Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 9)

Για λίγη ώρα μένουμε έτσι, χωρίς να μιλάμε, απλά κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με απορία. Τότε είναι που με χτυπά η εικόνα σαν αστραπή που εμφανίζεται απροσδόκητα  και φωτίζει ξαφνικά τον σκοτεινό νυχτερινό ουρανό. Βλέπω τον Χένρι, για την ακρίβεια μια μικρότερη εκδοχή του, την νηπιακή,  σε ένα άγνωστο υπαίθριο κήπο, να τρέχει γελώντας σκανταλιάρικα περνώντας μέσα από καλλωπιστικά δέντρα. Δείχνει χαρούμενος και ανέμελος.  Είναι σίγουρο πως δεν είναι μόνος του στον κήπο. Με κάποιον παίζει, αλλά δε μπορώ να δω κανέναν άλλο παρά μόνο το στρουμπουλό παιδικό μουτράκι του να ξεπροβάλει πίσω από τους κορμούς των δέντρων. Όσο όμορφη και αν μου φαίνεται αυτή η εικόνα, δεν αισθάνομαι ωραία που τη βλέπω γιατί νιώθω  σα να εισβάλλω έτσι στις παιδικές αναμνήσεις του, σα να επεμβαίνω στην προσωπική του ζωή ακάλεστη. Κατά βάθος όμως δε νιώθω δικές του αυτές τις  αναμνήσεις. Είναι τρομακτικά ζωντανές και οικείες, σα να ήμουν εγώ που έβλεπα το παιδικό του πρόσωπο. Η εικόνα σβήνει το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε. Η ζάλη την ακολουθεί όπως ο σκύλος κυνηγά την ουρά του. Παραπατώ, αλλά ανακτώ σχεδόν αμέσως την ισορροπία μου.
«Είσαι εντάξει;» με ρωτά ο Χένρι ανήσυχος, κάνοντας μερικά βήματα προς το μέρος μου. Μετά όμως σταματά λίγα μέτρα μακριά μου σαν να φοβάται να πλησιάσει άλλο και συνεχίζει να αναμένει την απάντησή μου με την ανησυχία και την αμηχανία να καθρεφτίζονται στο βλέμμα του.
« Ναι, καλά είμαι», του απαντώ καθησυχαστικά, πασχίζοντας με δυσκολία να χαμογελάσω, πράγμα που με δυσκολεύει πολύ, αφού νιώθω το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό μου και έναν παράξενο φόβο και ένταση να με κυριεύει, σα να είδα μπροστά μου ένα φάντασμα. « Μάλλον από την κούραση θα είναι, λόγω του πολύωρου ταξιδίου. Δεν είναι τίποτε σπουδαίο, τώρα είμαι μια χαρά», του εξηγώ. Δε φέρνει ενστάσεις, αλλά δείχνει ακόμη ανήσυχος.
«Από πού ήρθες στα μέρη μας;» ρωτά με περιέργεια.
« Από το Λοντρίνο», του απαντώ.
« Ήρθες από την πρωτεύουσα;» με ρωτά με θαυμασμό. « Πράγματι έκανες μακρύ ταξίδι. Θα ήθελα κι εγώ κάποτε να επισκεφτώ την πρωτεύουσα», συνεχίζει.
« Δε χάνεις και τίποτα. Για την ακρίβεια εδώ μου φαίνεται πως είναι πιο όμορφα από τα βρώμικα στενά σοκάκια του Λοντρίνου, το βρομερό ποτάμι και τα ασφυκτικά κοντά το ένα με το άλλο κτίρια». Ο Χένρι δε δείχνει να πείθεται αλλά αλλάζει θέμα:
« Και που μένεις τώρα; Στο χωριό παρακάτω;» με ρωτά.
 « Όχι, εδώ θα μείνω, στο σπίτι του Ρότζερ».
« Αλήθεια; Και εγώ εδώ μένω. Είμαι προστατευόμενος του Ρότζερ. Δεν ήξερα πως περιμένουμε επισκέπτες. Αλλά βέβαια έλειψα και πέντε μέρες. Είχα πάει για δουλειά σε μια κοντινή πόλη», μου λέει.
