Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 7)

«Παππού;» αναφωνώ μη ξέροντας πώς να αντιδράσω στην αναπάντεχη παρουσία του. Οι άκρες των χειλιών του στρέφονται προς τα πάνω σε ένα μειδίαμα και έρχεται να κάτσει πλάι μου στον καναπέ.
«Χαίρομαι που ξύπνησες, αυτό το παραλυτικό θα μπορούσαν να σου προκαλέσουν μεγάλη ζημιά» λέει και με το δεξί του χέρι βάζει μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου πίσω απ’ το αυτί.
«Τι συμβαίνει; Πως βρέθηκα εδώ; Και σε ποιο παραλυτικό αναφέρεσαι;» ρωτάω επιθυμώντας όσο τίποτε να βάλω μια τάξη στις σκέψεις μου και να βρω απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
«Θα σου τα εξηγήσω όλα, πρώτα όμως πρέπει να πιείς λίγο νερό» λέει και σηκώνεται για να πάει στην κουζίνα, απ’ όπου και επιστρέφει με ένα ποτήρι νερό στο χέρι. Αφού μου το προσφέρει, επανέρχεται πάλι στη θέση του.
Βλέπω το νερό και ξαφνικά αντιλαμβάνομαι πόσο ξηρό είναι το στόμα και ο λαιμός μου. Αφού το πίνω λαίμαργα, λέω: «Ωραία, τώρα πες μου, πως από το στρατόπεδο της Φωτιάς, βρέθηκα εδώ;».
«Βρισκόμουν και εγώ στη γιορτή. Είχα πάει για να επιβλέπω τα άτομα, σε περίπτωση που κάποιο μέλος άλλου στοιχείου είχε μπει στα κρυφά για να προκαλέσει αναστάτωση ή έστω και για να παρακολουθήσει τη γιορτή. Φυσικά, ο πατέρας σου με είχε ενημερώσει ότι θα βρισκόσουν εκεί, οπότε έψαχνα πολύ προσεκτικά για να σε βρω και να βεβαιωθώ πως είσαι καλά».
«Ο μπαμπάς γνώριζε ότι πήγα στη γιορτή;» Πώς στο καλό ξέρει πάντα τι κάνω και που πηγαίνω…
«Φυσικά, είναι δυνατόν να μη το ήξερε;» Ξαφνικά στο μυαλό μου έρχεται η σκέψη του Ναθάνιελ. Άραγε αντιλήφθηκε την απουσία μου ή μήπως είναι ακόμη μαζί με εκείνη την ξανθιά;
«Παππού, πρέπει να πάμε πίσω, ίσως με ψάχνουν» λέω, αν και αμφιβάλω να ένοιαξε τον Ναθάνιελ που εξαφανίστηκα. Αυτή τη στιγμή θα διασκεδάζει μαζί της, εντελώς ξέγνοιαστος.
«Νόμιζα πως ήθελες να μάθεις πως βρέθηκες εδώ» λέει. Τα γαλανά μάτια του, όμοια με εκείνα του πατέρα μου με κοιτάζουν προσεκτικά, περιμένοντας την απάντησή μου.
«Θα μου εξηγήσεις στο δρόμο» λέω και εκείνος γνέφει.

***

«Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου άρχισαν να ακούγονται τσιρίδες και ουρλιαχτά» μου εξηγεί ο παππούς, δίχως να πάρει τα μάτια του απ’ τον δρόμο, «έτρεξα προς τα εκεί και είδα έναν άντρα να μαχαιρώνεται και στη συνέχεια μια κοπέλα να τρέχει μέσα στο πλήθος. Την ακολούθησα ώσπου λιποθύμησε. Φυσικά έτρεξα να δω αν ήταν καλά και τότε είδα πως η κοπέλα ήσουν εσύ». Κάνει μια παύση και έπειτα συνεχίζει με πιο κατεβασμένο τόνο, «Φαντάζεσαι την έκπληξή μου μόλις αντίκρισα εσένα».
Δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Ο παππούς μου με έσωσε…χάρις εκείνον είμαι ασφαλής, μακριά από εκείνες τις μορφές.
«Τι απέγιναν εκείνες οι μορφές;» ρωτάω μόλις συνειδητοποιώ ότι δεν τις ανέφερε καθόλου.
«Ποιες μορφές;».
«Εκείνες που μαχαίρωσαν τον άντρα και που μου έβαλαν μια σύριγγα στο λαιμό».
