Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 7)

Το δωμάτιο φαντάζει ξένο στα μάτια μου, σαν να μην έζησα εδώ τόσα χρόνια. Εδώ μεγάλωσε ένα ψέμα, η Λάιρα Γουόλτον, ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει. Θέλω να ουρλιάξω, αλλά δε θέλω να αναστατώσω, ή να τρομάξω κανέναν μες στη νύχτα, οπότε μένω σιωπηλή και αρχίζω να ετοιμάζω τα πράγματα που θα πάρω μαζί μου για ένα ταξίδι που δεν ξέρω καν αν θα έχει επιστροφή. Καυτά δάκρυα ανοίγουν αυλάκια στα μάγουλά μου και πέφτουν στο πάτωμα καθώς περιπλανιέμαι στο δωμάτιο μαζεύοντας πράγματα, σα να αφήνουν το στίγμα μου στο χώρο, σαν έσχατα σημάδια ότι ήμουν εδώ. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είμαι έτοιμη, ρίχνω μια τελευταία ματιά στο κρύο, απρόσωπο πλέον δωμάτιο, αναζητώντας μια ζεστή εικόνα του παρελθόντος για να πάρω μαζί μου και κλείνω πίσω μου την πόρτα.

Η βροχή έχει δυναμώσει πολύ όταν βγαίνω στο προαύλιο του κάστρου. Μεγάλες σταγόνες ρίχνονται με ορμή στο διψασμένο έδαφος. Μερικές σταγόνες βρέχουν το φόρεμα και το πρόσωπό μου, αλλά δε με πειράζει. Το νερό της βροχής σμίγει με τα δάκρυα στο πρόσωπο μου, κρύβοντας ότι έκλαιγα. Δίνω τη βαλίτσα μου στον αμαξοδηγό και εκείνος μου δίνει το χέρι του για να με βοηθήσει να ανέβω. Καθώς κάθομαι και αφήνω το χέρι του, το βλέμμα μου πέφτει στιγμιαία σε ένα κομμάτι απ’ τον καρπό του που αποκαλύφθηκε κάτω από το γάντι του από το τέντωμα του χεριού του. Ένα γνώριμο σύμβολο είναι σχηματισμένο πάνω του, ένα μικρό ξίφος. Νιώθοντας ανακουφισμένη που βρίσκομαι κοντά σε κάποιον που είναι «με το μέρος μου», όπως είπε ο διευθυντής, τον ευχαριστώ για τη βοήθεια και μαζεύομαι στο εσωτερικό της άμαξας, ώστε να μπορέσει να κλείσει την πόρτα.
Το εσωτερικό της είναι αρκετά ζεστό και άνετο. Η άμαξα είναι μια τετράτροχη διθέσια μπρούαμ. Οι τοίχοι της είναι επενδυμένοι με ένα μαλακό δερμάτινο υλικό σε κρεμ αποχρώσεις, το οποίο χαράσσουν ίσιες γραμμές σχηματίζοντας ρόμβους, τα καθίσματα αποτελούνται από μαλακά μαξιλάρια ντυμένα με μπορντό βελούδο, ενώ δυο λάμπες που υπάρχουν δίπλα σε καθεμία απ’ τις δύο πόρτες ρίχνουν ένα απαλό, αχνό φως στο εσωτερικό της.
Βολεύομαι στο κάθισμα που κοιτά προς την μπροστινή πλευρά της άμαξας και μετά από λίγο νιώθω το απαλό τράνταγμα που σηματοδοτεί την έναρξη της κίνησης της και κάνει την καρδιά μου να σφιχτεί από φόβο και ανασφάλεια για το τι με περιμένει μακριά από το γνώριμο και οικείο αυτό μέρος.
