Ντύνομαι βιαστικά, γιατί όλο αυτό το ξέσπασμα της Σούζαν με καθυστέρησε και βγαίνω απ’ το δωμάτιο για να πάω στο αίθριο για το πρώτο μάθημα της ημέρας. Όπως το περίμενα η Σούζαν με καθυστέρησε αρκετά όχι μόνο για να προλάβω να περάσω απ’ την τραπεζαρία λίγο πριν κλείσει για να φάω κάτι στα γρήγορα, αλλά και για να φτάσω εγκαίρως στο μάθημα των καλλιτεχνικών. Εγκαίρως βέβαια για τα δεδομένα της δεσποινίδος Μακάλιστερ, που θέλει να είμαστε στο αίθριο ή όπου αλλού γίνει το μάθημα, δέκα λεπτά νωρίτερα απ’ την επίσημη ώρα έναρξης του μαθήματος. Όταν μπαίνω λοιπόν στο αίθριο δεκαεπτά ζευγάρια μάτια πέφτουν πάνω μου επικριτικά το ένα μάλιστα, αυτό της δεσποινίδος Μακάλιστερ βλοσυρό και αποδοκιμαστικό.
«Δε θα ξανά ανεχτώ τέτοια αψήφιση των κανόνων δεσποινίς Γουόλτον. Απαιτώ από δω και στο εξής να προσέρχεσαι στο μάθημα στην ώρα σου όπως οι υπόλοιπες οικότροφοι. Έγινα σαφής ;» ρωτάει σε απειλητικό τόνο.
«Μάλιστα δεσποινίς», απαντώ με χαμηλή φωνή που φανερώνει μεταμέλεια, αν και στην πραγματικότητα δε με ενδιαφέρει καν να είμαι στην ώρα μου στο ανόητο μάθημα της κι έπειτα προχωρώ προς τον μοναδικό καμβά στην αίθουσα που δεν είναι ήδη κατειλημμένος και κάθομαι στην καρέκλα που βρίσκεται μπροστά του.
Η Αλέγκρα, η καλύτερη και μοναδική μου για την ακρίβεια φίλη στην Ακαδημία κάθεται μπροστά στον καμβά που βρίσκεται ακριβώς στα δεξιά μου και μόλις την κοιτάζω μου χαμογελά εύθυμα και σχηματίζει με τα χείλη της τη φράση «Χρόνια πολλά» κι έπειτα στρέφει την προσοχή της προς το κέντρο της αίθουσας όπου η δεσποινίς Μακάλιστερ ξεροβήχει για να μας κάνει να την προσέξουμε κηρύσσοντας την έναρξη του σημερινού βαρετού της μαθήματος.
«Δεσποινίδες μου σήμερα, όπως βλέπετε θα ζωγραφίσετε αυτή τη πιατέλα με τα φρούτα. Θέλω η απόδοσή σας να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική. Ακολουθείστε τις τεχνικές και τις οδηγίες που σας έχω δώσει σε προηγούμενα μαθήματα ζωγραφικής που κάναμε. Συγκεντρωθείτε και δώστε τον καλύτερό σας εαυτό».
Μετά απ’ αυτή την υπόδειξη δεκαεφτά ζευγάρια χέρια έπιασαν σιωπηλά τα πινέλα και τα καβαλέτα και ρίχτηκαν στη δουλειά. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονται στο αίθριο είναι το απαλό σύρσιμο των πινέλων στους καμβάδες και το πλατσούρισμά τους στα δοχεία με το νερό, όπου ξεπλένονταν από τη μια μπογιά για να βουτήξουν στην άλλη και πάλι απ’ την αρχή.
Μέχρι να ακουστεί ο ήχος απ’ το καμπανάκι που χτυπάει η επιστάτρια σημαίνοντας το τέλος της κάθε ώρας μαθήματος τα νεύρα μου έχουν τεντωθεί, γιατί όσο και αν προσπαθούσα δεν κατάφερνα να πετύχω ούτε το χρώμα, ούτε το μέγεθος του τσαμπιού από σταφύλι, ούτε το στρογγυλό σχήμα απ’ το πορτοκάλι, για να μην αναφερθώ στο πως τελικά έκανα το μήλο. Στο φθινοπωρινό μου μπολ τα φρούτα φαίνονταν μαραμένα και τελείως αποκρουστικά και ο πίνακάς μου ήταν επιεικώς απαίσιος. Και πέρα απ’ την αποτυχία μου να φτιάξω έναν πίνακα της προκοπής, είχα και την δεσποινίδα Μακάλιστερ να περνά κάθε τόσο από πάνω μου και να κοιτάζει με απογοήτευση τον καμβά μου, σα να μου έλεγε πως ήμουν τελείως άχρηστη και ποτέ δε θα κατάφερνα να κάνω τίποτε καλά στη ζωή μου.
Όταν ο λυτρωτικός ήχος απ’ το καμπανάκι ακούγεται σηκώνομαι αμέσως απ’ τη θέση μου και βαδίζω προς την έξοδο του αιθρίου. Δεν κάνω τον κόπο καν να κοιτάξω τους πίνακες των υπόλοιπων κοριτσιών καθώς τους προσπερνάω, γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα ναι καλύτεροι απ’ τον δικό μου και δε χρειάζομαι άλλη υπενθύμιση του πόσο μη καλλιτεχνική φύση είμαι. Πριν προλάβω να βγω απ’ το αίθριο, η Αλέγκρα με προλαβαίνει στην πόρτα προσαρμόζοντας το
χοροπηδηχτό σχεδόν περπάτημά της στο ρυθμό του δικού μου καθώς κατευθυνόμαστε στην αίθουσα του κάστρου που θα παρακολουθήσουμε το επόμενο μας μάθημα.
