Οι ακτίνες του ήλιου τρυπώνουν αβίαστα μέσα απ’ την σχεδόν διάφανη κουρτίνα του παραθύρου, με κατεύθυνση το πρόσωπό μου. Το σκοτάδι του ύπνου που με είχε περικυκλώσει πριν μερικά λεπτά, τώρα έχει αντικατασταθεί από μια εκτυφλωτική δίνη φωτός που με αναγκάζει να ανοίξω απρόθυμα τα βαριά μου βλέφαρα.
«Τι στο καλό…» μουρμουρίζω και προσπαθώ μάταια με τα χέρια μου να καλυφθώ απ’ το δυνατό φως.
«Σηκωθείτε, υπναράδες!» ακούω την τσιριχτή φωνή του Έλιοτ. Τον αγνοώ και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα, μη μπορώντας να νικήσω την έντονη επιθυμία μου για ύπνο.
«Ναθάνιελ!» τσιρίζει και ακούω τα ελατήρια του κρεβατιού του να τρίζουν, προφανώς κάτω απ’ το δυνατό χοροπηδητό του μικρού.
«Σκάσε» ακούω την βραχνή, αλλά ακαταμάχητη φωνή του Ναθάνιελ και τότε καταφέρνω επιτέλους να αποδιώξω την υπνηλία και να πετάξω το πάπλωμα από πάνω μου.
Αφού τεντώνω τα άκρα μου, σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι. Κοιτάζω διστακτικά προς τη μεριά του Ναθάνιελ και τον βλέπω να προσπαθεί να αρπάξει το πάπλωμα απ’ τα χέρια του αδερφού του, που το τραβάει με επιμονή προς το μέρος του σαν κάτι πολύτιμο και αναντικατάστατο. Χαμογελάω άθελα μου. Είναι τόσο χαριτωμένοι και οι δύο…
Αποστρέφοντας το βλέμμα μου από πάνω τους, πιάνω να στρώσω το κρεβάτι.
«Έμιλυ, βοήθησε με» λέει ο Έλιοτ ρίχνοντας μου ένα βλέμμα όλο νόημα, ένα βλέμμα από το οποίο ωστόσο δεν λείπει το χαμόγελο. Ειλικρινά δεν ξέρω αν πρέπει να ανακατευτώ… Η σχέση μου με τον Ναθάνιελ είναι ήδη πολύ τεταμένη και είμαι σχεδόν σίγουρη ότι αν προσπαθήσω να βοηθήσω τον αδερφό του, θα μου ρίξει ένα βλέμμα γεμάτο μίσος.
Δίχως καν να το πολυσκεφτώ, ανοίγω το στόμα μου και λέω: «Άφησε τον, Έλιοτ. Ούτος ή άλλως, ο αδερφός σου το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να πίνει και να κοιμάται».
Ηλίθια! Ηλίθια! Ηλίθιααα! Φωνάζω από μέσα μου. Το παράκανες αυτή τη φορά!
Η Ναθάνιελ σταματάει να τραβάει το πάπλωμα και γυρίζει το πρόσωπό του αργά προς το μέρος μου.
«Έλιοτ, βγες έξω» λέει δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει. Τα μάγουλά μου κατευθείαν αναζωπυρώνονται και αισθάνομαι τους παλμούς μου να αυξάνουν ταχύτητα.
Και έτσι ξαφνικά, όλα σβήνουν.
***
«Έμιλυ!!» ουρλιάζει τρέχοντας ξοπίσω μου. Η φωνή του ξεχειλίζει συναίσθημα. Απελπισία, πόνος, αγάπη, φόβος, σύγχυση…και άλλα τόσα συναισθήματα που δεν μπορώ να προσδιορίσω βγαίνουν από μέσα του σαν χείμαρρος. Η καρδιά μου σφυροκοπάει ανεξέλεγκτα μέσα στο στήθος μου, το στομάχι μου έχει γίνει ένα κουβάρι, τα μάτια μου είναι δακρυσμένα τόσο από πόνο όσο και από τον καπνό που με περιτριγυρίζει. Νομίζω πως θα λιποθυμήσω…ή μάλλον όχι…θα πεθάνω…έτσι αισθάνομαι…ότι αν αφεθώ, αν παραδοθώ σ’ αυτόν τον λήθαργο που παραμονεύει…δεν πρόκειται να επιστρέψω. Θα μείνω για πάντα φυλακισμένη στο σκοτάδι.
Πετάγομαι απ’ το κρεβάτι, μούσκεμα στον ιδρώτα, με μάτια δακρυσμένα και λαιμό κλεισμένο. Μόλις είδα ένα όραμα…και πλάι μου, πάνω σε μια καρέκλα κάθεται ο Ναθάνιελ. Με παρατηρεί σχεδόν έντρομος…τουλάχιστον στην αρχή, γιατί έπειτα παίρνει και πάλι την ουδέτερη έκφραση του.
«Είσαι καλά;» ρωτάει με σοβαρό τόνο και φωνή που δεν φανερώνει τίποτα. Μοιάζει λες και ρωτάει όχι γιατί πραγματικά νοιάζεται, αλλά μόνο και μόνο γιατί έτσι πρέπει. Γνέφω και στη συνέχει παίρνω μερικές βαθιές εισπνοές για να σταθεροποιήσω τους χτύπους της καρδιάς μου και να αποδιώξω τον κόμπο που βαραίνει το στήθος μου.
