Η φωνή της με βγάζει από τον γαλήνιο ύπνο μου, αναγκάζοντάς με να σηκωθώ παραπατώντας από το κρεβάτι για να δω τι συμβαίνει. Τρίβω τα μάτια μου και ψηλαφίζω με το χέρι μου τον τοίχο για να βρω τον διακόπτη που ανοίγει το φως. Αμέσως στο δωμάτιο απλώνεται ένα κατάλευκο πέπλο φωτός που με τυφλώνει. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου και όταν πια τα μάτια μου έχουν συνηθίσει στην έντονη λάμψη, ψάχνω να βρω τη ρόμπα μου.
Βγαίνω απ’ το δωμάτιο και ακροπατώντας, κατευθύνομαι προς το υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Σταματώντας έξω από την πόρτα τους, ακούω ένα έντονο μουρμουρητό, το οποίο στη συνέχεια παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Η μαμά φωνάζει, φωνάζει στον μπαμπά. Θέλω να ακούσω περισσότερα, ωστόσο δεν μπορώ να εισβάλλω μέσα και να απαιτήσω να μάθω κάτι που προφανώς δεν με αφορά. Ή ίσως και να με αφορά…αλλά και πάλι δεν θέλω να ανακατευτώ. Όταν έρθει η στιγμή θα με ενημερώσουν.
Κάνω να απομακρυνθώ, όταν η φωνή της μητέρας μου ακούγεται δυνατότερα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να κρυφακούσω. Γέρνω πάνω στην πόρτα και αφουγκράζομαι.
«…φύγει, Τριστάνο! Κινδυνεύει και δεν πρόκειται να αφήσω αυτή την τρελή να την πειράξει!». Είναι θυμωμένη και η φωνή της προσδίδει ένα αίσθημα απόγνωσης και φόβου. Στεναχωριέμαι όταν την ακούω έτσι.
«Τι μου ζητάς να κάνω δηλαδή; Να την φυγαδεύσω; Πάλι; Καρίνα, δεν πρόκειται να την αφήσω να φύγει ξανά και ιδίως για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα!». Ξεροκαταπίνω και πισωπατώ. Δεν θέλω να ακούσω. Όχι…δεν θέλω.
Τρέχω γραμμή προς το δωμάτιο μου και κλείνομαι μέσα. Πέφτω στο κρεβάτι και αρχίζω να χτυπάω με δύναμη το μαξιλάρι. Μιλούσαν για μένα, θέλουν να με διώξουν…πάλι. Δάκρυα αναβλύζουν στα μάτια μου και κάνω τα πάντα για να τα σβήσω, αλλά εκείνα με τρομερή επιμονή, καταφέρνουν να παραμένουν στη θέση τους. Έχω ελάχιστες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων κι αυτές είναι διάσπαρτες, σαν έναν σωρό πεσμένων φύλλων που φύσηξε ο άνεμος και διασκορπίστηκαν. Το μόνο που ξέρω με σιγουριά είναι πως ζούσα σαν κυνηγημένη, μακριά από τους πολυαγαπημένους μου γονείς και τη ζεστασιά του σπιτιού μας. Η μοναδική ανάμνηση που θυμάμαι ξεκάθαρα, είναι η αποχώριση μου από το σπίτι μου, από το στοιχείο μου. Δεν θέλω να το ξαναζήσω…
Βάζω το μαξιλάρι πίσω στη θέση του και κάθομαι στην πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο, που έχει θέα τη γαλάζια θάλασσα. Σωριάζομαι πάνω της και αφήνομαι σε ένα χαλαρωτικό κλάμα, ώσπου με παίρνει ο ύπνος.
Τρέχω ανάμεσα σε καμένα δέντρα, σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από αυτό που έχω συνηθίσει και από αυτό που θα ήθελα να βρίσκομαι. Η αποπνικτική μυρωδιά του καμένου ερεθίζει τη μύτη μου και μου προκαλεί τσούξιμο στα μάτια. Βήχω, σκουπίζοντας ταυτόχρονα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. Γυρίζω να δω αν με ακολουθεί. Ναι. Είναι πίσω μου και μου χαμογελά, με ένα χαμόγελο που λέει ‘θα σε πιάσω’. Του βγάζω τη γλώσσα και γυρίζω το πρόσωπό μου ευθεία. Λίγο ακόμα και το κυνηγητό θα έχει τελειώσει…λίγο ακόμα και θα μπορώ να επιστρέψω στο σπίτι. Σε εκείνον. Στον Ν…
Ξυπνάω. Σκουπίζω τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου, ακριβώς όπως έκανα στο όνειρο και ανακάθομαι. Η καρδιά μου σφυροκοπάει σαν τρελή μέσα στο στήθος μου και η αναπνοή μου βγαίνει ακανόνιστη. Χρειάζομαι νερό. Σηκώνομαι και αμέσως μόλις τα πόδια μου δέχονται το βάρος τους σώματός μου, λυγίζουν με αποτέλεσμα να πέσω στο πάτωμα. Όχι παλι.