«Καλημέρα Λάιρα. Χρόνια πολλά!» μου λέει εύθυμα με την τραγουδιστή, παιχνιδιάρικη φωνή της και μ’ αγκαλιάζει απ’ το πλάι σφιχτά, καθώς περπατάμε. Η Αλέγκρα είναι πάντοτε γεμάτη με τόση ενέργεια και καλή διάθεση ακόμα και όταν έχει μια κακή ή κουραστική μέρα που παρ’ όλο που την ξέρω τόσα χρόνια, ακόμα με εκπλήσσει ώρες ώρες η αστείρευτη, πηγαία ζωντάνια της. Πηδάει μονίμως από δω και από κει ακούραστα με ένα υπέροχο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό της πάντα πρόθυμη και δεκτική. Αναμφίβολα είναι ο πιο καλόκαρδος και αθώος άνθρωπος που ξέρω και αυτό κάνει τόσο άδικη την συμπεριφορά των άλλων κοριτσιών απέναντι της. Οι υπόλοιπες οικότροφοι την αντιμετωπίζουν σαν ένα κατώτερο απ’ αυτές θορυβώδες ζωύφιο. Συνήθως την αποφεύγουν και συχνά την κοροϊδεύουν, τόσο για τον εύθυμο και επιρρεπή στα ατυχήματα χαρακτήρα της, αλλά και για το γεγονός πως οι γονείς της είναι τελείως διαφορετικοί από τα πρότυπα των μελών της υψηλής κοινωνίας και έχουν ρίζες από κάποια μακρινή χώρα. Πάντως η ίδια δε δείχνει να επηρεάζεται απ’ τη συμπεριφορά τους, ούτε να στενοχωριέται και πάνω απ’ όλα δεν κατηγορεί και δεν κακολογεί καμιά τους, σε αντίθεση με έμενα.
«Σιγά θα πέσουμε», λέω γελώντας και σταματώ για να δεχτώ το αγκάλιασμά της. « Σ’ ευχαριστώ», προσθέτω. «Μάλλον είσαι η μόνη που το θυμήθηκε» της λέω προσπαθώντας να κρύψω την απογοήτευσή μου.
«Ω, είμαι σίγουρη πως αυτό δεν είναι αλήθεια», μου απαντά και μπαίνει μπροστά ακριβώς στο πρόσωπο μου βυθίζοντας τα γαλανά της μάτια στα δικά μου, όπως κάνει συνήθως όταν θέλει να αναγκάσει κάποιον να της πει την αλήθεια, συνήθεια που με κάνει συνήθως να γελάω. «Τι συνέβη;», με ρωτά καθώς προσπαθεί να κλέψει θαρρείς την απάντηση μέσα απ’ τα μάτια μου.
«Τίποτε σπουδαίο, απλά μάλωσα το πρωί με τη Σούζαν και επίσης ξέχασε τα γενέθλιά μου», της απαντώ σε εύθυμο τόνο μετά απ’ τα καμώματά της.
« Ω έλα τώρα η Σούζαν έχει τόσες δουλειές να προλάβει και είμαι σίγουρη πως κάπου ανάμεσα στις έγνοιες και τον καυγά σας ξέχασε να σου πει χρόνια πολλά. Αποκλείεται να ξέχασε τα γενέθλια σου, είσαι η μόνη συγγενής της και σ’ αγαπάει πολύ, θα δεις μέχρι το τέλος της μέρας θα χει λυθεί η παρεξήγηση μεταξύ σας», μου απαντά με σιγουριά. Δεν ξέρω πως το καταφέρνει, αλλά κάθε φορά με κάνει και νιώθω καλύτερα οτιδήποτε και αν με απασχολεί.
« Σ’ ευχαριστώ» της απαντώ και ξαναρχίζουμε να προχωράμε προς το δωμάτιο που διδασκόμαστε λογοτεχνία.
«Τι σχέδια έχεις για σήμερα;» με ρωτάει.
Αφού ρίχνω μια ματιά γύρω μας για να σιγουρευτώ πως καμία συμμαθήτρια ή καθηγήτριά μας δεν βρίσκεται σε τέτοια απόσταση ώστε να μπορέσει να ακούσει την απάντησή μου της λέω: « Θα βγω έξω για να συναντήσω τον Γουίλ».
«Ώστε θα συναντήσεις τον Γουίλ;» επαναλαμβάνει τα λόγια μου σε αρκετά δυνατή ένταση ώστε να με κάνει να την αγριοκοιτάξω συρίζοντας και να ρίξω άλλη μια τρομαγμένη ματιά γύρω μου.
«Μη φωνάζεις» της λέω.
« Συγγνώμη» μου απαντά ενώ το παιχνιδιάρικο χαμόγελό της μετατρέπεται σε πονηρό πριν συνεχίσει «πρέπει να τον γνωρίσω κάποια φορά αυτόν τον Γουίλ. Περνάτε πολύ χρόνο μαζί και κάθε φορά που γυρνάς από μια βόλτα μαζί του έχεις ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά».
«Ωχ Αλέγκρα τα έχουμε ξαναπεί αυτά, εγώ και ο Γουίλ είμαστε απλοί φίλοι και τίποτε παραπάνω. Θα σου τον γνωρίσω κάποια στιγμή αν το θέλεις τόσο» της απαντώ χαμογελώντας, βάζοντας ένα τέλος προσωρινά στα αιώνια στα υπονοούμενά της για μένα και τον «μυστήριο Γουίλ που κρατάω κρυφό και δεν της γνωρίζω».