«Τι έγινε;» ρωτάω.
«Λιποθύμησες» μου αποκρίνεται. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στα δικά μου, ωστόσο όσο και αν τα παρατηρώ, δεν μπορώ εντοπίσω κάτι που να προσδίδει τα συναισθήματά του. Έχω την παράξενη αίσθηση ότι αν προσπαθήσω, δεν θα καταφέρω να εισβάλω στο μυαλό του, λες και βρίσκεται κάτι στο ενδιάμεσο που τον προστατεύει από τις περίπλοκες δυνάμεις μου.
Κατεβάζω το βλέμμα στα χέρια μου μόλις αισθάνομαι τα μάγουλά μου να αναψοκοκκινίζουν. Εύχομαι μόνο να μην το παρατήρησε.
«Τι σου συνέβη;» λέει ξάφνου, αναγκάζοντάς με να σηκώσω το βλέμμα και να τον κοιτάξω ερωτηματικά. Έχει σμίξει τα φρύδια του, η μοναδική ένδειξη ότι ενδιαφέρεται.
«Τίποτα, μου συμβαίνει καμιά φορά…» λέω αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Οκ» λέει και σηκώνεται, «είναι απολύτως φυσιολογικό να πέφτει κάποιος ξερός στα πατώματα».
«Δεν είπα αυτό…».
«Άκου, Έμιλυ, θέλω να γνωρίζω τα πάντα. Για την υγεία σου, για τις παρέες σου, για τις δυνάμεις σου, για εσένα. Τα πάντα».
Ξεροκαταπίνω. «Γιατί; Τι σε νοιάζει εσένα η υγεία μου και η παρέα μου;» λέω προσπαθώντας να το παίξω άνετη, ενώ στην πραγματικότητα θέλω να πετάξω απ’ τη χαρά μου και να φωνάξω δυνατά “Ο Ναθάνιελ νοιάζεται για εμένα!”.
«Όσο ζεις στο σπίτι μου, θα τηρείς και τους κανόνες μου. Δεν θέλω να έχω προβλήματα με τους γκόμενους σου ή τίποτα τέτοιο». Αυτό μου ήρθε κάπως απότομο…Γκόμενους; Τι στο καλό;
Σηκώνομαι όρθια και τον πλησιάζω, υιοθετώντας τον πρόσωπό μου μια ουδέτερη έκφραση, ακριβώς σαν τη δική του.
«Εγώ δεν είμαι σαν εκείνη την τσου..» σταματάω πριν πω κάτι που θα μετανιώσω και αφού παίρνω βαθιά εισπνοή, ολοκληρώνω: «σαν εκείνη που πηγαίνεις κάθε βράδυ».
Με κοιτάζει σχεδόν έκπληκτος. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και λέει: «Που ξέρεις εσύ για εκείνη;».
Θέλω να το βάλω στα πόδια, δεν μ’ αρέσει η τροπή που πήρε η συζήτηση. Αν δεν αλλάξω θέμα, ίσως φανερωθούν τα συναισθήματά μου.
«Σας είδα» λέω με ολοφάνερα λιγότερη αυτοπεποίθηση.
«Ώστε το βράδυ αντί να κοιμάσαι, κάθεσαι και με κατασκοπεύεις; Μήπως ο πραγματικός λόγος που βρίσκεσαι εδώ δεν είναι γιατί κινδυνεύεις;». Ωχ, όχι…
Ξεφυσάω σε μια προσπάθεια να τον πείσω ότι έχω νευριάσει με τον ισχυρισμό του. «Όχι, δεν σε κατασκοπεύω, απλώς έτυχε δύο φορές να είμαι ξύπνια και να σας δω».
Καγχάζει. «Αλήθεια, ε; Όμως κάθε φορά που έμπαινα στο δωμάτιο εσύ κοιμόσουν».
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς και δεν έχω ιδέα τι πρέπει να απαντήσω.
Τελικά βάζω τα χέρια στους γοφούς και λέω: «Δηλαδή τι περίμενες να κάνω; Να σηκωθώ και να σου πω ότι σε είδα με εκείνη τη γυναίκα;».
«Οκ, γλύκα, άστο καλύτερα» μου πετάει πριν κάνει μεταβολή και φύγει απ’ το δωμάτιο με φούρια.
***
Το φόρεμα που μου αγόρασε η Σαμάνθα για τη γιορτή είναι πραγματικά υπέροχο. Είναι κατακόκκινο με λεπτές τιράντες στολισμένες με στρας. Το ασύμμετρο σχέδιό του αναδεικνύει τα πόδια μου, ενώ η μεταξένια υφή του προσθέτει αέρινη θηλυκότητα. Νομίζω πως με αυτό θα σαγηνεύσω σίγουρα τον Ναθάνιελ.