« Και τι σε έφερε εδώ, αν επιτρέπεται;» με ρωτά με περιέργεια. Δεν ξέρω τι να του απαντήσω εδώ. Δεν ξέρω τι γνωρίζει και τι θα ήθελε ο Ρότζερ να του πούμε, άσε που αν δε γνωρίζει τίποτα θα με περάσει για τρελή, οπότε του απαντώ:
« Καλύτερα να σου το εξηγήσει ο Ρότζερ αυτό».
Δείχνει παραξενεμένος, αλλά δεν επιμένει.
«Πάμε μέσα;» με ρωτά μετά από μια ακόμη αμήχανη, σιωπηλή στιγμή. Γνέφω προς απάντηση και μπαίνουμε στο ζεστό εσωτερικό της κουζίνας, όπου η Σόνια άναψε το τζάκι και σέρβιρε λίγη σούπα και στον Γκαστόν που μόλις ξύπνησε.
Μόλις μας βλέπουν να μπαίνουμε η Σόνια αγκαλιάζει τον Χένρι και τον ρωτά πως ήταν το ταξίδι του, το ίδιο και ο Γκαστόν. Στον τρόπο που τα πρόσωπά τους φωτίζονται από τη συνάντησή τους διακρίνω μια οικογενειακή σχεδόν αγάπη και σχέση, ξέρω πως τα αγόρια δεν έχουν καμία συγγένεια με τη Σόνια, αλλά δεν αποκλείεται να είναι αδέλφια μεταξύ τους. Νιώθω ένα τσίμπημα ζήλιας στην καρδιά μου μπροστά στην οικογενειακή θαλπωρή της στιγμής και κάθομαι σιωπηλή στο τραπέζι. Η Σόνια σερβίρει και τον Χένρι και κάθεται κι αυτή στο τραπέζι, ενώ συζητήσεις για άλογα,  δουλειές  - απ’ ότι κατάλαβα ασχολούνται με την υλοτομία και την κτηνοτροφία, κυρίως εκτρέφοντας άλογα- και το ταξίδι του Χένρι εναλλάσσονται μεταξύ τους, με εμένα να τους ακούω χωρίς να συμμετέχω.
« Περίμενε να ακούσεις τι έχει να σου πει ο Ρότζερ, Χένρι, από ότι φαίνεται άνοιξε μια καινούρια πύλη και θέλει να σου μιλήσει σχετικά με αυτήν απ’ όσο μου είπε μέσες άκρες», λέει κάποια στιγμή ο Γκαστόν ενθουσιασμένος.
Ο Χένρι στρέφεται προς το μέρος μου και μετά προς τον Γκαστόν με ύφος γεμάτο απορία.
« Ναι, ξέρει. Γι’ αυτό την έφερα εδώ. Απ’ όσο κατάλαβα από αυτά που μου είπε ο Ρότζερ σχετίζεται με την Πύλη, γι’ αυτό έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός στο ταξίδι και να την κρατήσω ασφαλή, μάλιστα μας ακολούθησε ένας από την Αδελφότητα της Φλόγας, αλλά μετά κρύφτηκε σε ένα δάσος», συνεχίζει ο Γκαστόν με τον ίδιο παιδικό σχεδόν ενθουσιασμό στη φωνή του.
« Είσαι… Φύλακας;», με ρωτά ο Χένρι με θαυμασμό και απορία.
« Ναι, από όσο έμαθα μόλις μια μέρα πριν», του απαντώ. Με κοιτάζουν και οι τρεις με θαυμασμό σιωπηλοί, λες και περιμένουν να τους πω κάποια τρελή ιστορία, ή να αρχίσω τα μαγικά κόλπα, πράγμα που μου φαίνεται αστείο, αλλά με κολακεύει κατά κάποιον τρόπο συγχρόνως.
Κανένας μας δεν προλαβαίνει να πει τίποτε άλλο, γιατί στην κουζίνα μπαίνει ο Ρότζερ, κρατώντας μια τσάντα από δέρμα που την ακουμπά πάνω σε μια άδεια, ξύλινη καρέκλα.
« Είστε όλοι εδώ. Εξαιρετικά. Πρέπει να σας μιλήσω», μας λέει, αφού πρώτα συνεχάρη  τον Χένρι για τη συμφωνία που έκλεισε στην πόλη και για τα δύο καινούρια άλογα που έφερε και ο Ρότζερ έλεγξε στον αχυρώνα –τον οποίο μάλλον χρησιμοποιούσαν συγχρόνως και ως στάβλο.
