Ακούγοντας το χαρακτηριστικό ήχο της σιδερένιας πόρτας, πετάγομαι πάνω και τρέχω γραμμή προς την εξώπορτα. Εύχομαι από μέσα μου να είναι ο Ναθάνιελ, αλλά δυστυχώς τα σκαλοπάτια ανεβαίνει η Σαμάνθα.
«Καλημέρα» μου λέει με ένα χαμόγελο.
«Καλημέρα» λέω με τη σειρά μου και της κάνω χώρο να περάσει. Στα χέρια της κρατάει μερικές σακούλες με ψώνια, έτσι σπεύδω να την βοηθήσω.
«Ελπίζω να κοιμήθηκες καλά γιατί σήμερα έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε» λέει καθώς τακτοποιεί τα πράγματα. Της ρίχνω ένα βλέμμα γεμάτο απορία, ωστόσο δεν το προσέχει έτσι όπως είναι στραμμένη προς το ψυγείο.
«Δηλαδή;» ρωτάω. Θέλω να μάθω που είναι ο Ναθάνιελ, αλλά αφού η Σαμάνθα δεν ρώτησε που βρίσκεται, σίγουρα είναι στη δουλειά.
«Θα κάνουμε μια βόλτα μέσα στην πόλη, πρέπει να γνωριστείς με τους γείτονες» απαντάει και μου ρίχνει μια λοξή ματιά, προφανώς για να δει την αντίδρασή μου, που δεν είναι άλλη απ’ το ανασήκωμα του αριστερού μου φρυδιού.
«Ωραία» λέω, «και πότε θα γίνει αυτό;».
«Τώρα».
«Τώρα;»
«Ναι, τώρα, γι’ αυτό καλύτερα να πας να ετοιμαστείς και να βάλεις τους φακούς επαφής σου».
Παίρνω βαθιά εισπνοή. Μετά τη χθεσινή μέρα, δεν έχω όρεξη να συναντήσω μέλη της Φωτιάς. Κυρίως φοβάμαι μήπως εμφανιστούν μπροστά μου εκείνες οι μορφές και δεν είμαι σε θέση να αμυνθώ ή να προστατέψω τη Σαμάνθα αν τυχόν βρίσκεται κοντά μου. Ίσως είμαστε ασφαλείς αν έρθει μαζί μας ο Ναθάνιελ, θα ξέρει σίγουρα πως να αντιμετωπίσει τον εχθρό.
«Ο Ναθάνιελ δεν θα έρθει μαζί μας;» ρωτάω, ωστόσο αμέσως το μετανιώνω. Δεν πρέπει να δείχνω ότι έχω αναπτύξει ένα είδους σχέσης μαζί του. Χαζή, χαζή, χαζή!
«Ο Ναθάνιελ βρίσκεται στη δουλειά, αλλά θα περάσουμε από εκεί για να του δώσω φαγητό». Γνέφω και πηγαίνω στο δωμάτιο για να ετοιμαστώ.
***
Δύο ώρες μετά, έχουμε γυρίσει ολόκληρη τη γειτονιά. Δεν μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν και πολύ φιλικά, αλλά για εμένα το κατανοώ, δεν με γνωρίζουν και τους φαίνεται παράξενο που βρέθηκα ξαφνικά στη γειτονιά τους. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί οι περισσότεροι δεν καταδέχτηκαν ούτε καν να χαιρετήσουν τη Σαμάνθα. Πολλοί γύριζαν το βλέμμα τους αλλού για να την αποφύγουν. Ένιωσα άσχημα για εκείνη…είναι μια υπέροχη γυναίκα, μου φαίνεται αδύνατο να μην τη συμπαθεί κανείς.
«Λοιπόν, τώρα που πάμε;» ρωτάω για να σπάσω την αμήχανη σιωπή. Η Σαμάνθα γυρίζει μια στιγμή το κεφάλι της προς τα μέρος μου, κι έπειτα το επαναφέρει μπροστά.
Αναστενάζει και λέει: «Στον Ναθάνιελ».
Οι παλμοί μου αυξάνονται και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του και τη σκέψη ότι σε λίγο θα τον δω.
«Εδώ» λέει και κατευθύνεται σε ένα φορτηγό. Την ακολουθώ και όταν η απόσταση έχει μειωθεί, βλέπω τον Ναθάνιελ να μεταφέρει κούτες. Φοράει ένα μαύρο, αμάνικο φανελάκι, αποκαλύπτοντας τα στιβαρά του μπράτσα. Μα τι όμορφος που είναι…
Στέκομαι στην άκρη μη θέλοντας να ενοχλήσω και περιμένω τη Σαμάνθα να του δώσει το μπολάκι με το φαγητό. Τους παρακολουθώ να μιλούν μεταξύ τους, ώσπου τα μάτια του πέφτουν πάνω μου και αναγκάζομαι να αποστρέψω το βλέμμα μου νιώθοντας ήδη τα μάγουλα μου σαν να έχουν πάρει φωτιά.
«Έμιλυ;» τον ακούω να λέει. Με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή στο άκουσμα του ονόματός μου να βγαίνει απ’ τα χείλη του, πηγαίνω κοντά τους.
«Γειά» λέω αποφεύγοντας το βλέμμα του.
«Μας αφήνεις λίγο μόνους;» λέει στη Σαμάνθα και δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου. Είναι τρελός; Θέλει να θεωρήσει η μητέρα του ότι συμβαίνει κάτι μεταξύ μας; Του ρίχνω ένα επίμονο βλέμμα, αλλά εκείνος με αγνοεί.
«Γιατί, τι μυστικά έχετε εσείς από εμένα;» ρωτάει εκείνη.
«Τίποτα, απλά θέλω να της μιλήσω σχετικά με χθες».
«Μπορείς να της μιλήσεις και όσο είμαι εγώ μπροστά. Εκτός κι αν μου κρύβεται κάτι εσείς οι δύο».
Ο Ναθάνιελ ξεφυσάει. Μολονότι δεν θέλω να μείνω μόνη μαζί του και ξέρω ότι δεν πρέπει να ανακατευτώ, ανοίγω το στόμα μου και λέω: «Βασικά πρέπει να συζητήσουμε για ένα πάρτι που διοργανώνει η κοπέλα του».
Με κοιτάζουν κι οι δύο με το ένα φρύδι ανασηκωμένο. Η ομοιότητά τους είναι εμφανή εκείνη τη στιγμή. Αναρωτιέμαι πώς να ήταν ο πατέρας του κι αν πήρε από εκείνον όλα εκείνα τα υπέροχα χαρακτηριστικά.
«Ακριβώς και δεν χρειάζεται να είσαι παρούσα» λέει ο Ναθάνιελ.
Η Σαμάνθα μας κοιτάζει καχύποπτα και αισθάνομαι άβολα, αλλά κυρίως άσχημα για το ψέμα μου.
«Καλά, θα πάω να πάρω λίγα πράγματα από το μαγαζί εδώ δίπλα και θα επιστρέψω» λέει και ρίχνοντας μας μια τελευταία ματιά, κάνει μεταβολή και φεύγει. Αφήνω έναν αναστεναγμό και σηκώνω το βλέμμα μου. Τα μάτια του είναι κολλημένα πάνω μου, γεγονός που έχω αρχίσει να συνηθίζω πλέον.