Ο Γουίλ κι εγώ είμαστε πράγματι φίλοι. Μόνο φίλοι και τίποτε παραπάνω. Για την ακρίβεια είναι ο καλύτερός μου φίλος εκτός Ακαδημίας. Κάνουμε παρέα εδώ και τέσσερα χρόνια και περνάω τον περισσότερο απ’ τον ελάχιστο χρόνο μου εκτός Ακαδημίας μαζί του. Ποτέ όμως δεν σκέφτηκα πραγματικά πως θα μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο μεταξύ μας, παρά τα υπονοούμενα και τα πονηρά χαμογελάκια της Αλέγκρα. Ο Γουίλ με βλέπει ως φίλη του κι εγώ ως φίλο μου και ποτέ δε θα αλλάξει αυτό.
Καθώς εγώ και η Αλέγκρα ανεβαίνουμε την μεγάλη δρύινη σκάλα που οδηγεί στο δεύτερο πάτωμα της Ακαδημίας όπου βρίσκονται οι αίθουσες διδασκαλίας συναντάμε την σατανική τετράδα.
Με το όνομα αυτό αποκαλούμε εγώ και οι Αλέγκρα μεταξύ μας τέσσερις από τις συνοικοτρόφους και συμμαθήτριές μας. Είναι οι πιο πλούσιες και πιο ψηλομύτες κοπέλες στην Ακαδημία. Κάποτε ήταν πέντε αλλά η αρχηγός τους η Σιρένα, κατάφερε τον πολυπόθητο στόχο όλων των οικότροφων, όχι όμως και δικό μου
και βασικό σκοπό της Ακαδημίας: μέσα απ’ την καλλιέργεια και εκπαίδευσή μας, να εξασφαλίσουμε μια όσο το δυνατόν καλύτερη ζωή μέσα από έναν καλό και πλούσιο γάμο. Η Σιρένα με την γοητεία και το χάρισμά της στις κοινωνικές σχέσεις, που συμπληρωνόταν από ένα πολύ μεγάλο χάρισμα στην κακία, κατάφερε να πετύχει σε αρκετά μικρή ηλικία, στα 17 της, το γάμο που οι περισσότερες συμμαθήτριές μας ονειρεύονταν και έτσι όλες τους και κυρίως οι αγαπημένες τις φίλες, η σατανική τετράδα, που αναγκάστηκαν να συνεχίσουν τη φοίτηση τους στην Ακαδημία χωρίς την παρουσία της, καθώς εκείνη έφυγε πια απ’ την Ακαδημία και μετακόμισε στο νέο της σπίτι, προσπαθούν διακαώς και όλο πιο εντατικά να ακολουθήσουν σύντομα τα βήματα της και να είναι οι επόμενες που θα παντρευτούν έναν πλούσιο γόνο μιας αριστοκρατικής οικογένειας.
Τα μέλη της σατανικής τετράδας λοιπόν νομίζουν πως το γεγονός ότι έχουν πολλά χρήματα και ότι οι γονείς τους είναι οι βασικοί παράγοντες χρηματοδότησης της σχολής αυτό τους δίνει το δικαίωμα να κυβερνούν εμάς τις υπόλοιπες, να μας ταπεινώνουν και να μας κοροϊδεύουν. Δυστυχώς όλες οι υπόλοιπες οικότροφοι τις φοβούνται και δεν τολμούν να πάνε κόντρα στις δικές τους αποφάσεις και συμπεριφορές οπότε όποιον βάλλουν στο μάτι αυτές, αυτομάτως οι υπόλοιπες πρέπει να τον απομονώσουν και να μην έχουν πολλά πάρε δώσε μαζί του για να μη μπούνε και οι ίδιες στο στόχαστρο της σατανικής τετράδας. Οπότε εγώ και η Αλέγκρα είμαστε σχεδόν αποκομμένες απ’ τις υπόλοιπες συμμαθήτριές μας γιατί είχαμε την τιμή να μας επιλέξουν οι τέσσερεις τους ως αποδιοπομπαίους τράγους, την Αλέγκρα λόγο καταγωγής και οικογένειας και εμένα επειδή είμαι απλώς « η αδελφή μιας φτωχής καμαριέρας και δεν ανήκω στον κύκλο τους ούτε θα καταφέρω ποτέ να μπω γιατί δεν έχω τις ικανότητες και τους δικούς τους τρόπους και αγωγή» όπως μου έχουν ξεκαθαρίσει ουκ ολίγες φορές άμεσα και έμμεσα. Ακόμα και οι καθηγητές μας είναι πιο ελαστικοί μαζί τους γιατί η τακτική της Ακαδημίας είναι να μη δυσαρεστεί ποτέ τους βασικούς χρηματοδότες και συντηρητές της περιουσίας της, δηλαδή τους γονείς τους, πράγμα που θα συνέβαινε αν δυσαρεστούνταν οι θυγατέρες τους. Οπότε όλοι μας οφείλουμε να ανεχόμαστε τα καπρίτσια τους και την αφ υψηλού αντιμετώπισή τους.
Τώρα λοιπόν οι τέσσερεις τους κατεβαίνουν τη σκάλα με αυτοπεποίθηση καθώς ψιθυρίζουν μεταξύ τους κάτι προφανώς πολύ αστείο, γιατί αρχίζουν να γελούν συγχρόνως δυνατά. Καθώς περνάμε από δίπλα τους η νέα αρχηγός τους, η Ρόουρ σταματά να γελά και μ’ αγγίζει στον ώμο.