Αφού βάζω λίγη μάσκαρα, σκιά και ρουζ, τοποθετώ στα μαλλιά μου μια στέκα στολισμένη με ασημένια στρας, όμοια με διαμάντια. Όταν πια έχω ετοιμαστεί, κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη. Ποτέ πριν δεν ντύθηκα έτσι, ποτέ πριν δεν πήγα σε δεξίωση ή γιορτή…ήμουν πάντα κρυμμένη. Σήμερα πρέπει να διασκεδάσω, παρουσιάζοντας ωστόσο στον κόσμο μια επαναστάτρια. Το όνομά μου θα είναι Κλαρίσσα Άλστον.
«Έμιλυ; Είσαι έτοιμη;» ρωτάει ο Ναθάνιελ αφού χτυπάει την πόρτα.
«Ναι» λέω, «μπορείς να μπεις».
Ξέρω ότι η πόρτα έχει ανοίξει, αλλά δεν κοιτάζω, απλώς νιώθω. Νιώθω τα μάτια του να εξερευνούν το κορμί μου, να μεταφέρονται ακατάπαυστα πάνω μου. Ανατριχιάζω. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, συνειδητοποιώ κάτι. Απαγορεύεται. Είναι λάθος, πολύ μεγάλο λάθος. Αυτή η σχέση…δεν πρέπει να υπάρξει.
Γυρίζω δειλά το βλέμμα μου προς το μέρος του και βλέπω μια σπίθα στα μάτια του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, είναι πολύ παράξενο, λες και πρώτη φορά έπειτα από δύο βδομάδες με βλέπει. Με βλέπει πραγματικά. Και ειλικρινά μπορώ να νιώσω την καρδιά του να χτυπά από πόθο, αγάπη, προσμονή; Δεν ξέρω ακριβώς. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να το εμποδίσω.
Αποστρέφω με τεράστια θέληση το βλέμμα μου και αφού παίρνω το τσαντάκι μου, κατευθύνομαι προς το μέρος του, προς την πόρτα. Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνεται ότι με παρακολουθούσε τόση ώρα χάσκοντας και βγαίνει φουριόζικα απ’ το δωμάτιο, λες και ντράπηκε.
Παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή, τον ακολουθώ ως έξω.
Τα μάτια της Σαμάνθα ανοίγουν διάπλατα μόλις παρουσιάζομαι μπροστά της, το ίδιο και το στόμα της.
«Έμιλυ, είσαι πανέμορφη!» αναφωνεί. Κάνω μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μου ώστε να με δει και από πίσω. «Το φόρεμα σου είναι υπέροχο».
«Ευχαριστώ πολύ» λέω και της χαρίζω ένα μικρό χαμόγελο.
Αφού με αγκαλιάζει, λέει: «Ας πηγαίνουμε λοιπόν».
***
Όταν φτάνουμε στο στρατόπεδο της Φωτιάς, μπορώ να πω ότι γίνεται χαμός. Έχω πολύ καιρό να συναναστραφώ με άλλους ανθρώπους, πέρα απ’ την οικογένεια Άλστον φυσικά και αυτή τη στιγμή, με το υπερβολικά ανοιχτό φόρεμα, έχω χάσει την αυτοπεποίθησή μου και νιώθω σαν ένα μικρό, ντροπαλό κοριτσάκι κάθε φορά που τα μάτια κάποιου πέφτουν πάνω μου.
«Είσαι καλά;» ψιθυρίζει στο αυτί μου ο Ναθάνιελ και παρά την φασαρία, καταφέρνω να καταλάβω τα λόγια του.
«Ναι» λέω, «γιατί να μην είμαι;».
Ανασηκώνει τους ώμους. «Ξέρω εγώ; Γιατί δείχνεις κάπως φοβισμένη». Ξεροκαταπίνω.
«Τόσο πολύ φαίνεται;» ρωτάω. Γνέφει.
«Γιατί φοβάσαι;».
«Δεν μ’ αρέσει να με κοιτάνε…έχω την αίσθηση ότι θα με γνωρίσουν και ότι…ότι θα με διώξουν» ομολογώ.
Δεν λέει τίποτα για λίγο και μοιάζει να συλλογίζεται τα λόγια μου. «Μην ανησυχείς για τίποτα. Από εδώ και πέρα είσαι η ξαδέρφη μου, ας τολμήσει να σου πει ή να σου κάνει κάποιος κάτι και θα δει τι έχει να πάθει».
Χαμογελάω, παρότι πριν λίγη ώρα έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου να εμποδίσω κάθε πιθανή σχέση μεταξύ μας. Απλώς μου είναι αδύνατον να συγκρατηθώ όταν λέει τέτοια γλυκόλογα.
«Ευχαριστώ» λέω και του χαμογελάω. Μου ανταποδίδει το χαμόγελο. Περπατάμε για λίγο ακόμη μέσα στο πλήθος οι δύο μας. Η Σαμάνθα με τα αγόρια έχουν πάει να αγοράσουν μπλούζες με το σύμβολο της Φωτιάς, οπότε εγώ έμεινα με τον Ναθάνιελ.
«Ναθάνιελ!» ακούω μια άγνωστη, γυναικεία φωνή. Στρέφω το βλέμμα μου την ίδια στην στιγμή με το Ναθάνιελ και αντικρίζω την ξανθιά γυναίκα που έβλεπα κάθε βράδυ την τελευταία εβδομάδα.
