Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 6)

Προσπαθώ να βρω διέξοδο μέσα στο θυμωμένο πλήθος, να βρω εκείνον. Σπρώχνω, χτυπάω, βρίζω ώσπου τελικά φτάνω στην αρχή του διαδρόμου, στον κύριο παράγοντα της αναστάτωσης. Κοιτάζω με στόμα ορθάνοιχτο και σιγά σιγά αισθάνομαι τα πόδια μου να με εγκαταλείπουν…πέφτω στα γόνατα. Όχι…Όχι! Ναθάνιελ! Ήξερα από την αρχή ότι έπρεπε να το εμποδίσω, αλλά δεν τα κατάφερα. Φτάσαμε στον πό…
Όταν ανοίγω τα βλέφαρά μου, βρίσκομαι στην αγκαλιά κάποιου. Δεν μπορώ ακόμη να δω καθαρά, επομένως ούτε να εστιάσω στο πρόσωπό του. Βλέπω μόνο μια θολή εικόνα και νιώθω έναν έντονο πόνο στο δεξί μου χέρι. Η θύμηση του άντρα να με κυνηγάει στοιχειώνει το μυαλό μου, με κάνει να αντιδράσω. Ίσως βρίσκομαι στη δική του αγκαλιά…ίσως εκείνος να με αγγίζει αυτή τη στιγμή και να με παίρνει μακριά, κάπου που δεν γνωρίζω.
«Άφησέ με» προσπαθώ να πω, αλλά τίποτα δεν βγαίνω απ’ το στόμα μου. Οι λέξεις μένουν κολλημένες στα χείλη μου, ανήμπορες να τα διαπεράσουν και να βρουν την διέξοδο. Πανικοβάλλομαι, δεν ξέρω τι να κάνω. Ήταν όραμα αυτό που μόλις είδα ή απλά ένας εφιάλτης; Πρόκειται πράγματι να συμβεί κάτι τέτοιο; Να τον χάσω και να καταστραφώ;
Επιχειρώ ξανά να μιλήσω, αλλά για ακόμη μια φορά έρχομαι αντιμέτωπη με την αποτυχία. Τι στο καλό; Γιατί δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα μου; Γιατί δεν μπορώ να ελέγξω το σώμα μου;
«Τι σου έκαναν;» η φωνή του βγαίνει σαν λυγμός. Αισθάνομαι την καυτή του ανάσα στο μέτωπό μου και αυτό με καθησυχάζει. Είμαι στην αγκαλιά του Ναθάνιελ, μακριά από εκείνον τον άντρα. Είμαι ασφαλής.
«Ναθάνιελ» ανοίγω το στόμα μου να πω, αλλά το όνομά του ίσα που βγαίνει απ’ τα χείλη μου. Δεν με άκουσε…ή μπορεί να μην απαντάει επειδή δεν είναι εκείνος. Η καρδιά μου επιταχύνει. Πρέπει να κάνω κάτι, πρέπει οπωσδήποτε να βρω τρόπο να απελευθερωθώ απ’ την αγκαλιά αυτού που με κρατάει, να βρω έναν τρόπο να ελέγξω το σώμα μου.
Πριν καν προλάβω να εφαρμόσω το σχέδιο μου, ο άντρας με αφήνει. Νιώθω κάτι απαλό να αγγίζει το γυμνό μου δέρμα. Σεντόνι; Καναπές; Που είμαι;
«Μην ανησυχείς, είσαι εντάξει» τον ακούω πάλι. Αυτή η φωνή μου είναι γνώριμη, ωστόσο μπορώ πλέον να καταλάβω ότι δεν ανήκει στον διώκτη μου. Μοιάζει πολύ με του Ναθάνιελ, αλλά απ’ την χροιά μου θυμίζει εκείνη του πατέρα μου. Φυσικά αποκλείω αυτό το ενδεχόμενο μιας και είναι σχεδόν αδύνατον να βρισκόταν στη γιορτή της Φωτιάς.
