Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 3)

Κάθομαι στο παλιό, σιδερένιο κρεβάτι μου και παρακολουθώ τον Ναθάνιελ να στοιβάζει μερικά ξύλα στην αυλή, έξω απ’ το παράθυρο. Έχει βγάλει τη ζακέτα που φορούσε προηγουμένως, αφήνοντας τα υπέροχα μπράτσα του ακάλυπτα και εκτεθειμένα στον ήλιο. Το μαύρο φανελάκι που φοράει έχει βραχεί λόγω του ιδρώτα και έχει γίνει ένα με το δέρμα του φανερώνοντας μια σειρά από γυμνασμένους κοιλιακούς. Εντάξει, το παραδέχομαι, είναι όμορφος. Από αυτά τα κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά έως αυτά τα υπέροχα, μακριά πόδια.
Πρέπει να είμαι εντελώς απορροφημένη στην παρακολούθηση του Ναθάνιελ, που δεν ακούω την πόρτα να ανοίγει πίσω μου, με αποτέλεσμα να τιναχτώ στο άκουσμα μιας παιδικής φωνής. «Μαμάαα» τσιρίζει και με κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα και τρομαγμένα.
Σηκώνομαι άτσαλα απ’ το κρεβάτι και πλησιάζω αργά το μικρό αγόρι ψάχνοντας ταυτόχρονα τις κατάλληλες λέξεις που πρέπει να του πω για να το κάνω να ηρεμίσει. «Γειά σου» λέω τελικά, ωστόσο αυτό δεν παύει να κλαψουρίζει και να φωνάζει τη Σαμάνθα. «Είμαι η Έμιλυ» επιχειρώ πάλι, «εσύ ποιος είσαι;».
«Τι συμβαίνει;» λέει ο Ναθάνιελ μπαίνοντας ορμητικά μέσα στο δωμάτιο. Τα μάτια του περιπλανούνται μέσα στο χώρο ώσπου σταματούν πάνω στον αδερφό του. Να το πάλι εκείνο το κοκκίνισμα…
«Εε…ο μικρός από εδώ τρόμαξε όταν με είδε και άρχισε να φωνάζει» λέω και παρά την αμηχανία που αισθάνομαι, σηκώνω το βλέμμα και τον κοιτάζω. Η έκφραση του προσώπου του είναι απαθής. Δίχως να μου ρίξει ματιά, κάθεται ανακούρκουδα στο πάτωμα και παίρνει τον μικρό αδερφό του μέσα στην αγκαλιά του.
«Τι έγινε βρε; Τρόμαξες με μια κοπέλα; Χαζέ…» δεν ακούω τα υπόλοιπα, βγαίνω απ’ το δωμάτιο. Τα μάτια μου έχουν γεμίσει δάκρυα χωρίς προφανή λόγο και δεν θέλω να με δει κανείς να κλαίω.
Προσπερνάω τη Σαμάνθα που μόλις μπήκε κρατώντας απ’ το χέρι ένα άλλο αγόρι και βγαίνω έξω στην αυλή. Αμέσως με υποδέχεται η ανοιξιάτικη αύρα και οι απαλές ακτίνες του ήλιου. Ψάχνω τριγύρω με το βλέμμα μου για ένα απομονωμένο σημείο, ωστόσο το μόνο που καταφέρνω να βρω είναι μια καρέκλα ανάμεσα σε κάτι λουλούδια. Σωριάζομαι πάνω της και καρφώνω το βλέμμα μου ευθεία μπροστά, αποφεύγοντας οτιδήποτε άλλο πέρα από τον τοίχο του σπιτιού. Εισπνέω βαθιά και εκπνέω παρατεταμένα, ενώ ταυτόχρονα βλεφαρίζω για να αποδιώξω τις λιμνούλες δακρύων που έχουν δημιουργηθεί στις άκρες των ματιών μου. Θέλω να φύγω…
«Έμιλυ;» ακούω τη φωνή της Σαμάνθα. Χαμηλώνω το κεφάλι δίχως να απαντήσω, ούτως ή άλλως θα με έχει δει. Ακούω τα βήματά της καθώς έρχεται προς το μέρος μου.
