Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 4)

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Έχουν περάσει δύο εβδομάδες, δύο βασανιστικές και μοναχικές εβδομάδες. Δεν έχω βγει ούτε μια φορά έξω, παρά μόνο στην αυλή του σπιτιού και αυτό για να μαζέψω τα ρούχα ή να ποτίσω τα λουλούδια. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να κάνω για να περάσει η ώρα και να βγάλω απ’ το μυαλό μου τους γονείς μου. Μου λείπουν…μου λείπουν περισσότερο απ’ ότι υπολόγιζα. Προσπάθησα να πείσω τη Σαμάνθα να τους καλέσει ή τέλος πάντων να κανονίσει μια συνάντηση, αλλά αρνήθηκε. Φυσικά ρόλο σ’ αυτό έπαιξε ο Ναθάνιελ που της είπε ότι αν έρθουν εδώ οι γονείς μου, ο κόσμος θα μας καταλάβει και τότε κανείς δεν θα μπορεί να με προστατεύσει…Αχ αυτός ο Ναθάνιελ…ορισμένες φορές με κάνει να πιστεύω ότι με συμπαθεί και νοιάζεται για μένα, άλλες πάλι ότι με μισεί κι ψάχνει ευκαιρία να με διώξει. Μακάρι να ήξερα τις προθέσεις του…
Δεν το έχω πει σε κανέναν, αλλά χθες τον είδα με μια γυναίκα…ήταν πολύ όμορφη αν και πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από εκείνον. Είχε βγει ένα βράδυ μαζί της και γύρισε το ξημέρωμα πιωμένος…πίνει συνέχεια…έρχεται στο δωμάτιο κάθε βράδυ παραπατώντας και σιγοτραγουδώντας…σκέφτομαι την επόμενη φορά που θα έρθει σ’ αυτή την κατάσταση να μην προσποιούμε ότι κοιμ

