Geppetto του/της Starren05

        Η οικογένεια Γκαρντίνι ζούσε σε μια βροχερή κωμόπολη η οποία φάνταζε ξεχασμένη από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Κάθε μέρα οι χωρικοί ξυπνούσαν πριν ο ήλιος ανατείλει για να πάνε όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στις δουλειές τους και γυρνούσαν όταν ο ουρανός ήταν καλυμμένος με μικροσκοπικά αστραφτερά αστέρια που τους κρατούσαν συντροφιά με τη λάμψη τους.
   Κατά κάποιο τρόπο, ο Τζεπέτο έμοιαζε με εκείνους τους χωρικούς, αν και δεν πήγαινε τόσο συχνά στα χωράφια όσο και οι άλλοι άνθρωποι της πόλης. Ξυπνούσε την ίδια ώρα με αυτούς κάθε μέρα και πήγαινε στο πίσω μέρος του σπιτιού, έκει όπου ο πατέρας του τον οδηγούσε κάθε μέρα για να του δείξει τα παιχνίδια από ξύλο που είχε φτιάξει την προηγούμενη νύχτα αφού είχε επιστρέψει από το μαγαζί. Ο Μπεν Γκαρντίνι ήταν ο καλύτερος ξυλουργός της πόλης, ενώ η φήμη του έφτανε μέχρι και τις πιο μακρινές πόλεις της περιοχής. Εκείνος είχε δείξει στο γιο του πώς να μεταμορφώνει το ξύλο, πώς να του δίνει ζωή ή ακομή και να το κάνει κομμάτι του εαυτού του.
          Ο Τζεπέτο ένιωθε τυχερός που είχε περάσει τόσο χρόνο με τον πατέρα του όταν ήταν ακόμη παιδί, πριν εκείνος πεθάνει. Τον είχαν θάψει στο νεκροταφείο της πόλης δίπλα ακριβώς από τους παππούδες και τις γιαγιάδες του γιού του, οι οποίοι είχαν πεθάνει πριν από αρκετά χρόνια, όταν ο εγγονός τους ήταν ακόμη παιδί κι όχι ένας ώριμος άντρας είκοσι ετών, οπότε δεν τους θυμόταν σχεδόν καθόλου.
Και τώρα ήταν η δική του σειρά να φύγει από την πόλη του όπως και ο πατέρας του, αν κι εκείνος είχε υποσχεθεί στη μητέρα του πως θα ξαναγυρνούσε πίσω για κείνη και τα τρία του αδέρφια. Εκείνος, άλλωστε, δεν πήγαινε στον άλλο κόσμο, αλλά στο Λονδίνο, στο πανεπιστήμιο που του είχε χαρίσει την υποτροφία -την ευκαιρία- την οποία αναζητούσε από τότε που ήταν μικρό παιδί ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων που διάβαζε καθημερινά χωρίς να κουράζεται ποτέ.

«Δε νομίζω πως θα δυσκολευτούμε πολύ στην εργασία της Φυσικής», λέει ο Τζεπέτο καθώς προχωρά στο διάδρομο του Πανεπιστημίου περνόντας με βιαστικό βήμα μία μία τις ανοιχτές πόρτες δίπλα του. «Σίγουρα δε θα είναι τόσο εύκολη όσο η εργασία που είχαμε το προηγούμενο εξάμηνο, αλλά...»
«Μπορείς να χαλαρώσεις λίγο;» τον διακόπτει τότε ο Φιν με τον οποίο περπατούσαν δίπλα δίπλα καθώς πήγαιναν στην τραπεζαρία. «Γιατί σκέφτεσαι συνέχεια τα μαθήματα;» Ο Τζεπέτο και ο Φιν είχαν δεθεί τους τελευταίους τρεις μήνες, αν και προέρχονταν από εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Ο Τζεπέτο δεν είχε ποτέ αυτά που επιθυμούσε, ενώ ο Φιν είχε τα πάντα, όσο τρελά κι αν ήταν αυτά τα πράγματα, λόγω της υπερβολικά καλής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, η οποία δεν είχε καμία σχέση με αυτήν του φίλου του. Είναι περίεργο, λοιπόν, που ταίριαξαν από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν, αλλά απ' ότι φαίνεται τα ετερώνυμα όντως έλκονται.