«Μπορείς να με ακούσεις;» ρωτάει. Τώρα περιμένει απάντηση; Όπως και να έχει, εγώ παλεύω για άλλη μια φορά να ανοίξω το στόμα μου, καθώς επίσης και να αποδιώξω αυτή τη θολούρα. Αποτυγχάνω παταγωδώς.
«Αν με ακούς, μπες στο μυαλό μου». Ορίστε; Πως ξέρει εκείνος ότι μπορώ να εισβάλλω στο μυαλό του; Κανείς δεν ξέρει λεπτομέρειες γι’ αυτή την ικανότητα, παρά μόνο οι γονείς μου. Επιπλέον, πρέπει να έχω ένα συγκεκριμένο στόχο όταν μπαίνω στο μυαλό κάποιου και τις περισσότερες φορές (δηλαδή πάντα) είναι για να δω τη γνησιότητα των λόγων του. Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι δεν ελέγχω το πότε θα μπω στο μυαλό κάποιου. Συνήθως είναι σαν να με καλεί ο ίδιος να βυθιστώ μέσα στις σκέψεις του και να ανακαλύψω την αλήθεια. Αγνοώ το αίτημα του και επικεντρώνομαι στην κίνηση του σώματός μου.
Έπειτα από αρκετή προσπάθεια και αφού ο άντρας έχει γίνει άφαντος, παραδίνομαι στον ύπνο.

***
Όταν ξυπνάω, επιτέλους μπορώ να ελέγξω το σώμα μου καθώς επίσης και να ανοίξω πλήρως τα ματόφυλλά μου. Ωστόσο, αισθάνομαι το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί και κάθε μέλος του σώματός μου καταπιασμένο και καταπονημένο, λες και έτρεχα για ώρες ολόκληρες κάτω από το αβάσταχτο, δυνατό φως του ήλιου.
Τοποθετώ τα χέρια μου σε τέτοια στάση, ώστε να μπορώ να σηκωθώ και ανακάθομαι πάνω…στον καναπέ; Ναι. Είμαι ξαπλωμένη πάνω σε ένα κόκκινο καθιστικό, σε ένα παντελώς άγνωστο περιβάλλον με μια μάλλινη κουβέρτα να σκεπάζει το σώμα μου, κρατώντας ζεστά τα σημεία του σώματός μου που δεν καλύπτει το φόρεμα. Η μυρωδιά της λεβάντας πλανιέται στον αέρα και μολονότι υπό διαφορετικές συνθήκες θα μου ήταν ευχάριστη, τώρα μου ανακατεύει το στομάχι, δημιουργώντας μου ένα είδος δυσφορίας.
Τα μάτια μου περιπλανιούνται αργά μέσα στο δωμάτιο, εξετάζοντας προσεκτικά το χώρο και τα αντικείμενα, με σκοπό να εντοπίσω κάτι, οτιδήποτε θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμο στο να δραπετεύσω ή έστω και στο να καταλάβω που βρίσκομαι. Παρότι έχω μια οικεία αίσθηση, το σπίτι δεν μου θυμίζει τίποτα.
Ο ήχος του νερού που τρέχει με ορμή, με κάνει να στρέψω το βλέμμα μου κατευθείαν στα αριστερά, όπου και βρίσκω μια πόρτα. Κάποιος βρίσκεται εκεί μέσα, πιθανότατα εκείνος που με μετέφερε ως εδώ.
Μόλις ο ήχος της βρύσης σωπαίνει, ένα βάρος πλακώνει το στήθος μου, ένδειξη του άγχους και της αγωνίας που έχουν αρχίσει να με καταβάλουν.
Και έτσι ξαφνικά, όλα γύρω μου μαυρίζουν και μεταφέρομαι…στο παρελθόν.

«Ναθάνιελ!» ουρλιάζω, με τη φωνή μου να απειλεί να κλείσει οριστικά. Είμαι τρομοκρατημένη, ο φόβος είναι υπερβολικά μεγάλος για να ηρεμίσω και να σκεφτώ καθαρά.