Όσο κουρασμένη και αν νιώθω δε μπορώ να κοιμηθώ. Το μυαλό μου είναι φορτωμένο από τόσες σκέψεις που δεν μπορώ να τις αγνοήσω. Οι απορίες μου είναι ατελείωτες, ο πόνος που αφήνω όλους όσους αγαπώ πίσω μου δυσβάστακτος. Νιώθω σαν εγκληματίας που τον σέρνουν στο εκτελεστικό
απόσπασμα. Τα τοιχώματα της άμαξας με συνθλίβουν, τα βαθυκόκκινα μαξιλάρια φαντάζουν όμοια με αίμα. Κινούμε προς ένα πεπρωμένο που ποτέ δεν επιθύμησα, ένα πεπρωμένο από το οποίο δε μπορώ να ξεφύγω. Ωστόσο είναι κάτι πολύ σημαντικό και είναι κάτι που μόνο εγώ μπορώ να κάνω, κάτι που θα ωφελήσει ενδεχομένως ολόκληρη την ανθρωπότητα. Οπότε καταλήγω πως δεν έχω το δικαίωμα να αρνηθώ μια τέτοια αποστολή και πως πρέπει να αφήσω τους εγωισμούς και τις λιποψυχίες, να σταματήσω να κλαίω τη μοίρα μου και να αποδεχθώ όσα δε μπορώ να αλλάξω, προσπαθώντας να τα φέρω εις πέρας όσο καλύτερα μπορώ.
Η επιτυχία της αποστολής μου εξαρτάται από τη συγκέντρωσή μου στο στόχο μου. Πρέπει να ξεχάσω τον παλιό μου εαυτό και να αγκαλιάσω τον καινούριο, να αφήσω πίσω μου τη Λάιρα Γουόλτον και να δώσω χώρο στην Λάιρα Καρολίνα Ντε Λέισι, την Φύλακα, ξεχνώντας τις αναμνήσεις και τον πόνο του αποχωρισμού της πρώτης που θα απομυζούν την ενέργεια και την αποφασιστικότητα που χρειάζομαι για τον αγώνα της δεύτερης.
Η μόνη λύση είναι να εγκαταλείψω τις αναμνήσεις που έχω με όσους αγαπώ, να τους βγάλω από το μυαλό και την καρδιά μου, να τους ελευθερώσω, για να ελευθερωθώ κι εγώ, σαν να βγάζω μια μια τις σκέψεις σαν ρούχα και να τα κρεμάω ένα ένα σε έναν καλόγερο στο δωμάτιο που θα αφήσω πίσω μου.
Σκέφτομαι τη Σούζαν που μέχρι πρότινος θεωρούσα αδελφή μου. Θυμάμαι τότε που μου είπε για το ατύχημά μου και την αμνησία που μου προκάλεσε, το πόσο γλυκιά και τρυφερή ήταν μαζί μου εκείνο τον τρομακτικό καιρό, το πώς ήταν δίπλα μου κάθε στιγμή, στις δυσκολίες και τις ευκολίες, τις χαρές και τις λύπες, πως με φρόντιζε και νοιαζόταν για μένα. Θυμάμαι όλα όσα κάναμε μαζί, πως πειράζαμε και προσέχαμε η μια την άλλη.
Θυμάμαι πως γνώρισα την Ακέγκρα. Ήταν η πρώτη μέρα της στην Ακαδημία, πέρασε από δίπλα μου κρατώντας μια μεγάλη στοίβα βιβλίων όταν σκόνταψε και όλα τα βιβλία προσγειώθηκαν με γδούπο στο πάτωμα και ένα από αυτά, το μεγαλύτερο δυστυχώς, προσγειώθηκε πάνω στο πόδι μου. Πόνεσα πολύ και ετοιμάστηκα να κοιτάξω με θυμωμένο ύφος τον υπαίτιο για τον πόνο μου, όταν είδα την έκφραση στο πρόσωπό της. Είχε ένα τρομοκρατημένο και θλιμμένο ύφος και φαινόταν σα να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, όταν έσκυψε να πάρει το βιβλίο από το πόδι μου, ζητώντας συγγνώμη εκατό φορές. Δε μπορούσα να θυμώσω σ’ αυτό το πλάσμα, ούτε να την αγριοκοιτάξω, όπως είχα αποφασίσει. Αντίθετα της χαμογέλασα, τη βοήθησα να σηκώσει τα βιβλία της και προσφέρθηκα να την ξεναγήσω στο κάστρο. Από τότε γίναμε αχώριστες.