«Υποτίθεται πως γι' αυτο είμαστε εδώ, Φιν», κάνει ο Τζεπέτο σπρώχνοντας τα γυαλιά του πάνω στη μύτη του, τα οποία είχαν γλιστρήσει από τα μάτια του. «Για να μάθουμε μέσω αυτών των μαθημάτων. Και οι καθηγητές...»
«Είναι χάλια», συμπληρώνει ο Φιν γελώντας με την έκφραση του φίλόυ του, αλλά τότε σταματά απότομα και τα μάτια του καρφώνονται σε ένα σημείο πίσω από τον Τζεπέτο. «Αν ήταν αυτή καθηγήτρια, πάντως, εγώ θα πρόσεχα πολύ στο μάθημά της», λέει και το χαμόγελό του επιστρέφει ενώ τα μάτια του ζωηρεύουν και γίνονται καταγάλα, όπως κάθε φορά που κάτι τον ενθουσιάζει.
Ο Τζεπέτο γυρνά απότομα προς τα εκεί όπου ο Φιν έχει καρφώσει το βλέμμα του και αντικρίζει τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει ποτέ του: ένα ζεστό καστανό χρώμα, τόσο βαθύ που όταν δεν το φωτίζει ο ήλιος μοιάζει με το μαύρο της νύχτας. Το σκούρο χρώμα των ματιών έρχεται σε αντίθεση με το λευκό δέρμα της κοπέλας στην οποία ανήκουν, ενώ μπούκλες από καστανόξανθα μαλλιά πέφτουν μπροστά στα όμορφα μάτια της κι εκείνη τα διώχνει εκνευρισμένη με μια κοφτή κίνηση του χεριού της.
Και τότε το βλέμμα της συναντά εκείνο του Τζεπέτο και στα μικροσκοπικά χείλη της τραβιούνται προς τα πάνω σε ένα μικρό διστακτικό χαμόγελο.



«Τα λεφτά δε φέρνουν την ευτυχία αν θες τη γνώμη μου», λέει ο Τζεπέτο κοιτώντας τα καστανά μάτια της Φλόρενς αρκετά εκτατοστά πιο κάτω. «Ούτε την αγάπη».
«Δε με ενδιαφέρει η αγάπη», λέει εκείνη με άτονη φωνή, η οποία δεν ταιριάζει καθόλου στο μικροσκοπικό σκελετό και το στρογγυλό της πρόσωπο. «Η αγάπη δεν μπορεί να σε βοηθήσει, Τζεπ. Κανείς δε θα σου δώσει φαγητό αν του πεις απλά πως τον αγαπάς· γι' αυτό -και για πολλά άλλα- υπάρχουν τα λεφτά».
«Τα οποία εσύ δεν έχεις», της λέει ο Τζεπέτο προσπαθώντας να κρύψει τον εκνευρισμό του σφίγγοντας τα χέρια του μέχρι που τα νύχια του μπαίνουν στο δέρμα του. «Ποτέ δεν είχες».
«Ούτε κι εσύ είχες ποτέ σου, πάντως». Η Φλόρενς διώχνει τις μπούκλες μακριά από το πρόσωπό της κι εύκολα μπορεί να δει κανείς το έντονο κόκκινο χρώμα στα άσπρα της μάγουλα. «Δεν είσαι καλύτερος από εμένα, Τζεπ. Και το ξέρεις». Χτυπά τον άντρα μπροστά της με τις μικρές της παλάμες στο φαρδύ του στήθος, αλλά εκείνος ίσα που καταλαβαίνει τον πόνο καθώς μόλις το δέρμα της έρχεται σε επαφή με το δικό του νιώθει μια ελαφριά ζαλάδα και τα άκρα του μουδιάζουν.
«Επειδή είμαστε φτωχοί δε σημαίνει πως δεν έχουμε να προσφέρουμε σε αυτόν τον κόσμο, Φλορ». Τα δάχτυλά του βρίσκουν τα δικά της και τα ξεκολλούν απαλά από το στήθος του αλλά δεν την αφήνει να φύγει από κοντά του. «Μπορούμε να κάνουμε πολλά. Κι αν είμαστε μαζί ακόμη περισσότερα». Την τραβά μες στην αγκαλιά του και περνά τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της πριν τυλίξει τα μπράτσα του γύρω από τη λεπτή της μέση.