Είμαι έτοιμη να μιλήσω, όταν με πιάνει απ’ το μπράτσο και με τραβάει σε ένα απομονωμένο σημείο, μεταξύ δύο τοίχων.
«Ήρθε η ώρα να μου δώσεις κάποιες εξηγήσεις» λέει με αυταρχικό τόνο και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος κάνοντας τους μυς του να φουσκώσουν και εμένα να λιώσω για άλλη φορά στη θέα.
Ξεροκαταπίνω καθώς προσπαθώ να σκεφτώ αν όντως πρέπει να του μιλήσω για το τι πραγματικά συνέβη χθες βράδυ. Ίσως να τον βάλω σε κίνδυνο…μπορεί αυτή τη στιγμή κάποιος να μας παρακολουθεί. Η σκέψη με κάνει να κοιτάξω τριγύρω. Κανένας.
«Εντάξει. Χθες βράδυ κάποιος με κυνήγησε» παραδέχομαι και τον κοιτάζω περιμένοντας την οποιαδήποτε αντίδρασή του.
Γέρνει το κεφάλι στο πλάι και λέει: «Και ποιος ήταν αυτός; Τον ήξερες;».
Κουνάω το κεφάλι αρνητικά, «ήταν ένας άστεγος». Το στόμα του ανοίγει προς στιγμή και έπειτα κλείνει, σαν να θέλει να πει κάτι. Κάνει ένα βήμα πίσω και ακουμπά πάνω στον τοίχο.
Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα που μου φαίνονται αιώνες, έρχεται κοντά μου και καρφώνει το απορημένο βλέμμα του πάνω μου.
«Τι συνέβη σε εκείνον τον άντρα, Έμ;» ρωτάει.
«Τι εννοείς;».
Παίρνει μια βαθιά εισπνοή, «εννοώ, ότι βρήκα αυτόν τον άστεγο μαχαιρωμένο μέσα σε ένα στενό όταν εξαφανίστηκες». Ο τόνος της φωνής του με κάνει να υποθέσω ότι με θεωρεί ένοχη για τον θάνατο του άντρα. Μπορεί στα αλήθεια να πιστεύει κάτι τέτοιο; Με έχει ικανή να σκοτώσω άνθρωπο;
Έτσι ξαφνικά αισθάνομαι τα πόδια μου να με εγκαταλείπουν και σωριάζομαι στο έδαφος. Τον βλέπω να σκύβει προς το μέρος μου. Για πρώτη φορά βλέπω τα συναισθήματά του να αποκαλύπτονται. Ανησυχία, φόβος. Και μ’ αυτή την εικόνα, τα μάτια μου σφραγίζουν και για ακόμη μια φορά μεταφέρομαι στο μέλλον.
Τα χείλη του είναι πάνω στα δικά μου, με φιλάει απαλά, τρυφερά. Τα χέρια του είναι πάνω στο πρόσωπό μου, ο αντίχειράς του χαϊδεύει το μάγουλό μου. Η καρδιά μου σφυροκοπάει σαν τρελή μέσα στη δίνη του φιλιού μας. Ωστόσο, όχι από ευτυχία. Είναι η τελευταία φορά που τον βλέπω. Για πάντα.
Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα. Είμαι λαχανιασμένη και τα χείλη μου πρησμένα ακόμη απ’ το φιλί. Και αυτή τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου. Με κοιτάζει, με κοιτάζει για πρώτη φορά τόσο ανήσυχος και τρομαγμένος. Το πρόσωπό του απέχει μόλις μερικά εκατοστά απ’ το δικό μου. Κάθε μέλος του κορμιού μου αποζητά ένα χάδι του, τα χείλη μου ένα φιλί του. Πρέπει να κάνω κάτι, πρέπει να σταματήσω τον εαυτό μου απ’ το να τον αγγίξει. Πρέπει…και θα μπορούσα να τα καταφέρω, αν δεν με άγγιζε εκείνος.
Ακουμπά τα χέρια του στο πρόσωπό μου. Κλείνω τα μάτια σ’ αυτή τη γλυκιά αίσθηση που με διατρέχει. Απομακρύνει τις τούφες απ’ τα μαλλιά που έχουν πέσει στο πρόσωπό μου και ξαφνικά αισθάνομαι την ανάσα του στο μέτωπό μου. Με κάνει και αναριγώ. Τα υπέροχα χείλη του έρχονται σε επαφή με το δέρμα μου, με αγγίζουν. Και τι δεν θα έδινα για να μην τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή.
Όταν απομακρύνεται από κοντά μου, ανοίγω τα βλέφαρά μου. Είναι ακόμα καθισμένος ανακούρκουδα πλάι μου, ωστόσο τώρα έχει το πρόσωπό του στραμμένο μακριά μου. Πριν καλά-καλά καταλάβω τι γίνεται, το χέρι του ακουμπά το δικό μου. Είναι λες και μια πύρινη σφαίρα διαπερνά το στομάχι μου, αισθάνομαι όμορφα.
Γυρίζει το βλέμμα του και οι ματιές μας κλειδώνουν. «Είσαι καλά;» ρωτάει απαλά και η φωνή του ίσα που ακούγεται.
Γνέφω και με τη βοήθειά του ανακάθομαι. Ορισμένα μέλη του σώματός μου πονούν λόγω της πτώσης, αλλά είναι κάτι που αναμφίβολα θα μου περάσει.
«Λιποθύμησες πάλι» λέει και η φωνή του παίρνει το φυσιολογικό της χρώμα.
«Έχω βαρεθεί αυτά τα οράματα» ξεφουρνίζω και αυτόματα τα χέρια μου καλύπτουν το στόμα μου. Τώρα την κάτσαμε…
«Οράματα;» ρωτάει με έκπληκτο ύφος. Τέλεια…τώρα είμαι αναγκασμένη να του πω και για την ανόητη ικανότητά μου να μεταφέρομαι στο μέλλον.
«Εε..θα μας περιμένει η Σαμάνθα» λέω σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το αποφύγω και με λίγη προσπάθεια, σηκώνομαι όρθια. Κάνει το ίδιο, ώσπου στεκόμαστε ο ένας μπροστά στον άλλο.
«Ας περιμένει» λέει και εκπλήσσομαι με το πόσο γρήγορα άλλαξε η στάση του απέναντί μου. Μόλις πριν λίγα δευτερόλεπτα με φίλαγε στο μέτωπο και κρατούσε την παλάμη μου μέσα στη δική του…και μολονότι ήταν μόλις πριν λίγο, μου έχει ήδη λείψει η αίσθηση. «Εμπρός, εξήγησέ μου τα πάντα ξεκινώντας από εχθές βράδυ».