«Τάλια» λέει και στο πρόσωπό του ζωγραφίζεται ένα πελώριο χαμόγελο. Πηγαίνει κοντά της και την αγκαλιάζει. Αυτόματα δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Όχι, δεν ζηλεύω…
«Δεν θα μας συστήσεις;» την ακούω να του ψιθυρίζει.
«Ναι, βέβαια» λέει. Έρχονται στο μέρος μου.
«Τάλια, από εδώ η ξαδέρφη μου η Κλαρίσσα» λέει και μου ρίχνει ένα παράξενο βλέμμα, «Κλαρίσσα, από εδώ η Τάλια».
«Ξαδέρφη;» λέει. «Δεν ήξερα ότι ο Ναθάνιελ είχε ξαδέρφη. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω».
«Κι εγώ» λέω και της ρίχνω μοχθηρό βλέμμα. Ανασηκώνει το φρύδι κι έπειτα πιάνει τον Ναθάνιελ αγκαζέ.
«Φαντάζομαι ο Ναθάνιελ θα σου έχει πει ότι είμαι κοπέλα του, έτσι;».
Θέλω να της χιμήξω και να της ξεριζώσω τα μαλλιά, αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου.
«Βέβαια» λέω. Στα χείλη του Ναθάνιελ σχηματίζεται ένα αμυδρό χαμόγελο, λες και διασκεδάζει με αυτό που συμβαίνει.
«Εγώ καλύτερα να πηγαίνω» λέω και κάνω να απομακρυνθώ, όταν το χέρι του τυλίγεται γύρω απ’ το μπράτσο μου.
«Δεν έχεις να πας πουθενά» λέει.
«Γιατί;».
«Γιατί θα χαθείς και δεν θέλω να είσαι μόνη σου».
«Καλύτερα να μ’ αφήσεις εμένα και να ασχοληθείς με την κοπέλα σου. Κοίτα, ήδη μας αγριοκοιτάζει». Τραβάω το χέρι μου και απομακρύνομαι από κοντά τους. Ευτυχώς δεν με ακολουθεί.
Περιφέρομαι για λίγη ώρα μέσα στο πλήθος ψάχνοντας για τους Θεούς Ηγέτες της Φωτιάς, ωστόσο δεν καταφέρνω να τους εντοπίσω. Τελικά αποφασίζω να πάω σε μια καφετέρια.
Κατευθύνομαι προς τα εκεί, όταν κάποιος πέφτει με δύναμη πάνω μου και με ρίχνει στο τσιμέντο. Ένας έντονος πόνος διαπερνά το δεξί μου χέρι και μετά βίας συγκρατώ μια κραυγή. Σηκώνω το βλέμμα μου για να δω ποιος με χτύπησε. Είναι ένας άντρας με κουρελιασμένα ρούχα και βρώμικο πρόσωπο, είναι τρομακτικός.
Σηκώνομαι με δυσκολία και όταν εκείνος πάει να με ακουμπήσει, τραβιέμαι μακριά του. Η καρδιά μου χτυπάει ανεξέλεγκτα μόλις τα σκασμένα χείλη του στραβώνουν σε ένα χαμόγελο. Τα μάτια του κατεβαίνουν προς τα πόδια μου. Χαμηλώνω το βλέμμα μου και παρατηρώ ότι το φόρεμα έχει σκιστεί και σχεδόν φαίνεται ο μηρός μου. Αυτόματα τα χέρια μου καλύπτουν το ακάλυπτο σημείο και δίχως να ξέρω τι να κάνω, το βάζω στα πόδια.
Δάκρυα σκαλώνουν στα μάτια μου καθώς τρέχω μακριά από εκείνον τον άντρα. Γυρίζω μια στιγμή το βλέμμα μου προς τα πίσω για να δω αν είμαι ασφαλής. Ωχ όχι, με ακολουθεί! Τρέχει ξοπίσω μου! Κάπου εκεί αρχίζουν να κυλούν τα δάκρυα στα μάτια μου. Φοβάμαι, έχει τόσο κόσμο κι όμως κανείς δεν φαίνεται να τον βλέπει…ή μάλλον να μας βλέπει. Τι συμβαίνει;
«Άσε με!» ουρλιάζω μόλις τα χέρια του έρχονται σε επαφή με το δέρμα μου. Επιτέλους, κάποιοι φαίνονται να μας βλέπουν. Ένας άντρας με μια γυναίκα κοιτούν προς το μέρος μας. Κάτι πάνω της με καθηλώνει. Τα μάτια της…τα μάτια της είναι γαλάζια. Όχι, δεν μπορεί…
Ο άντρας με τα κουρελιασμένα ρούχα με αρπάζει από τους καρπούς και με τραβάει βίαια πάνω του. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Τρόμος έχει καταλάβει το σώμα και τη ψυχή μου, δεν μπορών να αντιδράσω.
Πρέπει να κάνω κάτι, πρέπει να με βοηθήσει κάποιος. Τον φωνάζω. Ουρλιάζω το όνομα του. Ουρλιάζω, τσιρίζω, φωνάζω με όλη μου τη δύναμη όντας σε απόγνωση και μοναδική ελπίδα ότι θα με ακούσει.
