Στα χέρια ενός δαίμονα (Κεφάλαιο 1)

Γκρεγκοριαν
Δρομοι ερημικοι καθως το φεγγαρι φωτιζε τις κορυφες των δεντρων της Τεργεστης. Σε μια εποχη σαν τον 20ο αιωνα ηταν περιεργο γιατι ο κοσμος εβγαινε ως αργα και τα παιδια συχναζαν στα παρκα σε παρεες αγορια και κοριτσια. Στα λιμανια πηγαινοερχονταν βολτες και ειδικα βραδιες σαν αυτην. Η Ιταλια το καλοκαιρι ηταν ομορφη και γεματη κοσμο. Οχι ομως και στο παρκο οπου βρισκομουν εγω. Φαινεται αρκετα τρομακτικο για τους ανθρωπους και πραγματικα αναρωτιεμαι γιατι διαλεξα να αναζητησω την λεια μου εδω περα.
Το ρολοι χτυπησε μεσανυχτα. Τα περιστερια πεταξαν απο την εκκλησια μεσα στο παρκο και σκορπιστηκαν στα δεντρα. Δυο απο αυτα ηρθαν και καθησαν στο κλαδι οπου καθομουν και κουρνιασαν το ενα κοντα στο αλλο. Ζευγαρι πιθανων. Ενιωσα αβολα στο να καθομαι διπλα τους και για ενα τρομακτικο πλασμα σαν εμενα δεν θα επρεπε να με νοιαζει καν. Και ομως με ενοιαζε.
Πηδηξα στο χορταρι και στηριχτηκα στα ποδια μου. Αρχισα να περπατω στο σκοτεινο δρομακι του παρκου. Ο ηχος των πουλιων, της νυχτας και του χαλικιου καθως περπατουσα με βοηθουσε στο να χαλαρωσω. Ετσι και αλλιως δεν θα εβρισκα τιποτα για να ελαφρυνω την διψα μου αυτο το βραδυ οποτε ισως ηταν καλυτερα να αφεθω στις σκεψεις μου.
Eκανα το λαθος να αγαπησω μια φορα πριν μερικα χρονια. Και τι βρηκα να αγαπησω? Εναν ανθρωπο. Μα αυτος ο ανθρωπος εμεινε στιγμα στην μνημη μου. Μια δεσμιδα φωτος στο σκοτος της ζωης μου. Για εκεινη την περιοδο ημουν ενα στιγμα μεσα σε ολους τους δαιμονες. Οχι οτι δεν ημουν ηδη εξαιτιας του γενους μου. Υποτειθετε επρεπε να εχουμε ο υφος το αυστηρο, του σωστου και αιμοδιψη δαιμονα. Ομως εγω δεν ειμαι ετσι. η τουλαχιστον δεν ημουν. Τρεφομουν με αιμα και πλεον κυνηγουσα μονο αν ηταν εξαιρετικη αναγκη. Πολλες φορες η φαντασια μου, μου επαιζε τρομερα παιχνιδια σε σημειο να αναρωτιεμαι αν εχω χασει τα λογικα μου. Ζουσα διπλη ζωη. Την μερα ως φυσιολογικος ανθρωπος και το βραδυ ημουν ο εαυτος μου.
Ξαφνικα μεσα στην ησυχια ενας ηχος περα απο το δικο μου περπατημα, μου τραβηξε την προσοχη. Βηματα επανω στα χαλικια πλησιαζαν προς το μερος μου. Κρυφτηκα στις σκιες πισω απ’ τον κορμο ενος δεντρου και περιμενα. Υστερα απο μερικα δευτερολεπτα μια θηλυκη φιγουρα ξεπροβαλε μοναχικη, να περπαταει με βηματα βαρια. Μα για μια στιγμη. Λυγμος ηταν αυτο που ακουσα?