«Λάιρα θα μπορούσες να πεις στην αδελφή σου να μου αλλάξει πάλι τις πετσέτες του μπάνιου; Μια απ’ αυτές είχε ένα μεγάλο λεκέ πάνω της. Και να της πεις σε παρακαλώ να είναι πιο προσεκτική στη δουλειά της γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει και θα ήταν κρίμα λίγες απροσεξίες να της στερήσουν τη δουλειά της έτσι δεν είναι;» με ρωτάει δήθεν αθώα ενώ ένα υποκριτά φιλικό χαμόγελο στολίζει το πρόσωπό της χωρίς όμως να καταφέρνει να κρύψει στα μάτια μου την υπεροψία και την κακία που κρύβουν τα λόγια της, καθώς έχω μάθει τον τρόπο που αυτή και η παρέα της λειτουργούν: ύπουλα και υποχθόνια. Είμαι σίγουρη πως η Σούζαν δεν έκανε κανένα τέτοιο σφάλμα ούτε τώρα ούτε παλαιότερα, απλά αυτός είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί η σατανική τετράδα για να σου θυμίζει τη θέση σου σ’ αυτή τη μικρογραφία της κοινωνίας, να σου θυμίζει πως είσαι κατώτερος. Δε με ενδιαφέρουν όμως οι ανόητες προσβολές τους ούτε θέλω να κάνω έναν πλούσιο και επικερδή γάμο όπως αυτές και να ενσωματωθώ στη σαθρή αριστοκρατία τους. Το μόνο που θέλω είναι να αποφοιτήσω απ’ αυτήν την ασφυκτική Ακαδημία και να τα αφήσω όλα αυτά πίσω μου. Να βρω μια δουλειά μακριά από όλες αυτές τις ρηχές κοπέλες και να νιώσω ελεύθερη, μακριά απ’ όλες τις δεσμεύσεις και τα πρέπει του κύκλου τους. Παρ’ όλα αυτά δε θέλω να ρισκάρω τη θέση της Σούζαν στην Ακαδημία και να καταστρέψω τη δική της ζωή για τα δικά μου πιστεύω και τους δικούς μου πόθους, ούτως ή άλλως δεν μπορώ να εκπληρώσω κανένα απ’ τα δικά μου όνειρα πριν ενηλικιωθώ και αποφοιτήσω απ’ την Ακαδημία που δυστυχώς είναι το μοναδικό μου σπίτι προς το παρόν, οπότε παρ’ όλο που θα θελα όσο τίποτε να απαντήσω διαφορετικά στην Ρόουζ και να βάλω αυτή και την παρέα της στη θέση τους, λέω:
« Είμαι σίγουρη πως πρόκειται για παρεξήγηση Ρόουζ, η Σούζαν κάνει πολύ προσεκτικά τη δουλειά της. Πάντως θα την ενημερώσω για το αίτημά σου» της απαντώ προσπαθώντας να κρύψω την οργή μου για τις προσβολές και τις απειλές τις πίσω από ένα χαμόγελο το οποίο προσπαθώ να δείχνει φιλικό και ανέμελο ώστε να μην της δώσω την ικανοποίηση να καταλάβει τα αληθινά μου αισθήματα που θα επιβεβαίωναν πως πέτυχε το στόχο της, να με νευριάσει και να με ταπεινώσει.
Η Ρόουζ μου χαμογελά και πάλι και πάει να ξεκινήσει πάλι την κατάβαση της σκάλας με τις υπόλοιπες να την πλαισιώνουν όταν λέει: «Εντάξει λοιπόν. Καλό μάθημα Λάιρα, καλό μάθημα λαγουδάκι».
Λαγουδάκι λέει την Αλέγκρα, είναι ένα καινούριο ψευδώνυμο που επινόησαν γι’ αυτή τελευταία στα πλαίσια της άσβεστης προσπάθειάς τους ταπεινώστε και υποβιβάστε τους άλλους. Ρίχνω μια ματιά στην Αλέγκρα και βλέπω το πρόσωπό της να σκοτεινιάζει στιγμιαία και να αποκτά μια θλιμμένη όψη, πριν ξαναβρεί
την αυτοκυριαρχία της και ξαναφορέσει ένα συνεσταλμένο χαμόγελο που δεν είναι παρά η σκιά του κανονικού της αδιόρατου, αληθινού χαμόγελου, χωρίς να πει κάτι.
Ως εδώ ήταν σκέφτομαι από μέσα μου, πως μπορούν να κοροϊδεύουν κάποια τόσο γλυκιά και καλοσυνάτη όπως η Αλέγκρα που ποτέ της δεν πειράζει κανέναν; Πως μπορούν να αστειεύονται με το γεγονός ότι είναι γεμάτη ζωντάνια και αθωότητα. Δε θα το αφήσω αυτό να περάσει έτσι, αρκετά μας χλεύασαν σκέφτομαι νιώθοντας να βράζω από οργή για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες και αυτή τη φορά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
« Ρόουζ στάσου λίγο» της λέω, «νομίζω πως κάτι έχεις στο πρόσωπό σου», συμπληρώνω, κάνοντας τη με κοιτάξει. «Ναι» συνεχίζω όταν γυρνάει προς το μέρος μου με απορία και στιγμιαίο τρόμο τον οποίο δεν προλαβαίνει να κρύψει εγκαίρως λόγω του σαστίσματός της, «έχεις μια μουτζούρα εδώ» της λέω δείχνοντας με το δάχτυλό μου ένα σημείο πάνω στο δεξί μου μάγουλο.
Εκείνη σκουπίζει βιαστικά το μάγουλό της με το χέρι της με το υπεροπτικό χαμόγελο να έχει σβήσει από τα χείλια της.