Συζητούσαμε με τις ώρες, σχολιάζαμε τους καθηγητές μας και τις συμμαθήτριές μας, διαβάζαμε μαζί, κάναμε βόλτες. Είχα πάει και είχα μείνει και στο σπίτι της αρκετές φορές τα Σαββατοκύριακα. Πάντα στηρίζαμε η μια την άλλη και γελούσαμε με τις ουκ ολίγες συμφορές μας στην Ακαδημία.
Θυμάμαι τον Μπράντον και όλες τις ώρες που περάσαμε μαζί όσο μου μάθαινε να ξιφομαχώ, τα πειράγματά του κατά την εκπαίδευσή μου, τις ατελείωτες βόλτες μας με τα άλογα και την αγάπη που μοιραζόμασταν γι’ αυτά, τις συζητήσεις μας για όσα συνέβαιναν στην Ακαδημία και το ότι νιώθαμε και οι δύο να μην ανήκουμε εκεί.
Ο Μπράντον είναι ο νεώτερος καθηγητής στην Ακαδημία και πάντα οι υπόλοιποι και κυρίως οι καθηγήτριες, που αποτελούν την πλειονότητα στη σχολή και είναι όλες αρκετά μεγάλες στην ηλικία και συντηρητικές γεροντοκόρες, τον αποφεύγουν. Θα έλεγε κανείς πως φοβούνται να συναναστραφούν με έναν τόσο όμορφο και νέο άντρα, σαν να μην είναι πρέπον να μιλούν μαζί του λες και ο κόσμος υπάρχει πιθανότητα να παρεξηγήσει κάτι τέτοιο. Είναι αστείο πως συμπεριφέρονταν μαζί του σαν ντροπαλές παιδούλες αντάλλασσαν μόνο κάποια τυπικά λόγια από απόσταση και μετά το έσκαγαν από κοντά του ντροπιασμένες. Αυτό πυροδοτούσε πολλές συζητήσεις μεταξύ μας καθώς μου αφηγούταν τέτοια περιστατικά και γελούσαμε με τις ώρες, ενώ εγώ τον πείραζα και ήλπιζα να είμαι σε μια γωνία για να δω όσα μου αφηγούταν με τα μάτια μου.
Και τέλος στο μυαλό μου έρχεται ο Γουίλ και σκέφτομαι πόσα λάθη έχω κάνει μαζί του και πόσες φορές τον έχω πληγώσει, ενώ παράλληλα συνειδητοποιώ πως θα μου λείψει ίσως περισσότερο από όλους. Θυμάμαι το πώς γνωριστήκαμε. Ήταν πριν τέσσερα χρόνια, τότε που ήμουν δεκατριών, όπως κι εκείνος. Δεν πήγαινε πολύς καιρός από τότε που είχα αρχίσει να ντύνομαι αγόρι και να κυκλοφορώ μόνη μου στους δρόμους του Λοντρίνου, σαν φάντασμα ανάμεσα στους ανθρώπους χωρίς να μιλάω σε κανέναν.
Μια μέρα άθελά μου περνώντας βιαστικά ανάμεσα από μια παρέα αγοριών, όχι πολύ μεγαλύτερων από εμένα, σκόνταψα και σκούντηξα τον έναν από αυτούς, που κρατούσε έναν κουβά με γάλα, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος από το περιεχόμενο του κουβά να πέσει πάνω στα ρούχα του μουσκεύοντάς τα και το υπόλοιπο να χυθεί στο δρόμο. Η παρέα τον αγοριών άρχισε να γελάει, μέχρι που το μεγαλόσωμο αγόρι που κατέβρεξα, το οποίο πρέπει για κακή μου τύχη να ήταν ο αρχηγός τους, τους έριξε ένα οργισμένο βλέμμα, κάνοντας τα χαμόγελα να παγώσουν αμέσως στα πρόσωπά τους, πριν στρέψει ένα απειλητικό βλέμμα
γεμάτο μίσος προς το μέρος μου. Τότε εγώ, μαντεύοντας πως τα πράγματα δε θα εξελίσσονταν καλά αν έμενα εκεί λίγο ακόμα, έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκ των υστέρων δε μπορώ να κρίνω αν η απόφαση που πήρα τότε ήταν η πιο σοφή, αλλά είμαι ευγνώμων που την πήρα, γιατί χάρη σε αυτή γνώρισα και άρχισα να κάνω παρέα με τον Γουίλ.