«Ο Φιν δεν το πιστεύει αυτό, ξέρεις», ψιθυρίζει θυμωμένα η κοπέλα, αλλά σφίγγει τον Τζεπέτο περισσότερο πάνω της. «Πιστεύει πως αν έχεις χρήματα έχεις τη δύναμη να κάνεις τα πάντα, όσο αδύνατα κι αν φαίνονται. Κι εγώ τον πιστεύω».
«Νόμιζα πως ήσουν έξυπνη, ξέρεις», λέει ο Τζεπέτο και την αφήνει απότομα μέσα από την αγκαλιά του νευριάζοντας ξαφνικά. «Από πότε πιστεύεις αυτά που λέει ο Φιν; Νόμιζα πως δεν τον συμπαθούσες καν!»
Η κοπέλα σουφρώνει τα μικρά κόκκινα χείλη της γεμάτη ενόχληση και πιέζει τα δάχτυλά της μεταξύ τους προσπαθώντας να διώξει έτσι τον εκνευρισμό της. «Λοιπόν, κάνεις λάθος. Για όλα». Κάνει ένα βήμα μπροστά και τους χωρίζουν πια μόνο λίγα χιλιοστά. «Είμαι όντως έξυπνη, Τζεπ, και ξέρω ακριβώς ποιο είναι το καλύτερο για μένα... Ο Φιν».
Ο άντρας ανασηκώνει τα φρύδια του και διώχνει τα μαύρα του μαλλιά από το μέτωπό του, τα οποία παρά το κρύο κολλάνε πάνω στο δέρμα του λόγω του ιδρώτα. «Δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι τον αγαπάς; Ότι είσαι ερωτευμένη μαζί του;» Τα λόγια αυτά του προκαλούν ένα δυνατό πόνο στην καρδιά του κι ενστικτοδώς περνά τα μπράτσα του γύρω από το σώμα του για να προστατευτεί από το κρύο συναίσθημα που παγώνει τα πάντα μέσα του.
«Ναι, ναι, αυτό θέλω να πω». Τα καστανά της μάτια συναντούν τα δικά του χωρίς να προδίδουν κανένα συναίσθημα και σταυρώνει τα λεπτά της μπράτσα μπροστά στο στήθος της παίρνοντας αμυντική στάση. «Νομίζω πως είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να βρω και μαζί του θα έχω πάντα ό,τι κι αν θελήσω...»
«Δεν τον αγαπάς πραγματικά, έτσι δεν είναι;» τη διακόπτει ο Τζεπέτο με ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη του. «Όλα αυτά γίνονται για τα λεφτά του Φιν, σωστά;» Σχεδόν γελά από ανακούφιση.
«Όχι», σχεδόν γρυλίζει η κοπέλα μέσα από τα δόντια της. «Εγώ...»
«Εσύ αγαπάς εμένα, όχι εκείνον», ψιθυρίζει ο άντρας με ένα χαμόγελο να τρυπώνει στις άκρες των χειλιών του και να φωτίζει τα γκρίζα του μάτια. Η Φλόρενς αποφεύγει το βλέμμα του καρφώνοντάς το στα μυτερά της παπούτσια, κάτι που τον κάνει να πιστέψει πως όντως είναι ερωτευμένη μαζί του. «Είμαι αρκετά έξυπνος για να το καταλάβω αυτό, μικρή μου». Ακουμπά τις παλάμες του απαλά στα κόκκινα μάγουλά της και σκύβει προς το μέρος της για να αγγίξει το μέτωπό του στο δικό της. «Ξέρεις κάτι; Κι εγώ σ' αγαπώ».
Οι τρίχες στα χέρια της κοπέλας σηκώνονται όταν ακούει αυτά τα λόγια και προσπαθεί να κρύψει το χαμόγελο που εμφανίζεται στα κόκκινα χείλη της χωρίς να τα καταφέρνει πριν ο Τζεπέτο το δει. «Εγώ δεν είπα ποτέ πως σε αγαπώ».
Εκείνος αναστενάζει σιγανά, αλλά το χαμόγελο δε φεύγει ποτέ από τα χείλη του. “Νομίζω τότε πως ήρθε η ώρα να το πεις”. Η ανάσα του  ζεσταίνει το πρόσωπο της Φλόρενς ενώ το γλυκό άρωμά της τον ζαλίζει και τον κάνει να κλείσει τα μάτια του όταν εκείνη ψιθυρίζει: “Σ' αγαπώ”.



