Το κορίτσι με τη μάσκα (Κεφάλαιο 7) [18+]

Πιστευω οτι δεν θα μπορουσα να νιωθω πιο ασχημα. Καθομουν στο δωματιο μου κ προσπαθουσα να μην κλαψω. Δεν επρεπε να ειχε γινει αυτο. Τετοιο ρεζιλικι. Κ επρεπε να μας δει ο Νικος σε αυτην την φαση; Απο την ωρα που μας επιασε στην τουαλετα δεν μου ειχε πει κουβεντα. Ουτε στην διαδρομη, ουτε οταν φτασαμε σπιτι. Το μονο που εκανε ειναι να περιμενει να μπω για να κλειδωσει την εξωπορτα. Μετα εφυγε φουριοζος κ κλειστηκε στο δωματιο του. Ενιωθα ακομα το θυμωμενο βλεμμα του πανω μου. Εφερνα στο μυαλο μου την σκηνη και κοκκινιζα απο ντροπη. Ενιωθα..βρωμικη.
Σηκωθηκα αποφασιστηκα και πηγα να κανω ενα μπανιο, για να διωξω αυτα τα περιεργα συναισθηματα απο πανω μου. Επρεπε να αδειασω κ την σκεψη μου συν τοις αλλοις. Εξαλλου ενα χαλαρωτικο ντουζ ηταν το καταλληλοτερο ηρεμιστικο πριν τον υπνο.
Την επόμενη μερα ξυπνησα με εναν δυνατο πονοκεφαλο να χαλαει την ηρεμια μου. Σηκωθηκα απο το κρεβατι τριβοντας παραλληλα τους κροταφους μου και κατευθυνθηκα στην κουζινα να φτιαξω πρωινο. Πριν ξεκινησω το οτιδηποτε ομως βαλθηκα να ψαχνω για καποιο παυσιπονο. Δεν ειχα καμια τυχη.
Εκει που ημουν χωμενη μεσα σε ενα ντουλαπι πεταχτηκα στο ακουσμα της.φωνης του θειου μου.
"Δεν ηξερα οτι εχουμε ποντικια." ειπε πειραχτικα κ η καρδια μου εκανε ενα μικρο πηδηματακι. Χαμογελασα.
"Καλημερα."ειπα σιγανα. Φοβομουν οτι αν μιλουσα δυνατοτερα θα μου εβαζε τις φωνες. "Εψαχνα για παυσιπονο, αλλα δεν βρηκα κατι."
Συνωφρυωθηκε.
"Πρεπει να εχω στο δωματιο μου. Περιμενε."
Δύο λεπτα αργότερα επινα το χαπακι που μου προσεφερε ο θειος μου. Είχε απλωθεί μια αμήχανη σιωπή στο δωμάτιο, πράγμα που με έκανε να νιώθω πολύ άβολα. Καλυτερα να μου εβαζε τις φωνες παρα αυτή η παρατεταμένη αμηχανία. Βαλθηκα να φτιάχνω πρωινό με ιδιαίτερη προσήλωση. Έπρεπε να αποφύγω πάση θυσία τα ματια του. Δεν μπορουσα να τον κοιταξω μετα τα χθεσινά.
«Θα φάω στο δωμάτιό μου.» ανακοίνωσα και πηρα τον δίσκο στον οποίο είχα βάλει τον χυμό και τις φρυγανιες μου.
Ο θειος μου ξαφνιάστηκε. Το είχα σκεφτεί καλά όση ώρα προετοίμαζα το φαγητό. Ή θα έτρωγα κάπου αλλού ή θα έμενα νηστικιά. Δεν άντεχα άλλο την κατάσταση μεταξύ μας, αλλά δεν είχα και το θάρρος να ξεκινήσω τη συζήτηση που έπρεπε να γίνει. Ο Νίκος όμως το είχε.
«Κάτσε,» ειπε και με πρόλαβε πιάνοντας το χέρι μου κοντά στον αγκώνα. «Δεν χρειάζεται να συνεχίσουμε αυτή την παρωδία. Θλέλω να σου πω δυο πράγματα.»