Σκαρφαλωσα αθορυβα πανω στο δεντρο και περπατησα στο πιο κοντινο της κλαδι. Κοιταξα με περισσοτερη προσοχη και ειδα ενα μικροσκοπικο κοριτσι να ειναι διπλωμενο στα δυο πανω το παγκακι και να κρυβει τα δακρυα μεσα στις μπουκλες της. Οι ψιθυροι της εφταναν στα αφτια μου. Πολλα πονεμενα γιατι. Μου κινησε εντονα το ενδιαφερον τοσο που ξεχασα την διψα. Πλησιασα σιγα σιγα και σκεφτηκα καλα τα λογια μου πριν μιλησω για να μην την τρομαξω.
«Τα δακρυα χυνοντε αδικα αν τα ματια που τα ριχνουν δεν το αξιζουν.» ειπα μεσα απο τις σκιες. Ισως ηταν λαθος που μιλησα. Γκρεγκορι εισαι ηλιθιος.
Εκεινη τιναχτηκε και κοιταξε γυρω της ξαφνιασμενη.
«Ποιος ειναι κει? Φυγε μακρια.» μια αγγελικη φωνη παρακαλεσε αλλα διχως φοβο. Αντι να απαντησω αποφασισα να εμφανιστω. Πηδηξα απο το κλαδι και προσγειωθηκα μαλακα στο χορταρι, ορθιος. Πλησιασα αργα με σταθερα βηματα για να μην την τρομαξω και εκει ηταν που με εγκλωβησαν τα ματια της. Μια γαλαζια θαλασσα πνιγμνη στην τρικυμια των δακρυων της. Σκουπισε τα ματια της και με κοιταξε.
«Τι θελεις? Αν εισαι καποιος περιεργος χανεις τον καιρο σου αν παλι μπορεις να με σκοτωσεις τοτε χαρη θα μου κανεις.» ειπε με πονο στην φωνη και τα ματια της εδειχναν να το εννοουν. Καθησα στο παγκακι διπλα της και χαμογελασα. Τι περιεργη συμπτωση.
«Σε διασκεδαζω?»
«Οχι. Απλως ειναι αστειο.» παραδεχηκα.
«Ποιο πραγμα?» ειπε και μου φανηκε ενοχλημενη. Τουλαχιστον ειχε ξεχαστει απο πριν.
«Τιποτα. Απλως ειναι που συνδιαζω την περιεργεια και ειμαι δολοφονος. Κατα καποιο τροπο.» ειπα με ενα υπουλο χαμογελο και περιμενα την αντιδραση της. Περιμενα να απομακρυνθει απο μενα η να αρχισει να τρεχει ουρλιαζοντας η κατι τετοιο αλλα το μονο που εκανε ηταν να κοιταξει το κενο και να κουνησει το κεφαλι καταφατικα. Ηταν πολυ ηρεμη και ψυχραιμη και αυτο φαινοταν μυστηριο. Μπορει να ηταν κυνηγος η μαγισσα η ακομα και απλος αυτοχειρας.
«Δεν σε φοβιζει αυτο?»
«Εχει σημασια? Ετσι κι αλλιως δεν με νοιαζει.» ειπε αδιαφορα και κουνησε τους ωμους.
«Μου επιτρεπεις να ρωτησω γιατι?»
«Πολυ ευγενικος δεν εισαι για “ δολοφονος” ?»
«Πανω απ’ ολα οι καλοι τροποι.» χαμογελασα και την ειδα και εκεινη να κανει ενα δειλο χαμογελο.
«Γιατι θελεις κατι τετοιο?»
«Δεν θελω να το συζητησω.»