Όπως το φαντάστηκα το εξοργισμένο αγόρι και η παρέα το άρχισαν να με κυνηγούν μέσα στα στενά της πόλης. Εγώ έτρεχα με όλη τη δύναμη μου και στρίβοντας δεξιά και αριστερά συνεχώς, χωρίς να το πολυσκέφτομαι χάθηκα. Ώσπου σε μια στροφή βρέθηκα μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Όσο και αν έστρεφα γύρω μου το απελπισμένο μου βλέμμα δε μπορούσα να βρω καμία διέξοδο και τα αγόρια είχαν μπει ήδη στο στενό, έρημο δρομάκι. Ζάρωσα λοιπόν στον τοίχο και τους κοιτούσα να πλησιάζουν σίγουρη πως ότι και να γινόταν θα πονούσε και ίσως να αποκάλυπτε την ταυτότητά μου. Δεν είχα νιώσει πιο τρομοκρατημένη στη μέχρι τότε ζωή μου.
«Το ποντικάκι μας πιάστηκε στη φάκα απ’ ότι φαίνεται», είπε το αγόρι που είχα καταβρέξει κοιτάζοντας με με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. « Δεν είναι καλό να προκαλείς την τύχη σου. Θα το μάθεις αυτό τώρα», συνέχισε πλησιάζοντάς με περισσότερο, με τους φίλους του να δημιουργούν ένα ανθρώπινο τείχος από πίσω του, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα να ξεφύγω. Νόμιζα πως όλα είχαν τελειώσει και ετοιμάστηκα να δεχθώ τον πόνο, που ήταν προφανές ότι θα ακολουθούσε, αφού το αγόρι άρχισε να τρίβει τις γροθιές του, όταν μια φωνή ακούστηκε πίσω από τα αγόρια.
« Τι συμβαίνει εδώ;» τα αγόρια στράφηκαν παραξενεμένα προς την κατεύθυνση της φωνής ανοίγοντας τον κλοιό τους, επιτρέποντας μου έτσι να δω σε ποιόν ανήκε. Ένα λεπτοκαμωμένο αγόρι με καστανά μαλλιά και γαλάζια μάτια στεκόταν λίγα μέτρα μακριά από τα αγόρια και τα κοίταζε με αυστηρό και θαρραλέο ύφος.
« Τίποτα που να σε αφορά μικρέ. Δίνε του και κοίτα τη δουλειά σου». Απάντησε ο αρχηγός της παρέας, φεύγοντας από μπροστά μου και κατευθυνόμενος προς το αγόρι.
« Εδώ κάνεις λάθος φίλε μου», του απάντησε το αγόρι ψύχραιμα και σταθερά, δείχνοντας να μη προσέχει ή να μη νοιάζεται για την κατά πολύ μικρότερη σωματική του διάπλαση σε σχέση με τον άλλο και το γεγονός ότι ήταν ένας απέναντι σε περισσότερους. «Αυτό το δρομάκι είναι ιδιωτικό, ανήκει στην οικογένειά μου», λέει δείχνοντας μια φθαρμένη πόρτα που δεν είχα προσέξει
πάνω στον τοίχο στη μια πλευρά του σοκακιού. « Αν δεν φύγετε αμέσως θα φωνάξω τον αστυνόμο που κάνει περιπολίες λίγα στενά παρακάτω, ή αν προτιμάτε μπορώ να φωνάξω τον μεγάλο αδελφό μου. Είναι ξακουστός παλαιστής. Μπορεί βέβαια να είναι κάπως οξύθυμος και να λένε πως είναι πολύ σκληρός και αδίστακτος, αλλά πιστέψτε με, έχει χρυσή καρδιά, αν δεν τον νευριάσεις», λέει το αγόρι με απόλυτη σοβαρότητα.