Ηταν ήρεμος κι αυτό ήταν που με φοβιζε. Ο λαιμός μου είχε κλείσε σχεδον και γι’αυτό αρκέστηκα σε ένα νευμα. Κάθισα στην καρέκλα απέναντί του και τον κοιτούσα περιμένοντας. Εκείνος γέλασε σιγανά με την αντίδρασή μου. Ήταν τόσο όμορφο το γέλιο του. Η χροιά της φωνής του έβγαινε πνιχτή, και τα λακάκια που σχηματίζονταν στα μάγουλά του τον έκαναν να μοιάζει με μικρό παιδί.
Συγκεντρώσου.. με επέπληξα νοητά και ανοιγόκλεισα τα μάτια μου.
Εκείνος άπλωσε το χέρι του και μου τσίμπησε απαλά το μάγουλο, όπως συνηθιζε να κάνει τον τελευταίο καιρό.
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι μικρή.» ξεκίνησε να λέει. «Δεν θέλω ούτε να σε μαλώσω, ούτε πρόκειται να σε βάλω τιμωρία. Δεν έχω κανένα δικαίωμα να το κάνω εξάλλου.» Ρουθουνισε περιπαιχτικά. «Απλά σαν θείος σου έχω την ευθύνη για σένα. Ο πατερας σου σε εμπιστευτηκε σε μενα, και τον διαβεβαιωσα ότι δεν προκειται να αφησω να σου συμβει τιποτα. Με καταλαβαινεις;»
Δεν ειχα σαλεψει καν τοση ωρα και ο θειος μου πιθανοτατα αναρωτιόταν αν οντως τον ακουγα ή αν ειχα μεινει φυτο από την τρομαρα μου. Εγνεψα καταφατικα και εκεινος συνεχισε.
«Η πολη είναι μεγαλη και οι ανθρωποι εδώ είναι διαφορετικοι απ’ότι εχεις συνηθισει στο χωριο σου Αριεττα. Θα πρεπει να προσεχεις με ποιους κανεις παρεα. Ειδικα με τους αντρες. Εδώ οι αντρες εχουν συνηθισει να παιρνουν ευκολα αυτό που θελουν. Μπορουν να παρεξηγησουν ευκολα τις προθεσεις σου, ή ακομα και να σε εκμεταλλευτουν.»
Εγνεψα ξανα. Κοιταζαμε ο ενας ευθεια στα ματια του αλλου. Εκείνος ήταν ο εμπειρος αντρας που μετεδιδε την σοφια του σε μένα, κι εγώ η μαθητευομενη του. Πραγματικα κρεμόμουν από τα χείλη του και ο κόσμος γύρω μου είχε σταματήσει να υπάρχει.
«Δεν τσαντίστηκα που έκανες ότι έκανες..» η φωνή του είχε χαμηλώσει πολλούς τόνους αλλα παρόλα αυτά εφτανε ξεκαθαρη στα αυτιά μου.
«…απλά ξερω ότι όλα αυτά είναι πρωτογνωρα για σενα, και οφειλω να σε προστατεψω από λαθη που μπορεί να κανεις αθελα σου.»
Είχε πλησιάσει κοντά μου, και πλεον ψιθυριζε.
«Θέλω να με εμπιστευεσαι. Δεν θελω το κακο σου.»
Με κοίταξε βαθιά στα ματια και ενιωσα το γκρίζο τους να με τυλίγει και να φτάνει ως την ψυχη μου. Ξεροκατάπια και αποτραβηξα το βλέμμα μου, κόβοντας τη σύνδεσή μας. Αφησε μια ανάσα να φύγει και σηκώνοντας το χέρι του από τη βολικη θέση στο ποδι του, έβαλε ένα τσουλουφι πισω από το αυτι μου και ανασήκωσε το πηγουνι μου με το δαχτυλο του ώστε να τον κοιταξω και παλι.
«Και τωρα τέρμα τα κατσουφιασματα. Σήκω και ετοιμάσου. Θα πάμε για ψώνια.»