Είναι δυνατόν το απαλό κατάλευκο ύφασμα του νυφικού να προκαλεί τόσο εκνευρισμό; Η Φλόρενς τινάζει εκνευρισμένη το φόρεμά από πάνω της προσπαθώντας να βγάλει τα μικροσκοπικά κεντημένα λουλουδάκια από πάνω
του, χωρίς φυσικά να τα καταφέρνει. Είχε περάσει πολλές φορές την αναστροφή της παλάμης της πάνω στο μέτωπό της για να διώξει τον ιδρώτα, αλλά εκείνος ποτέ δεν έφευγε και κάποια στιγμή σταμάτησε να προσπαθεί έτσι κι αλλιώς, διαφορετικά δε θα έμενε ίχνος μακιγιάζ στο λευκό της πρόσωπο. Περνά τα δάχτυλά της νευρικά μέσα από τις ξανθές της μπούκλες προσπαθώντας τα μη χαλάσει το πολύπλοκο χτένισμα που προσπαθούσε επί ώρες να πετύχει η μητέρα της.
          Τα αυτιά της βουίζουν, αλλά κατάφερε να ακούσει το απαλό χτύπημα στην πόρτα και να πάει ως εκεί για να την ανοίξει με χέρια που τρέμουν καθώς εύχεται να μην είναι η μητέρα της ή κάποιο από τα αδέρφια της -ή ακόμη χειρότερα ο Φιν.
Αλλά δεν είναι κανείς απ' όλους αυτούς.
«Α!» της ξεφεύγει ένα επιφώνημα έκπληξης μόλις βλέπει τα γκρίζα μάτια του Τζεπέτο και κάνει μερικά βήματα πίσω για να μπορέσει εκείνος να μπει μέσα στο δωμάτιό της. «Τι κάνεις εσύ εδώ; Νόμιζα πως δε θα ερχόσουν...» Ανασηκώνει τα φρύδια της και στα μικρά της χείλη ζωγραφίζεται ένα χαμόγελο.
«Ω, μα δεν ήρθα για το γάμο». Σκύβει προς τα κάτω το κεφάλι του και χαμογελά στραβά καθώς βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό κουτί και το τίνει προς το μέρος της κοπέλας με ένα ελαφρύ τίναγμα του καρπού του. «Ήρθα για να σου δώσω αυτό. Σαν δώρο». Η κοπέλα παίρνει διστακτικά το κουτί από τα χέρια του και νιώθει την απαλή υφή του κάτω από τα δάχτυλά της. Το ανοίγει
απότομα και τα φρύδια της σμίγουν όταν βλέπει την αλυσίδα που βρίσκεται μέσα του. Περνά τις άκρες των δαχτύλων της από πάνω της και το τραβά έξω· τότε είναι που βλέπει την ξύλινη καρδιά που κρέμεται από το βραχιόλι.
          «Είναι πανέμορφο». Το στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά της και τότε παρατηρεί πως στη μέση της ξύλινης καρδιάς είναι σκαλλυσμένο ένα μικροσκοπικό Φ. Σηκώνει το βλέμμα της και συναντά εκείνο του Τζεπέτο. «Εσύ το έφτιαξες, έτσι δεν είναι;»
Εκείνος κουνά το κεφάλι του καταφατικά και κλείνει τα μάτια του όταν τα χέρια της Φλόρενς τυλίγονται γύρω από τη μέση του. Η ανάσα της ζεσταίνει το λαιμό του κι εκείνος θάβει το πρόσωπό του στα μαλλιά της, προσέχοντας να μη χαλάσει το χτένισμά της. «Ναι. Είναι το μόνο που ξέρω να κάνω σωστά, έτσι δεν είναι;»
Η κοπέλα γελά σιγανά και ρίχνει το κεφάλι της πίσω για να μπορεί να βλέπει τα μάτια του. «Φυσικά και όχι, Τζεπ. Μπορείς να κάνεις τα πάντα το ίδιο καλά, πίστεψέ με. Μακάρι...»