Ξεφυσάω και αρχίζω να του εξιστορώ τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας από τη στιγμή που εμφανίστηκε μπροστά μου εκείνος ο άστεγος, έως τη στιγμή που ξύπνησα στο σπίτι του παππού μου, χωρίς ωστόσο να αναφερθώ στις μορφές. Έπειτα του λέω για την ικανότητά μου να μεταφέρομαι στο μέλλον, εξηγώντας του ότι συμβαίνει πολύ συχνά και συνήθως σε ανυποψίαστές στιγμές. Φυσικά δεν του αποκαλύπτω τι εμπεριέχουν τα οράματα μου με τη δικαιολογία ότι δεν τα θυμάμαι…
«Ικανοποιήθηκες τώρα;» λέω ολοκληρώνοντας. Σμίγει τα φρύδια και με κοιτάζει με ανεξιχνίαστο βλέμμα. Μου είναι αδύνατο να αποκρυπτογραφήσω την έκφρασή του.
Κουνάει το κεφάλι πάνω κάτω και στη συνέχεια φέροντας το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής απ’ το δικό μου, λέει: «Πολύ».
***
Το βράδυ κάθομαι στο σαλόνι περιμένοντας ανυπόμονα την επιστροφή του Ναθάνιελ. Τα μικρά παίζουν στο δωμάτιο και η Σαμάνθα ετοιμάζει βραδινό. Παρατηρώ έξω απ’ το παράθυρα τα φύλλα των δέντρων να κουνιούνται πέρα δώθε με το φύσημα του ανέμου και αναρωτιέμαι γιατί οι γονείς μου προτίμησαν να με φέρουν εδώ και όχι στο στρατόπεδο του Αέρα. Κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να γνωρίζει ότι έζησα για αρκετά χρόνια στο στρατόπεδο της Φωτιάς και να ψάξει εκεί. Επίσης θα μπορούσαν να με στείλουν στους Μέτοικους. Είναι πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν μέλη του Νερού, σε αντίθεση με τα μέλη και τους Θεούς Ηγέτες της Φωτιάς.
Τον ειρμό των σκέψεων μου διακόπτει η πόρτα. Θέλω να σηκωθώ και να τρέξω ως εκεί, αλλά φυσικά συγκρατιέμαι μιας και η Σαμάνθα βρίσκεται ακριβώς πίσω μου και μια τέτοια κίνηση θα υποδήλωνε…πολλά.
«Ήρθα» λέει ο Ναθάνιελ κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Καλώς τον» λέω δίχως να τον κοιτάξω. Έχω καρφωμένο το βλέμμα μου στο εξώφυλλο ενός περιοδικού.
«Άργησες» λέει η Σαμάνθα.
«Καθυστέρησαν να έρθουν κάποιες παραγγελίες» λέει εκείνος.
«Δηλαδή οι παραγγελίες σε καθυστέρησαν και όχι η Τάλια;». Τάλια; Ποια Τάλια; Αναρωτιέμαι, αλλά έπειτα θυμάμαι ότι αυτό είναι το όνομα εκείνης της ξανθιάς, της κοπέλας του.
Ο Ναθάνιελ σηκώνει το βλέμμα του στον ουρανό. «Με τη Τάλια θα συναντηθώ τώρα» λέει. Αυτόματα δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Πάλι θα συναντηθεί μαζί της; Γιατί δεν κάθεται ποτέ στο σπίτι, μαζί μου; Η τουλάχιστον θα μπορούσε να βγει μαζί μου για μια βόλτα.
Λες και διάβασε τις σκέψεις μου ο Ναθάνιελ, γυρίζει προς το μέρος μου και λέει: «Να θα πάρω και την Έμιλυ μαζί μου για να μην παραπονιέσαι».
Τον κοιτάζω με στόμα που χάσκει. Αλήθεια θέλει να πάω μαζί του; Η καρδιά μου ξαφνικά χτυπάει γρηγορότερα από πριν.
«Με τίποτα» λέει η Σαμάνθα, «αποκλείεται να την αφήσω να έρθει μαζί σου και να γυρίσετε το ξημέρωμα. Άσε που εσύ θα γίνεις λιώμα ως συνήθως. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να την παρασύρεις σε τέτοια πράγματα, έχουμε και μια ευθύνη απέναντί της».
Νιώθω τη χαρά μου να εξανεμίζεται μεμιάς.
«Δεν πρόκειται να την παρασύρω πουθενά, δεν θα την αφήσω καν να πιει».
Η Σαμάνθα σταυρώνει τα χέρια στο στήθος, γεγονός που εκμεταλλεύεται ο Ναθάνιελ για να την πείσει. «Έλα βρε μάνα. Η Έμιλυ θέλει να έρθει μαζί μας. Έτσι δεν είναι, Έμ;» ρωτάει και μου ρίχνει μια ματιά όλο νόημα. Νεύω συγκρατώντας μετά βίας ένα χαμόγελο.
«Για να έρθει η Έμιλυ μαζί σου, θα πρέπει πρώτα να μου υποσχεθείς πως δεν θα πιείς καθόλου» είναι η απόκριση της μητέρας του.
«Καθόλου;» ρωτάει εκείνος με μάτια διάπλατα ανοιγμένα. Άραγε του είναι τόσο δύσκολο να αποχωριστεί το ποτό για μια μέρα;
«Ακριβώς, μόνο έτσι θα πάρεις την άδειά μου». Θέλω να ξεσπάσω σε γέλια έτσι όπως έχει απομείνει ο Ναθάνιελ να την κοιτάζει.
Τελικά ξεφυσάει και λέει: «Οκ, το υπόσχομαι».
***
Καθώς περπατάμε πλάι πλάι με κατεύθυνση το σπίτι της Τάλια, σπάω της σιωπή και λέω: «Γιατί θέλησες να έρθω μαζί;».
Καθώς περιμένω την απάντηση, κουμπώνω την άσπρη ζακέτα μου. Έχει αρχίσει να φυσάει και αισθάνομαι το κρύο να τρυπάει το δέρμα μου. Τι ήθελα και φόρεσα αμάνικο από μέσα;
«Για παρέα» μου απαντάει δίχως να με κοιτάξει. Τον βλέπω να βάζει τα χέρια στις τσέπες και στη συνέχεια να γέρνει το κεφάλι του προς τα πίσω. Κλείνει τα μάτια και εισπνέει βαθιά. Φαίνεται τόσο ανέμελος και αθώος εκείνη τη στιγμή που μου είναι αδύνατον να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Αισθάνομαι έναν κόμπο στο στομάχι μόλις στο μυαλό μου εμφανίζεται το όραμα. Τα χείλη του πάνω στα δικά μου. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και αποδιώχνω αυτές τις σκέψεις. Στοιχηματίζω ότι ο Ναθάνιελ δεν αισθάνεται το ίδιο για μένα. Απλώς έχει υποσχεθεί να με προσέχει. Τίποτα παραπάνω.
«Ελπίζω να μην με καρφώσεις στη Σαμάνθα» λέει ξάφνου.
«Για ποιο πράγμα;» ρωτάω. Ένα χαμόγελο τρυπώνει στο πρόσωπό του.
«Που είπα ψέματα ότι δεν θα πιώ» μου αποκρίνεται εξακολουθώντας να χαμογελά, αν και τώρα με πονηριά.
«Θα σε δει ούτως ή άλλως».
«Δεν είπα ότι θα πιώ πολύ» λέει και η έκφρασή του σοβαρεύει.