Κλείνω βιαστικά το ημερολόγιο στο άκουσμα της πόρτας να ανοίγει. Το χώνω κάτω απ’ το μαξιλάρι και στρέφω το βλέμμα μου προς τον Ναθάνιελ που μόλις μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
«Τι κανείς εδώ; Νόμιζα ότι θα πήγαινες στη δουλειά» λέω. Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο.
«Κοίτα τη δουλειά σου και μη σε νοιάζει τι κάνω εγώ» μου αποκρίνεται. Πριν δύο εβδομάδες είτε θα θύμωνα είτε θα στεναχωριόμουν με την απάντησή του, τώρα όμως έχω συνηθίσει τα άσχημα και απότομα λόγια του. Ακόμη δεν με εμπιστεύεται, αλλά τουλάχιστον πλέον δεν με θεωρεί επικίνδυνη και αυτό μου αρκεί για να κρατάω το στόμα μου κλειστό.
Ξεφυσάω επιδεικτικά και σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι για να πάω στην αυλή κοντά στη Σαμάνθα, όταν εκείνος έρχεται κοντά μου και με πιάνει απ’ το μπράτσο.
«Για πού το έβαλες;» λέει και τα μαγευτικά του μάτια σταματούν πάνω στα δικά μου. Είναι ενοχλητικό και μολονότι θέλω να αντιδράσω, παραμένω ατάραχη και δεν κάνω καμία κίνηση να απελευθερώσω το χέρι μου. Ακόμη κι αυτό το έχω συνηθίσει, ποτέ δεν με αφήνει να βγω απ’ το δωμάτιο αν δεν τον ενημερώσω πρώτα που σκοπεύω να πάω, λες και μπορώ να βγω απ’ το σπίτι.
«Για τη μητέρα σου…μπορώ;» λέω και το κατακεραυνώνω με το πιο απειλητικό βλέμμα που μπορώ να διαθέσω κάτω απ’ αυτό το σκοτεινό βλέμμα που μου ρίχνει.
«Δεν είναι εδώ» λέει και επιτέλους αφήνει το χέρι μου ελεύθερο.
«Μα ήταν εδώ πριν μερικά λεπτά, την είδα που καθόταν στην αυλή».
Γυρίζει τα μάτια του περιπαιχτικά κι έπειτα ανοίγει την ντουλάπα. Τον παρακολουθώ να ανακατεύει τα ρούχα του ψάχνοντας προφανώς για κάτι που είχε κρύψει. Όταν όλο το περιεχόμενο έχει γίνει ένα κουβάρι, γυρίζει προς το μέρος μου και με μάτια διάπλατα ανοιγμένα, με σπρώχνει με δύναμη στον τοίχο. Πριν καν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, τυλίγει το χέρι του γύρω από το λαιμό μου και αρχίζει να με σφίγγει.
Μου κόβεται κυριολεκτικά η ανάσα, νιώθω όλο το οξυγόνο να εξαφανίζεται και παλεύω να ανασάνω, να απορροφήσω ότι έχει απομείνει. Προσπαθώ να απελευθερωθώ απ’ την αρπάγη του, αλλά η έλλειψη οξυγόνου σε συνδυασμό με τη δύναμη των χεριών του καθιστά την προσπάθεια μου μάταιη. Είμαι στα πρόθυρα λιποθυμίας και εκείνος μου μιλάει…δεν καταλαβαίνω και πολλά…νομίζω ότι έχασε κάποια χρήματα και έχει την λανθασμένη εντύπωση ότι τα έκλεψα.
«Δεν…τα…πήρα…» λέω ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, η πίεση που νιώθω στο λαιμό δεν βοηθάει. Για καλή μου τύχη, έπειτα από μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα, τραβάει το χέρι του και όλη του η έκφραση μαλακώνει.
Πέφτω στα γόνατα και βήχω. Βήχω και ξανά βήχω προσπαθώντας παράλληλα να εισπνεύσω λίγο οξυγόνο. Τα μάτια μου έχουν δακρύσει και είμαι σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπάσει χείμαρρος.
«Έμιλυ…» τον ακούω να ψελλίζει, λες και ο ίδιος μόλις τώρα συνειδητοποίησε τι συνέβη. Κάθεται πλάι μου, νιώθω τα μάτια του να μετακινούνται πάνω μου. Με κοιτάζει, δεν τολμά να κάνει κάτι περισσότερο. «Συγγνώμη» λέει.
Όταν η αναπνοή μου επανέρχεται στο κανονικό και αρχίζουν να κυλούν τα δάκρυα, τότε ο Ναθάνιελ επιτέλους τυλίγει το χέρι του γύρω μου και με χώνει στην αγκαλιά του.
«Συγγνώμη, δεν έπρεπε να σε κατηγορήσω, δεν τα έχεις πάρει εσύ» λέει σε μια απόπειρα να με ηρεμίσει. Σκουπίζω τα βρεγμένα μάγουλά μου και τον σπρώχνω μακριά.
«Φυσικά και δεν τα πήρα εγώ! Γιατί να κλέψω τα ηλίθια λεφτά σου;! Οι γονείς μου είναι Θεοί Ηγέτες και εγώ δεν πρόκειται ποτέ να βγω από εδώ μέσα γιατί έχεις την ηλίθια εντύπωση ότι όλοι θα ασχολούνται μαζί μου!» ουρλιάζω. Και αμέσως μόλις τελειώνει το ξέσπασμά μου, πέφτει νεκρική σιγή.
«Κοίτα, Έμιλυ, σου ζήτησα συγγνώμη έπρεπε να σκεφτώ προτού σε κατηγορήσω, οι φωνές δεν πρόκειται να αλλάξουν κάτι. Πήγαινε πλύνε το πρόσωπό σου και ηρέμισε, δεν πρέπει να σε δουν έτσι τα μικρά».
Παραλίγο να με πνίξεις και κάνεις σαν να μην έγινε τίποτα! Θέλω να το φωνάξω, αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου. Σηκώνομαι απ’ το πάτωμα και τρέχω στο μπάνιο.