« Καλό μάθημα και σ’ εσάς κορίτσια» τους λέω καθώς στέκονται ακίνητες και σαστισμένες στη θέα της ντροπιασμένης αρχηγού τους και αφού τους χαμογελώ γλυκά τους γυρίζω την πλάτη και ανεβαίνω τα υπόλοιπα σκαλοπάτια της στριφογυριστής σκάλας με την Αλέγκρα να με ακολουθεί σιωπηλή.
Ω, τι αγαπημένες και χαμογελαστές συμμαθήτριες που είμαστε όλες μας!
Όλγα Σ.
«Δε θα ξανά ανεχτώ τέτοια αψήφιση των κανόνων δεσποινίς Γουόλτον. Απαιτώ από δω και στο εξής να προσέρχεσαι στο μάθημα στην ώρα σου όπως οι υπόλοιπες οικότροφοι. Έγινα σαφής ;» ρωτάει σε απειλητικό τόνο.
«Μάλιστα δεσποινίς», απαντώ με χαμηλή φωνή που φανερώνει μεταμέλεια, αν και στην πραγματικότητα δε με ενδιαφέρει καν να είμαι στην ώρα μου στο ανόητο μάθημα της κι έπειτα προχωρώ προς τον μοναδικό καμβά στην αίθουσα που δεν είναι ήδη κατειλημμένος και κάθομαι στην καρέκλα που βρίσκεται μπροστά του.
Η Αλέγκρα, η καλύτερη και μοναδική μου για την ακρίβεια φίλη στην Ακαδημία κάθεται μπροστά στον καμβά που βρίσκεται ακριβώς στα δεξιά μου και μόλις την κοιτάζω μου χαμογελά εύθυμα και σχηματίζει με τα χείλη της τη φράση «Χρόνια πολλά» κι έπειτα στρέφει την προσοχή της προς το κέντρο της αίθουσας όπου η δεσποινίς Μακάλιστερ ξεροβήχει για να μας κάνει να την προσέξουμε κηρύσσοντας την έναρξη του σημερινού βαρετού της μαθήματος.
«Δεσποινίδες μου σήμερα, όπως βλέπετε θα ζωγραφίσετε αυτή τη πιατέλα με τα φρούτα. Θέλω η απόδοσή σας να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική. Ακολουθείστε τις τεχνικές και τις οδηγίες που σας έχω δώσει σε προηγούμενα μαθήματα ζωγραφικής που κάναμε. Συγκεντρωθείτε και δώστε τον καλύτερό σας εαυτό».
Μετά απ’ αυτή την υπόδειξη δεκαεφτά ζευγάρια χέρια έπιασαν σιωπηλά τα πινέλα και τα καβαλέτα και ρίχτηκαν στη δουλειά. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονται στο αίθριο είναι το απαλό σύρσιμο των πινέλων στους καμβάδες και το πλατσούρισμά τους στα δοχεία με το νερό, όπου ξεπλένονταν από τη μια μπογιά για να βουτήξουν στην άλλη και πάλι απ’ την αρχή.
Μέχρι να ακουστεί ο ήχος απ’ το καμπανάκι που χτυπάει η επιστάτρια σημαίνοντας το τέλος της κάθε ώρας μαθήματος τα νεύρα μου έχουν τεντωθεί, γιατί όσο και αν προσπαθούσα δεν κατάφερνα να πετύχω ούτε το χρώμα, ούτε το μέγεθος του τσαμπιού από σταφύλι, ούτε το στρογγυλό σχήμα απ’ το πορτοκάλι, για να μην αναφερθώ στο πως τελικά έκανα το μήλο. Στο φθινοπωρινό μου μπολ τα φρούτα φαίνονταν μαραμένα και τελείως αποκρουστικά και ο πίνακάς μου ήταν επιεικώς απαίσιος. Και πέρα απ’ την αποτυχία μου να φτιάξω έναν πίνακα της προκοπής, είχα και την δεσποινίδα Μακάλιστερ να περνά κάθε τόσο από πάνω μου και να κοιτάζει με απογοήτευση τον καμβά μου, σα να μου έλεγε πως ήμουν τελείως άχρηστη και ποτέ δε θα κατάφερνα να κάνω τίποτε καλά στη ζωή μου.
Όταν ο λυτρωτικός ήχος απ’ το καμπανάκι ακούγεται σηκώνομαι αμέσως απ’ τη θέση μου και βαδίζω προς την έξοδο του αιθρίου. Δεν κάνω τον κόπο καν να κοιτάξω τους πίνακες των υπόλοιπων κοριτσιών καθώς τους προσπερνάω, γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα ναι καλύτεροι απ’ τον δικό μου και δε χρειάζομαι άλλη υπενθύμιση του πόσο μη καλλιτεχνική φύση είμαι. Πριν προλάβω να βγω απ’ το αίθριο, η Αλέγκρα με προλαβαίνει στην πόρτα προσαρμόζοντας το
χοροπηδηχτό σχεδόν περπάτημά της στο ρυθμό του δικού μου καθώς κατευθυνόμαστε στην αίθουσα του κάστρου που θα παρακολουθήσουμε το επόμενο μας μάθημα.