Δεν ξέρω τι γίνεται στη συνέχεια, σφραγίζω τα βλέφαρά μου όσο πιο σφικτά μπορώ και περιμένω τη σωτηρία.
Δέσποινα Χρ.
«Τι στο καλό…» μουρμουρίζω και προσπαθώ μάταια με τα χέρια μου να καλυφθώ απ’ το δυνατό φως.
«Σηκωθείτε, υπναράδες!» ακούω την τσιριχτή φωνή του Έλιοτ. Τον αγνοώ και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα, μη μπορώντας να νικήσω την έντονη επιθυμία μου για ύπνο.
«Ναθάνιελ!» τσιρίζει και ακούω τα ελατήρια του κρεβατιού του να τρίζουν, προφανώς κάτω απ’ το δυνατό χοροπηδητό του μικρού.
«Σκάσε» ακούω την βραχνή, αλλά ακαταμάχητη φωνή του Ναθάνιελ και τότε καταφέρνω επιτέλους να αποδιώξω την υπνηλία και να πετάξω το πάπλωμα από πάνω μου.
Αφού τεντώνω τα άκρα μου, σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι. Κοιτάζω διστακτικά προς τη μεριά του Ναθάνιελ και τον βλέπω να προσπαθεί να αρπάξει το πάπλωμα απ’ τα χέρια του αδερφού του, που το τραβάει με επιμονή προς το μέρος του σαν κάτι πολύτιμο και αναντικατάστατο. Χαμογελάω άθελα μου. Είναι τόσο χαριτωμένοι και οι δύο…
Αποστρέφοντας το βλέμμα μου από πάνω τους, πιάνω να στρώσω το κρεβάτι.
«Έμιλυ, βοήθησε με» λέει ο Έλιοτ ρίχνοντας μου ένα βλέμμα όλο νόημα, ένα βλέμμα από το οποίο ωστόσο δεν λείπει το χαμόγελο. Ειλικρινά δεν ξέρω αν πρέπει να ανακατευτώ… Η σχέση μου με τον Ναθάνιελ είναι ήδη πολύ τεταμένη και είμαι σχεδόν σίγουρη ότι αν προσπαθήσω να βοηθήσω τον αδερφό του, θα μου ρίξει ένα βλέμμα γεμάτο μίσος.
Δίχως καν να το πολυσκεφτώ, ανοίγω το στόμα μου και λέω: «Άφησε τον, Έλιοτ. Ούτος ή άλλως, ο αδερφός σου το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να πίνει και να κοιμάται».
Ηλίθια! Ηλίθια! Ηλίθιααα! Φωνάζω από μέσα μου. Το παράκανες αυτή τη φορά!
Η Ναθάνιελ σταματάει να τραβάει το πάπλωμα και γυρίζει το πρόσωπό του αργά προς το μέρος μου.
«Έλιοτ, βγες έξω» λέει δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει. Τα μάγουλά μου κατευθείαν αναζωπυρώνονται και αισθάνομαι τους παλμούς μου να αυξάνουν ταχύτητα.
Και έτσι ξαφνικά, όλα σβήνουν.
***
«Έμιλυ!!» ουρλιάζει τρέχοντας ξοπίσω μου. Η φωνή του ξεχειλίζει συναίσθημα. Απελπισία, πόνος, αγάπη, φόβος, σύγχυση…και άλλα τόσα συναισθήματα που δεν μπορώ να προσδιορίσω βγαίνουν από μέσα του σαν χείμαρρος. Η καρδιά μου σφυροκοπάει ανεξέλεγκτα μέσα στο στήθος μου, το στομάχι μου έχει γίνει ένα κουβάρι, τα μάτια μου είναι δακρυσμένα τόσο από πόνο όσο και από τον καπνό που με περιτριγυρίζει. Νομίζω πως θα λιποθυμήσω…ή μάλλον όχι…θα πεθάνω…έτσι αισθάνομαι…ότι αν αφεθώ, αν παραδοθώ σ’ αυτόν τον λήθαργο που παραμονεύει…δεν πρόκειται να επιστρέψω. Θα μείνω για πάντα φυλακισμένη στο σκοτάδι.
Πετάγομαι απ’ το κρεβάτι, μούσκεμα στον ιδρώτα, με μάτια δακρυσμένα και λαιμό κλεισμένο. Μόλις είδα ένα όραμα…και πλάι μου, πάνω σε μια καρέκλα κάθεται ο Ναθάνιελ. Με παρατηρεί σχεδόν έντρομος…τουλάχιστον στην αρχή, γιατί έπειτα παίρνει και πάλι την ουδέτερη έκφραση του.
«Είσαι καλά;» ρωτάει με σοβαρό τόνο και φωνή που δεν φανερώνει τίποτα. Μοιάζει λες και ρωτάει όχι γιατί πραγματικά νοιάζεται, αλλά μόνο και μόνο γιατί έτσι πρέπει. Γνέφω και στη συνέχει παίρνω μερικές βαθιές εισπνοές για να σταθεροποιήσω τους χτύπους της καρδιάς μου και να αποδιώξω τον κόμπο που βαραίνει το στήθος μου.