«Σκάσε!» συρίζει ο άντρας μες στο αυτί μου και με γραπώνει απ’ τους αγκώνες, μπήγοντας τα μαύρα νύχια του μέσα στο δέρμα μου.
«Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, άφησέ με να φύγω» εκλιπαρώ, ελπίζοντας πως ο πόνος σε συνδυασμό με τον τρόμο της φωνής μου, θα αγγίξουν κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα του.
«Ράψε το στόμα σου και ακολούθησε με, διαφορετικά θα χαλάσω τη συμφωνία και θα σε σκοτώσω εδώ και τώρα», η φωνή του δείχνει ολοκάθαρο μίσος. Τι του έκανα και θέλει να με βλάψει; Μήπως κατάλαβε ότι δεν ανήκω εδώ; Και ακόμη χειρότερα, ποια πραγματικά είμαι;
«Εντάξει, εντάξει» λέω με τρεμάμενη φωνή, «θα έρθω μαζί σου, αλλά σε παρακαλώ άφησε τα χέρια μου». Για καλή μου τύχη, υπακούει και απελευθερώνει τους καρπούς μου, που τώρα είναι σημαδεμένοι με κατακόκκινα μισοφέγγαρα.
«Ακολούθα» λέει άτονα και με σπρώχνει να κουνηθώ μαζί του. Τα μάτια μου εξακολουθούν να ποτίζουν τα μάγουλά μου με δάκρυα, σε αντίθεση με την καρδιά μου που πλέον έχει πάψει να σφυροκοπάει σαν τρελή όπως προηγουμένως.
Γυρίζω προσεκτικά το βλέμμα μου προς κάθε κατεύθυνση, αναζητώντας τον Ναθάνιελ, αλλά δυστυχώς δεν τον βλέπω πουθενά τριγύρω. Σίγουρα τώρα θα βρίσκεται με την κοπέλα του σε κάποιο απομονωμένο σημείο και θα φιλιούνται κάτω απ’ τα αστέρια…μα τι στο καλό σκέφτομαι; Πρέπει να επικεντρωθώ σε κάτι ουσιώδες, όπως το πώς ακριβώς θα ξεφύγω απ’ αυτόν τον αρρωστημένο άνθρωπο.
Για αρχή, επαναφέρω το πρόσωπό μου ευθεία μπροστά. Τριγύρω μας δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, παρά μερικές παρέες πιτσιρικάδων που πίνουν αλκοολούχα ποτά χασκογελώντας. Αυτό κάνει τα πράγματα χειρότερα μιας και αν προσπαθήσω να τρέξω, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έρθουν και αυτοί στο κατόπι μου. Ωστόσο, ίσως είμαι αρκετά τυχερή να φτάσω έγκαιρα στο πλήθος και να με χάσουν απ’ τα μάτια τους. Δεν ξέρω αν πρέπει να το ρισκάρω…
Τη στιγμή που είμαι έτοιμη να το βάλω στα πόδια, μπροστά μας εμφανίζονται δύο μορφές. Δεν μπορώ να διακρίνω χαρακτηριστικά γεγονός παράξενο και εκπληκτικό συνάμα. Είναι λες και έχουν χρησιμοποιήσει κάποιο μαγικό για να κρατούν ασφαλή την ταυτότητά τους. Ούτε καν το φύλο τους δεν μπορώ να διακρίνω….
«Που είναι τα λεφτά;» τους ρωτάει ο άντρας. Οι δύο μορφές πλησιάζουν και πριν καλά-καλά προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, βλέπω ένα μαχαίρι μπήγεται στη σάρκα του. Το αίμα του πετάγεται όπως το νερό από το σιντριβάνι. Κόκκινο και ρευστό.
Η αναπνοή μου βγαίνει ακανόνιστη έτσι όπως βλέπω τον άντρα να σωριάζεται στο έδαφος σφαδάζοντας και βρίζοντας τις δύο μορφές, που τώρα έχουν στραμμένη την προσοχή τους πάνω μου. Είναι λες και ένα κρύο χέρι τυλίγεται γύρω απ’ την καρδιά μου και τη σφίγγει με απίστευτη δύναμη. Θέλω να τρέξω, αλλά τα πόδια μου δεν υπακούν, παραμένουν εκεί κολλημένα στο έδαφος.