«Θα δούμε» λέω. Σιωπή. Ο δρόμος είναι άδειος. Λογικό βέβαια αν σκεφτεί κανείς ότι κοντεύει δώδεκα.
Φτάνουμε μπροστά από ένα σπίτι. Είναι μικρό και φτωχικό, ακριβώς σαν του Ναθάνιελ, μόνο που αυτό εδώ δεν διαθέτει αυλή καθιστώντας το χειρότερο. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι σε μια πορτοκαλί απόχρωση, που πρώτη φορά βλέπω σε εξωτερικό τοίχο.
«Περίμενε εδώ» λέει ο Ναθάνιελ και κατευθύνεται προς την πόρτα. Δεν πατά καν το κουδούνι, η Τάλια βγαίνει αμέσως. Μας είδε προφανώς απ’ τη μεγάλη τζαμαρία. Τα μάτια της πέφτουν κατευθείαν πάνω μου, με κοιτάζει με απάθεια. Ο Ναθάνιελ την αγκαλιάζει και ενώνει τα χείλη του με τα δικά της. Η καρδιά μου σφίγγεται και αισθάνομαι δάκρυα να σκαλώνουν στα μάτια μου. Αποστρέφω το βλέμμα μου και βλεφαρίζω. Τι σε έπιασε ξαφνικά; Λέω από μέσα μου. Δεν θα έπρεπε να νιώθω άσχημα που τους βλέπω. Δεν θα έπρεπε να ζηλεύω.
«Πάμε» λέει ο Ναθάνιελ μόλις έρχονται κοντά μου. Η Τάλια με κοιτάζει μοχθηρά, είναι ολοφάνερο ότι δεν με θέλει μαζί και αυτό με κάνει να αισθάνομαι άσχημα. Έπρεπε όμως να το σκεφτώ απ’ την αρχή. Έπρεπε να ξέρω ότι απ’ την στιγμή που θα έβγαινα μαζί τους, θα κρατούσα το φανάρι.
«Πάμε» λέω.
Μετά από είκοσι λεπτά, βρισκόμαστε μέσα σε ένα κλαμπ. Δυνατή μουσική βγαίνει μέσα απ’ τα μεγάφωνα και κατακλύζει το χώρο όπου είναι γεμάτος κόσμο/μέλη της Φωτιάς που χορεύουν. Ο Ναθάνιελ με την Τάλια κρατιούνται χέρι-χέρι και εγώ τους ακολουθώ. Αφού καθόμαστε στον μοναδικό ελεύθερο καναπέ που υπάρχει και παραγγέλνουμε ο καθένας το ποτό του, η Τάλια πηγαίνει στο μπάνιο αφήνοντάς με μόνη με τον Ναθάνιελ.
Κάθεται δίπλα μου και κουνάει το πόδι του στο ρυθμό της μουσικής. Γυρίζει το βλέμμα του πάνω μου και μου χαμογελά, έπειτα σκύβει και μου ψιθυρίζει: «Μην ανησυχείς, δεν θα ασχολούμαι μόνο με την Τάλια. Δεν σε έφερα εδώ για να νιώθεις παρείσακτη, θέλω να διασκεδάσεις».
«Αυτό τώρα πρέπει να με κάνει να νιώσω καλύτερα;» ρωτάω ή μάλλον φωνάζω για να ακουστώ.
«Απλώς θέλω να το ξέρεις. Αν ήθελα να είμαι μόνος με την Τάλια, δεν θα σε έπαιρνα μαζί».
Γνέφω και χαμηλώνω το βλέμμα μου. Τα μάτια μου έχουν βουρκώσει…πάλι.
«Θες να χορέψουμε;» ρωτάει ξαφνικά. Ξεροκαταπίνω. Θέλει να χορέψει μαζί μου; Σηκώνω το βλέμμα μου και τότε συνειδητοποιώ ότι απευθύνεται στην Τάλια που μόλις επέστρεψε. Η καρδιά μου βουλιάζει για άλλη μια φορά.
«Βέβαια» λέει εκείνη. Τους παρακολουθώ να πηγαίνουν προς την πίστα, έπειτα επικεντρώνομαι στο ποτό μου. Ίσως έπρεπε να πάρω και εγώ κάτι αλκοολούχο…Αφού το πίνω, σηκώνομαι απ’ τη θέση μου και παγαίνω στο μπαρ να παραγγείλω κάτι άλλο. Εφόσον ο Ναθάνιελ είναι απασχολημένος με την κοπέλα του, δεν μπορεί να με εμποδίσει απ’ το να πιώ οτιδήποτε.
«Πως σε λένε κούκλα;» γυρίζω το βλέμμα μου και βλέπω έναν νεαρό άντρα να στέκεται πλάι μου. Έχει μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Δεν θα τον χαρακτήριζα και ιδιαίτερα όμορφο, ωστόσο μόλις βλέπω ότι τα μάτια του Ναθάνιελ είναι κολλημένα πάνω μου, πλησιάζω τον άγνωστο και λέω: «Κλαρίσσα, εσένα;».
Στο πρόσωπό του ζωγραφίζεται ένα πονηρό χαμόγελο. «Εμένα Τζέικ».
«Και εμένα Ναθάνιελ». Τι; Ο Ναθάνιελ, ολοφάνερα εξαγριωμένος, μπαίνει ανάμεσα σε εμένα και τον νεαρό. Πότε πρόλαβε να έρθει;
«Τι θες ρε φίλε;».
«Να πας στα τσακίδια» γρυλίζει ο Ναθάνιελ. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι, τα μάτια του πετούν σπίθες.
«Για ηρέμισε λίγο, την κοπέλα την είδα εγώ πρώτος».
«Τι είδες ρε;! Δική μου είναι η κοπέλα, δική μου!».
Δεν το σκέφτομαι πολύ, τον τραβάω απ’ το μπλούζα. «Σταμάτα» λέω.
Μου ρίχνει ένα οργισμένο βλέμμα που κάνει την καρδιά μου να σφιχτεί.
«Εσύ βούλωσέ το» μου φωνάζει.
«Δεν το βουλώνω!» ξεσπάω κι εγώ, «Θα έρθεις μαζί μου!». Τον αρπάζω απ’ το μπράτσο και τον τραβάω. Ευτυχώς δεν φέρνει αντίσταση, διαφορετικά τα πράγματα θα γίνονταν χειρότερα. Τον οδηγώ ως το μπάνιο και μόνο τότε τον αφήνω.
«Τι στο καλό κάνεις πια;!» φωνάζω. Έχει τη γροθιά του σφιγμένη και οι φλέβες στο λαιμό του πετούν προς τα έξω. Κακό αυτό. «Φασαρίες θέλεις βραδιάτικα;!».
Δεν ξέρω τι να περιμένω. Με κοιτάζει με μάτια θολωμένα απ’ την οργή και φοβάμαι μήπως ξεσπάσει πάνω μου. Κοιταζόμαστε για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα με απίστευτη ένταση, ώσπου τελικά μιλάει.
«Άλλη μια φορά να σε δω με κανέναν και δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει». Η φωνή του είναι σιγανή και προειδοποιητική.
«Γιατί; Ούτε ο μπαμπάς μου είσαι, ούτε το αγόρι μου! Δεν μου είσαι τίποτα!».