«Τι έγινε;» λέει. Σηκώνω το βλέμμα μου και της ρίχνω μια φευγαλέα ματιά, με παρακολουθεί ανήσυχα.
«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» λέω αγνοώντας την ερώτησή της.
«Ναι, βέβαια» λέει και παρά το χαμόγελο της, ξέρω ότι ανησυχεί για το τι πρόκειται να πω.
Επικεντρώνοντας την προσοχή μου στον ουρανό, λέω: «Φαντάζομαι έχεις ακούσει για τις δυνάμεις μου και για το τι πιστεύει ο κόσμος για εμένα». Γνέφει και εγώ συνεχίζω, «Ωραία λοιπόν, πες μου τότε, δεν ανησυχείς για καμία από τις ικανότητές μου;».
Την κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου και μοιάζει να συλλογίζεται τα λόγια μου. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, απαντά με σιγουριά: «Όχι, αν ανησυχούσα, δεν θα βρισκόσουν τώρα εδώ».
«Δηλαδή δεν σε ανησυχεί ούτε το γεγονός ότι μπορώ να ελέγξω, έστω και ελάχιστα, και τα τέσσερα στοιχεία;».
Όλοι με φοβούνται για αυτό, όλοι πιστεύουν ότι είμαι ένα είδος διαβόλου γιατί κανένας από τους πρώτους Θεούς Ηγέτες δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει και τα τέσσερα στοιχεία. Ωστόσο παρά τα όσα μπορεί να πιστεύει ο κόσμος, εγώ ξέρω, όπως και πολλοί άλλωστε ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τέσσερις Θεούς Ηγέτες, αλλά από έναν. Ένας, που όμως είχε τη δυνατότητα να ελέγχει τη γη, το νερό, τη φωτιά και τον αέρα.
Η Σαμάνθα διστάζει να απαντήσει, περιορίζοντας τις επιλογές μου. Ή θα φύγω αμέσως (όχι οριστικά), ή θα της πω ακριβώς τι αισθάνομαι μ’ αυτόν της το δισταγμό. Καλώς ή κακώς, λέει τελικά: «Έμιλυ, όπως είπα και πριν, αν ανησυχούσα δεν θα βρισκόσουν τώρα εδώ. Σε παρακαλώ τώρα ας τα αφήσουμε αυτά και έλα να σε γνωρίσω στα αγόρια».
Η απάντηση της δεν με πείθει, ωστόσο λήγω εκεί τη συζήτηση και δέχομαι να την ακολουθήσω μέσα.
«Έγινε κάτι με τον Ναθάνιελ;» ρωτάει ξαφνικά. Το γεγονός ότι ο μικρός τρόμαξε μόλις με είδε και ο Ναθάνιελ ανησύχησε μήπως του έκανα κάτι, ή τουλάχιστον έτσι με έκανε να πιστέψω, δεν είναι κάτι άξιο αναφοράς, οπότε κουνάω αρνητικά το κεφάλι και περνάω δειλά το κατώφλι της πόρτας.
Η Σαμάνθα φωνάζει τα αγόρια να έρθουν στο σαλόνι-κουζίνα και έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα εμφανίζεται ο Ναθάνιελ έχοντας στην αγκαλιά του τα δύο μικρότερα αδέρφια του, τα οποία έχουν ξεκαρδιστεί στα γέλια για λόγο που δεν γνωρίζω. Όταν τα μάτια των αγοριών πέφτουν πάνω μου, τα χάχανα σταματούν, δίνοντας τη θέση τους στην απόλυτη σιωπή. Αυτόματα το στομάχι μου γίνεται ένα κουβάρι και τα μάγουλά μου αναθερμαίνονται.
«Έλιοτ, Τόμας ελάτε εδώ» τους φωνάζει η μητέρα τους έτσι ο Ναθάνιελ τους απελευθερώνει απ’ την αγκαλιά του. Όταν τα δύο αγόρια έχουν πια βολευτεί στα πόδια της μητέρας τους και εγώ έχω πάρει την άδεια της για να μιλήσω, λέω: «Εγώ είμαι η Έμιλυ, η μητέρα σας θα σας έχει μιλήσει για εμένα. Η οικογένειά μου αντιμετωπίζει ένα μικρό πρόβλημα και αναγκάστηκα να έρθω εδώ. Δεν είχα κάπου να μείνω και η μητέρας σας είχε την καλοσύνη να με φιλοξενήσει. Θέλω πραγματικά να γίνουμε φίλοι εμείς οι τρείς οπότε δεν χρειάζεται να με φοβάστε».