Κάνω να σηκωθώ, αλλά μου είναι αδύνατον. Πονάω παντού και νιώθω τα μέλη μου πιασμένα. Βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση του ονείρου…ή μάλλον του οράματος. Είναι η τρίτη φορά που συμβαίνει αυτό μέσα σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες και έχει αρχίσει να καταντάει ενοχλητικό. Βλέπω οράματα μόνο όταν κάτι πρόκειται να αλλάξει ή να συμβεί, δεν ξέρω ακριβώς. Ένα είναι σίγουρο, πρέπει να μιλήσω στους γονείς μου.
***
Βάζω ένα θαλασσί, καλοκαιρινό φόρεμα και αφού πιάνω τα καστανά μαλλιά σε έναν ψιλό κότσο, βγαίνω απ’ το δωμάτιο για να αντιμετωπίσω τους γονείς μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να τους πω. Ότι κρυφάκουσα τη συζήτησή τους ή ότι εδώ και τρείς μέρες βλέπω το ίδιο όραμα ξανά και ξανά;
Αναστενάζω δυνατά όταν τους βλέπω να κάθονται χαμογελαστοί στην τραπεζαρία, τρώγοντας πρωινό σαν να μην συνέβη τίποτα το προηγούμενο βράδυ. Τουλάχιστον τώρα ξέρω ότι δεν πρέπει να ανοίξω το θέμα για τη φυγάδευσή μου…
«Καλημέρα» λέει ο πατέρας μου, χαρίζοντάς μου ένα από εκείνα τα εκθαμβωτικά του χαμόγελα.
«Καλημέρα, μπαμπά» λέω και κάθομαι στη θέση μου. Νιώθω τα μάτια και των δύο πάνω μου και παρότι ξέρω ότι στο πρόσωπό τους κυριαρχεί η ανησυχία, όταν σηκώνω το βλέμμα μου, με κοιτάζουν με χείλη τραβηγμένα προς τα πάνω. Το χαμόγελο της μαμάς είναι ολοφάνερα ψεύτικο, δεν καταβάλει και μεγάλη προσπάθεια να κάνει την ξέγνοιαστη σαν τον μπαμπά.
Αγνοώ και τους δύο και αρχίζω να τρώω τα αφράτα κρουασάν που έχω μπροστά μου. Η μαμά κάνει το ίδιο, αλλά με λιγότερη όρεξη.
«Εντάξει» λέω όταν η κατάσταση έχει αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη και αφήνω απότομα το ποτήρι μου, με αποτέλεσμα να χυθεί λίγος χυμός στο τραπεζομάντιλο, «θα μου πείτε τι συμβαίνει επιτέλους;»
Όταν το μόνο που κάνουν είναι να κοιτάξουν το πιάτο τους, προσθέτω: «Σας άκουσα χθες το βράδυ οπότε δεν χρειάζεται να κρύβεστε πια».
«Έμιλυ!» λέει η μητέρα μου, βρίσκοντας επιτέλους τη μιλιά της. Ο πατέρας μου με κοιτάζει εμβρόντητος, λες και δεν περίμενε ποτέ κάτι τέτοιο από εμένα.
«Δεν το έκανα επίτηδες…ακουγόσασταν σε ολόκληρο το σπίτι…» λέω για να δικαιολογηθώ.
«Θα μπορούσες να χτυπήσεις την πόρτα και να μας μιλήσεις» λέει η μητέρα μου ολοφάνερα εκνευρισμένη.
«Ναι καλά και θα μου λέγατε πάλι γιατί κρυφακούω…».
«Κανείς δεν θα στο έλεγε αυτό» λέει ο πατέρας μου. Τον κοιτάζω και μετά βίας συγκρατώ τον εαυτό μου απ’ το να εισβάλει μέσα στο μυαλό του και να ανακαλύψει αν λέει την αλήθεια ή όχι.