Και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, έχει καλύψει την απόσταση μεταξύ μας και με φιλάει…
Δέσποινα Χρ.
«Καλημέρα» μου λέει με ένα χαμόγελο.
«Καλημέρα» λέω με τη σειρά μου και της κάνω χώρο να περάσει. Στα χέρια της κρατάει μερικές σακούλες με ψώνια, έτσι σπεύδω να την βοηθήσω.
«Ελπίζω να κοιμήθηκες καλά γιατί σήμερα έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε» λέει καθώς τακτοποιεί τα πράγματα. Της ρίχνω ένα βλέμμα γεμάτο απορία, ωστόσο δεν το προσέχει έτσι όπως είναι στραμμένη προς το ψυγείο.
«Δηλαδή;» ρωτάω. Θέλω να μάθω που είναι ο Ναθάνιελ, αλλά αφού η Σαμάνθα δεν ρώτησε που βρίσκεται, σίγουρα είναι στη δουλειά.
«Θα κάνουμε μια βόλτα μέσα στην πόλη, πρέπει να γνωριστείς με τους γείτονες» απαντάει και μου ρίχνει μια λοξή ματιά, προφανώς για να δει την αντίδρασή μου, που δεν είναι άλλη απ’ το ανασήκωμα του αριστερού μου φρυδιού.
«Ωραία» λέω, «και πότε θα γίνει αυτό;».
«Τώρα».
«Τώρα;»
«Ναι, τώρα, γι’ αυτό καλύτερα να πας να ετοιμαστείς και να βάλεις τους φακούς επαφής σου».
Παίρνω βαθιά εισπνοή. Μετά τη χθεσινή μέρα, δεν έχω όρεξη να συναντήσω μέλη της Φωτιάς. Κυρίως φοβάμαι μήπως εμφανιστούν μπροστά μου εκείνες οι μορφές και δεν είμαι σε θέση να αμυνθώ ή να προστατέψω τη Σαμάνθα αν τυχόν βρίσκεται κοντά μου. Ίσως είμαστε ασφαλείς αν έρθει μαζί μας ο Ναθάνιελ, θα ξέρει σίγουρα πως να αντιμετωπίσει τον εχθρό.
«Ο Ναθάνιελ δεν θα έρθει μαζί μας;» ρωτάω, ωστόσο αμέσως το μετανιώνω. Δεν πρέπει να δείχνω ότι έχω αναπτύξει ένα είδους σχέσης μαζί του. Χαζή, χαζή, χαζή!
«Ο Ναθάνιελ βρίσκεται στη δουλειά, αλλά θα περάσουμε από εκεί για να του δώσω φαγητό». Γνέφω και πηγαίνω στο δωμάτιο για να ετοιμαστώ.
***
Δύο ώρες μετά, έχουμε γυρίσει ολόκληρη τη γειτονιά. Δεν μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν και πολύ φιλικά, αλλά για εμένα το κατανοώ, δεν με γνωρίζουν και τους φαίνεται παράξενο που βρέθηκα ξαφνικά στη γειτονιά τους. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί οι περισσότεροι δεν καταδέχτηκαν ούτε καν να χαιρετήσουν τη Σαμάνθα. Πολλοί γύριζαν το βλέμμα τους αλλού για να την αποφύγουν. Ένιωσα άσχημα για εκείνη…είναι μια υπέροχη γυναίκα, μου φαίνεται αδύνατο να μην τη συμπαθεί κανείς.
«Λοιπόν, τώρα που πάμε;» ρωτάω για να σπάσω την αμήχανη σιωπή. Η Σαμάνθα γυρίζει μια στιγμή το κεφάλι της προς τα μέρος μου, κι έπειτα το επαναφέρει μπροστά.
Αναστενάζει και λέει: «Στον Ναθάνιελ».
Οι παλμοί μου αυξάνονται και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του και τη σκέψη ότι σε λίγο θα τον δω.
«Εδώ» λέει και κατευθύνεται σε ένα φορτηγό. Την ακολουθώ και όταν η απόσταση έχει μειωθεί, βλέπω τον Ναθάνιελ να μεταφέρει κούτες. Φοράει ένα μαύρο, αμάνικο φανελάκι, αποκαλύπτοντας τα στιβαρά του μπράτσα. Μα τι όμορφος που είναι…
Στέκομαι στην άκρη μη θέλοντας να ενοχλήσω και περιμένω τη Σαμάνθα να του δώσει το μπολάκι με το φαγητό. Τους παρακολουθώ να μιλούν μεταξύ τους, ώσπου τα μάτια του πέφτουν πάνω μου και αναγκάζομαι να αποστρέψω το βλέμμα μου νιώθοντας ήδη τα μάγουλα μου σαν να έχουν πάρει φωτιά.
«Έμιλυ;» τον ακούω να λέει. Με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή στο άκουσμα του ονόματός μου να βγαίνει απ’ τα χείλη του, πηγαίνω κοντά τους.
«Γειά» λέω αποφεύγοντας το βλέμμα του.
«Μας αφήνεις λίγο μόνους;» λέει στη Σαμάνθα και δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου. Είναι τρελός; Θέλει να θεωρήσει η μητέρα του ότι συμβαίνει κάτι μεταξύ μας; Του ρίχνω ένα επίμονο βλέμμα, αλλά εκείνος με αγνοεί.
«Γιατί, τι μυστικά έχετε εσείς από εμένα;» ρωτάει εκείνη.
«Τίποτα, απλά θέλω να της μιλήσω σχετικά με χθες».
«Μπορείς να της μιλήσεις και όσο είμαι εγώ μπροστά. Εκτός κι αν μου κρύβεται κάτι εσείς οι δύο».
Ο Ναθάνιελ ξεφυσάει. Μολονότι δεν θέλω να μείνω μόνη μαζί του και ξέρω ότι δεν πρέπει να ανακατευτώ, ανοίγω το στόμα μου και λέω: «Βασικά πρέπει να συζητήσουμε για ένα πάρτι που διοργανώνει η κοπέλα του».
Με κοιτάζουν κι οι δύο με το ένα φρύδι ανασηκωμένο. Η ομοιότητά τους είναι εμφανή εκείνη τη στιγμή. Αναρωτιέμαι πώς να ήταν ο πατέρας του κι αν πήρε από εκείνον όλα εκείνα τα υπέροχα χαρακτηριστικά.
«Ακριβώς και δεν χρειάζεται να είσαι παρούσα» λέει ο Ναθάνιελ.
Η Σαμάνθα μας κοιτάζει καχύποπτα και αισθάνομαι άβολα, αλλά κυρίως άσχημα για το ψέμα μου.
«Καλά, θα πάω να πάρω λίγα πράγματα από το μαγαζί εδώ δίπλα και θα επιστρέψω» λέει και ρίχνοντας μας μια τελευταία ματιά, κάνει μεταβολή και φεύγει. Αφήνω έναν αναστεναγμό και σηκώνω το βλέμμα μου. Τα μάτια του είναι κολλημένα πάνω μου, γεγονός που έχω αρχίσει να συνηθίζω πλέον.