«Μωρέ τι μας λες;» του απαντά ο αρχηγός της παρέας, αν και δείχνει λιγότερο αποφασισμένος και σίγουρος για τον εαυτό του.
«Αυτό που άκουσες φίλε μου. Να περίμενε να τον δεις με τα μάτια σου. Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι θα χαρείς με τη γνωριμία», συνεχίζει το αγόρι θαρραλέα, χωρίς ίχνος ανησυχίας στο πρόσωπό του. « Κρίστοφερ», φωνάζει έπειτα «κάποιοι οπαδοί του Μεγάλου Μάικ ήρθαν για να σε γιουχαΐσουν», συνεχίζει με δυνατή φωνή».
« Εντάξει δε χρειάζεται να τον φωνάξεις», λέει τελικά το αγόρι προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμο και να κρύψει την ανησυχία του, ρίχνοντας όμως κλεφτές ματιές προς το δρόμο. «Τελειώσαμε εδώ. Πάμε παιδιά», είπε στα τσιράκια του και πέρασε δίπλα από το αγόρι σκουντώντας το με τον ώμο του, με τα άλλα αγόρια να τον ακολουθούν σιωπηλά.
« Γεια σας. Χάρηκα που τα είπαμε», συμπλήρωσε το αγόρι δήθεν ανέμελα, πριν στραφεί προς το μέρος μου.
« Γεια, είμαι ο Γουίλ», είπε ύστερα χαμογελώντας μου και τείνοντας μου το χέρι.
« Λ… Πίτερ», απάντησα εγώ ξέπνοα, με την καρδιά μου να χτυπά ακόμα δυνατά από το φόβο και το ξάφνιασμα, δίνοντάς του το χέρι μου, αφού σηκώθηκα όρθια.
« Εντάξει λοιπόν Λ… Πίτερ. Χαίρομαι που σε γνωρίζω» είπε γελώντας μιμούμενος την απάντησή μου στο πως με λένε, γεγονός που έκανε δύο στρογγυλά λακκάκια να σχηματισθούν στα μάγουλά του.
« Ευτυχώς το έχαψαν. Δεν είχα σχέδιο Β γι αυτό και αν δεν έπιανε θα βρίσκαμε και οι δύο τον μπελά μας» συνεχίζει εύθυμα.
« Όλα αυτά ήταν ψέματα. Τα σκαρφίστηκες τώρα;» τον ρωτώ με έκπληξη και θαυμασμό, για την ψυχραιμία, την ετοιμότητα και την πειστικότητά του.
« Ναι» μου απαντά ικανοποιημένος με τον θαυμασμό μου. «Έλα, ας πάμε μια βόλτα» συμπλήρωσε.
Έτσι γεννήθηκε η φιλία μας, μια φιλία που άνθισε στη ζωή μου απρόσμενα και φώτισε τα πάντα, μια φιλία που τα ψέματά μου κόντεψαν να πνίξουν σαν τα ζιζάνια που πνίγουν τα άλλα φυτά.
Ο Γουίλ ανακάλυψε την αλήθεια για μένα τον ίδιο χρόνο. Ήταν ένα καλοκαιρινό πρωινό, που ο ήλιος ήταν για τα καλά ανεβασμένος στον ουράνιο θρόνο του δημιουργώντας μια αποπνικτικά ζεστή ατμόσφαιρα. Αποζητώντας απεγνωσμένα λίγη σκιά και δροσιά μπήκαμε λίγο πιο μέσα στο δάσος, αντί για τις παρυφές του που επισκεπτόμασταν συχνά, ώσπου βρήκαμε μια μικρή λιμνούλα, της οποίας την ύπαρξη αγνοούσαμε. Το νερό της ήταν πολύ δροσερό, παρά τις αντίθετες προσπάθειες του ήλιου που πεισματάρικα έστελνε τις ακτίνες του στην επιφάνειά της, τρυπώνοντας μέσα από τα μακριά κλαδιά των δέντρων. Εμείς χαρούμενοι από αυτή μας την ανακάλυψη αρχίσαμε να δροσίζουμε τα πρόσωπά μας και να πιτσιλάμε ο ένας τον άλλο. Είχαμε μπει στη λίμνη μέχρι τους μηρούς, όταν ο Γουίλ σε ανύποπτο χρόνο με έσπρωξε κι έπεσα ολόκληρη μέσα στη λίμνη. Ο μπερές που φορούσα για να κρύβει τα μαλλιά και το μισό μου πρόσωπο ξέφυγε από το κεφάλι μου και από τα τσιμπιδάκια που τον συγκρατούσαν, ενώ εκείνα λύθηκαν και όταν αναδύθηκα τρομαγμένη, από την άγνοιά μου να κολυμπώ, απλώθηκαν γύρω μου ελεύθερα.