«Έμιλυ!» φωνάζει μόλις συνειδητοποιεί τι σκέφτομαι. Χαμηλώνω το κεφάλι. Χαζή! Κατσαδιάζω τον εαυτό μου. Γιατί να μην μπορώ να συγκρατηθώ;
«Συγγνώμη, μπαμπά…». Μια από τις δυνάμεις μου, είναι να μπορώ να διακρίνω το ψέμα από την αλήθεια…κανείς δεν μπορεί να δώσει εξήγηση στο πως δημιουργήθηκε αυτή η ικανότητα.
«Πρέπει να συγκρατείς τον εαυτό σου. Προσπάθησε τουλάχιστον», η μητέρα μου με κοιτάζει με βλέμμα που ξεχειλίζει από στοργή. Ίσως τώρα να είναι η κατάλληλη στιγμή να τους πω για το όραμα.
«Πριν μου εξηγήσετε τι συμβαίνει…γιατί φυσικά θα μου δώσετε εξηγήσεις, έχω να σας πω κάτι σημαντικό». Ο πατέρας μου με κοιτάζει με ανεξιχνίαστο βλέμμα, ενώ η μητέρα μου σμίγοντας τα φρύδια.
Δεν τους μιλάω συχνά για τα οράματά μου, γιατί συνήθως το μόνο που βλέπω είναι φόβος. Ο φόβος των ανθρώπων για εμένα. Οι γονείς μου κάνουν τα πάντα για να μου κρύψουν τα λεγόμενα του κόσμου, αλλά οι δυνάμεις για τις οποίες όλοι με κατηγορούν, μου δίνουν τη δυνατότητα να μαθαίνω τα πάντα.
«Είδα ένα όραμα» λέω και περιμένω να δω τις αντιδράσεις τους. Καμία αλλαγή. Αποφασίζω να συνεχίσω. «Ήμουν σε ένα δάσος…είχε καμένα δέντρα, μύριζε παντού φωτιά και είχε καπνό…ένα μικρό αγόρι με κυνηγούσε και εγώ περίμενα να τελειώσει το κυνηγητό για να γυρίσω πίσω στο σπίτι…αλλά όχι εδώ, κάπου αλλού» λέω προσπαθώντας να επαναφέρω την εικόνα, τα συναισθήματα και τις σκέψεις που με διακατείχαν εκείνη τη στιγμή. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μόλις θυμάμαι μια μικρή λεπτομέρεια που δεν ανέφερα στους γονείς μου. Ήθελα να πάω πίσω σε κάποιον, σε κάποιον…Ν...Να…δεν είχα προλάβει να σκεφτώ ολόκληρο το όνομα.
«Έμιλυ, το όραμα έχει προφανώς να κάνει με αυτό που συζητούσαμε χθες βράδυ…είδες κάτι άλλο;». Τα μάτια του με κοιτάζουν επίμονα προτρέποντάς με να αποκαλύψω περισσότερα. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι.
«Πριν μου πείτε τι συμβαίνει…» λέω και η φωνή μου σπάει, «σας παρακαλώ, μη με διώξετε ξανά, μην με ξαναπάτε σε εκείνο το απαίσιο μέρος…δεν θέλω να ζήσω πάλι μακριά σας». Τα μάτια μου βουρκώνουν και βλεφαρίζω για να αποδιώξω τα ανεπιθύμητα δάκρυα.
Ο πατέρας μου σηκώνεται από τη θέση του και κάθεται ανακούρκουδα πλάι μου. Παίρνει το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια του και απομακρύνει τα δάκρυα που γλίστρησαν απ’ τα μάτια μου. Αυτό με κάνει να κλάψω περισσότερο, αλλά ευτυχώς έπειτα από λίγο καταφέρνω να περιορίσω τα δάκρυα.
«Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ» λέει. Γνέφω και τον αγκαλιάζω.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, μπαμπάκα».
Η μαμά μας παρακολουθεί με ένα θλιμμένο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της. Ο πατέρας μου με αφήνει και έπειτα με φιλάει στο κεφάλι.
«Λυπάμαι πολύ, αλλά θα αναγκαστούμε να σε απομακρύνουμε από εδώ» λέει αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια. Το στομάχι μου δένεται κόμπος.
«Γιατί;» καταφέρνω να ψελλίσω. Κατεβάζει το βλέμμα και μορφάζει σαν να πονά.