«Τι έγινε;» ρωτάω.
«Λιποθύμησες» μου αποκρίνεται. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στα δικά μου, ωστόσο όσο και αν τα παρατηρώ, δεν μπορώ εντοπίσω κάτι που να προσδίδει τα συναισθήματά του. Έχω την παράξενη αίσθηση ότι αν προσπαθήσω, δεν θα καταφέρω να εισβάλω στο μυαλό του, λες και βρίσκεται κάτι στο ενδιάμεσο που τον προστατεύει από τις περίπλοκες δυνάμεις μου.
Κατεβάζω το βλέμμα στα χέρια μου μόλις αισθάνομαι τα μάγουλά μου να αναψοκοκκινίζουν. Εύχομαι μόνο να μην το παρατήρησε.
«Τι σου συνέβη;» λέει ξάφνου, αναγκάζοντάς με να σηκώσω το βλέμμα και να τον κοιτάξω ερωτηματικά. Έχει σμίξει τα φρύδια του, η μοναδική ένδειξη ότι ενδιαφέρεται.
«Τίποτα, μου συμβαίνει καμιά φορά…» λέω αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Οκ» λέει και σηκώνεται, «είναι απολύτως φυσιολογικό να πέφτει κάποιος ξερός στα πατώματα».
«Δεν είπα αυτό…».
«Άκου, Έμιλυ, θέλω να γνωρίζω τα πάντα. Για την υγεία σου, για τις παρέες σου, για τις δυνάμεις σου, για εσένα. Τα πάντα».
Ξεροκαταπίνω. «Γιατί; Τι σε νοιάζει εσένα η υγεία μου και η παρέα μου;» λέω προσπαθώντας να το παίξω άνετη, ενώ στην πραγματικότητα θέλω να πετάξω απ’ τη χαρά μου και να φωνάξω δυνατά “Ο Ναθάνιελ νοιάζεται για εμένα!”.
«Όσο ζεις στο σπίτι μου, θα τηρείς και τους κανόνες μου. Δεν θέλω να έχω προβλήματα με τους γκόμενους σου ή τίποτα τέτοιο». Αυτό μου ήρθε κάπως απότομο…Γκόμενους; Τι στο καλό;
Σηκώνομαι όρθια και τον πλησιάζω, υιοθετώντας τον πρόσωπό μου μια ουδέτερη έκφραση, ακριβώς σαν τη δική του.
«Εγώ δεν είμαι σαν εκείνη την τσου..» σταματάω πριν πω κάτι που θα μετανιώσω και αφού παίρνω βαθιά εισπνοή, ολοκληρώνω: «σαν εκείνη που πηγαίνεις κάθε βράδυ».
Με κοιτάζει σχεδόν έκπληκτος. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και λέει: «Που ξέρεις εσύ για εκείνη;».
Θέλω να το βάλω στα πόδια, δεν μ’ αρέσει η τροπή που πήρε η συζήτηση. Αν δεν αλλάξω θέμα, ίσως φανερωθούν τα συναισθήματά μου.
«Σας είδα» λέω με ολοφάνερα λιγότερη αυτοπεποίθηση.
«Ώστε το βράδυ αντί να κοιμάσαι, κάθεσαι και με κατασκοπεύεις; Μήπως ο πραγματικός λόγος που βρίσκεσαι εδώ δεν είναι γιατί κινδυνεύεις;». Ωχ, όχι…
Ξεφυσάω σε μια προσπάθεια να τον πείσω ότι έχω νευριάσει με τον ισχυρισμό του. «Όχι, δεν σε κατασκοπεύω, απλώς έτυχε δύο φορές να είμαι ξύπνια και να σας δω».
Καγχάζει. «Αλήθεια, ε; Όμως κάθε φορά που έμπαινα στο δωμάτιο εσύ κοιμόσουν».
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς και δεν έχω ιδέα τι πρέπει να απαντήσω.
Τελικά βάζω τα χέρια στους γοφούς και λέω: «Δηλαδή τι περίμενες να κάνω; Να σηκωθώ και να σου πω ότι σε είδα με εκείνη τη γυναίκα;».
«Οκ, γλύκα, άστο καλύτερα» μου πετάει πριν κάνει μεταβολή και φύγει απ’ το δωμάτιο με φούρια.
***
Το φόρεμα που μου αγόρασε η Σαμάνθα για τη γιορτή είναι πραγματικά υπέροχο. Είναι κατακόκκινο με λεπτές τιράντες στολισμένες με στρας. Το ασύμμετρο σχέδιό του αναδεικνύει τα πόδια μου, ενώ η μεταξένια υφή του προσθέτει αέρινη θηλυκότητα. Νομίζω πως με αυτό θα σαγηνεύσω σίγουρα τον Ναθάνιελ.
Αφού βάζω λίγη μάσκαρα, σκιά και ρουζ, τοποθετώ στα μαλλιά μου μια στέκα στολισμένη με ασημένια στρας, όμοια με διαμάντια. Όταν πια έχω ετοιμαστεί, κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη. Ποτέ πριν δεν ντύθηκα έτσι, ποτέ πριν δεν πήγα σε δεξίωση ή γιορτή…ήμουν πάντα κρυμμένη. Σήμερα πρέπει να διασκεδάσω, παρουσιάζοντας ωστόσο στον κόσμο μια επαναστάτρια. Το όνομά μου θα είναι Κλαρίσσα Άλστον.