***
Το βράδυ κάθομαι με τα αγόρια στο δωμάτιο και παίζουμε ένα επιτραπέζιο. Η ώρα κυλάει βασανιστικά αργά και η Σαμάνθα με τον Ναθάνιελ δεν έχουν επιστρέψει ακόμα. Βέβαια δεν έφυγαν μαζί και είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Σαμάνθα βρίσκεται ακόμη στη δουλειά, ενώ ο Ναθάνιελ σε κάποιο μπαράκι παρέα με εκείνη τη ξανθιά γυναίκα.
«Κέρδισα! Ναι!» τσιρίζει ο Έλιοτ όλο χαρά. Τα καστανά ματάκια του είναι γεμάτα ευτυχία και μάλιστα για κάτι τόσο ασήμαντο.
«Κλέφτη, έκλεψες!» φωνάζει ο Τόμας, με έκφραση άκρως αντίθετη από αυτή του αδερφού του.
«Όχι, δεν έκλεψα» πάει να αμυνθεί ο Έλιοτ.
«Παιδιά ηρεμίστε, ένα παιχνίδι είναι. Τόμας, δεν πειράζει, αύριο που θα το παίξουμε θα είσαι σίγουρα εσύ ο νικητής» λέω και χαρίζω στα αγόρια ένα πλατύ χαμόγελο, το οποίο μου ανταποδίδουν. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται η πόρτα και τα μικρά πετάγονται πάνω φωνάζοντας «Ήρθε η μαμά». Αναστενάζω παρατεταμένα και τους ακολουθώ ως το σαλόνι, όπου βλέπω τη Σαμάνθα φορτωμένη με σακούλες.
«Έμιλυ, έλα εδώ γλυκιά μου, σου πήρα κάτι» λέει. Το γεγονός και μόνο ότι με σκέφτηκε, με κάνει να χαμογελάσω πλατιά γεμάτη ευγνωμοσύνη.
Μου δίνει μια ροζ σακούλα και λέει: «Είναι για αύριο. Πρέπει να φοράς κάτι ιδιαίτερο».
«Γιατί; Τι είναι αύριο;».
«Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, γίνεται γιορτή προς τιμή των πρώτων Θεών Ηγετών μας. Εσείς δεν έχετε τέτοια γιορτή για τους Θεούς Ηγέτες του Νερού;».
«Ναι έχουμε, αλλά…εγώ δεν την γιορτάζω και επίσης δεν μπορώ να συμμετέχω σ’ αυτή τη γιορτή εφόσον είναι για τους Θεούς Ηγέτες της Φωτιάς».
Η Σαμάνθα πιέζει τα χείλη της μεταξύ τους και κουνάει το κεφάλι. «Δεν μπορώ να σ’ αφήσω μόνη στο σπίτι αύριο…θα πλήξεις, άσε που όλοι στην πόλη θα πάνε στο στρατόπεδο της Φωτιάς και αν δουν ότι μέσα στο σπίτι υπάρχει φως θα νομίζουν ότι δεν πήγαμε και θα μας βγάλουν άπιστους» λέει και με κοιτάζει περιμένοντας να αποδεχθώ την πρόσκληση.
Όταν βλέπει ότι δεν απαντάω, προσθέτει: «Εξάλλου, είναι μια καλή ευκαιρία να παρουσιαστείς στον κόσμο ως συγγενής μας».
Πραγματικά δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Απ’ τη μία δεν θέλω καθόλου να παρευρεθώ σε μια τέτοια γιορτή, ειδικά όταν πρόκειται για γιορτή αντίπαλου στοιχείου και απ’ την άλλη η Σαμάνθα έχει δίκιο, είναι μια καλή ευκαιρία να παρουσιαστώ στον κόσμο. Επιπλέον, εκεί θα βρίσκονται και οι τωρινοί Θεοί Ηγέτες της Φωτιάς, ίσως καταφέρω να τους μιλήσω και να κανονίσω μια συνάντηση με τους γονείς μου…
«Εντάξει, θα έρθω».