«Κινδυνεύεις» είναι το μόνο που λέει. «Μια γυναίκα που στο παρελθόν προσπάθησε να μας βλάψει, βρίσκεται ελεύθερη και ζητάει εκδίκηση» σπεύδει να μου εξηγήσει η μητέρα. Τους κοιτάζω και τους δύο με στόμα που χάσκει, ανήμπορη να καταλάβω κάτι που προφανώς σε εκείνους είναι αυτονόητο. Χαμηλώνω το βλέμμα στα χέρια μου σε μια προσπάθεια να ηρεμίσω και να επεξεργαστώ τα λόγια της.
«Και ποια είναι αυτή η γυναίκα; Πως ακριβώς προσπάθησε να σας βλάψει;» ρωτάω, επιθυμώντας όσο τίποτα άλλο να κατανοήσω το λόγο που οι γονείς μου με διώχνουν…ξανά.
«Έμιλυ, γλυκιά μου…δεν μπορούμε να σου πούμε περισσότερα. Είναι για την ασφάλειά σου».
Σηκώνομαι από τη θέση μου μη μπορώντας πια να συγκρατήσω το θυμό μου. «Για την ασφάλεια μου…πάντα για την ασφάλεια μου! Έχω βαρεθεί να ακούω αυτή την ανόητη φράση!» φωνάζω και τα μάτια μου θολώνουν απ’ τα δάκρυα. Δεν θέλω να στεναχωρώ τους γονείς μου φωνάζοντας, αλλά αν δεν το κάνω θα με διώξουν και δεν μπορώ να το αντέξω. Ήμουν μόλις τεσσάρων όταν με φυγάδευσαν στο στρατόπεδο της Φωτιάς και με ανάγκασαν να ζήσω σε ένα απομακρυσμένο σπίτι, με μια γυναίκα που δεν γνώριζα.
«Οι φωνές δεν πρόκειται να αλλάξουν κάτι» λέει ο πατέρας μου και με κοιτάει στα μάτια με αποφασιστικότητα. Κάθομαι πίσω στη θέση μου και επιχειρώ να καταλαγιάσω τον θυμό που έχει συσσωρευτεί μέσα στο στήθος μου.
«Καρίνα, άσε μας μόνους». Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος κατσουφιάζοντας. Τέλεια, ήρθε η ώρα για μια σοβαρή συζήτηση. Η μητέρα μου φεύγει από την τραπεζαρία ρίχνοντας μας κλεφτές ματιές. Ξεφυσάω επιδεικνύοντας την ενόχλησή μου και περιμένω τον εξάψαλμο.
«Το ξέρεις πως εγώ και η μητέρα σου σε αγαπάμε» ξεκινάει, ο γνωστός πρόλογος… «αλλά δεν μπορούμε να σε κρατήσουμε ασφαλή εδώ. Το να φύγεις είναι η καλύτερη επιλογή, μόνο έτσι θα ξέρουμε ότι είσαι σώα και αβλαβής».
«Μπαμπά» λέω διακόπτοντάς τον, «σας καταλαβαίνω, αλλά πρέπει να καταλάβετε και εσείς εμένα. Σας έχω αποχωριστεί ήδη μια φορά και μάλιστα για δέκα ολόκληρα χρόνια. Εντάξει, ξέρω με επισκεπτόσασταν σχεδόν καθημερινά, αλλά δεν είναι το ίδιο με το να ζω στο ίδιο σπίτι με εσάς, μαζί σας. Ξέρω πώς ένιωθα και δεν θέλω να ξαναζήσω κάτι τέτοιο…σε παρακαλώ, μη με διώχνεις για δεύτερη φορά».
Τα μάτια του είναι θλιμμένα και για μια στιγμή έχω την εντύπωση ότι τα λόγια μου τον πόνεσαν τόσο που είναι έτοιμος να κλάψει.
«Ωραία τότε…τι λες να κάνουμε μια συμφωνία;» λέει και ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη του.
«Ας την ακούσω πρώτα».
«Θα μείνεις για λίγο καιρό στο στρατόπεδο της Φωτιάς, έχω ήδη φροντίσει τα πάντα. Θα σε φιλοξενήσει μια εξαιρετικά καλή οικογένεια οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχείς» λέει και με κοιτάζει περιμένοντας την αντίδρασή μου. Γνέφω και συνεχίζει. «Η συμφωνία είναι η εξής: θα μείνεις εκεί για τουλάχιστον ένα μήνα κι αν η γυναίκα που μας απειλεί δεν έχει εμφανιστεί, θα γυρίσεις πίσω. Τι λες; Συμφωνείς;».