«Έμιλυ; Είσαι έτοιμη;» ρωτάει ο Ναθάνιελ αφού χτυπάει την πόρτα.
«Ναι» λέω, «μπορείς να μπεις».
Ξέρω ότι η πόρτα έχει ανοίξει, αλλά δεν κοιτάζω, απλώς νιώθω. Νιώθω τα μάτια του να εξερευνούν το κορμί μου, να μεταφέρονται ακατάπαυστα πάνω μου. Ανατριχιάζω. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, συνειδητοποιώ κάτι. Απαγορεύεται. Είναι λάθος, πολύ μεγάλο λάθος. Αυτή η σχέση…δεν πρέπει να υπάρξει.
Γυρίζω δειλά το βλέμμα μου προς το μέρος του και βλέπω μια σπίθα στα μάτια του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, είναι πολύ παράξενο, λες και πρώτη φορά έπειτα από δύο βδομάδες με βλέπει. Με βλέπει πραγματικά. Και ειλικρινά μπορώ να νιώσω την καρδιά του να χτυπά από πόθο, αγάπη, προσμονή; Δεν ξέρω ακριβώς. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να το εμποδίσω.
Αποστρέφω με τεράστια θέληση το βλέμμα μου και αφού παίρνω το τσαντάκι μου, κατευθύνομαι προς το μέρος του, προς την πόρτα. Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνεται ότι με παρακολουθούσε τόση ώρα χάσκοντας και βγαίνει φουριόζικα απ’ το δωμάτιο, λες και ντράπηκε.
Παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή, τον ακολουθώ ως έξω.
Τα μάτια της Σαμάνθα ανοίγουν διάπλατα μόλις παρουσιάζομαι μπροστά της, το ίδιο και το στόμα της.
«Έμιλυ, είσαι πανέμορφη!» αναφωνεί. Κάνω μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μου ώστε να με δει και από πίσω. «Το φόρεμα σου είναι υπέροχο».
«Ευχαριστώ πολύ» λέω και της χαρίζω ένα μικρό χαμόγελο.
Αφού με αγκαλιάζει, λέει: «Ας πηγαίνουμε λοιπόν».
***
Όταν φτάνουμε στο στρατόπεδο της Φωτιάς, μπορώ να πω ότι γίνεται χαμός. Έχω πολύ καιρό να συναναστραφώ με άλλους ανθρώπους, πέρα απ’ την οικογένεια Άλστον φυσικά και αυτή τη στιγμή, με το υπερβολικά ανοιχτό φόρεμα, έχω χάσει την αυτοπεποίθησή μου και νιώθω σαν ένα μικρό, ντροπαλό κοριτσάκι κάθε φορά που τα μάτια κάποιου πέφτουν πάνω μου.
«Είσαι καλά;» ψιθυρίζει στο αυτί μου ο Ναθάνιελ και παρά την φασαρία, καταφέρνω να καταλάβω τα λόγια του.
«Ναι» λέω, «γιατί να μην είμαι;».
Ανασηκώνει τους ώμους. «Ξέρω εγώ; Γιατί δείχνεις κάπως φοβισμένη». Ξεροκαταπίνω.
«Τόσο πολύ φαίνεται;» ρωτάω. Γνέφει.
«Γιατί φοβάσαι;».
«Δεν μ’ αρέσει να με κοιτάνε…έχω την αίσθηση ότι θα με γνωρίσουν και ότι…ότι θα με διώξουν» ομολογώ.
Δεν λέει τίποτα για λίγο και μοιάζει να συλλογίζεται τα λόγια μου. «Μην ανησυχείς για τίποτα. Από εδώ και πέρα είσαι η ξαδέρφη μου, ας τολμήσει να σου πει ή να σου κάνει κάποιος κάτι και θα δει τι έχει να πάθει».
Χαμογελάω, παρότι πριν λίγη ώρα έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου να εμποδίσω κάθε πιθανή σχέση μεταξύ μας. Απλώς μου είναι αδύνατον να συγκρατηθώ όταν λέει τέτοια γλυκόλογα.
«Ευχαριστώ» λέω και του χαμογελάω. Μου ανταποδίδει το χαμόγελο. Περπατάμε για λίγο ακόμη μέσα στο πλήθος οι δύο μας. Η Σαμάνθα με τα αγόρια έχουν πάει να αγοράσουν μπλούζες με το σύμβολο της Φωτιάς, οπότε εγώ έμεινα με τον Ναθάνιελ.
«Ναθάνιελ!» ακούω μια άγνωστη, γυναικεία φωνή. Στρέφω το βλέμμα μου την ίδια στην στιγμή με το Ναθάνιελ και αντικρίζω την ξανθιά γυναίκα που έβλεπα κάθε βράδυ την τελευταία εβδομάδα.
«Τάλια» λέει και στο πρόσωπό του ζωγραφίζεται ένα πελώριο χαμόγελο. Πηγαίνει κοντά της και την αγκαλιάζει. Αυτόματα δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Όχι, δεν ζηλεύω…
«Δεν θα μας συστήσεις;» την ακούω να του ψιθυρίζει.