Είμαι έτοιμη να μιλήσω, όταν με πιάνει απ’ το μπράτσο και με τραβάει σε ένα απομονωμένο σημείο, μεταξύ δύο τοίχων.
«Ήρθε η ώρα να μου δώσεις κάποιες εξηγήσεις» λέει με αυταρχικό τόνο και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος κάνοντας τους μυς του να φουσκώσουν και εμένα να λιώσω για άλλη φορά στη θέα.
Ξεροκαταπίνω καθώς προσπαθώ να σκεφτώ αν όντως πρέπει να του μιλήσω για το τι πραγματικά συνέβη χθες βράδυ. Ίσως να τον βάλω σε κίνδυνο…μπορεί αυτή τη στιγμή κάποιος να μας παρακολουθεί. Η σκέψη με κάνει να κοιτάξω τριγύρω. Κανένας.
«Εντάξει. Χθες βράδυ κάποιος με κυνήγησε» παραδέχομαι και τον κοιτάζω περιμένοντας την οποιαδήποτε αντίδρασή του.
Γέρνει το κεφάλι στο πλάι και λέει: «Και ποιος ήταν αυτός; Τον ήξερες;».
Κουνάω το κεφάλι αρνητικά, «ήταν ένας άστεγος». Το στόμα του ανοίγει προς στιγμή και έπειτα κλείνει, σαν να θέλει να πει κάτι. Κάνει ένα βήμα πίσω και ακουμπά πάνω στον τοίχο.
Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα που μου φαίνονται αιώνες, έρχεται κοντά μου και καρφώνει το απορημένο βλέμμα του πάνω μου.
«Τι συνέβη σε εκείνον τον άντρα, Έμ;» ρωτάει.
«Τι εννοείς;».
Παίρνει μια βαθιά εισπνοή, «εννοώ, ότι βρήκα αυτόν τον άστεγο μαχαιρωμένο μέσα σε ένα στενό όταν εξαφανίστηκες». Ο τόνος της φωνής του με κάνει να υποθέσω ότι με θεωρεί ένοχη για τον θάνατο του άντρα. Μπορεί στα αλήθεια να πιστεύει κάτι τέτοιο; Με έχει ικανή να σκοτώσω άνθρωπο;
Έτσι ξαφνικά αισθάνομαι τα πόδια μου να με εγκαταλείπουν και σωριάζομαι στο έδαφος. Τον βλέπω να σκύβει προς το μέρος μου. Για πρώτη φορά βλέπω τα συναισθήματά του να αποκαλύπτονται. Ανησυχία, φόβος. Και μ’ αυτή την εικόνα, τα μάτια μου σφραγίζουν και για ακόμη μια φορά μεταφέρομαι στο μέλλον.
Τα χείλη του είναι πάνω στα δικά μου, με φιλάει απαλά, τρυφερά. Τα χέρια του είναι πάνω στο πρόσωπό μου, ο αντίχειράς του χαϊδεύει το μάγουλό μου. Η καρδιά μου σφυροκοπάει σαν τρελή μέσα στη δίνη του φιλιού μας. Ωστόσο, όχι από ευτυχία. Είναι η τελευταία φορά που τον βλέπω. Για πάντα.
Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα. Είμαι λαχανιασμένη και τα χείλη μου πρησμένα ακόμη απ’ το φιλί. Και αυτή τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου. Με κοιτάζει, με κοιτάζει για πρώτη φορά τόσο ανήσυχος και τρομαγμένος. Το πρόσωπό του απέχει μόλις μερικά εκατοστά απ’ το δικό μου. Κάθε μέλος του κορμιού μου αποζητά ένα χάδι του, τα χείλη μου ένα φιλί του. Πρέπει να κάνω κάτι, πρέπει να σταματήσω τον εαυτό μου απ’ το να τον αγγίξει. Πρέπει…και θα μπορούσα να τα καταφέρω, αν δεν με άγγιζε εκείνος.
Ακουμπά τα χέρια του στο πρόσωπό μου. Κλείνω τα μάτια σ’ αυτή τη γλυκιά αίσθηση που με διατρέχει. Απομακρύνει τις τούφες απ’ τα μαλλιά που έχουν πέσει στο πρόσωπό μου και ξαφνικά αισθάνομαι την ανάσα του στο μέτωπό μου. Με κάνει και αναριγώ. Τα υπέροχα χείλη του έρχονται σε επαφή με το δέρμα μου, με αγγίζουν. Και τι δεν θα έδινα για να μην τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή.
Όταν απομακρύνεται από κοντά μου, ανοίγω τα βλέφαρά μου. Είναι ακόμα καθισμένος ανακούρκουδα πλάι μου, ωστόσο τώρα έχει το πρόσωπό του στραμμένο μακριά μου. Πριν καλά-καλά καταλάβω τι γίνεται, το χέρι του ακουμπά το δικό μου. Είναι λες και μια πύρινη σφαίρα διαπερνά το στομάχι μου, αισθάνομαι όμορφα.
Γυρίζει το βλέμμα του και οι ματιές μας κλειδώνουν. «Είσαι καλά;» ρωτάει απαλά και η φωνή του ίσα που ακούγεται.
Γνέφω και με τη βοήθειά του ανακάθομαι. Ορισμένα μέλη του σώματός μου πονούν λόγω της πτώσης, αλλά είναι κάτι που αναμφίβολα θα μου περάσει.
«Λιποθύμησες πάλι» λέει και η φωνή του παίρνει το φυσιολογικό της χρώμα.
«Έχω βαρεθεί αυτά τα οράματα» ξεφουρνίζω και αυτόματα τα χέρια μου καλύπτουν το στόμα μου. Τώρα την κάτσαμε…
«Οράματα;» ρωτάει με έκπληκτο ύφος. Τέλεια…τώρα είμαι αναγκασμένη να του πω και για την ανόητη ικανότητά μου να μεταφέρομαι στο μέλλον.
«Εε..θα μας περιμένει η Σαμάνθα» λέω σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το αποφύγω και με λίγη προσπάθεια, σηκώνομαι όρθια. Κάνει το ίδιο, ώσπου στεκόμαστε ο ένας μπροστά στον άλλο.
«Ας περιμένει» λέει και εκπλήσσομαι με το πόσο γρήγορα άλλαξε η στάση του απέναντί μου. Μόλις πριν λίγα δευτερόλεπτα με φίλαγε στο μέτωπο και κρατούσε την παλάμη μου μέσα στη δική του…και μολονότι ήταν μόλις πριν λίγο, μου έχει ήδη λείψει η αίσθηση. «Εμπρός, εξήγησέ μου τα πάντα ξεκινώντας από εχθές βράδυ».
Ξεφυσάω και αρχίζω να του εξιστορώ τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας από τη στιγμή που εμφανίστηκε μπροστά μου εκείνος ο άστεγος, έως τη στιγμή που ξύπνησα στο σπίτι του παππού μου, χωρίς ωστόσο να αναφερθώ στις μορφές. Έπειτα του λέω για την ικανότητά μου να μεταφέρομαι στο μέλλον, εξηγώντας του ότι συμβαίνει πολύ συχνά και συνήθως σε ανυποψίαστές στιγμές. Φυσικά δεν του αποκαλύπτω τι εμπεριέχουν τα οράματα μου με τη δικαιολογία ότι δεν τα θυμάμαι…
«Ικανοποιήθηκες τώρα;» λέω ολοκληρώνοντας. Σμίγει τα φρύδια και με κοιτάζει με ανεξιχνίαστο βλέμμα. Μου είναι αδύνατο να αποκρυπτογραφήσω την έκφρασή του.
