Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 5)

Απ’ την πρώτη στιγμή που τα χείλη μας σμίγουν νιώθω ένα ανατρίχιασμα να απλώνεται σε κάθε άκρο του κορμιού μου και τα μέλη μου να παραλύουν. Ξαφνιάστηκα τόσο πολύ από την κίνηση αυτή του Γουίλ, που ένας πνιχτός, σιγανός ήχος γλίστρησε απ’ το πίσω μέρος του λαιμού μου, χωρίς την άδειά μου. Πέρα από αυτό δεν έκανα τίποτε άλλο, εκτός απ’ το να στέκομαι ακίνητη στη θέση μου, παραλυμένη από το σάστισμα και ένα περίεργο είδος τρόμου, με τα χέρια μου να κρέμονται άκαμπτα στα πλευρά μου.
Ο Γουίλ αντιλήφθηκε αμέσως την αμηχανία μου και έσπευσε να απομακρυνθεί, ελευθερώνοντας το πρόσωπό μου από τα χέρια του. Με κοίταξε για μια στιγμή όπως στεκόμουν εκεί άφωνη με τα χείλη μου μισάνοιχτα απ’ το σάστισμα, ενώ προσπαθούσα ακόμα να συνειδητοποιήσω τι συνέβη και μια θλίψη και ντροπή απλώθηκε στο πρόσωπό του. Χαμήλωσε το βλέμμα του και το βύθισε στο νερό του ποταμού, μακριά από μένα και τη μη ανταπόκρισή μου και είπε με φωνή χαμηλή και αμήχανη: « Συγχώρεσε με Λάιρα. Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Όχι πριν σιγουρευτώ πως είναι κάτι που θέλεις κι εσύ… Έπρεπε να σου μιλήσω πρώτα, να σου πω πως ένιωθα, αλλά δείλιασα, δεν ήξερα πώς να το κάνω, έχεις δίκαιο πως φοβόμουν. Αν ήμουν σίγουρος ότι δε μοιράζεσαι τα ίδια αισθήματα με εμένα εγώ δεν…», προσπαθεί να πει, αλλά η φωνή του σβήνει, ενώ το βλέμμα του ντροπιασμένο αποφεύγει εσκεμμένα να συναντήσει το δικό μου.
«Συγχώρεσε με που σε έφερα σε δύσκολη θέση. Δε θα επαναληφθεί» συμπληρώνει με σοβαρό και επίσημο τόνο, ανακτώντας την αυτοκυριαρχία του και αναγκάζοντας το βλέμμα του να με κοιτάξει και να σβήσει κάθε θλίψη, ντροπή και απογοήτευση, δεσμευόμενο στην υπόσχεσή του.
Εγώ δεν ξέρω τι να πω. Θέλω απλά να απλώσω το χέρι μου και να χαϊδέψω το όμορφο πρόσωπό του, να σβήσω τη θλίψη που μάταια προσπάθησε να κρύψει απ’ το βλέμμα του και να του πω πως απεχθάνομαι να τον βλέπω πληγωμένο και ντροπιασμένο εξαιτίας μου, πως δεν θέλω να είμαι η αιτία της δυστυχίας του, πως απλά τον θέλω στη ζωή μου χωρίς υποσχέσεις και συμβιβασμούς, χωρίς περίπλοκες καταστάσεις, όπως τότε που ήμασταν μικρότεροι, τότε που όλα ήταν απλά, που απλά απολαμβάναμε ο ένας την παρέα του άλλου, αλλά δεν το κάνω.
Δεν το κάνω γιατί θα πιστέψει πως τον λυπάμαι και θα πληγώσω περισσότερο τον εγωισμό του, θα τον απομακρύνω ακόμα περισσότερο από κοντά μου. Αλλά δεν μπορώ επίσης να του πω πως νιώθω όπως εκείνος, να επιβεβαιώσω κάτι που δεν έχω καν σκεφτεί, γιατί ποτέ δε σκέφτηκα πως εγώ και ο Γουίλ θα μπορούσαμε να είμαστε κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που τόσα χρόνια είμαστε, φίλοι. Ίσως αυτό το ενδεχόμενο έπρεπε να είχε περάσει από τις σκέψεις μου, να το έχω εξετάσει, να έχω αναρωτηθεί μήπως άθελά μου του δώσω λάθος εντυπώσεις, ή να έχω σκεφτεί μήπως η αγάπη μου για το