Τρομοκρατημένη από την αποκάλυψη της ταυτότητάς μου, τράβηξα τα μαλλιά από το πρόσωπό μου και κοίταξα με φόβο τον Γουίλ. Είχε παγώσει στη θέση του, ανίκανος να πιστέψει στα μάτια του.
« Είσαι…», ξεκίνησε να λέει και σταμάτησε.
« Κορίτσι», συμπλήρωσα τη φράση του και έσκυψα το κεφάλι μου ντροπιασμένη και μεταμελημένη που του έκρυψα την αλήθεια και την έμαθε με αυτόν τον τρόπο.
« Γουίλ, εγώ…», ξεκίνησα να του λέω, μη ξέροντας πραγματικά τι θα έπρεπε να πω εκείνη τη στιγμή.
« Σταμάτα… Είσαι απίστευτη…», απάντησε ρίχνοντας μου ένα βλέμμα γεμάτο απαξίωση και θυμό. Έκανε μεταβολή και έφυγε με γοργό βήμα, αφήνοντας με να τον κοιτάζω να χάνεται μέσα από τη λίμνη με το νερό να στάζει από τα μαλλιά και τα ρούχα μου.
Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό το βλέμμα που μου έριξε τότε. Ένα βλέμμα που μου έλεγε πως τον απογοήτευσα πως ποτέ ξανά δε θα με εμπιστευόταν. Από τότε ορκίστηκα στον εαυτό μου να επανορθώσω και ποτέ μα ποτέ να μην του ξαναπώ
ψέματα και να μην τον απογοητεύσω. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα πως ήταν ο καλύτερός μου φίλος και πως δεν ήθελα να τον χάσω για κανένα λόγο.
Την επόμενη κιόλας μέρα πήγα να τον βρω, να του εξηγήσω. Στην αρχή αρνήθηκε να με ακούσει, αλλά μετά η περιέργειά του για την ιστορία μου και την πραγματική μου ταυτότητα τον κέρδισε και με άκουσε. Όταν του είπα πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να τριγυρνάω έξω από την Ακαδημία χωρίς πρέπει και γιατί, την Ακαδημία που με έκανε να ασφυκτιώ και στην οποία δεν είχα φίλους, αφού η Αλέγκρα ήρθε αργότερα και πως αν αποκάλυπτα την αλήθεια για μένα δε θα έθετε σε κίνδυνο μόνο τη δική μου παραμονή στην Ακαδημία, αλλά και της αδελφής μου, γεγονός που θα μας έστελνε στους δρόμους, έδειξε να μαλακώνει και αποδέχτηκε τη συγγνώμη μου. Μου ζήτησε όμως λίγο χρόνο για να σκεφτεί τι θα γίνει μετέπειτα με εμάς κι εγώ το σεβάστηκα υποθέτοντας, όμως πως τον έχασα για πάντα. Η χαρά μου λοιπόν ήταν απερίγραπτη όταν τελικά ήρθε εκείνος σε επαφή μαζί μου και υποσχέθηκε να ξεχάσει την προδοσία μου, αν του υποσχόμουν να σταματήσουν τα ψέματα ανάμεσα μας. Εγώ φυσικά δέχτηκα και με τον καιρό κάθε ίχνος καχυποψίας και όλες οι σκιές του παρελθόντος έσβησαν, ενώ η φιλία μας ρίζωσε σε θεμέλια αλληλοκατανόησης και εμπιστοσύνης.