Μόνο όταν κάτι μυτερό διαπερνά το δέρμα μου, πλάι στην καρωτίδα, καταφέρνω να επαναφέρω τα πόδια μου. Αρχίζω να τρέχω. Βάζω όση δύναμη μπορώ να διαθέσω και τρέχω σαν σίφουνας να χαθώ μέσα στο πλήθος. Δεν έχω διασχίσει ούτε την μισή απόσταση, όταν χάνω τη λειτουργία του σώματός μου και πέφτω λιπόθυμη στο τσιμέντο. Βλέπω ένα αγόρι με καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια να τρέχει προς το μέρος μου, πριν τα βλέφαρά μου κλείσουν οριστικά.

Πετάγομαι ταραγμένη και κοιτάζω γύρω μου εκλιπαρώντας βουβά τους Θεούς Ηγέτες να ήταν όλα ένα όνειρο. Να βρίσκομαι πίσω στο σπίτι μου, στο στρατόπεδο του Νερού, κοντά στους γονείς μου. Ασφαλής. Δυστυχώς και όπως ήταν αναμενόμενο, όλα είναι αληθινά. Βρίσκομαι σε ένα άγνωστο σπίτι, παρέα με αγνώστους. Και το χειρότερο είναι, ότι τώρα στέκεται μπροστά μου εκείνος που με έφερε εδώ.

***
«Πως μπόρεσες να αφήσεις το κορίτσι μόνο του;! Πώς;!», η Σαμάνθα έχει βγει εκτός εαυτού και έχει δίκιο. Τόσο δίκιο που χαμηλώνω το κεφάλι, ανήμπορος να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Η Έμιλυ έχει χαθεί εξαιτίας μας. Είμαι ένας ηλίθιος που την άφησα μόνη.
«Συγγνώμη, μάνα» λέω, συγκρατώντας το κεφάλι μου σκυμμένο.
«Συγγνώμη πρέπει να ζητήσεις από εκείνη, όχι από εμένα…αν καταφέρουμε να τη βρούμε…». Ξεροκαταπίνω. Γαμώτο. Πρέπει να τη βρω.
Σηκώνομαι απ’ τη καρέκλα δίχως να πω τίποτα. Η Σαμάνθα φωνάζει: «Που πας;».
«Να τη βρω» λέω δίχως να γυρίσω το βλέμμα μου και κατευθύνομαι προς το πλήθος.
Περνάω σπρώχνοντας όποιον βρεθεί στο διάβα μου, θολωμένος από ένα αίσθημα οργής αναμιγμένης με σύγχυση. Πως στο διάβολο γίνεται να εξαφανίστηκε; Πρέπει να βρίσκεται κάπου εδώ τριγύρω στρυμωγμένη ανάμεσα σε αγνώστους. Τι και αν κάποιος την ενόχλησε; Η σκέψη με κάνει να θέλω να βαρέσω κάποιον ή κάτι για να ξεθυμάνω. Πρέπει να πάψω να σκέφτομαι πιθανά σενάρια και να τσακιστώ να τη βρω. Πρέπει να τη γυρίσω σπίτι σώα και αβλαβή.
Προσπερνάω μια παρέα κοριτσιών που με κοιτάζουν με ανόητα βλέμματα και κατευθύνομαι στις καφετέριες. Ναι, εκεί θα είναι, δεν υπάρχει περίπτωση να βρίσκεται κάπου αλλού, λέω στον εαυτό μου μπας και ηρεμίσω.
Τρέχω γραμμή προς τα εκεί, όταν μια άλλη σκέψη περνάει απ’ το μυαλό. Πλάι μου υπάρχει ένα στενό, ανάμεσα σε δύο τοίχους. Ίσως να πήγε από εκεί θέλοντας να βρει ένα ήσυχο μέρος. Στρίβω προς τα εκεί και περπατάω με γοργό βήμα με τα μάτια μου να πηγαινοέρχονται αριστερά και δεξιά.