***

Είναι τρείς το πρωί και ο Ναθάνιελ δεν έχει εμφανιστεί ακόμα. Ναι, είναι γελοίο το γεγονός ότι τον περιμένω, ενώ πριν μόλις μερικές ώρες προσπάθησε να με πνίξει, αλλά δεν μπορώ να αποτρέψω τον εαυτό μου. Πιθανότατα την έχω πατήσει μαζί του για τα καλά…
Τα μικρά κοιμούνται ήσυχα στα διπλανά κρεβάτια και προσπαθώ να κάνω όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο όταν στριφογυρίζω στο σιδερένιο κρεβάτι που μου έχει παραχωρήσει η Σαμάνθα. Αυτή τη στιγμή κάθομαι σταυροπόδι και ξεφυλλίζω το ημερολόγιο μου, διαβάζοντας τα απομνημονεύματα μου.
Μια σελίδα γράφει τα εξής:
Σήμερα έβαλα φωτιά σε ένα σεντόνι, αλλά δεν το έκανα επίτηδες…φυσικά εκείνη η στρίγκλα δεν με πίστεψε και με έβαλε τιμωρία. Με κλείδωσε ξανά σε εκείνο το τρομακτικό δωμάτιο. Φοβήθηκα πάρα πολύ…Τώρα ευτυχώς είμαι στο δωμάτιο μου, αλλά εξακολουθώ να βρίσκομαι σε κατάσταση τιμωρίας. Μακάρι να μην έβαζα φωτιά σε εκείνο το αθώο σεντόνι, αλλά στα φρικτά, λαδωμένα μαλλιά της!
Μία άλλη πάλι, γράφει:
Σήμερα είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου! Η μαμά και ο μπαμπάς είπαν ότι θα μείνω μαζί τους από εδώ και πέρα! Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που νομίζω πως θα σπάσει η καρδιά μου! Θα μείνω πάλι στο σπίτι μας και δεν θα ξαναφύγω ποτέ από εκεί!

Και όμως έφυγα…με έδιωξαν ξανά, παρότι μου υποσχέθηκαν ότι δεν θα με άφηναν ποτέ ξανά μόνη. Οι γονείς μου είπαν ψέματα…
Σκουπίζω τα δάκρυα που γλίστρησαν απ’ τα μάτια μου και βάζω το ημερολόγιο πίσω στη θέση του, κάτω απ’ το μαξιλάρι. Δεν θέλω να σκεφτώ τίποτα, θέλω μόνο να γυρίσει ο Ναθάνιελ ασφαλής και να ξημερώσει ήσυχα με εκείνον σπίτι. Κλείνω τα μάτια και παραδίνομαι στον ύπνο.

***
Τα πάντα στριφογυρίζουν μόλις μπαίνω σπίτι, αλλά δεν πειράζει, νιώθω ωραία παρά τη ζαλάδα. Προχωράω προς το δωμάτιο προσέχοντας να μην πέσω πουθενά, αλλά αυτή η κωλό καρέκλα εμφανίζεται μπροστά μου σαν από το πουθενά.
«Γαμώτο!» βλαστημάω και την κλοτσάω. Πέφτει και ο ήχος είναι σαν να χτυπάει μέσα στο κεφάλι μου χειροτερεύοντας τον πονοκέφαλο. Αραδιάζω μια σειρά από βρισιές και κατευθύνομαι παραπατώντας προς το δωμάτιο. Ανοίγω την πόρτα και αμέσως τα μάτια μου πέφτουν πάνω της. Κοιμάται…κοιμάται βαθιά. Είναι όμορφη όταν κοιμάται.
«Ε..μι..λυ» συλλαβίζω σε μια προσπάθεια να προφέρω το όνομά της. Μου ξεφεύγει ένας λυγμός στη θύμηση του σημερινού συμβάντος. Δεν ήθελα να την πονέσω…όχι…είχα βγει εκτός εαυτού…αυτά τα λεφτά τα μάζευα ένα χρόνο τώρα για να αγοράσω μια από αυτές τις φοβέρες μηχανές και μόλις είδα ότι έλειπαν, δεν κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Η μάνα μου το έκανε πάλι το θαύμα της…θα της δείξω εγώ όμως αύριο…θα τη βάλω να μου τα ξεπληρώσει όλα.
«Ναθάνιελ;». Τέλεια, ξύπνησε ο Τόμας.
«Κοιμήσου» λέω και σωριάζομαι στο κρεβάτι μου. Ορισμένες φορές αναρωτιέμαι γιατί είναι τόσο μακριά απ’ το δικό της. Μας χωρίζουν τα αδέρφια μου…αλλά ναι…εγώ το έβαλα εκεί όταν έμαθα ότι θα ερχόταν εδώ…
«Ηλίθιε» λέω στο εαυτό μου. Πως μια τόσο γλυκιά και αθώα κοπέλα θα μπορούσε να αποτελεί απειλή; Ξεφυσάω και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα. Δεν παίρνει πολύ ώρα να με πάρει ο ύπνος.



Δέσποινα Χρ.