Κουνάει το κεφάλι πάνω κάτω και στη συνέχεια φέροντας το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής απ’ το δικό μου, λέει: «Πολύ».
***
Το βράδυ κάθομαι στο σαλόνι περιμένοντας ανυπόμονα την επιστροφή του Ναθάνιελ. Τα μικρά παίζουν στο δωμάτιο και η Σαμάνθα ετοιμάζει βραδινό. Παρατηρώ έξω απ’ το παράθυρα τα φύλλα των δέντρων να κουνιούνται πέρα δώθε με το φύσημα του ανέμου και αναρωτιέμαι γιατί οι γονείς μου προτίμησαν να με φέρουν εδώ και όχι στο στρατόπεδο του Αέρα. Κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να γνωρίζει ότι έζησα για αρκετά χρόνια στο στρατόπεδο της Φωτιάς και να ψάξει εκεί. Επίσης θα μπορούσαν να με στείλουν στους Μέτοικους. Είναι πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν μέλη του Νερού, σε αντίθεση με τα μέλη και τους Θεούς Ηγέτες της Φωτιάς.
Τον ειρμό των σκέψεων μου διακόπτει η πόρτα. Θέλω να σηκωθώ και να τρέξω ως εκεί, αλλά φυσικά συγκρατιέμαι μιας και η Σαμάνθα βρίσκεται ακριβώς πίσω μου και μια τέτοια κίνηση θα υποδήλωνε…πολλά.
«Ήρθα» λέει ο Ναθάνιελ κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Καλώς τον» λέω δίχως να τον κοιτάξω. Έχω καρφωμένο το βλέμμα μου στο εξώφυλλο ενός περιοδικού.
«Άργησες» λέει η Σαμάνθα.
«Καθυστέρησαν να έρθουν κάποιες παραγγελίες» λέει εκείνος.
«Δηλαδή οι παραγγελίες σε καθυστέρησαν και όχι η Τάλια;». Τάλια; Ποια Τάλια; Αναρωτιέμαι, αλλά έπειτα θυμάμαι ότι αυτό είναι το όνομα εκείνης της ξανθιάς, της κοπέλας του.
Ο Ναθάνιελ σηκώνει το βλέμμα του στον ουρανό. «Με τη Τάλια θα συναντηθώ τώρα» λέει. Αυτόματα δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Πάλι θα συναντηθεί μαζί της; Γιατί δεν κάθεται ποτέ στο σπίτι, μαζί μου; Η τουλάχιστον θα μπορούσε να βγει μαζί μου για μια βόλτα.
Λες και διάβασε τις σκέψεις μου ο Ναθάνιελ, γυρίζει προς το μέρος μου και λέει: «Να θα πάρω και την Έμιλυ μαζί μου για να μην παραπονιέσαι».
Τον κοιτάζω με στόμα που χάσκει. Αλήθεια θέλει να πάω μαζί του; Η καρδιά μου ξαφνικά χτυπάει γρηγορότερα από πριν.
«Με τίποτα» λέει η Σαμάνθα, «αποκλείεται να την αφήσω να έρθει μαζί σου και να γυρίσετε το ξημέρωμα. Άσε που εσύ θα γίνεις λιώμα ως συνήθως. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να την παρασύρεις σε τέτοια πράγματα, έχουμε και μια ευθύνη απέναντί της».
Νιώθω τη χαρά μου να εξανεμίζεται μεμιάς.
«Δεν πρόκειται να την παρασύρω πουθενά, δεν θα την αφήσω καν να πιει».
Η Σαμάνθα σταυρώνει τα χέρια στο στήθος, γεγονός που εκμεταλλεύεται ο Ναθάνιελ για να την πείσει. «Έλα βρε μάνα. Η Έμιλυ θέλει να έρθει μαζί μας. Έτσι δεν είναι, Έμ;» ρωτάει και μου ρίχνει μια ματιά όλο νόημα. Νεύω συγκρατώντας μετά βίας ένα χαμόγελο.
«Για να έρθει η Έμιλυ μαζί σου, θα πρέπει πρώτα να μου υποσχεθείς πως δεν θα πιείς καθόλου» είναι η απόκριση της μητέρας του.
«Καθόλου;» ρωτάει εκείνος με μάτια διάπλατα ανοιγμένα. Άραγε του είναι τόσο δύσκολο να αποχωριστεί το ποτό για μια μέρα;
«Ακριβώς, μόνο έτσι θα πάρεις την άδειά μου». Θέλω να ξεσπάσω σε γέλια έτσι όπως έχει απομείνει ο Ναθάνιελ να την κοιτάζει.
Τελικά ξεφυσάει και λέει: «Οκ, το υπόσχομαι».
***
Καθώς περπατάμε πλάι πλάι με κατεύθυνση το σπίτι της Τάλια, σπάω της σιωπή και λέω: «Γιατί θέλησες να έρθω μαζί;».
Καθώς περιμένω την απάντηση, κουμπώνω την άσπρη ζακέτα μου. Έχει αρχίσει να φυσάει και αισθάνομαι το κρύο να τρυπάει το δέρμα μου. Τι ήθελα και φόρεσα αμάνικο από μέσα;
«Για παρέα» μου απαντάει δίχως να με κοιτάξει. Τον βλέπω να βάζει τα χέρια στις τσέπες και στη συνέχεια να γέρνει το κεφάλι του προς τα πίσω. Κλείνει τα μάτια και εισπνέει βαθιά. Φαίνεται τόσο ανέμελος και αθώος εκείνη τη στιγμή που μου είναι αδύνατον να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Αισθάνομαι έναν κόμπο στο στομάχι μόλις στο μυαλό μου εμφανίζεται το όραμα. Τα χείλη του πάνω στα δικά μου. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και αποδιώχνω αυτές τις σκέψεις. Στοιχηματίζω ότι ο Ναθάνιελ δεν αισθάνεται το ίδιο για μένα. Απλώς έχει υποσχεθεί να με προσέχει. Τίποτα παραπάνω.
«Ελπίζω να μην με καρφώσεις στη Σαμάνθα» λέει ξάφνου.
«Για ποιο πράγμα;» ρωτάω. Ένα χαμόγελο τρυπώνει στο πρόσωπό του.
«Που είπα ψέματα ότι δεν θα πιώ» μου αποκρίνεται εξακολουθώντας να χαμογελά, αν και τώρα με πονηριά.
«Θα σε δει ούτως ή άλλως».
«Δεν είπα ότι θα πιώ πολύ» λέει και η έκφρασή του σοβαρεύει.
«Θα δούμε» λέω. Σιωπή. Ο δρόμος είναι άδειος. Λογικό βέβαια αν σκεφτεί κανείς ότι κοντεύει δώδεκα.