«Μα δεν υπήρχε κανείς κοντά σε εσένα και στον άντρα. Υπέθεσα πως εκείνος που τον μαχαίρωσε, έτρεξε να κρυφτεί μέσα στο πλήθος πριν προλάβω να τον δω».
«Μα όχι, ήταν εκεί…με καταδίωκαν δύο μορφές…δύο θολές μορφές» λέω προσπαθώντας να φέρω στο μυαλό μου την εικόνα. Ο παππούς μου μένει για λίγη ώρα σιωπηλός, γεγονός που με κάνει να υποθέσω ότι με θεωρεί παλαβή ή δεν ξέρω και εγώ τι…
«Τι εννοείς “θολές μορφές”;» λέει τελικά, εξακολουθώντας να κρατάει τα μάτια του καρφωμένα στο δρόμο.
«Τίποτα» λέω «ίσως να είδα λάθος μέσα στον πανικό μου». Πράγματι, ίσως να είχα πανικοβληθεί τόσο πολύ που δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά εκείνων που μαχαίρωσαν τον άντρα. Αναστενάζω παρατεταμένα και προσπαθώ να αγνοήσω την εικόνα του Ναθάνιελ με την κοπέλα του, που συνεχώς τρυπώνει μέσα στο μυαλό μου.
«Όπως και να έχει, πρέπει να μου δώσεις και εσύ εξηγήσεις. Γιατί απομακρύνθηκες από τη Σαμάνθα και πως βρέθηκες στην συμπλοκή;».
«Μη μου πεις πως κι εσύ γνωρίζεις αυτή την οικογένεια…» λέω απηυδισμένη. Όλο μου το σόι έχει μάθει πλέον ότι κρύβομαι και αυτό με ενοχλεί σε σχετικά μεγάλο επίπεδο.
«Οι μόνοι που το γνωρίζουν είναι οι γονείς σου, η Οριάνα και εγώ» με πληροφορεί. Βουλιάζω στο κάθισμά μου και τον κοιτάζω. Ξέρω πως περιμένει να απαντήσω στις ερωτήσεις του, ωστόσο το τελευταίο πράγμα που θέλω να κάνω είναι να μιλήσω για εκείνων τον άστεγο που απείλησε να με σκοτώσει.
«Περιμένω να μου απαντήσεις» λέει.
«Το ξέρω».
«Τότε ξεκίνα, πρέπει να ενημερώσουμε τους γονείς σου».
«Τους γονείς μου; Ω, όχι με τίποτα, αν τους μιλήσεις θα με πάρουν αμέσως από εδώ!» λέω και αυτόματα ένα βάρος πλακώνει το στήθος μου. Δεν θέλω με τίποτα να φύγω από εδώ. Η Σαμάνθα, τα μικρά, ο Ναθάνιελ, όλοι τους έχουν γίνει μέρος της ζωής μου πλέον και δεν μπορώ να τους εγκαταλείψω έτσι απλά.
«Πες μου τι συνέβη και θα κρίνω εγώ αν πρέπει να τους μιλήσω ή όχι».
«Εντάξει λοιπόν…». Δεν θα πω την αλήθεια, απλά δεν γίνεται να το ρισκάρω. Αν μιλήσει στους γονείς μου θα χάσω τον Ναθάνιελ, καθώς και το στοίχημα που έβαλα στον ίδιο μου τον εαυτό, παρότι πριν μόλις μερικές ώρες προσπάθησα να το ξεχάσω. «Έκανα μια βόλτα, όταν είδα έναν άντρα να τρέχει πανικόβλητος μέσα σε ένα στενό και δύο κουκουλοφόρους να τον ακολουθούν βαστώντας μαχαίρια. Δεν σκέφτηκα τι ήταν σωστό και τι λάθος, απλώς πήγα να δω τι συμβαίνει. Στη συνέχεια όπως φαντάζεσαι, εκείνοι μαχαίρωσαν τον άστεγο και επειδή εγώ βρέθηκα εκεί, μου έβαλαν αναισθητικό ή όπως αλλιώς το είπες τέλος πάντων…».
Ο παππούς μένει για λίγη ώρα σιωπηλός, με τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι και τα μάτια του να παρακολουθούν τον δρόμο, δίχως ίχνος κάποιου συγκεκριμένου συναισθήματος στο βλέμμα.
«Και ποιος ο λόγος που έκανες βολτούλες και δεν βρισκόσουν κοντά στη Σαμάνθα και τους γιούς της;»
«Σαν τον πατέρα μου κάνεις τώρα, να το ξέρεις» λέω και κουνάω το κεφάλι ενοχλημένη.