Κοιτάζω τα δύο χαριτωμένα αγόρια περιμένοντας την αντίδρασή τους. Αφού με κοιτάζουν και οι δύο εξονυχιστικά από πάνω ώς κάτω, το αγοράκι που είχε προηγουμένως φωνάξει, λέει: «Με τον Ναθάνιελ δεν θες να γίνεις φίλη;».
Μου ξεφεύγει ένα γελάκι, αλλά είναι περισσότερο λόγω της ανακούφισης που αισθάνομαι παρά του ότι βρήκα τα λόγια του μικρού αστεία.
«Φυσικά, αν το επιθυμεί κι εκείνος» λέω καταφέρνοντας επιτέλους να χαμογελάσω πραγματικά. Γυρίζω το βλέμμα μου έχοντας στο μυαλό μου την εικόνα του Ναθάνιελ να χαμογελά με τα λόγια του αδερφού του, ωστόσο μόλις τα βλέμματά μας διασταυρώνονται, αισθάνομαι τη θερμοκρασία του δωματίου να πέφτει κατακόρυφα και το αίσθημα χαράς να εξανεμίζεται από μέσα μου. Τα μάτια του είναι απίστευτα ψυχρά και όλο του το σώμα σφιγμένο. Τα πάντα στην όψη του με κάνουν να πιστέψω ότι το γεγονός και μόνο ότι μίλησα για μια επικείμενη φιλία ανάμεσά μας, είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε να του συμβεί.
Αποστρέφω αμέσως το βλέμμα μου, συγκρατώντας μετά βίας το χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Εντάξει, δεν κάναμε καλή αρχή. Ο Ναθάνιελ δεν με θέλει εδώ μέσα και μου το δείχνει ξεκάθαρα. Πολύ πιθανόν να με θεωρεί επικίνδυνη για εκείνον και για τα αδέρφια του, σαν μια χειροβομβίδα που από στιγμή σε στιγμή είναι έτοιμη να εκραγεί και να τα παρασύρει όλα. Μπορεί να είμαι…ωστόσο εγώ, η Έμιλυ Αζόρ, δεν θα φύγω από εδώ μέσα έως ότου καταφέρω να του αλλάξω γνώμη.


***
Θα μου είναι λίγο δύσκολο να ξεχωρίζω τα αγόρια μιας και η ομοιότητά τους είναι τεράστια, αλλά θα το συνηθίσω. Εξάλλου τον Έλιοτ τον καταλαβαίνεις απ’ τη φωνή, τόσο δυνατή και εριστική είναι που σου προκαλεί πονοκέφαλο.
«Έμιλυ!». Τι σας είπα; «Τρώμε!» φωνάζει και παρότι βρίσκεται στην κουζίνα και εγώ στο δωμάτιο, είναι λες και τον έχω πλάι μου.
Κλείνω την πλέον άδεια βαλίτσα μου και αφού την τοποθετώ κάτω απ’ το κρεβάτι κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Διασχίζοντας τον διάδρομο που οδηγεί στο σαλόνι, κάποιος με αρπάζει απ’ το μπράτσο. Τινάζομαι ξαφνιασμένη και τραβάω το χέρι μου. Γυρίζω προς τη μεριά εκείνου που με τράβηξε και τα βαθυγάλανα μάτια μου συναντούν τα μελί δικά του.
«Τι στο καλό κάνεις;» λέω και ακουμπάω το χέρι μου στην καρδιά λες και μπορώ έτσι να επαναφέρω τους παλμούς μου στο κανονικό.
«Ήθελα να σου μιλήσω» λέει. Η έκφραση του προσώπου του είναι για μια ακόμη φορά απαθής.
«Μπορούσες απλώς να με φωνάξεις». Αναστενάζει δυνατά.