Γουίλ μπορεί να πάρει ή έχει πάρει άλλη μορφή στην καρδιά μου, αλλά δεν το έκανα. Ήμουν ικανοποιημένη με όσα είχα, δεν ήθελα τίποτε παραπάνω και έκλεισα κάθε περιττή σκέψη έξω απ’ το μυαλό μου. Θα έπρεπε να δώσω περισσότερη σημασία στην αλλαγή της συμπεριφοράς του, να προσπαθήσω να τον καταλάβω, να τον αποθαρρύνω από οποιαδήποτε τέτοια βλέψη για μένα, τουλάχιστον μέχρι να καταλάβω τι ένιωθα εγώ, αλλά τι έκανα ανταυτού; Αγνόησα τα σημάδια, ασχολήθηκα μόνο με τα δικά μου «προβλήματα» και τώρα τον πλήγωσα. Πόσο εγωίστρια είμαι, ποτέ μου δε θα του αξίζω και δεν πρέπει να του δώσω φρούδες ελπίδες μέχρι να καταλάβω τα δικά μου αισθήματα. Καλύτερα να τον χάσω παρά να συνεχίζω να τον πληγώνω, αποφασίζω.
Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω.
«Δε χρειάζεται να μου ζητάς συγγνώμη Γουίλ. Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι που είχες το θάρρος να εκφράσεις αυτά που νιώθεις. Συγχώρεσε με αν δε μπορώ να σου πω αυτά που θέλεις να ακούσεις. Εγώ δεν ξέρω…»
« Όχι Λάιρα, δε χρειάζεται να απολογηθείς για κάτι, καταλαβαίνω. Και αν δε θες να συνεχίσουμε να κάνουμε παρέα και πάλι θα σε καταλάβω, ειδάλλως θα ξεχάσω αυτό το περιστατικό και θα είναι σα να μη συνέβη ποτέ, όλα θα ξαναγίνουν όπως πρώτα το υπόσχομαι».
Είμαι σίγουρη πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, πως τίποτε ανάμεσά μας δε θα είναι το ίδιο μετά από αυτό, αλλά προσπαθώ να αγκιστρωθώ στα λόγια του και να τον πιστέψω, οπότε του γνέφω και απαντώ «δε θέλω να σταματήσουμε να βλεπόμαστε».
Εκείνος μου γνέφει προς απάντηση και έπειτα πηδά απ’ το πέτρινο πεζούλι και αφού ανάβει με ένα σπίρτο τη λάμπα που έφερε μαζί του μου λέει «καλύτερα να πηγαίνουμε. Σε λίγο θα νυχτώσει για τα καλά και είναι καλύτερα να έχεις γυρίσεις στο κάστρο. Θα σε συνοδεύσω, όπως υποσχέθηκα».
Κατεβαίνω απ’ το πεζούλι και τον ακολουθώ χωρίς να φέρω αντίρρηση. Σε όλη τη διαδρομή και οι δυο μας μένουμε σιωπηλοί, απορροφημένοι ο καθένας στις δικές του σκέψεις. Χωρίς να το καταλάβω φτάνουμε στην μικρή πλαϊνή είσοδο της Ακαδημίας, αυτή που μένει αφύλακτη από έξω το βράδυ και οδηγεί στο κελάρι και τη χρησιμοποιεί μόνο το προσωπικό της κουζίνας κι εγώ στις κρυφές σε όλους πέρα από την αδελφή μου και την Αλέγκρα, εξορμήσεις μου ως Πίτερ.
Ο Γουίλ σταματά μπροστά στην πόρτα και ξεροβήχει.
«Εδώ είμαστε. Λοιπόν, καληνύχτα και …χρόνια πολλά και πάλι» .
«Ευχαριστώ. Καληνύχτα», ψελλίζω προς απάντηση.
Σιωπή.
«Αύριο είναι μια καινούρια μέρα… Σα να μη συνέβη ποτέ», υπενθυμίζει την υπόσχεσή του ο Γουίλ και αφού μου χαρίζει ένα βεβιασμένο χαμόγελο κάνει μεταβολή και αρχίζει να απομακρύνεται.
«Σα να μη συνέβη ποτέ», επαναλαμβάνω σιγανά, σχεδόν από μέσα μου, χωρίς να μπορώ να πιστέψω πως αυτό είναι δυνατόν για κανέναν από τους δυο μας και αφού ξεκλειδώνω σιγανά την γερή, ξύλινη πόρτα, τρυπώνω στο εσωτερικό του κάστρου.