Φτάνουμε μπροστά από ένα σπίτι. Είναι μικρό και φτωχικό, ακριβώς σαν του Ναθάνιελ, μόνο που αυτό εδώ δεν διαθέτει αυλή καθιστώντας το χειρότερο. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι σε μια πορτοκαλί απόχρωση, που πρώτη φορά βλέπω σε εξωτερικό τοίχο.
«Περίμενε εδώ» λέει ο Ναθάνιελ και κατευθύνεται προς την πόρτα. Δεν πατά καν το κουδούνι, η Τάλια βγαίνει αμέσως. Μας είδε προφανώς απ’ τη μεγάλη τζαμαρία. Τα μάτια της πέφτουν κατευθείαν πάνω μου, με κοιτάζει με απάθεια. Ο Ναθάνιελ την αγκαλιάζει και ενώνει τα χείλη του με τα δικά της. Η καρδιά μου σφίγγεται και αισθάνομαι δάκρυα να σκαλώνουν στα μάτια μου. Αποστρέφω το βλέμμα μου και βλεφαρίζω. Τι σε έπιασε ξαφνικά; Λέω από μέσα μου. Δεν θα έπρεπε να νιώθω άσχημα που τους βλέπω. Δεν θα έπρεπε να ζηλεύω.
«Πάμε» λέει ο Ναθάνιελ μόλις έρχονται κοντά μου. Η Τάλια με κοιτάζει μοχθηρά, είναι ολοφάνερο ότι δεν με θέλει μαζί και αυτό με κάνει να αισθάνομαι άσχημα. Έπρεπε όμως να το σκεφτώ απ’ την αρχή. Έπρεπε να ξέρω ότι απ’ την στιγμή που θα έβγαινα μαζί τους, θα κρατούσα το φανάρι.
«Πάμε» λέω.
Μετά από είκοσι λεπτά, βρισκόμαστε μέσα σε ένα κλαμπ. Δυνατή μουσική βγαίνει μέσα απ’ τα μεγάφωνα και κατακλύζει το χώρο όπου είναι γεμάτος κόσμο/μέλη της Φωτιάς που χορεύουν. Ο Ναθάνιελ με την Τάλια κρατιούνται χέρι-χέρι και εγώ τους ακολουθώ. Αφού καθόμαστε στον μοναδικό ελεύθερο καναπέ που υπάρχει και παραγγέλνουμε ο καθένας το ποτό του, η Τάλια πηγαίνει στο μπάνιο αφήνοντάς με μόνη με τον Ναθάνιελ.
Κάθεται δίπλα μου και κουνάει το πόδι του στο ρυθμό της μουσικής. Γυρίζει το βλέμμα του πάνω μου και μου χαμογελά, έπειτα σκύβει και μου ψιθυρίζει: «Μην ανησυχείς, δεν θα ασχολούμαι μόνο με την Τάλια. Δεν σε έφερα εδώ για να νιώθεις παρείσακτη, θέλω να διασκεδάσεις».
«Αυτό τώρα πρέπει να με κάνει να νιώσω καλύτερα;» ρωτάω ή μάλλον φωνάζω για να ακουστώ.
«Απλώς θέλω να το ξέρεις. Αν ήθελα να είμαι μόνος με την Τάλια, δεν θα σε έπαιρνα μαζί».
Γνέφω και χαμηλώνω το βλέμμα μου. Τα μάτια μου έχουν βουρκώσει…πάλι.
«Θες να χορέψουμε;» ρωτάει ξαφνικά. Ξεροκαταπίνω. Θέλει να χορέψει μαζί μου; Σηκώνω το βλέμμα μου και τότε συνειδητοποιώ ότι απευθύνεται στην Τάλια που μόλις επέστρεψε. Η καρδιά μου βουλιάζει για άλλη μια φορά.
«Βέβαια» λέει εκείνη. Τους παρακολουθώ να πηγαίνουν προς την πίστα, έπειτα επικεντρώνομαι στο ποτό μου. Ίσως έπρεπε να πάρω και εγώ κάτι αλκοολούχο…Αφού το πίνω, σηκώνομαι απ’ τη θέση μου και παγαίνω στο μπαρ να παραγγείλω κάτι άλλο. Εφόσον ο Ναθάνιελ είναι απασχολημένος με την κοπέλα του, δεν μπορεί να με εμποδίσει απ’ το να πιώ οτιδήποτε.
«Πως σε λένε κούκλα;» γυρίζω το βλέμμα μου και βλέπω έναν νεαρό άντρα να στέκεται πλάι μου. Έχει μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Δεν θα τον χαρακτήριζα και ιδιαίτερα όμορφο, ωστόσο μόλις βλέπω ότι τα μάτια του Ναθάνιελ είναι κολλημένα πάνω μου, πλησιάζω τον άγνωστο και λέω: «Κλαρίσσα, εσένα;».
Στο πρόσωπό του ζωγραφίζεται ένα πονηρό χαμόγελο. «Εμένα Τζέικ».
«Και εμένα Ναθάνιελ». Τι; Ο Ναθάνιελ, ολοφάνερα εξαγριωμένος, μπαίνει ανάμεσα σε εμένα και τον νεαρό. Πότε πρόλαβε να έρθει;
«Τι θες ρε φίλε;».
«Να πας στα τσακίδια» γρυλίζει ο Ναθάνιελ. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι, τα μάτια του πετούν σπίθες.
«Για ηρέμισε λίγο, την κοπέλα την είδα εγώ πρώτος».
«Τι είδες ρε;! Δική μου είναι η κοπέλα, δική μου!».
Δεν το σκέφτομαι πολύ, τον τραβάω απ’ το μπλούζα. «Σταμάτα» λέω.
Μου ρίχνει ένα οργισμένο βλέμμα που κάνει την καρδιά μου να σφιχτεί.
«Εσύ βούλωσέ το» μου φωνάζει.
«Δεν το βουλώνω!» ξεσπάω κι εγώ, «Θα έρθεις μαζί μου!». Τον αρπάζω απ’ το μπράτσο και τον τραβάω. Ευτυχώς δεν φέρνει αντίσταση, διαφορετικά τα πράγματα θα γίνονταν χειρότερα. Τον οδηγώ ως το μπάνιο και μόνο τότε τον αφήνω.
«Τι στο καλό κάνεις πια;!» φωνάζω. Έχει τη γροθιά του σφιγμένη και οι φλέβες στο λαιμό του πετούν προς τα έξω. Κακό αυτό. «Φασαρίες θέλεις βραδιάτικα;!».
Δεν ξέρω τι να περιμένω. Με κοιτάζει με μάτια θολωμένα απ’ την οργή και φοβάμαι μήπως ξεσπάσει πάνω μου. Κοιταζόμαστε για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα με απίστευτη ένταση, ώσπου τελικά μιλάει.
«Άλλη μια φορά να σε δω με κανέναν και δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει». Η φωνή του είναι σιγανή και προειδοποιητική.
«Γιατί; Ούτε ο μπαμπάς μου είσαι, ούτε το αγόρι μου! Δεν μου είσαι τίποτα!».
Και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, έχει καλύψει την απόσταση μεταξύ μας και με φιλάει…
Δέσποινα Χρ.