«Να ήμουν εγώ εκείνος;» μουρμουρίζει ο Τζεπέτο σκύβοντας προς το μέρος της και κοιτά έντονα τα καστανά της μάτια καθώς την πλησιάζει όλο και περισσότερο. «Να ήμουν από το δικό του κόσμο ώστε να μπορούσαμε να είμαστε μαζί;» Χαϊδεύει την μικροσκοπική της πλάτη με τις άκρες των δαχτύλων του καθώς κλείνει τα μάτια του και τα χείλη του βρίσκουν τα δικά της.
Είναι η πρώτη φορά που ο Τζεπέτο φιλά μια γυναίκα -τη Φλόρενς-, αν και είχε φανταστεί πολλές φορές τα λεπτά του χείλη πάνω στα δικά της. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά πάνω στα πλευρά του κι ένιωθε μια ελαφριά ζαλάδα κάθε φορά που την ένιωθε να κινείται μες στα χέρια του. Το άρωμά της κατέκλυσε το μυαλό του κι εκείνη τη στιγμή θα ορκιζόταν πως είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του.
«Μου έκανες πολλά δώρα σήμερα, Τζεπ», ψιθυρίζει η Φλόρενς όταν τελειώνει το φιλί τους. Το πρόσωπό της έχει βαφτεί κόκκινο και τα μάτια της λάμπουν όπως τα αστέρια στο νυχτερινό ουρανό. «Και θέλω να σου δώσω κι εγώ κάτι». Εκείνος προσπαθεί να την κρατήσει, αλλά η κοπέλα γλιστρά ανάμεσα από τα δάχτυλά του και πηγαίνει στο μονό κρεβάτι της το οποίο είχε στρώσει με κάτασπρα σεντόνια για να δείξει την αγνότητα της νύφης. Σκύβει κάτω από το κρεβάτι προσέχοντας να μη λερώσει ή σχίσει το νυφικό της και βγάζει ένα κατάμαυρο κουτί. Κάθεται με θόρυβο πάνω στο παλιό στρώμα και ανοίγει το κουτί με μια κοφτή κίνηση. Μισοκλείνει τα μάτια της καθώς προσπαθεί να βρει κάτι, κι όταν τελικά το βλέπει το βγάζει έξω από το κουτί με τις άκρες των δαχτύλων της. Πηγαίνει δίπλα στον άντρα και το βάζει στα χέρια του.
«Τι είναι αυτό;» Ο Τζεπέτο ανοίγει τα δάχτυλά του και παρατηρεί ένα μικρό γυάλινο μεταγιόν. Έχει χαραχτεί σε διάφορα σημεία και φαίνεται έτοιμο να σπάσει ακόμη και με το πιο απαλό φύσημα του ανέμου, οπότε προσέχει πολύ τον τρόπο που το κρατά. «Γιατί μου το δίνεις;»
«Είναι το δώρο μου για σένα», απαντά η Φλόρενς τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το σώμα της σαν να κρύωσε ξαφνικά, αν και είναι προστατευμένη μέσα στους τοίχους του δωματίου της. «Άνοιξέ το».
Ο Τζεπέτο ανοίγει το μεταγιόν πολύ προσεκτικά με τις άκρες των δαχτύλων του. Υπάρχουν δύο μικροσκοπικές φωτογραφίες˙ στην πρώτη μια οικογένεια χαμογελά στον φακό, ενώ στη δεύτερη το όμορφο πρόσωπο μιας κοπέλας είναι το μόνο που φαίνεται.
«Αυτή είσαι εσύ», λέει ο Τζεπέτο καθώς στρέφει τα μάτια του από τη Φλόρενς της φωτογραφίας σε αυτήν που στέκεται μπροστά του και πάλι πίσω. «Μαζί με την οικογένειά σου».
Η κοπέλα κουνά το κεφάλι της και ανασηκώνει τους ώμους, θέλοντας να δείξει πως δεν είναι τίποτε σημαντικό, αλλά είναι. «Ήθελα να έχεις ένα κομμάτι μου. Κι άλλωστε, αν και γνωριζόμαστε τόσο καιρό, δεν έχουμε βγάλει ούτε μια φωτογραφία μαζί».
Ο άντρας δεν μπορεί να κρύψει το ειρωνικό του χαμόγελο, αλλά για να μην την προσβάλει βάζει το δώρο της στην τσέπη του. «Ευχαριστώ, αν και τίποτε από αυτά δε θα ήταν απαραίτητο αν δεν είχες πάρει τη λάθος απόφαση».