«Καλημέρα Λάιρα. Χρόνια πολλά!» μου λέει εύθυμα με την τραγουδιστή, παιχνιδιάρικη φωνή της και μ’ αγκαλιάζει απ’ το πλάι σφιχτά, καθώς περπατάμε. Η Αλέγκρα είναι πάντοτε γεμάτη με τόση ενέργεια και καλή διάθεση ακόμα και όταν έχει μια κακή ή κουραστική μέρα που παρ’ όλο που την ξέρω τόσα χρόνια, ακόμα με εκπλήσσει ώρες ώρες η αστείρευτη, πηγαία ζωντάνια της. Πηδάει μονίμως από δω και από κει ακούραστα με ένα υπέροχο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό της πάντα πρόθυμη και δεκτική. Αναμφίβολα είναι ο πιο καλόκαρδος και αθώος άνθρωπος που ξέρω και αυτό κάνει τόσο άδικη την συμπεριφορά των άλλων κοριτσιών απέναντι της. Οι υπόλοιπες οικότροφοι την αντιμετωπίζουν σαν ένα κατώτερο απ’ αυτές θορυβώδες ζωύφιο. Συνήθως την αποφεύγουν και συχνά την κοροϊδεύουν, τόσο για τον εύθυμο και επιρρεπή στα ατυχήματα χαρακτήρα της, αλλά και για το γεγονός πως οι γονείς της είναι τελείως διαφορετικοί από τα πρότυπα των μελών της υψηλής κοινωνίας και έχουν ρίζες από κάποια μακρινή χώρα. Πάντως η ίδια δε δείχνει να επηρεάζεται απ’ τη συμπεριφορά τους, ούτε να στενοχωριέται και πάνω απ’ όλα δεν κατηγορεί και δεν κακολογεί καμιά τους, σε αντίθεση με έμενα.
«Σιγά θα πέσουμε», λέω γελώντας και σταματώ για να δεχτώ το αγκάλιασμά της. « Σ’ ευχαριστώ», προσθέτω. «Μάλλον είσαι η μόνη που το θυμήθηκε» της λέω προσπαθώντας να κρύψω την απογοήτευσή μου.
«Ω, είμαι σίγουρη πως αυτό δεν είναι αλήθεια», μου απαντά και μπαίνει μπροστά ακριβώς στο πρόσωπο μου βυθίζοντας τα γαλανά της μάτια στα δικά μου, όπως κάνει συνήθως όταν θέλει να αναγκάσει κάποιον να της πει την αλήθεια, συνήθεια που με κάνει συνήθως να γελάω. «Τι συνέβη;», με ρωτά καθώς προσπαθεί να κλέψει θαρρείς την απάντηση μέσα απ’ τα μάτια μου.
«Τίποτε σπουδαίο, απλά μάλωσα το πρωί με τη Σούζαν και επίσης ξέχασε τα γενέθλιά μου», της απαντώ σε εύθυμο τόνο μετά απ’ τα καμώματά της.
« Ω έλα τώρα η Σούζαν έχει τόσες δουλειές να προλάβει και είμαι σίγουρη πως κάπου ανάμεσα στις έγνοιες και τον καυγά σας ξέχασε να σου πει χρόνια πολλά. Αποκλείεται να ξέχασε τα γενέθλια σου, είσαι η μόνη συγγενής της και σ’ αγαπάει πολύ, θα δεις μέχρι το τέλος της μέρας θα χει λυθεί η παρεξήγηση μεταξύ σας», μου απαντά με σιγουριά. Δεν ξέρω πως το καταφέρνει, αλλά κάθε φορά με κάνει και νιώθω καλύτερα οτιδήποτε και αν με απασχολεί.
« Σ’ ευχαριστώ» της απαντώ και ξαναρχίζουμε να προχωράμε προς το δωμάτιο που διδασκόμαστε λογοτεχνία.
«Τι σχέδια έχεις για σήμερα;» με ρωτάει.
Αφού ρίχνω μια ματιά γύρω μας για να σιγουρευτώ πως καμία συμμαθήτρια ή καθηγήτριά μας δεν βρίσκεται σε τέτοια απόσταση ώστε να μπορέσει να ακούσει την απάντησή μου της λέω: « Θα βγω έξω για να συναντήσω τον Γουίλ».
«Ώστε θα συναντήσεις τον Γουίλ;» επαναλαμβάνει τα λόγια μου σε αρκετά δυνατή ένταση ώστε να με κάνει να την αγριοκοιτάξω συρίζοντας και να ρίξω άλλη μια τρομαγμένη ματιά γύρω μου.
«Μη φωνάζεις» της λέω.
« Συγγνώμη» μου απαντά ενώ το παιχνιδιάρικο χαμόγελό της μετατρέπεται σε πονηρό πριν συνεχίσει «πρέπει να τον γνωρίσω κάποια φορά αυτόν τον Γουίλ. Περνάτε πολύ χρόνο μαζί και κάθε φορά που γυρνάς από μια βόλτα μαζί του έχεις ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά».
«Ωχ Αλέγκρα τα έχουμε ξαναπεί αυτά, εγώ και ο Γουίλ είμαστε απλοί φίλοι και τίποτε παραπάνω. Θα σου τον γνωρίσω κάποια στιγμή αν το θέλεις τόσο» της απαντώ χαμογελώντας, βάζοντας ένα τέλος προσωρινά στα αιώνια στα υπονοούμενά της για μένα και τον «μυστήριο Γουίλ που κρατάω κρυφό και δεν της γνωρίζω».
Ο Γουίλ κι εγώ είμαστε πράγματι φίλοι. Μόνο φίλοι και τίποτε παραπάνω. Για την ακρίβεια είναι ο καλύτερός μου φίλος εκτός Ακαδημίας. Κάνουμε παρέα εδώ και τέσσερα χρόνια και περνάω τον περισσότερο απ’ τον ελάχιστο χρόνο μου εκτός Ακαδημίας μαζί του. Ποτέ όμως δεν σκέφτηκα πραγματικά πως θα μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο μεταξύ μας, παρά τα υπονοούμενα και τα πονηρά χαμογελάκια της Αλέγκρα. Ο Γουίλ με βλέπει ως φίλη του κι εγώ ως φίλο μου και ποτέ δε θα αλλάξει αυτό.