Ένα μήνα. Μπορώ να αντέξω τόσο.
«Συμφωνώ».
Δέσποινα Χρ.
Βγαίνω απ’ το δωμάτιο και ακροπατώντας, κατευθύνομαι προς το υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Σταματώντας έξω από την πόρτα τους, ακούω ένα έντονο μουρμουρητό, το οποίο στη συνέχεια παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Η μαμά φωνάζει, φωνάζει στον μπαμπά. Θέλω να ακούσω περισσότερα, ωστόσο δεν μπορώ να εισβάλλω μέσα και να απαιτήσω να μάθω κάτι που προφανώς δεν με αφορά. Ή ίσως και να με αφορά…αλλά και πάλι δεν θέλω να ανακατευτώ. Όταν έρθει η στιγμή θα με ενημερώσουν.
Κάνω να απομακρυνθώ, όταν η φωνή της μητέρας μου ακούγεται δυνατότερα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να κρυφακούσω. Γέρνω πάνω στην πόρτα και αφουγκράζομαι.
«…φύγει, Τριστάνο! Κινδυνεύει και δεν πρόκειται να αφήσω αυτή την τρελή να την πειράξει!». Είναι θυμωμένη και η φωνή της προσδίδει ένα αίσθημα απόγνωσης και φόβου. Στεναχωριέμαι όταν την ακούω έτσι.
«Τι μου ζητάς να κάνω δηλαδή; Να την φυγαδεύσω; Πάλι; Καρίνα, δεν πρόκειται να την αφήσω να φύγει ξανά και ιδίως για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα!». Ξεροκαταπίνω και πισωπατώ. Δεν θέλω να ακούσω. Όχι…δεν θέλω.
Τρέχω γραμμή προς το δωμάτιο μου και κλείνομαι μέσα. Πέφτω στο κρεβάτι και αρχίζω να χτυπάω με δύναμη το μαξιλάρι. Μιλούσαν για μένα, θέλουν να με διώξουν…πάλι. Δάκρυα αναβλύζουν στα μάτια μου και κάνω τα πάντα για να τα σβήσω, αλλά εκείνα με τρομερή επιμονή, καταφέρνουν να παραμένουν στη θέση τους. Έχω ελάχιστες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων κι αυτές είναι διάσπαρτες, σαν έναν σωρό πεσμένων φύλλων που φύσηξε ο άνεμος και διασκορπίστηκαν. Το μόνο που ξέρω με σιγουριά είναι πως ζούσα σαν κυνηγημένη, μακριά από τους πολυαγαπημένους μου γονείς και τη ζεστασιά του σπιτιού μας. Η μοναδική ανάμνηση που θυμάμαι ξεκάθαρα, είναι η αποχώριση μου από το σπίτι μου, από το στοιχείο μου. Δεν θέλω να το ξαναζήσω…
Βάζω το μαξιλάρι πίσω στη θέση του και κάθομαι στην πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο, που έχει θέα τη γαλάζια θάλασσα. Σωριάζομαι πάνω της και αφήνομαι σε ένα χαλαρωτικό κλάμα, ώσπου με παίρνει ο ύπνος.
Τρέχω ανάμεσα σε καμένα δέντρα, σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από αυτό που έχω συνηθίσει και από αυτό που θα ήθελα να βρίσκομαι. Η αποπνικτική μυρωδιά του καμένου ερεθίζει τη μύτη μου και μου προκαλεί τσούξιμο στα μάτια. Βήχω, σκουπίζοντας ταυτόχρονα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. Γυρίζω να δω αν με ακολουθεί. Ναι. Είναι πίσω μου και μου χαμογελά, με ένα χαμόγελο που λέει ‘θα σε πιάσω’. Του βγάζω τη γλώσσα και γυρίζω το πρόσωπό μου ευθεία. Λίγο ακόμα και το κυνηγητό θα έχει τελειώσει…λίγο ακόμα και θα μπορώ να επιστρέψω στο σπίτι. Σε εκείνον. Στον Ν…
Ξυπνάω. Σκουπίζω τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου, ακριβώς όπως έκανα στο όνειρο και ανακάθομαι. Η καρδιά μου σφυροκοπάει σαν τρελή μέσα στο στήθος μου και η αναπνοή μου βγαίνει ακανόνιστη. Χρειάζομαι νερό. Σηκώνομαι και αμέσως μόλις τα πόδια μου δέχονται το βάρος τους σώματός μου, λυγίζουν με αποτέλεσμα να πέσω στο πάτωμα. Όχι παλι.