«Καλά, καλά, δεν ξανά ρωτάω» λέει κι ένα χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη του.
Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος και αναστενάζω, νιώθοντας ένα βάρος να ξεκολλάει απ’ το στήθος μου. Αναμφίβολα, ο παππούς δεν θα πει τίποτα.
Σφραγίζω τα βλέφαρα μου και ρίχνω το κεφάλι μου πίσω, επιτρέποντας στον φως του φεγγαριού να πέσει στο πρόσωπό μου και να διώξει κάθε αρνητικό στίγμα από πάνω μου. Έπειτα από ένα απροσδιόριστο διάστημα αφήνω το μυαλό μου να φανταστεί τους γονείς μου, και με την εικόνα τους με παίρνει ο ύπνος.

Έχω δεν έχω κοιμηθεί μισή ώρα, όταν νιώθω ένα χέρι να αγγίζει τον ώμο μου. Αυτόματα το σώμα μου αντιδρά και βρίσκομαι να σφίγγω το χέρι του παππού μου.
«Συγγνώμη» ψελλίζω, ακόμη υπό την επήρεια του ύπνο και απομακρύνω τα δάκτυλά μου από τον καρπό του. Με κοιτάζει σαστισμένος στην αρχή, έπειτα υιοθετεί μια ουδέτερη έκφραση και λέει: «Φτάσαμε στο στρατόπεδο της Φωτιάς».
Τρίβω τα μάτια μου για να αποδιώξω την υπνηλία και βγαίνω απ’ το αυτοκίνητο. Μόλις τα πόδια μου πατούν στο έδαφος, συνειδητοποιώ ότι εξακολουθώ να φοράω το σκισμένο φόρεμα, αφήνοντας για ακόμη μια φορά ένα μεγάλο κομμάτι στου σώματός μου εκτεθειμένο. Τοποθετώ βιαστικά τις παλάμες μου πάνω στους μηρούς μου, σε μια απρόσμενη προσπάθεια να καλυφτώ απ’ τις έντονες ματιές των μελών της Φωτιάς…και φυσικά του παππού μου, που επιτηδευμένα μεν έχει το βλέμμα του στραμμένο αλλού.
«Μήπως σου βρίσκεται κανένα παντελόνι;» ρωτάω με τα μάγουλά μου εμφανώς αναψοκοκκινισμένα. Ανασηκώνει τους ώμους και κάνει τον κύκλο για να φτάσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, όπου και ανοίγει το πορτπαγκάζ.
«Λυπάμαι» λέει και σουφρώνει τα χείλη. Σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό, νιώθοντας ξαφνικά να με καταλαμβάνει απίστευτο άγχος για το πως θα βρεθώ μέσα σε τόσο κόσμο, με σχεδόν όλο το κάτω μέρος του σώματός μου “γυμνό”.
«Τότε θα περιμένω στο αυτοκίνητο, ώσπου να βρεις και να ενημερώσεις τη Σαμάνθα και τον Ναθάνιελ» λέω και ανακουφίζομαι κάπως που βρήκα μια λύση.
«Καλώς» λέει και μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο. «Άντε περίμενε μέσα και εγώ δεν θα αργήσω».
Μπαίνω στο αμάξι και αφού κλειδώνω όλες τις πόρτες, παρακολουθώ τον παππού μου να προσπερνάει τους συναδέλφους του και να χάνεται μέσα στο πλήθος των ανθρώπων, που παρά την περασμένη ώρα συνεχίζουν να διασκεδάζουν ξέγνοιαστοι. Αναρωτιέμαι για μια στιγμή πως είναι δυνατόν να μην πήρε κανείς είδηση ότι σκοτώθηκε ένας άνθρωπος, αλλά έπειτα σκέφτομαι πως πέρα απ’ το γεγονός ότι είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από τον κόσμο, τα μέλη της Φωτιάς δεν θα χαλούσαν τη βραδιά τους για κάτι τόσο ασήμαντο όσο ο θάνατος ενός αστέγου.