Καθώς εγώ και η Αλέγκρα ανεβαίνουμε την μεγάλη δρύινη σκάλα που οδηγεί στο δεύτερο πάτωμα της Ακαδημίας όπου βρίσκονται οι αίθουσες διδασκαλίας συναντάμε την σατανική τετράδα.
Με το όνομα αυτό αποκαλούμε εγώ και οι Αλέγκρα μεταξύ μας τέσσερις από τις συνοικοτρόφους και συμμαθήτριές μας. Είναι οι πιο πλούσιες και πιο ψηλομύτες κοπέλες στην Ακαδημία. Κάποτε ήταν πέντε αλλά η αρχηγός τους η Σιρένα, κατάφερε τον πολυπόθητο στόχο όλων των οικότροφων, όχι όμως και δικό μου
και βασικό σκοπό της Ακαδημίας: μέσα απ’ την καλλιέργεια και εκπαίδευσή μας, να εξασφαλίσουμε μια όσο το δυνατόν καλύτερη ζωή μέσα από έναν καλό και πλούσιο γάμο. Η Σιρένα με την γοητεία και το χάρισμά της στις κοινωνικές σχέσεις, που συμπληρωνόταν από ένα πολύ μεγάλο χάρισμα στην κακία, κατάφερε να πετύχει σε αρκετά μικρή ηλικία, στα 17 της, το γάμο που οι περισσότερες συμμαθήτριές μας ονειρεύονταν και έτσι όλες τους και κυρίως οι αγαπημένες τις φίλες, η σατανική τετράδα, που αναγκάστηκαν να συνεχίσουν τη φοίτηση τους στην Ακαδημία χωρίς την παρουσία της, καθώς εκείνη έφυγε πια απ’ την Ακαδημία και μετακόμισε στο νέο της σπίτι, προσπαθούν διακαώς και όλο πιο εντατικά να ακολουθήσουν σύντομα τα βήματα της και να είναι οι επόμενες που θα παντρευτούν έναν πλούσιο γόνο μιας αριστοκρατικής οικογένειας.
Τα μέλη της σατανικής τετράδας λοιπόν νομίζουν πως το γεγονός ότι έχουν πολλά χρήματα και ότι οι γονείς τους είναι οι βασικοί παράγοντες χρηματοδότησης της σχολής αυτό τους δίνει το δικαίωμα να κυβερνούν εμάς τις υπόλοιπες, να μας ταπεινώνουν και να μας κοροϊδεύουν. Δυστυχώς όλες οι υπόλοιπες οικότροφοι τις φοβούνται και δεν τολμούν να πάνε κόντρα στις δικές τους αποφάσεις και συμπεριφορές οπότε όποιον βάλλουν στο μάτι αυτές, αυτομάτως οι υπόλοιπες πρέπει να τον απομονώσουν και να μην έχουν πολλά πάρε δώσε μαζί του για να μη μπούνε και οι ίδιες στο στόχαστρο της σατανικής τετράδας. Οπότε εγώ και η Αλέγκρα είμαστε σχεδόν αποκομμένες απ’ τις υπόλοιπες συμμαθήτριές μας γιατί είχαμε την τιμή να μας επιλέξουν οι τέσσερεις τους ως αποδιοπομπαίους τράγους, την Αλέγκρα λόγο καταγωγής και οικογένειας και εμένα επειδή είμαι απλώς « η αδελφή μιας φτωχής καμαριέρας και δεν ανήκω στον κύκλο τους ούτε θα καταφέρω ποτέ να μπω γιατί δεν έχω τις ικανότητες και τους δικούς τους τρόπους και αγωγή» όπως μου έχουν ξεκαθαρίσει ουκ ολίγες φορές άμεσα και έμμεσα. Ακόμα και οι καθηγητές μας είναι πιο ελαστικοί μαζί τους γιατί η τακτική της Ακαδημίας είναι να μη δυσαρεστεί ποτέ τους βασικούς χρηματοδότες και συντηρητές της περιουσίας της, δηλαδή τους γονείς τους, πράγμα που θα συνέβαινε αν δυσαρεστούνταν οι θυγατέρες τους. Οπότε όλοι μας οφείλουμε να ανεχόμαστε τα καπρίτσια τους και την αφ υψηλού αντιμετώπισή τους.
Τώρα λοιπόν οι τέσσερεις τους κατεβαίνουν τη σκάλα με αυτοπεποίθηση καθώς ψιθυρίζουν μεταξύ τους κάτι προφανώς πολύ αστείο, γιατί αρχίζουν να γελούν συγχρόνως δυνατά. Καθώς περνάμε από δίπλα τους η νέα αρχηγός τους, η Ρόουρ σταματά να γελά και μ’ αγγίζει στον ώμο.