Κάνω να σηκωθώ, αλλά μου είναι αδύνατον. Πονάω παντού και νιώθω τα μέλη μου πιασμένα. Βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση του ονείρου…ή μάλλον του οράματος. Είναι η τρίτη φορά που συμβαίνει αυτό μέσα σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες και έχει αρχίσει να καταντάει ενοχλητικό. Βλέπω οράματα μόνο όταν κάτι πρόκειται να αλλάξει ή να συμβεί, δεν ξέρω ακριβώς. Ένα είναι σίγουρο, πρέπει να μιλήσω στους γονείς μου.
***
Βάζω ένα θαλασσί, καλοκαιρινό φόρεμα και αφού πιάνω τα καστανά μαλλιά σε έναν ψιλό κότσο, βγαίνω απ’ το δωμάτιο για να αντιμετωπίσω τους γονείς μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να τους πω. Ότι κρυφάκουσα τη συζήτησή τους ή ότι εδώ και τρείς μέρες βλέπω το ίδιο όραμα ξανά και ξανά;
Αναστενάζω δυνατά όταν τους βλέπω να κάθονται χαμογελαστοί στην τραπεζαρία, τρώγοντας πρωινό σαν να μην συνέβη τίποτα το προηγούμενο βράδυ. Τουλάχιστον τώρα ξέρω ότι δεν πρέπει να ανοίξω το θέμα για τη φυγάδευσή μου…
«Καλημέρα» λέει ο πατέρας μου, χαρίζοντάς μου ένα από εκείνα τα εκθαμβωτικά του χαμόγελα.
«Καλημέρα, μπαμπά» λέω και κάθομαι στη θέση μου. Νιώθω τα μάτια και των δύο πάνω μου και παρότι ξέρω ότι στο πρόσωπό τους κυριαρχεί η ανησυχία, όταν σηκώνω το βλέμμα μου, με κοιτάζουν με χείλη τραβηγμένα προς τα πάνω. Το χαμόγελο της μαμάς είναι ολοφάνερα ψεύτικο, δεν καταβάλει και μεγάλη προσπάθεια να κάνει την ξέγνοιαστη σαν τον μπαμπά.
Αγνοώ και τους δύο και αρχίζω να τρώω τα αφράτα κρουασάν που έχω μπροστά μου. Η μαμά κάνει το ίδιο, αλλά με λιγότερη όρεξη.
«Εντάξει» λέω όταν η κατάσταση έχει αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη και αφήνω απότομα το ποτήρι μου, με αποτέλεσμα να χυθεί λίγος χυμός στο τραπεζομάντιλο, «θα μου πείτε τι συμβαίνει επιτέλους;»
Όταν το μόνο που κάνουν είναι να κοιτάξουν το πιάτο τους, προσθέτω: «Σας άκουσα χθες το βράδυ οπότε δεν χρειάζεται να κρύβεστε πια».
«Έμιλυ!» λέει η μητέρα μου, βρίσκοντας επιτέλους τη μιλιά της. Ο πατέρας μου με κοιτάζει εμβρόντητος, λες και δεν περίμενε ποτέ κάτι τέτοιο από εμένα.
«Δεν το έκανα επίτηδες…ακουγόσασταν σε ολόκληρο το σπίτι…» λέω για να δικαιολογηθώ.
«Θα μπορούσες να χτυπήσεις την πόρτα και να μας μιλήσεις» λέει η μητέρα μου ολοφάνερα εκνευρισμένη.
«Ναι καλά και θα μου λέγατε πάλι γιατί κρυφακούω…».
«Κανείς δεν θα στο έλεγε αυτό» λέει ο πατέρας μου. Τον κοιτάζω και μετά βίας συγκρατώ τον εαυτό μου απ’ το να εισβάλει μέσα στο μυαλό του και να ανακαλύψει αν λέει την αλήθεια ή όχι.