Η ώρα κυλάει βασανιστικά αργά και για μια στιγμή που περνάει η σκέψη να βγω και να ψάξω που εξαφανίστηκε. Φυσικά, την αποδιώχνω αμέσως, όχι μόνο εξαιτίας του φορέματος, αλλά πολύ περισσότερο εξαιτίας εκείνων των μορφών που με καταδίωκαν νωρίτερα. Τι σκοπό να είχαν άραγε; Γιατί με ανάγκασαν να εμφανιστώ ενώπιών τους; Μήπως είχαν σχέση με εκείνη τη γυναίκα που τόσο ανησυχούσαν οι γονείς μου; Τι κι αν έκανα λάθος που είπα ψέματα;
Το στομάχι μου δένεται σε έναν ασφυκτικό κόμπο. Ξαφνικά αισθάνομαι ευάλωτη, μόνη και πολύ μα πολύ ψεύτρα. Δεν έπρεπε να είχα ξεγελάσει τον παππού μου. Και ακόμη και τώρα, που ενώ είμαι σίγουρη ότι αν του μιλήσω θα με κατανοήσει, αρνούμαι να το κάνω. Δεν θέλω να φύγω από εδώ. Όσο γελοίο κι αν ακούγεται προτιμώ να μείνω εδώ και να ρισκάρω τη ζωή μου, παρά να φύγω και να χάσω τον Ναθάνιελ.
Τινάζομαι στο χτύπημα του παραθύρου. Στρέφω το βλέμμα μου και οι ματιές μας κλειδώνουν. Είναι βράδυ, αλλά τα μάτια του δεν χάνουν ούτε στο ελάχιστο τη χαρακτηριστική τους λάμψη, είναι σαν να αποτελούν φως από μόνα τους και να χαρίζουν ζωή σε κάθε τι που κοιτάζει.
Χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω του, ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω.
«Που στο διάολο χάθηκες;» φωνάζει οργισμένα ο Ναθάνιελ, αναγκάζοντας με να βγω απ’ τον γλυκό λήθαργο που μου προκάλεσε η ματιά του. Κουνάω το κεφάλι μου και χαμηλώνω το κεφάλι καθώς τα μάγουλα μου έχουν πάρει το χρώμα της ντομάτας και αδυνατώ να το σβήσω. «Ξέρεις πόσο ανησύχησα; Πόσο ανησυχήσαμε;» λέει και με το χέρι του δείχνει κάποιο σημείο πίσω του, προφανώς τη Σαμάνθα και τα μικρά.
Έχω την αίσθηση πως η καρδιά μου θα εκραγεί τόσο γρήγορα που πάει. Δεν μπορώ να κουνηθώ κάτω απ’ το έντονο και εξοργισμένο βλέμμα του.
«Φάγαμε τον κόσμο να σε βρούμε!» συνεχίζει το κατσάδιασμά του και ξαφνικά αισθάνομαι σαν κοριτσάκι πέντε χρονών που το μαλώνουν οι γονείς του.
«Συγνώμη» λέω τελικά, συγκρατώντας το κεφάλι χαμηλωμένο μιας και το κοκκίνισμα δεν έχει ακόμη υποχωρήσει.
Τον ακούω να αναστενάζει. «Δεν χρειάζεται να ζητάς συγνώμη» λέει η Σαμάνθα και επιτέλους βρίσκω το κουράγιο να σηκώσω το βλέμμα μου και να την αντικρίσω. Δύο σχεδόν κόκκινα μάτια γεμάτα κατανόηση και συμπόνια. «Θέλησες να κάνεις μια βόλτα, το τι συνέβη από εκεί κι έπειτα δεν είναι δικό σου λάθος».
Της χαμογελάω νιώθοντας ανακούφιση και ενθουσιασμό που επιτέλους κάποιος με καταλαβαίνει.
«Αν όμως ξανά κάνεις κάτι τέτοιο, να ξέρεις πως θα σε κλείσω μέσα στο σπίτι για το υπόλοιπο της διαμονής σου εδώ» λέει ο Ναθάνιελ και με κατακεραυνώνει με ένα απειλητικό βλέμμα που δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Γνέφω. Και στην τελική, δεν με χαλάει αυτό. Καλύτερο να μείνω κλεισμένη μέσα στους τέσσερις τοίχους, παρά να ζήσω ξανά τα αποψινά γεγονότα.

***
Στην επιστροφή για το σπίτι επικρατεί νεκρική σιωπή, κανείς δεν μιλάει. Το κλίμα μέσα στον κλειστό χώρο του αυτοκινήτου είναι τεταμένο και ακόμη και τα αγόρια δεν τολμούν να βγάλουν κιχ. Βέβαια ο Τόμος πλάι μου κοντεύει να κοιμηθεί, λογικό να μην μπορεί να μιλήσει, αλλά και πάλι είναι παράξενο να μην ακούω τη φωνή τους.