          Η κοπέλα σχεδόν αναστενάζει και κουνά το κεφάλι της ελαφρά αριστερά και δεξιά μερικές φορές με την αντίδρασή του. «Μερικές φορές η μόνη επιλογή που έχεις είναι η λάθος επιλογή». Πηγαίνει κοντά του και σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της για να αγγίξει τα χείλη της στα δικά του. «Θα καταλάβεις αργά ή γρήγορα τι εννοώ».
Και με αυτά τα λόγια ανοίγει με μια κοφτή κίνηση την πόρτα του δωματίου της κι εξαφανίζεται στους διαδρόμους του σπιτιού της πριν ο άντρας την προλάβει.



Η μουσική καλούσε τη Φλόρενς να μπει μέσα στο ναό, και δεν μπορούσε να βρει κανέναν τρόπο για να τη σταματήσει. Τα γόνατά της έτρεμαν και δεν μπορούσε να δει καθαρά όσες φορές κι αν είχε ανοιγοκλείσει τα μάτια της
με μανία. Έτρεμε κυριολεκτικά τη στιγμή που θα έπρεπε να πει εκείνο το καταραμένο «Δέχομαι» και να παντρευτεί κάποιον που ούτε καν συμπαθούσε, μόνο και μόνο για τα λεφτά του· ταυτόχρονα, ωστόσο, ήξερε πως αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να έχει εκείνη, η μητέρα και τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια της μια καλύτερη ζωή απ' ότι είχαν μέχρι τώρα.
Βγάζει μια τρομαγμένη κραυγή όταν νιώθει μια ζεστή πίεση στο χέρι, αλλά η καρδιά της επανέρχεται στο κανονικό όταν βλέπει τα γνώριμα μαύρα μάτια του μεγαλύτερου αδερφού της και βάζει με μια κοφτή κίνηση την παλάμη της πάνω στη δική του, μόνο και μόνο για να δει πως τα χέρια της τρέμουν ξανά, ενώ εκείνα τα λίγα λεπτά που είχε περάσει με τον Τζεπέτο στο δωμάτιό της είχε ηρεμήσει απόλυτα.
Ο αδερφός της, Ντάνιελ, της ρίχνει μια καθησυχαστική ματιά καθώς μπαίνουν στο ναό και όλοι σηκώνονται για να μπορέσουν να δουν καλύτερα τη Φλόρενς, η οποία προσπαθεί να δείχνει άνετη μέσα στο λευκό της φόρεμα. Τότε εκείνη βλέπει τον Φιν να την περιμένει με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του γύρω στα είκοσι μέτρα από εκεί που στεκόταν εκείνη, με τα ξανθά του μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και τα γαλανά του μάτια να λάμπουν από χαρά. Από την πρώτη στιγμή που είχε δει τη Φλόρενς κατάλαβε πως δε θα ξεχνούσε ποτέ τα καστανά της μάτια, και να που τώρα θα γίνονταν δικά του για πάντα.
Καθόλη τη διάρκει της τελετής η Φλόρενς δεν άκουσε λέξη απ' όσα έλεγε ο ιερέας· αντίθετα, προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν αν η οικογένειά της δεν αντιμετώπιζε όλα εκείνα τα προβλήματα εδώ και τόσα χρόνια· πώς θα ήταν σήμερα η ζωή της αν ο πατέρας της δεν είχε εγκαταλείψει εκείνη, τη μητέρα και τα αδέρφια της. Κάθε βράδυ στον ύπνο της έβλεπε τα καστανά του μάτια με τις μαύρες μακριές βλεφαρίδες να παρακολουθούν ό,τι κι αν έκανε, μάτια ολόιδια με τα δικά της -γι' αυτό το λόγο τα μισούσε τόσο πολύ.
Βγαίνοντας ξαφνικά από τις σκέψεις της, ακούει τον ιερέα να ρωτά με καθαρή, βαριά φωνή τον Φιν αν τη δέχεται για γυναίκα του, αν θέλει να περάσουν μαζί το υπόλοιπο της ζωής τους, κι εκείνος απαντά αμέσως πως δέχεται χωρίς να μπορεί να κρύψει τη χαρά του.