Αφησα την σιωπη να πεσει διχως να εχω κατι αλλο να πω. Εκεινη καθοταν σκεπτικη και ηταν μια απο τις πολλες φορες που ευχομουν να μπορουσα να διαβασω τις σκεψεις των αλλων. Αυτο ομως δεν ηταν το δικο μου χαρισμα. Εγω ειχα την συμπονια, το να κανω τους αλλους να νιωθουν ασφαλεις κοντα μου και φυσικα την μαγεια κατι το οποιο η οικογενεια των μαγων ηθελε να εκμεταλευτει και γι’ αυτο μας κυνηγουσαν για γενιες. Καταβαθος ημουν και ανθρωπος αλλα αυτο ηταν κατι που δεν ηθελα να σκεφτομαι. Εχω διαγραψει το παρελθον μου. Γι’ αυτο και μπορουσα να ειμαι και τα δυο αμα ηθελα.
Μονο δυο τροποι υπηρχαν την δεδομενη στιγμη για να μαθω την ιστορια της. Η να την αγγιξω η να γευτω το αιμα της πραγμα που δεν ηθελα να το κανω. Οχι ακομα τουλαχιστον.
«Ετσι σκοτωνεις εσυ?» ειπε ξαφνικα και την κοιταξα απορρημενος.
«Με τον να αφηνεις τα θυματα σου να πεθαινουν στην υπομονη?» συνεχισε και αρχισα να γελαω νευρικα. Ειχα χρονια να γελασω καθως δεν ειχα συναντησει κανεναν για να με κανει να αισθανθω ετσι.
«Πιστεψε με. Δεν θελεις να μαθεις πως ειναι.» ειπα και ηθελα να αλλαξω θεμα.
«Και τι σε κανει να το πιστευεις αυτο?»
«Εισαι νεα. Δεν μπορω να καταλαβω τον λογο που θελεις να το κανεις αυτο στην ζωη σου. Εχεις αρκετα χρονια μπροστα σου να κανεις καλυτερα πραγματα. Καλυτερα απο’ τι κανω εγω.»
«Δεν γνωριζεις καν τον λογο που εχω. Για την ακριβεια τους λογους που εχω οποτε μην σε νοιαζει. Κανε την δουλεια σου αν εισαι πραγματικα αυτο που λες και μην ρωτας πολλα πολλα.»
Η αγγελικη της φωνουλα ανεβηκε μερικες οκταβες και δακρυα κυλησαν παλι απο τα ματια της. Εκρυψε το προσωπο στα χερια της και μερικες μπουκλες ξεφυγαν και επεσαν μπροστα. Ηταν τοσο μικροσκοπικη και τα μαλλια της ηταν τοσο μακρια. Εφταναν ως την μεση της και ηταν λιγο πιο μακρια απο τα δικα μου. Διχως να το σκεφτω δευτερη φορα, την πλησιασα και τυλιξα τα χερια μου γυρω της. Αμεσως εικονες πηδηξαν στο μυαλο μου. Εικονες απο την ζωη της, τα προβληματα της, την καρδια της.
Ηταν μονο δεκαεφτα χρονων. Οι γονεις της ειχαν δολοφονηθει και τους ειχε βρει εκεινη και απο τοτε μενει με την αδερφη της μητερας της. Παρολου εκεινη ηταν καλη γυναικα, δεν ηθελε να μενει μαζι τους. Ο ξαδερφος της τολμησε να την χτυπησει μια φορα μονο και μονο επειδη δεν του ικανοποιησε τις σεξουαλικες του ορεξεις. Τι καθαρμα. Εκεινη ενιωθε μονη της και η καρδια της ηταν πληγωμενη. Το ονομα της αντοιχουσε στο μυαλο μου. Την ελεγαν Μοναλιζ αλλα απο μικρη ολοι την φωναζαν Μονα.
Αφησα ενα κυμα γαληνης να την τυλιξει και εκεινη κουρνιασε επανω μου ασυναισθητα. Γατζωθηκε απο την μπλουζα μου και σηκωσε το προσωπο της. Χαμογελασε με την πικρια στα ματια της και με αφησε να σκουπησω ενα δακρυ της. Ημουν μονο ενας αγνωστος. Γιατι το εκανε αυτο?