«Ναι, βέβαια» λέει. Έρχονται στο μέρος μου.
«Τάλια, από εδώ η ξαδέρφη μου η Κλαρίσσα» λέει και μου ρίχνει ένα παράξενο βλέμμα, «Κλαρίσσα, από εδώ η Τάλια».
«Ξαδέρφη;» λέει. «Δεν ήξερα ότι ο Ναθάνιελ είχε ξαδέρφη. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω».
«Κι εγώ» λέω και της ρίχνω μοχθηρό βλέμμα. Ανασηκώνει το φρύδι κι έπειτα πιάνει τον Ναθάνιελ αγκαζέ.
«Φαντάζομαι ο Ναθάνιελ θα σου έχει πει ότι είμαι κοπέλα του, έτσι;».
Θέλω να της χιμήξω και να της ξεριζώσω τα μαλλιά, αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου.
«Βέβαια» λέω. Στα χείλη του Ναθάνιελ σχηματίζεται ένα αμυδρό χαμόγελο, λες και διασκεδάζει με αυτό που συμβαίνει.
«Εγώ καλύτερα να πηγαίνω» λέω και κάνω να απομακρυνθώ, όταν το χέρι του τυλίγεται γύρω απ’ το μπράτσο μου.
«Δεν έχεις να πας πουθενά» λέει.
«Γιατί;».
«Γιατί θα χαθείς και δεν θέλω να είσαι μόνη σου».
«Καλύτερα να μ’ αφήσεις εμένα και να ασχοληθείς με την κοπέλα σου. Κοίτα, ήδη μας αγριοκοιτάζει». Τραβάω το χέρι μου και απομακρύνομαι από κοντά τους. Ευτυχώς δεν με ακολουθεί.
Περιφέρομαι για λίγη ώρα μέσα στο πλήθος ψάχνοντας για τους Θεούς Ηγέτες της Φωτιάς, ωστόσο δεν καταφέρνω να τους εντοπίσω. Τελικά αποφασίζω να πάω σε μια καφετέρια.
Κατευθύνομαι προς τα εκεί, όταν κάποιος πέφτει με δύναμη πάνω μου και με ρίχνει στο τσιμέντο. Ένας έντονος πόνος διαπερνά το δεξί μου χέρι και μετά βίας συγκρατώ μια κραυγή. Σηκώνω το βλέμμα μου για να δω ποιος με χτύπησε. Είναι ένας άντρας με κουρελιασμένα ρούχα και βρώμικο πρόσωπο, είναι τρομακτικός.
Σηκώνομαι με δυσκολία και όταν εκείνος πάει να με ακουμπήσει, τραβιέμαι μακριά του. Η καρδιά μου χτυπάει ανεξέλεγκτα μόλις τα σκασμένα χείλη του στραβώνουν σε ένα χαμόγελο. Τα μάτια του κατεβαίνουν προς τα πόδια μου. Χαμηλώνω το βλέμμα μου και παρατηρώ ότι το φόρεμα έχει σκιστεί και σχεδόν φαίνεται ο μηρός μου. Αυτόματα τα χέρια μου καλύπτουν το ακάλυπτο σημείο και δίχως να ξέρω τι να κάνω, το βάζω στα πόδια.
Δάκρυα σκαλώνουν στα μάτια μου καθώς τρέχω μακριά από εκείνον τον άντρα. Γυρίζω μια στιγμή το βλέμμα μου προς τα πίσω για να δω αν είμαι ασφαλής. Ωχ όχι, με ακολουθεί! Τρέχει ξοπίσω μου! Κάπου εκεί αρχίζουν να κυλούν τα δάκρυα στα μάτια μου. Φοβάμαι, έχει τόσο κόσμο κι όμως κανείς δεν φαίνεται να τον βλέπει…ή μάλλον να μας βλέπει. Τι συμβαίνει;
«Άσε με!» ουρλιάζω μόλις τα χέρια του έρχονται σε επαφή με το δέρμα μου. Επιτέλους, κάποιοι φαίνονται να μας βλέπουν. Ένας άντρας με μια γυναίκα κοιτούν προς το μέρος μας. Κάτι πάνω της με καθηλώνει. Τα μάτια της…τα μάτια της είναι γαλάζια. Όχι, δεν μπορεί…
Ο άντρας με τα κουρελιασμένα ρούχα με αρπάζει από τους καρπούς και με τραβάει βίαια πάνω του. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Τρόμος έχει καταλάβει το σώμα και τη ψυχή μου, δεν μπορών να αντιδράσω.
Πρέπει να κάνω κάτι, πρέπει να με βοηθήσει κάποιος. Τον φωνάζω. Ουρλιάζω το όνομα του. Ουρλιάζω, τσιρίζω, φωνάζω με όλη μου τη δύναμη όντας σε απόγνωση και μοναδική ελπίδα ότι θα με ακούσει.
Δεν ξέρω τι γίνεται στη συνέχεια, σφραγίζω τα βλέφαρά μου όσο πιο σφικτά μπορώ και περιμένω τη σωτηρία.
Δέσποινα Χρ.