«Αγόρια, γνωρίζετε από τις ιστορίες που σας έχω πει από τότε που ήσασταν μικροί για τον Προύτον που συνδέεται με τον δικό μας κόσμο, τον Άριτον και για τις Πύλες που ανοίγουν ανάμεσα στους κόσμους. Προχθές το βράδυ λοιπόν άνοιξε μια καινούρια Πύλη. Οπότε δεν έχω περιθώριο, πέρα από το να σας πω ολόκληρη την ιστορία και το ρόλο σας σε αυτή, πιο νωρίς από όσο ήλπιζα και υπολόγιζα», λέει ο Ρότζερ, κοιτάζοντάς τους με θλιμμένο ύφος. Όλοι τον κοιτάζουμε υπομονετικά, μέχρι να συνεχίσει κι εγώ δε μπορώ να μη σκεφτώ πως  αυτή η εικόνα μου θυμίζει τη χθεσινή μου εμπειρία με τον διευθυντή και να μην ανησυχήσω για το τι παράξενα και τρομακτικά πράγματα θα ακούσω και σήμερα.
« Γκαστόν, όπως γνωρίζεις είσαι ένα ιππότης της Πύλης  και σε έχω εκπαιδεύσει για να αναλάβεις το καθήκον σου, παρ’ όλο που δεν ξέρεις όλες τις λεπτομέρειες για τον ρόλο σου, αλλά ήρθε η ώρα να παράσχεις τις υπηρεσίες σου στο έργο των Φυλάκων, όπως έκαναν και οι γονείς σου που θυσιάστηκαν για τον ιερό αυτό σκοπό», λέει στρεφόμενος προς τον Γκαστόν.
« Θα κάνω ότι χρειαστεί Ρότζερ», λέει ο Γκαστόν με την σοβαρότητα και την αποφασιστικότητα να καθρεφτίζονται μέσα στο βλέμμα του.
Δείχνοντας ικανοποιημένος από την απάντηση του Γκαστόν ο Ρότζερ στρέφεται προς το μέρος του Χένρι.
« Χένρι εσύ δεν είσαι απλά ένα ορφανό αγόρι που πήρα μαζί μου από ένα χωριό, καθώς επέστρεφα στο σπίτι μετά από ένα ταξίδι για να αγοράσω άλογα. Δεν μεγάλωσες τυχαία κοντά μου ούτε έλαβες τυχαία την εκπαίδευση και προετοιμασία που παρείχα στον Γκαστόν. Δε σου είπα την αλήθεια για την ασφάλειά σου, αλλά ήρθε η ώρα να μάθεις ποιος πραγματικά είσαι. Είσαι κι εσύ, όπως και η Λάιρα, Φύλακας της Πύλης», λέει ο Ρότζερ στον Χένρι.
«Τι;» ρωτά απότομα ο Χένρι και πετάγεται όρθιος από την καρέκλα του. «Έλα Ρότζερ δεν είναι ώρα για αστεία τώρα», λέει ο Χένρι κοιτάζοντας τον Ρότζερ με μια μίξη δυσπιστίας και τρόμου να παλεύουν μέσα στο βλέμμα του, ικετεύοντας θαρρείς τον Ρότζερ να του πει πως δε μιλάει σοβαρά.
« Μιλάω σοβαρά Χένρι και με απογοητεύει η αντίδρασή σου. Μετά από όλα όσα έχετε μάθει για τις Πύλες και το κακό και τη δυστυχία που έχουν φέρει στους κόσμους μας, αλλά και μετά τη θυσία των γονιών σας για την προστασία των Πυλών από την Αδελφότητα της Κυανής Φλόγας, δεν περίμενα να αντιδράσεις τόσο εγωιστικά», αποκρίνεται ο Ρότζερ κοιτάζοντας τον Χένρι με βλέμμα αυστηρό και απογοητευμένο.
« Το ξέρεις πως θα κάνω αυτό που πρέπει Ρότζερ και πως ξέρω μια χαρά πόσα έχουν προκαλέσει οι Πύλες, αλλά δεν είναι ότι πιο ευχάριστο και καθημερινό για τον κάθε άνθρωπο να μαθαίνει πως έχει έναν τόσο σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει», λέει ο Χένρι  θυμωμένα. «Και όσο για τους γονείς μου, δεν ξέρω τίποτε γι αυτούς, όπως γνωρίζεις».