Και τότε το μόνο που μπορεί να σκεφτεί η Φλόρενς είναι τα γκρίζα μάτια του Τζεπέτο. Θυμόταν πολύ καθαρά πως όταν εκείνος ήταν θυμωμένος τα μάτια του γίνονταν σχεδόν μαύρα, ενώ όταν ήταν χαρούμενος είχαν ένα γκρίζο ανοιχτό χρώμα που υπνώτιζε την κοπέλα -όπως και να έχει τα μάτια του ήταν πανέμορφα, όπως και η ψυχή του. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η Φλόρενς τον είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που τον είχε δει, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο μισούσε τον πατέρα της περισσότερο από κάθε άλλη φορά -επειδή για μια ακόμη φορά της στέρησε κάτι που αγαπούσε.
Τότε καταλαβαίνει πως τα γαλανά μάτια του Φιν είναι καρφωμένα πάνω της, και το ίδιο και όλων των άλλων μέσα στο ναό. Απ' ότι φαίνεται ο ιερέας είχε ρωτήσει κι εκείνη αν ήθελε τον Φιν για σύζυγό της, αλλά εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα χαμένη στις σκέψεις της. Μέσα στο πλήθος βρίσκει τα μάτια του αδερφού της, τόσο όμοια με εκείνα της μητέρας και των υπόλοιπων αδερφών της, και η καρδιά της χτυπά δυνατά μες στο στήθος της γιατί ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει παρόλο που δεν το θέλει πραγματικά.
Γυρίζοντας προς το μέρος του Φιν, κλείνει τα μάτια της και φαντάζεται πως απέναντί της στέκεται ο Τζεπέτο με τα γκρίζα του μάτια να την περιμένουν, και δεν μπορεί να μη χαμογελάσει όταν λέει «Δέχομαι».

«Δεν έρχεται σχεδόν κανείς να τον επισκεφτεί», λέει η νοσοκόμα καθώς προχωρά με γρήγορο βήμα στο διάδρομο. «Απ’ ότι ξέρω δεν έχει οικογένεια, μόνο μερικούς φίλους, αλλά οι επισκέψεις τους έχουν αρχίσει να μειώνονται τον τελευταίο καιρό». Αναστενάζει και σταματά μπροστά από μια κλειστή λευκή πόρτα. Στην κορυφή υπάρχει ένα παραθυράκι και η νοσοκόμα κοιτά με ένα θλιμμένο βλέμμα προς τα εκεί. «Ίσως δε θέλουν να τον βλέπουν σε αυτήν την κατάσταση». Ανασηκώνει τους ώμους της κι ένα μικρό χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπό της. «Τουλάχιστον έχει εσάς».
Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο. Είναι ένας μικρός χώρος χωρίς τηλεόραση και με ένα στενό κρεβάτι απέναντι από ένα μικροσκοπικό παράθυρο. Υπάρχουν μερικά ράφια καρφωμένα στον τοίχο, τα οποία μοιάζουν έτοιμα να πέσουν από το βάρος των βιβλίων πάνω τους.
Η νοσοκόμα ρίχνει μια γρήγορα ματιά στο δωμάτιο και ύστερα γυρίζει με ένα μικρό χαμόγελο στον άνδρα που κάθεται στο κρεβάτι κι έχει καρφωμένο το βλέμμα του στο παράθυρο. «Τζεπέτο», λέει δυνατά για να του τραβήξει την προσοχή, αλλά εκείνος δε φαίνεται να της δίνει σημασία, όπως ακριβώς κάνει πάντα. «Ήρθε κάποια για σένα». Έπειτα σηκώνεται και με μια τελευταία ανήσυχη ματιά βγαίνει από το δωμάτιο αφήνοντας τον ασθενή παρέα με την άλλη γυναίκα.
Αφού περνούν μερικά λεπτά η γυναίκα πηγαίνει και κάθεται δίπλα στον Τζεπέτο, κάνοντας το κρεβάτι να τρίξει κάτω από το βάρος της. Βάζει το χέρι της μέσα στο δικό του και μπλέκει τα δάχτυλά της με τα δικά του καθώς δε σταματά στιγμή να κοιτά το πρόσωπό του.

Δεν έπαψε στιγμή να σκέφτεται αυτό το πρόσωπο, ακόμη κι όταν παντρευόταν κάποιον άλλον.


                                                             ΤΕΛΟΣ


Starren05