Τώρα όμως η φιλία μας δοκιμάστηκε για άλλη μια φορά, με την αποκάλυψη των αισθημάτων που τρέφει ο Γουίλ προς το πρόσωπό μου. Εκείνος μου έδειξε την δική του αλήθεια κι εγώ η ανόητη πάγωσα στη θέση μου φέρνοντας τον σε ακόμη πιο δύσκολη και ευάλωτη θέση. Όμως δεν το περίμενα. Δεν περίμενα να με φιλήσει. Δεν είχα ιδέα πως τα αισθήματά του είχαν αλλάξει.
Νιώθω ακόμη την αίσθηση των χειλιών του να καίει πάνω στα δικά μου, λες και πάνω στα χείλη μου κουβαλώ ακόμα το φορτίο των δικών του, σε ένα πάντρεμα από πορτοκάλι και γιασεμί. Είναι μια αίσθηση ξένη και παράξενη, αλλά συνάμα οικεία, γλυκιά και παρήγορη. Είναι το πρώτο φιλί που μου έκλεψαν ποτέ και το ξάφνιασμα μου δε μου επέτρεψε να σκεφτώ καν αν μου άρεσε, ή τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Αισθάνομαι σα να είχα αποτραβηχτεί από τα πράγματα και να έβλεπα τον εαυτό μου από μακριά, χωρίς να καταλαβαίνω τι συνέβαινε, χωρίς να συμμετέχω πραγματικά.
Τίποτε δε θα είναι το ίδιο ανάμεσα μας μετά από αυτό, αλλά ποιος νοιάζεται; Αν δεν έχασα τον Γουίλ εξαιτίας αυτού του περιστατικού τον χάνω τώρα, με την αποστολή μου, μια αποστολή που δε θέλει περισπασμούς από αναμνήσεις, μια αποστολή στην οποία πρέπει να πορευθώ μόνη, χωρίς όλους αυτούς για τους οποίους νοιάζομαι αγαπώ, για τη δική τους ασφάλεια και για τη δική μου αυτοσυγκέντρωση.
Νιώθω άλλο ένα δάκρυ να τρέχει ικανοποιημένο που ξέφυγε απ’ το δεσμωτήριο του ματιού μου, στον δρόμο που άνοιξαν τα προηγούμενα. Κάθε δάκρυ και μια ανάμνηση. Δε μου αρέσει καθόλου να κλαίω και δεν κλαίω συχνά, αλλά σήμερα κλαίω όλη την ώρα.
‘Που να μη μισούσες και το κλάμα Λάιρα. Μπράβο, πολύ δυνατή είσαι’, λέω στον εαυτό μου, γεγονός που με κάνει να γελάσω και μια ακόμη σειρά από δάκρυα να ξεχυθούν από το κλείσιμο τον ματιών μου. Για μερικές στιγμές κλαίω και γελάω μαζί, ώσπου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τρελάθηκα μετά από όλα αυτά.
Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Ίσως ένας τρελός άνθρωπος να μπορεί να ανταπεξέλθει καλύτερα σε όλα αυτά, ίσως να μπορεί να σώσει τον κόσμο ευκολότερα.
Κάποια στιγμή τα δάκρυά μου στερεύουν, το ίδιο και οι σκέψεις μου, καθώς τις απεκδύομαι μια μια και τις κρεμάω στον αόρατο καλόγερο τους, σαν ρούχα, ώσπου μένω γυμνή. Γυμνή από κάθε σκέψη. Μαζεύω τα δάκρυά μου κοντά στην καρδιά μου, για να την αδειάσω και αυτή, να πω αντίο σε όσους αγαπώ και να τους ελευθερώσω από τα δεσμά που τους δένουν σ’ αυτή.
Δεν προλαβαίνω. Ο ύπνος φτάνει πρώτος και κλείνει τα κουρασμένα μου βλέφαρα, με τα αντίο μου να μένουν για άλλη μια φορά ανείπωτα.

Όλγα Σ.