« Θα σας πω για τους γονείς σας Χένρι. Θα πάω εσένα και τη Λάιρα να δείτε το σπίτι σας, αλλά θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί», απαντά ο Ρότζερ και δείχνοντας  κουρασμένος.
« Τι σχέση έχει η Λ…» ξεκινά να λέει ο Χένρι, αλλά τότε η ίδια σκέψη μας διαπερνά σαν το ρεύμα του κεραυνού και κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο σχεδόν έντρομοι και μετά τον Ρότζερ απορημένοι.
Ο Ρότζερ καταλαβαίνει και σπεύδει να μας διαφωτίσει:
« Λάιρα , νόμιζα πως σε εσένα θα το είχε πει ο αδελφός μου. Μα πως το ξέχασε; Είστε αδέλφια και μάλιστα δίδυμα», λέει ο Ρότζερ, σα να μας λέει κάτι αυτονόητο, κι εγώ παραλίγο να βγάλω το νερό που έπινα από τη μύτη μου, ενώ ο Χένρι κάθεται απότομα στη θέση του σαν να έφαγε μπουνιά στο στομάχι.
‘Τουλάχιστον ταιριάζουν οι αντιδράσεις μας’, σκέφτομαι και αμέσως με πιάνουν τα γέλια και όλοι στρέφονται προς το μέρος μου παραξενεμένοι. ‘Ω!, υπέροχα τώρα θα με περάσουν γα τρελή!’, λέει μια φωνή μέσα μου, ενώ από το μυαλό μου περνά κάτι που διάβασα σε ένα βιβλίο, ότι οι άσχετες και αντίθετες προς μια κατάσταση αντιδράσεις είναι ένα από τα συμπτώματα της σχιζοφρένιας. ‘Τα πηγαίνεις καλά Λάιρα’ επαινώ ειρωνικά τον εαυτό μου κι έπειτα τον αναγκάζω να σοβαρευτεί και να κάτσει ίσια στην καρέκλα του.
Για μια στιγμή κανένας μας δε μιλά. Ο Χένρι κοιτάζει προς το μέρος μου κάπως μπερδεμένος από την αντίδρασή μου, αλλά και με μια αμήχανη τρυφερότητα να τρεμοπαίζει στη γαλάζια θάλασσα των ματιών του την κλεισμένη μες στον μαύρο της δακτύλιο.
Αυτά τα μάτια που μου φάνηκαν τόσο οικεία στην αρχή και μου δημιούργησαν μια αίσθηση ασφάλειας και θαλπωρής. Μπορεί η ιδέα του να έχω έναν αδελφό από το πουθενά να με τρομάζει, αλλά το ότι αυτός είναι ο Χένρι το κάνει να φαίνεται πιο εύκολο. Εξάλλου γνωρίζουμε πολύ καλά ο ένας τον άλλο ακόμα  και αν δεν το θυμόμαστε. Είμαι σίγουρη πως αν ακουμπήσω στο στήθος του θα αναγνωρίσω τον χτύπο της καρδιάς του, καθώς κοιμόμασταν τόσους μήνες αγκαλιασμένοι στη μήτρα της μητέρας μας και για κάποιο λόγο είμαι σίγουρη πως ζήσαμε για λίγο μαζί, παίξαμε, κλάψαμε και κοιμηθήκαμε σε αντικριστές κούνιες.
Νιώθω σαν να έχω μέσα στο μυαλό μου έναν τοίχο που κρατά μακριά τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, αλλά μπορώ να αισθανθώ  την παρουσία τους πίσω από τον τοίχο. Απλώνω το χέρι μου πάνω του και νιώθω τη θερμότητα τους πάνω στο κρύο τούβλο, σα να προσπαθούν και αυτές να έρθουν σε εμένα. Εξάλλου είμαι σίγουρη πλέον πως η εικόνα που είδα νωρίτερα με τον μικρό Χένρι είναι δική μου ανάμνηση που κατάφερε να περάσει τον τοίχο και ίσως με πολύ προσπάθεια να μπορέσω να θυμηθώ και άλλα πράγματα.