***




Δεν πιστευα ποτε μου οτι θα μπορουσε καποιος να μου σπασει τοσο πολυ τα νευρα, αλλα απ’ οτι φαινεται ο προσωρινος συναδελφος μου ειχε βαλθει να μετατρεψει το ταξιδι μου σε κολαση. Σε ολη τη διαρκεια της πτησης δεν εβαλε γλωσσα μεσα του κ δεν πτοηθηκε ουτε στο ελαχιστο ακομα κι οταν φορεσα επιδεικτικα τα ακουστικα μου σε μια προσπαθεια να τον αγνοήσω.
Οχι, δεν ημουν τρελη. Μπορει να μην τον συμπαθησα εξαρχης αλλα δεν το εκανα ακριτα. Ο τυπος ηταν υπεροπτης οσο δεν παει, εγωπαθης κ εγωκεντρικος. Ειχε αυτο που λεμε ''μεγάλη ιδέα για τον εαυτο του'' κ δεν φαινεται να ειχε σκοπο να το αλλαξει στο αμεσο μελλον. Κ ναι, μου αρεσαν οι αντρες που ηταν σιγουροι για τον εαυτό τους αλλα ο συγκεκριμενος το παρακανε.

Ειχε ερθει κιολας το πρωτο βραδυ που ημουν στο Παρισι. Απο τη μια δεν πιστευα στην τυχη μου που βρισκομουν εκει, κι απο την αλλη μου την εδινε που θα επρεπε να τρεχω ολη την ωρα σε δουλειες. Κ ποσο μαλλον το οτι επρεπε να τρεχω παρεα με τον Αρη.

«Ουτε να το σκεφτεσαι ότι θα παρεις το διπλο κρεβατι.» ειπα την ωρα που ετοιμαζοταν να αφησει τα πραγματα του πανω στο king size κρεβατι της σουιτας που μας ειχε δωσει το ξενοδοχειο. Φυσικά και δεν είχε δυο μονόκλινα.. γιατι τέτοια ήταν η γκαντεμια μου ως γνωστον.


«Μπα; Και που θελεις να κοιμηθώ; Στο μπανιο μήπως; Δεν σφάξανε.» μου απαντησε με πολλή ειρωνεία στη φωνή του.


«Στον υπερ-πολυτελείας καναπέ που με διαβεβαίωσε η ρεσεψιονίστ ότι θα υπάρχει στο δωμάτιο. Ορίστε..» ειπα δείχνοντας επιδεικτικά προς τα πίσω. «Είναι και δερμάτινος. Ότι πρέπει.»

Ναι. Ημουν σκύλα. Αλλά μου είχε σπάσει τόσο πολύ τα νευρα.


«Αν νομίζεις ότι είσαι αστεία κάνεις λάθος δεσποινίς μου. Θα το ρίξουμε κορώνα-γράμματα.» Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε ένα νόμισμα.


Πήγα να φέρω αντιρρήσεις αλλά με τράβηξε προς το μερος του και έκλεισε με το δάχτυλο το στόμα μου.
«Ισότητα θέλατε» ειπε χαμογελώντας. «Ισότητα θα έχετε. Και όχι μόνο εκεί που σας συμφέρει.»


Τίναξα το κεφάλι μου και τον έσπρωξα μακριά μου.
«Δε μίλησα ποτέ για ισότητα ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες. Μίλησα για ισότητα μεταξύ εμού κι εσού.» Έσταζα δηλητηριο, είχα ξεπεράσει κάθε επίπεδο.
«Και μη με ξανακουμπήσεις!» πρόσθεσα.


Ρουθούνισε ειρωνικά.
«Γιατί; Ερεθίζεσαι;»


Εντάξει. Αυτόν τον άντρα κάποια στιγμή θα τον σκοτώσω. Θα πρέπει να βρώ την κατάλληλη ώρα όμως για να μη με υποπτευθούν. Έχω ακούσει ότι υπάρχουν κάτι χάπια… Και ο υδράργυρος μπορει να την κάνει τη δουλειά..
Σύνελθε Αριέττα! Χαστούκισα νοητά τον εαυτό μου.


«Εντάξει αφού το θέλεις έτσι. Κορώνα χάνεις, γράμματα κερδίζω. Πάμε;»
Χαμογέλασε για άλλη μια φορά με εκείνο το εκνευριστικά ομορφο χαμόγελο και έσφιξα τα χέρια μου για να μην του αστράψω κανένα χαστούκι από εκεί που δεν το περίμενε. Δεν είχε καταλάβει την παγίδα..


Έριξε το νόμισμα και αυτό προσγειώθηκε στο κρεβάτι. Σκύψαμε και οι δυο πάνω να δούμε το αποτέλεσμα.


«Γράμματα, κέρδισα!» αναφώνησα. «Μπορείτε να πάρετε τα πράγματά σας από το κρεβάτι μου κύριε Βουτσινά.» Συμπληρωσα την ήδη ειρωνική μου φράση με μια αντίστοιχη υπεροπτική χειρονομία, κι εκείνος υπάκουα κατέβασε τη βαλίτσα του στο πάτωμα.