«Σ’ ευχαριστώ.» ειπε και απομακρυνθηκε αφηνοντας τα χερια της πανω στα δικα μου.
«Εισαι τοσο μικρη για να ζεις τοσα.»
Αναγνωρισα την θλιψη στην φωνη μου. Την συμπαθησα αυτη την κοπελα κατι που δεν επρεπε να ειχα κανει. Εμοιαζε σχεδον το ιδιο μονη οπως εγω. Την κοιταξα και την ειδα να χαχανιζει μαζι μου.
«Τι ειπα?» ρωτησα.
«Λες εμενα μικρη. Εσυ ποσο εισαι? Ισα με εμενα η μηπως δυο χρονια μεγαλυτερος? Παραπανω αποκλειεται. Δεν υπαρχει τετοια περιπτωση.» γελασε και με την σειρα μου γελασα και εγω.
«Δεν μπορεις να φανταστεις ποσο χρονων ειμαι.»
«Δοκιμασε με. Σου ειπα το πολυ δυο χρονια. Παραπανω με τιποτα.»
«Μπορεις να βαλεις αλλα δυο μηδενικα μετα το δυο και ισως και μερικα χρονια ακομα. Εχω χασει πλεον τον αριθμο.»
Παγωσε το χαμογελο της και με κοιταξε με την απορια ζωγραφισμενη στα ματια της. Γελασα λιγακι και χτυπησα απαλα τα χερια της.
«Δεν θα σου αρεσει. Καλυτερα ξεχασε το.» ειπα και εκεινη κουνησε απλα τους ωμους της. Δεν μιλησαμε αλλο απο εκεινη την ωρα. Ακουμπησε το κεφαλι της στα ποδια μου και με αφησε να της χαιδευω τα μαλλια. Ηταν περιεργη η εμπιστοσυνη που μου εδειχνε αυτη η κοπελα. Η ησυχια του παρκου σε συνεργασια με τα μαγικα μου την ηρεμησαν τοσο που καποια στιγμη ακουσα να ερχετε ενα σιγανο ροχαλητο απο μεσα της. Ειχε αποκοιμηθει και εγω στεκομουν εκει να την κοιταζω σαν χαζος.
«ΜΟΝΑ!!!» μια γυναικεια φωνη στριγκλισε απο μακρια και πλησιαζε προς το μερος μας. Ακουμπησα απαλα το κεφαλι της στο παγκακι και οσο πιο γρηγορα μπορουσα σκαρφαλωσα στο πιο κοντινο δεντρο για να κρυφτω στις σκιες. Περιμενα εκει για να παρακολουθησω τι θα γινει. Φοβομουν για εκεινη αλλα ισως να μην επρεπε. Οχι, σιγουρα δεν επρεπε.
«Εδω ειναι!» ενα αγορι πλησιασε και φωναξε στους αλλους για να ερθουν. Απο τις αναμνησεις της Μονας καταλαβα οτι αυτος ηταν ο ξαδερφος της. Αφησα να μου φυγει ενα συρτο γρυλισμα τοσο δυνατο που εκεινος τιναχτηκε. Ηθελα να του ξεσκισω την σαρκα αλλα δεν μπορουσα να εμφανιστω. Θα διακινδυνευα πολλα ετσι.
Εκεινος πηγε να την ακουμπησει και αθελα μου, μου εφυγε ακομα ενα γρυλισμα. Κοιταξε γυρω του σαστισμενος. Η φωνη του Κλοντ αντηχησε μεσα στο κεφαλι μου.
- Ηρεμα Γκρεγκοριαν.