***

Αφού ξετρυπώνω απ’ την κρυψώνα του το φόρεμά μου και αφού το φορώ βγαίνω απ’ το κελάρι προσέχοντας να μην τραβήξω βλέμματα πάνω μου.
Κανονικά αν βιαζόμουν τώρα ίσως να προλάβαινα να πάω στην τραπεζαρία πριν το δείπνο των οικοτρόφων λήξει, αλλά είχα φάει πριν μερικές ώρες λίγη από την πίτα της Αντελίν και εξάλλου το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος μετά από αυτά και δεν έχω καμία όρεξη για φαγητό τώρα. Το μόνο που θέλω είναι να βρεθώ στο δωμάτιό μου και αυτό κάνω.
Περνάω γρήγορα το διαδρόμους και τις σκάλες με το κεφάλι μου σκυφτό μέχρι που φτάνω στο δωμάτιό μου, τρυπώνω μέσα του και αφήνω την πλάτη μου να ακουμπήσει στην πόρτα και να την κλείσει πίσω της. Μένω μερικές στιγμές ακίνητη πάνω στην πόρτα ανίκανη να πιστέψω όλα όσα συνέβησαν σήμερα.
Έπειτα αφήνω τα συναισθήματα μου να με κατακλείσουν, ελεύθερα πια και νιώθω καυτά δάκρυα να προσπαθούν να ελευθερωθούν απ’ τα δεσμά των ματιών μου. Τα αφήνω να κυλήσουν, ενώ το σώμα μου κυλά και αυτό πάνω στην πόρτα, μέχρι που κάθομαι στο πάτωμα και τυλίγω τα χέρια μου γύρω απ’ τα λυγισμένα μου πόδια. Αφήνομαι σε ένα λυτρωτικό, βουβό κλάμα, με το ασημένιο φως του ολόγιομου φεγγαριού που τρυπώνει απ’ το παράθυρο να μου κρατά συντροφιά.
Η ώρα πέρνα, τα δάκρυα στερεύουν και όλες οι σκέψεις για όλα όσα έχω κάνει λάθος με το Γουίλ και την αδελφή μου, όλες οι κατηγορίες που έστρεψα στον εαυτό μου που τους πλήγωσα και όλος ο πόνος και ο φόβος πως με τη συμπεριφορά μου θα τους χάσω, παύουν να με καρφώνουν σα λεπίδες, μουδιάζουν στο μυαλό μου και τα κουρασμένα από το κλάμα βλέφαρά μου βαραίνουν. Μετά από λίγο παραδίνομαι σε έναν ανήσυχο ύπνο κουλουριασμένη στο πάτωμα του δωματίου μου.