«Έμιλυ!» φωνάζω και εύχομαι από μέσα μου να είναι κάπου εδώ, να με ακούσει και να έρθει κοντά μου. Δυστυχώς, δεν συμβαίνει τίποτα. Το μόνο που ακούγεται είναι η μουσική και οι ομιλίες των ανθρώπων. Κανείς δεν φαίνεται να βγαίνει απ’ το στενό για να με βρει. Γαμώτο! Προσπερνάω μια γυναίκα που κοιτάζει το πλήθος σαστισμένη και μπαίνω ανάμεσα στους δύο τοίχους. Ξαναφωνάζω το όνομά της, ξανά και ξανά. Τίποτα δεν συμβαίνει.
«Κλαρίσσα!» λέω αυτή τη φορά, σε περίπτωση που καταλάβει με αυτό το όνομα ποιος είμαι.
Καθώς προχωράω, μπροστά μου εμφανίζονται ένα μάτσο μεθυσμένοι με πρόσωπα σχεδόν τρομοκρατημένα. Οι δύο από αυτούς γυρίζουν συνέχεια το κεφάλι του προς τα πίσω, σαν να θέλουν να δουν αν κάποιος τους ακολουθεί. Κάτι συνέβη.
«Έι, εσείς» λέω πλησιάζοντάς τους. Σταματούν όλοι απότομα μπροστά μου και με κοιτάζουν από πάνω ως κάτω. «Τι συνέβη εκεί πέρα;».
«Φίλε, καλύτερα να μην πας εκεί» λέει ο ένας, φαίνεται να μην βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ.
«Γιατί; Τι έχει εκεί;».
«Κάποιος μαχαιρώθηκε και μετά μια κοπέλα λιποθύμησε, άστα να πάνε. Καλύτερα να μην πας, θα βρεις τον μπελά σου». Ένας κόμπος κατακάθεται στο λαιμό μου.
«Πως ήταν η κοπέλα;» ρωτάω απότομα, ενώ τα μάτια μου έχουν ανοίξει υπερβολικά απ’ την αγωνία.
«Μελαχρινή, με σγουρά μαλλιά, αδυνατούλα» λέει. «Γκομενάρα» πετάει ένας απ’ τους μεθυσμένους χαχανίζοντας. Τα χέρια μου τυλίγονται γύρω απ’ το λαιμό του, πριν προλάβω να συγκρατήσω τον εαυτό μου.
«Βούλωσέ το ρε μπάσταρδε!» γρυλίζω. Οι φίλοι του τραβούν τα χέρια μου, αναγκάζοντάς με να απομακρυνθώ.
«Ε, χαλάρωσε λίγο» λέει ένας άλλος. Τους αγνοώ όλους και φεύγω σαν σίφουνας να βρω τον χτυπημένο άντρα.
Τρέχοντας, φτάνω έξω απ’ το στενό και βγαίνω στο δρόμο. Εδώ δεν υπάρχει σχεδόν κανείς, ωστόσο αν στρίψεις δεξιά μπορείς να βγεις πίσω στο πλήθος. Μετακινώ το βλέμμα μου σε ότι και όποιον υπάρχει μπροστά μου και τότε βλέπω μερικούς ανθρώπους να στέκονται πάνω από έναν πεσμένο άντρα. Τρέχω κατά κει, με την καρδιά έτοιμη να βγει απ’ το στήθος μου. Σπρώχνω κάποιους, ώσπου τελικά βρίσκομαι αντιμέτωπος με τον άψυχο σώμα ενός άστεγου.
Είναι νεκρός και η Έμιλυ άφαντη. Θα μπορούσε…; Όχι, φυσικά και όχι. Κάτι άλλο έχει συμβεί εδώ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι βρίσκεται σε κίνδυνο και εγώ πρέπει να τη βρω.


Δέσποινα Χρ.