Ο Κλοντ ηταν ενας ακομα δαιμονας σαν εμενα που ειχαμε σχεδον τα ιδια πιστευω. Δεν διαφεραμε πολυ εξωτερικα με την εξαιρεση οτι εκεινος ειχε κοντα μαλλια σε ενα περιεργο κουρεμα και εβαζε συνεχεια τα κοριτσια της οικογενειας να του βαφουνε κοκκινες τουφες. Ελεγε πως ηθελε να μοιαζουν με τα φτερα του. Διπλα απο το αριστερο του ματι ειχε μια ουλη αλλα ηταν τοσο βαθεια και εφτανε ως τον λαιμο του. Παντα θα αφηνε μια φρατζα για να την καλυπτει η τα μαλλια του καπως μακρια αλλα την τελευταια φορα που με επισκεφτηκε τα ειχε ολα κοντα και πισω ειχε αφησει χαιτη που εφτανε ως τις ωμοπλατες του. Την ειχε αφησει τελειως εκτεθημενη και κανεις ποτε δεν τολμησε να τον ρωτησει πως την απεκτησε. Μονο εγω ηξερα γιατι ημουν εκει, πολεμουσαμε μαζι οταν χτυπηθηκε. Γι’ αυτο για εκεινον η εμφανιση εγινε το παν.
Ζουσαμε σε μια επαυλη κρυμμενη απο τον πολιτισμο μαζι με αλλα ατομα που δεν ηταν ανθρωποι φυσικα και δεν ηθελαν την ζωη που μας επιβαλανε οι ανωτεροι μας. Εγω και ο Κλοντ ημασταν δαιμονες πολεμιστες. Πριν φυγουμε απο το ταγμα που συναντηθηκαμε για πρωτη φορα, πολεμουσαμε τους αγγελους και καθε τι καλο. Ημασταν και οι δυο τα κτηνη που μας εκαναν αλλα ολα αλλαξαν απο την στιγμη που το σκασαμε. Δεν ειχα μαθει ποτε για το παρελθον του η για την οικογενεια του και δεν ρωτησα ποτε. Ημασταν φιλοι απο τοτε αλλα το κακο με εκεινον ειναι οτι δεν μπορει να βγει απο το κεφαλι μου.
- Τι θελεις παλι Κλοντ?
- Να μην κανεις τιποτα ανοητο ηλιθιε. Κοντευεις να τα γκρεμισεις ολα για εναν θνητο.
- Δεν θα κανω τιποτα. Εξαλλου δειχνει διαφορετικη.
- Ξεκολλα φιλε. Μπορει να ειναι παγιδα. Μην ξεχνας οτι ειναι ανθρωπος. Τιποτα καλο.
- Φυγε.
Μπλοκαρα τις σκεψεις μου και τον αφησα απ’ εξω. Κοιταξα παλι προς το μερος την Μονα. Μια γυναικα, πιθανων αυτη που φωναξε προηγουμενος, ηρθε κοντα της και την ξυπνησε μαλακά. Η φωνη της ηταν τοσο μητρικη και ζεστη και μαλλον αυτη ηταν η θεια της.
«Γλυκια μου ξυπνα.» της ειπε και την ταρακουνησε στοργικα. Πρεπει να ηταν εξισου καλος ανθρωπος οπως η Μονα και ποιος να φαντασει οτι ειχε γεννησει ενα τετοιο καθαρμα.
«Θεια? Τι κανετε εδω? Που ειναι εκεινος?» ειπε αγουροξυπνημενα και κοιταξε γυρω της. Με εψαχνε? Γιατι?
- Ωραια τα καταφερες βλακα.
- Σκασε.
Παλι ο Κλοντ. Οι αμυνες μου ειχαν χαμηλωσει για λιγο και εκεινος βρηκε ευκαιρια. Τον απεκλεισα παλι και συνεχισα να κοιταζω κατω.
«Ποιος αγαπη μου? Δεν ηταν κανεις εδω οταν σε βρηκαμε.» ειπε η θεια της και διεκρινα την απογοητευση στο προσωπο της Μονα.
«Μπορει να τον ονειρευτηκα η ισως ηταν ενας αγγελος.» Εγω αγγελος? Αυτο και αν ηταν ειρωνια.