«Έμιλυ!» φωνάζει μόλις συνειδητοποιεί τι σκέφτομαι. Χαμηλώνω το κεφάλι. Χαζή! Κατσαδιάζω τον εαυτό μου. Γιατί να μην μπορώ να συγκρατηθώ;
«Συγγνώμη, μπαμπά…». Μια από τις δυνάμεις μου, είναι να μπορώ να διακρίνω το ψέμα από την αλήθεια…κανείς δεν μπορεί να δώσει εξήγηση στο πως δημιουργήθηκε αυτή η ικανότητα.
«Πρέπει να συγκρατείς τον εαυτό σου. Προσπάθησε τουλάχιστον», η μητέρα μου με κοιτάζει με βλέμμα που ξεχειλίζει από στοργή. Ίσως τώρα να είναι η κατάλληλη στιγμή να τους πω για το όραμα.
«Πριν μου εξηγήσετε τι συμβαίνει…γιατί φυσικά θα μου δώσετε εξηγήσεις, έχω να σας πω κάτι σημαντικό». Ο πατέρας μου με κοιτάζει με ανεξιχνίαστο βλέμμα, ενώ η μητέρα μου σμίγοντας τα φρύδια.
Δεν τους μιλάω συχνά για τα οράματά μου, γιατί συνήθως το μόνο που βλέπω είναι φόβος. Ο φόβος των ανθρώπων για εμένα. Οι γονείς μου κάνουν τα πάντα για να μου κρύψουν τα λεγόμενα του κόσμου, αλλά οι δυνάμεις για τις οποίες όλοι με κατηγορούν, μου δίνουν τη δυνατότητα να μαθαίνω τα πάντα.
«Είδα ένα όραμα» λέω και περιμένω να δω τις αντιδράσεις τους. Καμία αλλαγή. Αποφασίζω να συνεχίσω. «Ήμουν σε ένα δάσος…είχε καμένα δέντρα, μύριζε παντού φωτιά και είχε καπνό…ένα μικρό αγόρι με κυνηγούσε και εγώ περίμενα να τελειώσει το κυνηγητό για να γυρίσω πίσω στο σπίτι…αλλά όχι εδώ, κάπου αλλού» λέω προσπαθώντας να επαναφέρω την εικόνα, τα συναισθήματα και τις σκέψεις που με διακατείχαν εκείνη τη στιγμή. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μόλις θυμάμαι μια μικρή λεπτομέρεια που δεν ανέφερα στους γονείς μου. Ήθελα να πάω πίσω σε κάποιον, σε κάποιον…Ν...Να…δεν είχα προλάβει να σκεφτώ ολόκληρο το όνομα.
«Έμιλυ, το όραμα έχει προφανώς να κάνει με αυτό που συζητούσαμε χθες βράδυ…είδες κάτι άλλο;». Τα μάτια του με κοιτάζουν επίμονα προτρέποντάς με να αποκαλύψω περισσότερα. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι.
«Πριν μου πείτε τι συμβαίνει…» λέω και η φωνή μου σπάει, «σας παρακαλώ, μη με διώξετε ξανά, μην με ξαναπάτε σε εκείνο το απαίσιο μέρος…δεν θέλω να ζήσω πάλι μακριά σας». Τα μάτια μου βουρκώνουν και βλεφαρίζω για να αποδιώξω τα ανεπιθύμητα δάκρυα.
Ο πατέρας μου σηκώνεται από τη θέση του και κάθεται ανακούρκουδα πλάι μου. Παίρνει το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια του και απομακρύνει τα δάκρυα που γλίστρησαν απ’ τα μάτια μου. Αυτό με κάνει να κλάψω περισσότερο, αλλά ευτυχώς έπειτα από λίγο καταφέρνω να περιορίσω τα δάκρυα.
«Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ» λέει. Γνέφω και τον αγκαλιάζω.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, μπαμπάκα».
Η μαμά μας παρακολουθεί με ένα θλιμμένο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της. Ο πατέρας μου με αφήνει και έπειτα με φιλάει στο κεφάλι.
«Λυπάμαι πολύ, αλλά θα αναγκαστούμε να σε απομακρύνουμε από εδώ» λέει αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια. Το στομάχι μου δένεται κόμπος.
«Γιατί;» καταφέρνω να ψελλίσω. Κατεβάζει το βλέμμα και μορφάζει σαν να πονά.
«Κινδυνεύεις» είναι το μόνο που λέει. «Μια γυναίκα που στο παρελθόν προσπάθησε να μας βλάψει, βρίσκεται ελεύθερη και ζητάει εκδίκηση» σπεύδει να μου εξηγήσει η μητέρα. Τους κοιτάζω και τους δύο με στόμα που χάσκει, ανήμπορη να καταλάβω κάτι που προφανώς σε εκείνους είναι αυτονόητο. Χαμηλώνω το βλέμμα στα χέρια μου σε μια προσπάθεια να ηρεμίσω και να επεξεργαστώ τα λόγια της.