***

Ένας ήχος έρχεται από κάπου μακριά. Αναγκάζει τις συγκεχυμένες μου σκέψεις να μπουν σε σειρά. Ξυπνάω. Συνειδητοποιώ πως ο ήχος είναι ένα χτύπημα στην πόρτα. Ανοίγω τα βλέφαρά μου και ανακάθομαι. Συνειδητοποιώ ότι ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα. Τι κάνω στο πάτωμα μπροστά στην πόρτα του δωματίου μου; Την ίδια στιγμή που το σκέφτομαι οι αναμνήσεις έρχονται στην επιφάνεια του μυαλού μου καρφώνοντας με μια μια εκ νέου, προκαλώντας μου μια δυσάρεστη αίσθηση. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο και βλέπω πως το φεγγάρι έχει πλέον μισό κρυφτεί από γκρίζα ταξιδιάρικα σύννεφα που αδειάζουν το βαρύ τους φορτίο στη γη.
«Ω Θεέ μου η πόρτα!» σκέφτομαι, θυμούμενη πως ο λόγος που ξύπνησα είναι ότι κάποιος μου χτυπάει την πόρτα.
«Ποιος είναι;» ρωτώ με φωνή βαριά, από τον ύπνο.
« Λάιρα. Συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας, αλλά σε ζητά ο διευθυντής στο γραφείο του αμέσως. Λέει πως είναι επείγον», μου λέει σιγανά μια γνώριμη γυναικεία φωνή, που αυτή τη στιγμή μέσα στη ζάλη του ύπνου δεν μπορώ να προσδιορίσω σε ποια κοπέλα απ’ το προσωπικό ανήκει.
«Τι συνέβη;» ρωτώ παραξενεμένη, αλλά η κοπέλα μου απαντά πως δεν ξέρει και φεύγει.
Κοιτάζω το μεγάλο ρολόι στον τοίχο ανάμεσα στα δύο παράθυρα του δωματίου μου και διακρίνω πως η ώρα είναι περίπου μια και μισή το ξημέρωμα. Τι να με θέλει ο διευθυντής τέτοια ώρα; Ποτέ δεν έχω ξαναπάει στο γραφείο του ούτε υπό φυσιολογικές συνθήκες. Όπως και οι περισσότερες οικότροφοι βλέπω τον διευθυντή μόνο σε κάποια δείπνα στην τραπεζαρία και σε κάποιες γιορτές και εκδηλώσεις της Ακαδημίας. Συνήθως είναι εξαφανισμένος στο γραφείο του, ή απουσιάζει για διάφορες εξωτερικές υποχρεώσεις της Ακαδημίας. Μπορεί να κάνουμε μήνες ολόκληρους να τον δούμε γιατί είναι πάντοτε πολύ απασχολημένος και πάντα είναι απόμακρος και σοβαρός, ενώ δεν έχει επαφές με τις οικοτρόφους και μόνο αν συντρέχει κάποιος σοβαρός λόγος καλεί κάποια στο γραφείο του.
Το γεγονός λοιπόν ότι με καλεί στο γραφεί του και μάλιστα τέτοια ώρα δεν προμηνύει τίποτε καλό. Το μυαλό μου παίρνει χίλιες στροφές προκειμένου να καταλάβω τι συμβαίνει και καταλήγω κατά κύριο λόγω σε δύο εξίσου φριχτά σενάρια: ή έπαθε κάτι η αδελφή μου, πράγμα που σημαίνει πως ίσως να κινδύνευε πράγματι από τους άντρες που έλεγε κι εγώ η ανόητη δεν της έδωσα την πρέπουσα σημασία
το πρωί ή ο διευθυντής ανακάλυψε για τον Πίτερ και τις απαγορευμένες εξορμήσεις μου, οπότε την έβαψα και το μέλλον μου καταστράφηκε.

Με τον φόβο και την αγωνία να με κατακλύζουν βάζω ένα καθαρό φόρεμα, γιατί αυτό που φορούσα το τσαλάκωσα όσο κοιμόμουν στο πάτωμα, σιάζω βιαστικά τα μαλλιά μου μπροστά στον καθρέφτη και βγαίνω απ’ το δωμάτιό μου για να συναντήσω τον διευθυντή στο γραφείο του.

'Ολγα Σ.