Ξαφνικα ο ξαδερφος της αρχισε να γελαει περιφρονιτηκα και να λεει στην μητερα του οτι ηταν σιγουρα τρελη. Εκεινη κατεβασε το προσωπο θλιμενη αγγιζοντας τα μαλλια της και μυριζοντας τα. Πρεπει να ειχαν την μυρωδια μου. Ηξερε οτι ημουν εκει στ’ αληθεια. Περπατησα προς τα πισω σαστισμενος ακουμποντας τον κορμο και κουνωντας το κλαδι ετσι ωστε να κανει θορυβο αθελα μου. Γαμωτο! Εκεινη σηκωσε αποτομα το κεφαλι της και κοιταξε προς το μερος μου. Χαμογελασε και ενιωθα πως χαμογελουσε στην ψυχη μου. Ενιωθα λες και κοιτουσε βαθεια μεσα στα ματια μου. Σαν να αφηνει μια υποσχεση οτι θα ξανασυναντηθουμε.
Υστερα την πηραν οι θειοι της αλλα εκεινη συνεχιζε να κοιταζει πισω της. Ηθελα να την ξαναδω. Ηταν ο μονος ανθρωπος που δεν με φοβοταν. Τα παντα πανω της με ελκυαν. Το δερμα της, η μυρωδια της, η αγγελικη φωνη της, ολα!
Επρεπε να ξυπνησω. Με αυτο θα ρισκαρα πολλα. Αν καποιος κυνηγος μαθαινε για εκεινη ισως να της εκαναν κακο μονο και μονο για να πιασουν εμενα και αυτο δεν το ηθελα. Αν και ειχαν χασει τα ιχνη μου για αρκετα χρονια αλλα ποτε δεν ξερεις με αυτους.
- Παλι καλα που το καταλαβες.
Αυτη την φορα χρειαζομουν την βοηθεια του παρολο που πεταχτηκε παλι.
- Φιλε, τι θα κανω?
- Ξεχασε την και γυρνα πισω. Γκρεγκορι σε χρειαζοντε εδω. Οι τριδυμες ρωτανε συνεχεια ποτε θα γυρισεις και δεν ξερω τι να τους πω. Εχεις αφησει μεγαλο κενο και εναν πολυ κακο αντικαταστατη. Εμενα. Μην αφηνεις εναν ανθρωπο να σε καταστρεψει.
- Κλοντ δεν γυρναω. Οχι ακομα τουλαχιστον. Πρεπει να μεινω καιρο μονος μου και η Μονα δεν ειναι απλος ανθρωπος. Αν θες να με υποστηριξεις εχει καλως αλλιως μην κανεις καν τον κοπο.
- Εσυ ξερεις φιλε. Εγω ειμαι μαζι σου οτι και να κανεις. Απλως προσεχε.

Ειπε και βγηκε απο μονος του απο το κεφαλι μου. Επεσα απο το δεντρο και πηρα τον δρομο για το σπιτι. Ισως θα ηταν καλυτερα αν πετουσα μεχρι εκει. Οι δρομοι ηταν αδειοι για να με δει κανεις και ο αερας της πτησης ισως μου εκανε καλο. Κοιταξα γυρω μου προσεκτικα για τυχων μαρτυρες και συγκεντρωθηκα στις δυναμεις μου. Πιεσα πολυ τον εαυτο μου καθοτι δεν ειχα τραφει και δυο φτερα νυχτεριδας φυτρωσαν στην πλατη μου. Τα ματια μου απο πρασινα εγιναν κιτρινα και σκοτεινα και το προσωπο μου αγριεψε. Πονουσα στην αρχη αλλα η πτηση εκανε τον πονο γλυκο. Αφησα τα παντα να τα παρει ο αερας και πεταξα στο σκοταδι της νυχτας πανω απο την πολη.


Merian