«Και ποια είναι αυτή η γυναίκα; Πως ακριβώς προσπάθησε να σας βλάψει;» ρωτάω, επιθυμώντας όσο τίποτα άλλο να κατανοήσω το λόγο που οι γονείς μου με διώχνουν…ξανά.
«Έμιλυ, γλυκιά μου…δεν μπορούμε να σου πούμε περισσότερα. Είναι για την ασφάλειά σου».
Σηκώνομαι από τη θέση μου μη μπορώντας πια να συγκρατήσω το θυμό μου. «Για την ασφάλεια μου…πάντα για την ασφάλεια μου! Έχω βαρεθεί να ακούω αυτή την ανόητη φράση!» φωνάζω και τα μάτια μου θολώνουν απ’ τα δάκρυα. Δεν θέλω να στεναχωρώ τους γονείς μου φωνάζοντας, αλλά αν δεν το κάνω θα με διώξουν και δεν μπορώ να το αντέξω. Ήμουν μόλις τεσσάρων όταν με φυγάδευσαν στο στρατόπεδο της Φωτιάς και με ανάγκασαν να ζήσω σε ένα απομακρυσμένο σπίτι, με μια γυναίκα που δεν γνώριζα.
«Οι φωνές δεν πρόκειται να αλλάξουν κάτι» λέει ο πατέρας μου και με κοιτάει στα μάτια με αποφασιστικότητα. Κάθομαι πίσω στη θέση μου και επιχειρώ να καταλαγιάσω τον θυμό που έχει συσσωρευτεί μέσα στο στήθος μου.
«Καρίνα, άσε μας μόνους». Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος κατσουφιάζοντας. Τέλεια, ήρθε η ώρα για μια σοβαρή συζήτηση. Η μητέρα μου φεύγει από την τραπεζαρία ρίχνοντας μας κλεφτές ματιές. Ξεφυσάω επιδεικνύοντας την ενόχλησή μου και περιμένω τον εξάψαλμο.
«Το ξέρεις πως εγώ και η μητέρα σου σε αγαπάμε» ξεκινάει, ο γνωστός πρόλογος… «αλλά δεν μπορούμε να σε κρατήσουμε ασφαλή εδώ. Το να φύγεις είναι η καλύτερη επιλογή, μόνο έτσι θα ξέρουμε ότι είσαι σώα και αβλαβής».
«Μπαμπά» λέω διακόπτοντάς τον, «σας καταλαβαίνω, αλλά πρέπει να καταλάβετε και εσείς εμένα. Σας έχω αποχωριστεί ήδη μια φορά και μάλιστα για δέκα ολόκληρα χρόνια. Εντάξει, ξέρω με επισκεπτόσασταν σχεδόν καθημερινά, αλλά δεν είναι το ίδιο με το να ζω στο ίδιο σπίτι με εσάς, μαζί σας. Ξέρω πώς ένιωθα και δεν θέλω να ξαναζήσω κάτι τέτοιο…σε παρακαλώ, μη με διώχνεις για δεύτερη φορά».
Τα μάτια του είναι θλιμμένα και για μια στιγμή έχω την εντύπωση ότι τα λόγια μου τον πόνεσαν τόσο που είναι έτοιμος να κλάψει.
«Ωραία τότε…τι λες να κάνουμε μια συμφωνία;» λέει και ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη του.
«Ας την ακούσω πρώτα».
«Θα μείνεις για λίγο καιρό στο στρατόπεδο της Φωτιάς, έχω ήδη φροντίσει τα πάντα. Θα σε φιλοξενήσει μια εξαιρετικά καλή οικογένεια οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχείς» λέει και με κοιτάζει περιμένοντας την αντίδρασή μου. Γνέφω και συνεχίζει. «Η συμφωνία είναι η εξής: θα μείνεις εκεί για τουλάχιστον ένα μήνα κι αν η γυναίκα που μας απειλεί δεν έχει εμφανιστεί, θα γυρίσεις πίσω. Τι λες; Συμφωνείς;».
Ένα μήνα. Μπορώ να αντέξω τόσο.
«Συμφωνώ».
Δέσποινα Χρ.