Χαμογελώ ελαφρά στον Χένρι και βλέπω ένα μειδίαμα να χαράσσεται και στο δικό του πρόσωπο, σα να καταλαβαίνει τι σκέφτομαι και να σκέφτεται κι εκείνος το ίδιο. Μετά στρέφομαι προς τον Ρότζερ.
« Και τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα. Τι άλλο πρέπει να γνωρίζουμε και πότε θα μας πας να δούμε το σπίτι μας;», ρωτάω τον Ρότζερ ανυπόμονα καθώς έχω κουραστεί να τα μαθαίνω όλα σε δόσεις.
« Κοίτα ποια ανυπομονεί να αναλάβει δράση! Μ’ αρέσεις. Έτσι σας θέλω κι εσάς αγόρια», λέει ο Ρότζερ διασκεδάζοντας και μετά σοβαρεύει.
« Στο σπίτι σας θα σας πάω μια από αυτές τις μέρες, αλλά πρέπει να προσέχουμε γιατί είναι πολύ πιθανό να έχουμε δυσάρεστες συναντήσεις εκεί, καθώς μετά τα τελευταία γεγονότα η Αδελφότητα της Φλόγας είναι πολύ ανήσυχη.
Τώρα, όσο για το τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα: θα μείνουμε για λίγες ημέρες εδώ κρυμμένοι. Δε θα έχετε επαφή με κανέναν άλλο και αυτό είναι ρητή εντολή. Δε μπορείτε να εμπιστευτείτε κανέναν, ούτε να απομακρυνθείτε από το ξέφωτο. Θα προετοιμαστείτε πνευματικά και σωματικά για την αποστολή σας. Θα διαβάσετε βιβλία για τις Πύλες και θα εξασκηθείτε στη μάχη, την ιππασία και άλλες χρήσιμες δεξιότητες. Μετά όταν η Πύλη ξανανοίξει -ανοίγει κάθε δεκαπέντε μέρες μέχρι να σφραγιστεί ή να μείνει μόνιμα ανοιχτή, αφού συμπληρώσει σαράντα πέντε φεγγάρια από το πρώτο άνοιγμά της- θα περάσουμε μαζί με άλλους Ιππότες και Φύλακες και θα αρχίσουμε την αποστολή σας, σύμφωνα με την προφητεία».
«Α! Ναι, και ο αδελφός σας, ε, σου… Ρότζερ, ανέφερε την προφητεία αλλά δε μου είπε λεπτομέρειες, αν και μου είπε πως με αφορά», επεμβαίνω εγώ πιο ανυπόμονη από ποτέ να μάθω για αυτή την Προφητεία που είχα σχεδόν ξεχάσει μετά από όλα όσα άκουσα αυτές τις μέρες.
« Σωστά, σωστά δεν ξέρετε την Προφητεία», λέει ο Ρότζερ και πηγαίνει προς μια ψηλή ντουλάπα-ραφιέρα που καλύπτει το μισό τοίχο της μιας πλευράς του δωματίου. Τραβάει ένα πιάτο από ένα ράφι με πορσελάνινα σερβίτσια και τότε η ραφιέρα ζωντανεύει θαρρείς και μετακινείται στο πλάι, αποκαλύπτοντας ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο. Ο Ρότζερ μπαίνει μέσα του με μια λάμπα στο χέρι και λίγο αργότερα επιστρέφει με ένα κιτρινισμένο δερματόδετο βιβλίο. Είναι μεγάλο και παλιό, ο χρόνος δεν του έχει φερθεί με τον καλύτερο τρόπο, ενώ στο εξώφυλλό του μετά βίας φαίνεται χαραγμένη μια φλόγα. Από το ύφος των αγοριών συμπεραίνω πως και αυτοί αγνοούσαν την ύπαρξη αυτού του μυστικού δωματίου, αν και δε μπορώ να πω με σιγουριά το ίδιο και για τη Σόνια που κοιτάζει με την ίδια ηρεμία που είχε όλη αυτή την ώρα.
Για μερικές στιγμές ο Ρότζερ ξεφυλλίζει το βιβλίο και μετά βρίσκει αυτό που έψαχνε.