«Θα μπω για ένα ντούς, και όταν βγώ, θελω να μου έχεις αδειάσει το κρεβάτι ΜΟΥ.» έκανε μεταβολή και μπήκε στο μπάνιο.


Τον ακολουθησα. «Τι εννοεις το κρεβάτι ΣΟΥ;»


Γύρισε προς το μέρος μου και με πλησίασε. Τι συνήθεια κι αυτή.
«Έκλεψες. Και οι κλέφτες τιμωρούνται.» μου έκλεισε το μάτι.


Γαμώτο. Το κατάλαβε. Ήταν φτηνό κόλπο το παραδέχομαι.


«Και τώρα αν δεν σε πειράζει μπορείς να φύγεις από το μπάνιο. Εκτός αν θέλεις να πάρεις μάτι, οπότε πες το μου να αφήσω την πόρτα ανοιχτή.»


Έφυγα ξεφυσώντας. Δεν άντεχα να μείνω άλλο κοντά του. Τρωγόμασταν σαν τα σκυλιά που λέγαμε και στο χωριό μου. Δεν θα την παλευα πολύ αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση.


Ευτυχώς ο καθαρός αέρας του Παρισιού έκανε το θαύμα του. Λίγες βόλτες στην όχθη του Σικουάνα και ήμουν άλλος άνθρωπος. Δεν πίστευα στα μάτια μου με αυτά που έβλεπα. Ήταν όλα τόσο όμορφα που με δυσκολία συνειδητοποιούσα ότι όντως υπήρχαν μπροστά μου και δεν τα έβλεπα σε έναν πίνακα ή σε μια φωτογραφία στο ίντερνετ. Πλακόστρωτοι δρόμοι με γραφικά μαγαζιά έντυναν τη μια μερια του ποταμου και υπερ-πολυτελή εστιατόρια την άλλη.. Διάφορης λογής άνθρωποι έκαναν τη βόλτα τους δίπλα στο ποτάμι, κοιτούσαν τις βιτρίνες των μαγαζιών είτε απλά κάθονταν και χαζοσυζητούσαν σε κάποιο παγκάκι χαρούμενοι και χαμογελαστοί.. παρέες, ζευγαράκια.. όλοι τους ανέμελοι, προσπαθούσαν να ξεχάσουν τα καθημερινά προβλήματά τους. Όπως κι εγώ άλλωστε. Και δεν εννοουσα τον Άρη. Αν το μεγαλύτερο μου πρόβλημα ήταν ένας άντρας που απλά μοιραζόμαστε το ίδιο δωμάτιο, τότε θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Μιλάω για τα άλλα, τα πιο βαθιά.. τον ίδιο μου τον εαυτό.


Μετά από πολλή ώρα και σκέψη γύρισα στο δωμάτιο ελπίζοντας να βρω τον Άρη κοιμισμένο. Δεν ήθελα να τσακωθούμε άλλο. Άνοιξα την πόρτα με την κάρτα που μου έδωσαν στην ρεσεψιόν και μπήκα αθόρυβα μέσα. Προχώρησα στις μύτες και άφησα την ανάσα μου να φύγει μόνο όταν τον είδα ξαπλωμένο ανάσκελα να έχει πέσει σε βαθύ ύπνο. Φυσικά κοιμόταν στο κρεβάτι. Τι τζέντλεμαν! Ειρωνεύτηκα από μέσα μου.



Έμεινα όμως να τον παρατηρώ. Έπρεπε να ομολογήσω ότι όταν φορούσε το κουστούμι ήταν αρκετα γοητευτικός και από μέσα διαγραφόταν ένα καλοσχηματισμένο σώμα. Τώρα που τον είχα μπροστά μου όμως αποδεικνυόταν ότι η λέξη “καλοσχηματισμένο” ήταν λίγη για να περιγράψει αυτό που έβλεπα. Είχε τα χέρια του –και τι χέρια - κάτω από το κεφάλι του και φορούσε μόνο το εσώρουχό του. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, χαστουκίζοντας νοερά τον εαυτό μου και πήγα στο μπάνιο. Ένα κρύο ντούς πριν τον ύπνο θα με συνέφερε από τις τρομερά απρεπείς σκέψεις που είχαν αρχίσει να τρυπώνουν στο μυαλό μου.




Angelina S.