«Λάιρα θα μπορούσες να πεις στην αδελφή σου να μου αλλάξει πάλι τις πετσέτες του μπάνιου; Μια απ’ αυτές είχε ένα μεγάλο λεκέ πάνω της. Και να της πεις σε παρακαλώ να είναι πιο προσεκτική στη δουλειά της γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει και θα ήταν κρίμα λίγες απροσεξίες να της στερήσουν τη δουλειά της έτσι δεν είναι;» με ρωτάει δήθεν αθώα ενώ ένα υποκριτά φιλικό χαμόγελο στολίζει το πρόσωπό της χωρίς όμως να καταφέρνει να κρύψει στα μάτια μου την υπεροψία και την κακία που κρύβουν τα λόγια της, καθώς έχω μάθει τον τρόπο που αυτή και η παρέα της λειτουργούν: ύπουλα και υποχθόνια. Είμαι σίγουρη πως η Σούζαν δεν έκανε κανένα τέτοιο σφάλμα ούτε τώρα ούτε παλαιότερα, απλά αυτός είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί η σατανική τετράδα για να σου θυμίζει τη θέση σου σ’ αυτή τη μικρογραφία της κοινωνίας, να σου θυμίζει πως είσαι κατώτερος. Δε με ενδιαφέρουν όμως οι ανόητες προσβολές τους ούτε θέλω να κάνω έναν πλούσιο και επικερδή γάμο όπως αυτές και να ενσωματωθώ στη σαθρή αριστοκρατία τους. Το μόνο που θέλω είναι να αποφοιτήσω απ’ αυτήν την ασφυκτική Ακαδημία και να τα αφήσω όλα αυτά πίσω μου. Να βρω μια δουλειά μακριά από όλες αυτές τις ρηχές κοπέλες και να νιώσω ελεύθερη, μακριά απ’ όλες τις δεσμεύσεις και τα πρέπει του κύκλου τους. Παρ’ όλα αυτά δε θέλω να ρισκάρω τη θέση της Σούζαν στην Ακαδημία και να καταστρέψω τη δική της ζωή για τα δικά μου πιστεύω και τους δικούς μου πόθους, ούτως ή άλλως δεν μπορώ να εκπληρώσω κανένα απ’ τα δικά μου όνειρα πριν ενηλικιωθώ και αποφοιτήσω απ’ την Ακαδημία που δυστυχώς είναι το μοναδικό μου σπίτι προς το παρόν, οπότε παρ’ όλο που θα θελα όσο τίποτε να απαντήσω διαφορετικά στην Ρόουζ και να βάλω αυτή και την παρέα της στη θέση τους, λέω:
« Είμαι σίγουρη πως πρόκειται για παρεξήγηση Ρόουζ, η Σούζαν κάνει πολύ προσεκτικά τη δουλειά της. Πάντως θα την ενημερώσω για το αίτημά σου» της απαντώ προσπαθώντας να κρύψω την οργή μου για τις προσβολές και τις απειλές τις πίσω από ένα χαμόγελο το οποίο προσπαθώ να δείχνει φιλικό και ανέμελο ώστε να μην της δώσω την ικανοποίηση να καταλάβει τα αληθινά μου αισθήματα που θα επιβεβαίωναν πως πέτυχε το στόχο της, να με νευριάσει και να με ταπεινώσει.
Η Ρόουζ μου χαμογελά και πάλι και πάει να ξεκινήσει πάλι την κατάβαση της σκάλας με τις υπόλοιπες να την πλαισιώνουν όταν λέει: «Εντάξει λοιπόν. Καλό μάθημα Λάιρα, καλό μάθημα λαγουδάκι».
Λαγουδάκι λέει την Αλέγκρα, είναι ένα καινούριο ψευδώνυμο που επινόησαν γι’ αυτή τελευταία στα πλαίσια της άσβεστης προσπάθειάς τους ταπεινώστε και υποβιβάστε τους άλλους. Ρίχνω μια ματιά στην Αλέγκρα και βλέπω το πρόσωπό της να σκοτεινιάζει στιγμιαία και να αποκτά μια θλιμμένη όψη, πριν ξαναβρεί
την αυτοκυριαρχία της και ξαναφορέσει ένα συνεσταλμένο χαμόγελο που δεν είναι παρά η σκιά του κανονικού της αδιόρατου, αληθινού χαμόγελου, χωρίς να πει κάτι.
Ως εδώ ήταν σκέφτομαι από μέσα μου, πως μπορούν να κοροϊδεύουν κάποια τόσο γλυκιά και καλοσυνάτη όπως η Αλέγκρα που ποτέ της δεν πειράζει κανέναν; Πως μπορούν να αστειεύονται με το γεγονός ότι είναι γεμάτη ζωντάνια και αθωότητα. Δε θα το αφήσω αυτό να περάσει έτσι, αρκετά μας χλεύασαν σκέφτομαι νιώθοντας να βράζω από οργή για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες και αυτή τη φορά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
« Ρόουζ στάσου λίγο» της λέω, «νομίζω πως κάτι έχεις στο πρόσωπό σου», συμπληρώνω, κάνοντας τη με κοιτάξει. «Ναι» συνεχίζω όταν γυρνάει προς το μέρος μου με απορία και στιγμιαίο τρόμο τον οποίο δεν προλαβαίνει να κρύψει εγκαίρως λόγω του σαστίσματός της, «έχεις μια μουτζούρα εδώ» της λέω δείχνοντας με το δάχτυλό μου ένα σημείο πάνω στο δεξί μου μάγουλο.
Εκείνη σκουπίζει βιαστικά το μάγουλό της με το χέρι της με το υπεροπτικό χαμόγελο να έχει σβήσει από τα χείλια της.
« Καλό μάθημα και σ’ εσάς κορίτσια» τους λέω καθώς στέκονται ακίνητες και σαστισμένες στη θέα της ντροπιασμένης αρχηγού τους και αφού τους χαμογελώ γλυκά τους γυρίζω την πλάτη και ανεβαίνω τα υπόλοιπα σκαλοπάτια της στριφογυριστής σκάλας με την Αλέγκρα να με ακολουθεί σιωπηλή.
Ω, τι αγαπημένες και χαμογελαστές συμμαθήτριες που είμαστε όλες μας!
Όλγα Σ.