του και αφού σκουπίζει τα δάκρυα που γλίστρησαν απ’ τα μάτια μου, φέρνει τα χείλη του στα δικά μου. Με φιλάει. Με φιλάει στα αλήθεια. Νομίζω θα πεθάνω. Το φιλί του είναι τόσο παθιασμένο, τόσο αισθησιακό, δεν θέλω να τελειώσει.
«Μη φύγεις ποτέ ξανά, ποτέ!» λέει και ακουμπάει το μέτωπό του στο δικό μου.
«Τριστάνο, σ’ αγαπώ».
«Κι εγώ σ’ αγαπώ».
Με σηκώνει όρθια και εγώ τυλίγω τα πόδια μου γύρω απ’ τη μέση του. Φιλιόμαστε ξανά. Με κολλάει στον τοίχο, ενώ τα χέρια του εξερευνούν το κορμί μου. Κλειδώνει την πόρτα και με ξαπλώνει πάνω στο κρεβάτι.
«Είσαι πανέμορφη, δεν μπορώ να αντισταθώ» ψιθυρίζει στο αυτί μου. Η φωνή του είναι διαφορετική από αυτή που έχω συνηθίσει, αλλά δεν δίνω σημασία. Αφήνομαι στα χέρια του.
Δέσποινα Χρ.