«Σόρρυ, δις Έμιλυ για την ανάρμοστη αυτή χειρονομία μου, μπορούμε τώρα να μιλήσουμε;». Η ειρωνεία στη φωνή του με εκνευρίζει, ωστόσο συγκρατώ τα νεύρα μου και γνέφω.
«Όχι εδώ, πάμε έξω καλύτερα».
«Μα το φαγητό είναι έτοιμο…» λέω και εκείνος σηκώνει το βλέμμα του στον ουρανό.
«Μην ανησυχείς κουκλίτσα μου, δεν θα πάρει πολλή ώρα». Κουκλίτσα μου;
«Μπορείς να κόψεις αυτό το ειρωνικό στυλάκι;».
«Λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω, αλλά όχι δεν μπορώ. Τώρα προχώρα γιατί υπάρχουν πράγματα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εμείς οι δύο».
Τον ακολουθώ έως την αυλή, ενημερώνοντας τη Σαμάνθα ότι δεν θα αργήσουμε. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, ο Ναθάνιελ με αρπάζει ξανά απ’ το μπράτσο και με τραβά κακήν κακώς στο πίσω μέρος της αυλής όπου και απελευθερώνει το χέρι μου σπρώχνοντάς με.
«Τι στο καλό σου συμβαίνει;! Με ποιο δικαίωμα με τραβολογάς έτσι;!» φωνάζω ή για να ακριβολογώ, τσιρίζω κοιτώντας τον με μάτια διάπλατα ανοιγμένα.
«Ακριβώς, δεν χρειάζεται να έχω το δικαίωμα, κάνω ότι γουστάρω και ξέρεις κάτι; Δεν πρόκειται να σε αφήσω να μείνεις εδώ, θα σε πετάξω έξω με την πρώτη ευκαιρία! Ποιος ξέρει τι έκανες και σε στείλαν εδώ». Ξεροκαταπίνω. Η οργή έχει μετατραπεί τώρα σε πόνο και θλίψη.
«Δεν με ξέρεις», οι λέξεις βγαίνουν σαν ψίθυροι απ’ τα χείλη μου. «Δεν ξέρεις τίποτα για εμένα, απλώς ακούς αυτά που λένε όλοι. Βέβαια δεν περίμενα ότι θα με καταλάβαινες…».
Τα χείλη του μετατρέπονται σε μια βλοσυρή γραμμή και μου είναι αδύνατον να καταλάβω αν τα λόγια μου τον έχουν ενοχλήσει ή προβληματίσει.
«Ξέρω πως είναι» λέει έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής. Δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου εξακολουθώντας παρόλα αυτά να έχω τις αμφιβολίες μου.
«Δεν φαίνεται…».
«Κι όμως, υπάρχουν πολλές φήμες σχετικά με την οικογένειά μας…φήμες που δεν αληθεύουν κι όμως ο κόσμος τις πιστεύει».
«Τότε εμένα γιατί δεν με πιστεύεις; Γιατί θεωρείς ότι όλα όσα λέγονται για εμένα είναι η πραγματικότητα; Γιατί απλώς δεν ανακαλύπτεις την αλήθεια μόνος σου;».
Με κοιτάζει ολοφάνερα ξαφνιασμένος και αν δεν κάνω λάθος ένα μειδίαμα έχει σχηματιστεί στα χείλη του.
«Δεν ξέρω» λέει και χαμηλώνει το βλέμμα του. Έχω την αίσθηση πως η καρδιά μου θα κάνει μπαμ…
«Τουλάχιστον δώσε μου μια ευκαιρία…σου ορκίζομαι…δεν είμαι αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν».
Γέρνει το κεφάλι του προς τα πίσω και παρατηρεί τον ουρανό. Είναι τόσο μα τόσο όμορφος…ίσως βέβαια να μου φαίνεται έτσι επειδή είναι το πρώτο μεγαλύτερο αγόρι που γνωρίζω.
Όταν τα μελί μάτια του σταματούν στα δικά μου, μου κόβεται η ανάσα.
«Εντάξει, Έμιλυ…θα σου δώσω μια ευκαιρία. Απόδειξέ μου ότι δεν είσαι αυτή που όλοι θέλουν να πιστεύουν».


Δέσποινα Χρ.