Κάποια στιγμή κι ενώ οι περισσότεροι μέσα στο αμάξι έχουν παραδοθεί στον ύπνο, ο Ναθάνιελ μιλάει.
«Τι συνέβη στο φόρεμά σου;». Η φωνή του είναι σκληρή και ο τόνος του κοφτός. Παρατηρώ τα δάκτυλα το χεριών του να σφίγγουν το τιμόνι με δύναμη.
Αφού ρίχνω μια γρήγορη ματιά στα αγόρια δίπλα μου και στη Σαμάνθα μπροστά και βεβαιώνομαι ότι κοιμούνται, λέω: «Έπεσα κάτω και σκίστηκε».
Τον βλέπω να κουνάει το κεφάλι σαν να μην με πιστεύει. «Όχι, Έμ, θέλω να μου πεις τι πραγματικά συνέβη». Έμ; Τι είναι τώρα αυτό, το όνομά μου εν συντομία;
«Σου λέω την αλήθεια».
«Στον παππού σου όμως δεν είπες» μου αποκρίνεται και τα βλέμματά μας διασταυρώνονται μέσα απ’ τον καθρέφτη.
«Κάνεις λάθος» λέω με σκληρή φωνή για να φανώ ειλικρινής.
«Α, ναι; Τότε γιατί φώναζες το όνομά μου;».
«Τι είναι αυτά που λες;» ρωτάω απότομα. Αν με άκουσε, τότε γιατί δεν έτρεξε να με σώσει;
«Πως νομίζεις πως αρχίσαμε να σε ψάχνουμε; Επειδή κάποιοι γνωστοί σε άκουσαν να φωνάζεις το όνομά μου». Το στόμα μου ξεραίνεται, αδυνατώ να βρω μια δικαιολογία για να ξεφύγω απ’ τη δύσκολη θέση.
«Και πως ξέρεις ότι ήμουν εγώ;» λέω τελικά.
«Σταμάτα τις υπεκφυγές, Εμ». Ξεφυσάω. Αργά ή γρήγορα θα του πω την αλήθεια, ωστόσο όχι τώρα, όχι εδώ με τη Σαμάνθα παρούσα.
«Καλά, θα σου πω τι συνέβη όταν φτάσουμε σπίτι» λέω. Μου ρίχνει μια ματιά μέσα απ’ τον καθρέφτη και στη συνέχεια επαναφέρει την προσοχή του στο δρόμο.
Κουμπώνω το φερμουάρ της ζακέτας που μου πρόσφερε η Σαμάνθα, και γέρνω πάνω στο κάθισμα. Κάποια στιγμή φτάνουμε σπίτι.

Ευτυχώς ο Ναθάνιελ με άφησε να κοιμηθώ, λέγοντας ότι θα του τα εξηγούσα όλα το πρωί, αφού θα είμασταν και οι δύο ξεκούραστοι και ήρεμοι για μια σοβαρή συζήτηση. Ωστόσο, τώρα που σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι συνειδητοποιώ ότι το σπίτι είναι άδειο, συνεπώς και ο Ναθάνιελ άφαντος.
Σωριάζομαι στον καναπέ και αρχίζω να ξεφυλλίζω μερικά περιοδικά, προσπαθώντας απεγνωσμένα να διώξω απ’ το μυαλό μου τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, που όχι μόνο δεν έφυγαν απ’ τη σκέψη μου, αλλά ακόμη χειρότερα, στοιχείωσαν τα όνειρά μου στερώντας μου πολύτιμες ώρες ύπνου.
Σηκώνομαι απ’ τον καναπέ κι αρχίζω να βηματίζω αδιάκοπα μέσα στο σαλόνι, όταν μου έρχεται μια ιδέα. Μια παράξενη ιδέα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά νιώθω έντονα την παρόρμηση να ανακαλύψω περισσότερα για τις δυνάμεις μου. Μετά από εκείνο το όραμα που έδειχνε τα πάντα έτοιμα να καταστραφούν και τα αγαπημένα μου πρόσωπα να κινδυνεύουν, θέλω να μάθω να ελέγχω τις δυνάμεις μου. Πρέπει όταν κι αν φτάσει αυτή η στιγμή, να είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω τον κίνδυνο. Θα πείσω τον Ναθάνιελ να μου μάθει τη χρήση της Φωτιάς.





Δέσποινα Χρ.