« Τη γνωρίζω βέβαια και απ’ έξω, αλλά είχε πολλά χρόνια να μας απασχολήσει. Εγώ και ο αδελφός μου είμαστε σίγουροι πως ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί», λέει ο Ρότζερ κι έπειτα αρχίζει να μας διαβάζει την Προφητεία:

Οι κόσμοι θα περάσουν πολλά δεινά
Μέχρι να σταλούν οι Φύλακες
Γεννημένοι από την ένωση των δύο κόσμων
για να τους σώσουν από τν αμαρτία και το σκοτάδι
Σκληρούς αγώνες θα αναλάβουν,
 μα θα γευτούν πρόσκαιρα τους καρπούς της νίκης
και θα δώσουν πνοή ζωής στις ταλαιπωρημένες Χώρες
Μέχρι την τελική μάχη

Η τελευταία Πύλη θα γεννηθεί δεκαπέντε φεγγάρια αφού ο δίσκος της Σελήνης καταπιεί τον Ήλιο
Και η μάχη που θα την ακολουθήσει θα καθορίσει τη μοίρα των κόσμων
Ή θα σπάσει για πάντα τον ματωμένο δεσμό
Ή θα καταδικάσει τους κόσμους σε αιώνιες εχθροπραξίες και σκοτάδι

Όταν η Κόρη της Σελήνης και ο Γιος του Φεγγαριού,
Γεννημένοι στο ίδιο τρυφερό λίκνο ξαναενωθούν
Η μάχη θα αρχίσει

Η Κόρη της Σελήνης
Η ιερή κόρη που η Μοίρα ξεχώρισε
Θα αποφασίσει τη μοίρα των Κόσμων
Με την πέτρα των δακρύων
Τα ξίφη των Ιπποτών
Και τη δύναμη των Φυλάκων

Τα λόγια της προφητείας ακούγονται στα αφτιά μου, σα να ρέουν μέσα στο χρόνο σε ένα αέναο φωτεινό κύμα και φαντάζουν σαν το απόσταγμα της σοφίας της ύπαρξής μας. Εγώ και τα αγόρια μένουμε σιωπηλοί σα να περιμένουμε να ακούσουμε κι άλλο, μαγεμένοι από τις λέξεις της και την ιερότητα που αναδύει.
Όταν καταλαβαίνει πως τίποτε άλλο δε θα ακολουθήσει ο Γκαστόν ρωτά με βραχνιασμένη φωνή « Τι εννοεί πως η Τελευταία Πύλη θα γεννηθεί δεκαπέντε φεγγάρια μετά….ε…»
«αφού ο δίσκος της Σελήνης καταπιεί τον Ήλιο», συμπληρώνει ο Χένρι.
«Αναφέρεται στην έκλειψη ηλίου φυσικά, που έγινε πριν δεκαεπτά ημέρες. Τότε που ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το φεγγάρι και ο ουρανός σκοτείνιασε. Δουλεύαμε στον αχυρώνα όταν ξεκίνησε, θυμάστε;» ρωτά ο Ρότζερ.
« Α, ναι. Μόλις είχες δει την έκλειψη είχες τρέξει γρήγορα στην κουζίνα σα να σε κυνηγούσαν χίλιοι δαίμονες. Νομίζαμε πως φοβήθηκες», πετάγεται ο Γκαστόν  εύθυμα, αλλά μαζεύεται μόλις ο Ρότζερ του ρίχνει ένα δολοφονικό, θυμωμένο βλέμμα.
« Πήγα να δω το βιβλίο», απαντά ο Ρότζερ θιγμένος.
« Και η κόρη της Σελήνης είμαι εγώ», ρωτώ μπερδεμένη.
« Ναι», απαντά ο Ρότζερ.
« Κάτι που με κάνει εμένα τον γιο του Ήλιου;», ρωτά με τη σειρά του ο Χένρι.
Ο Ρότζερ γνέφει καταφατικά.
« Και η πέτρα των δακρύων;» ρωτά ο Γκαστόν.
« Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτήν, θα μας πει περισσότερα ο επικεφαλής Ιππότης του άλλου κόσμου όταν τον συναντήσουμε εκεί», απαντά ο Ρότζερ «Πάντως δε βρίσκεται σον δικό μας κόσμο».
« Τώρα είναι καλύτερα να πάτε όλοι για ύπνο. Σας περιμένουν δύσκολες μέρες. Από αύριο πρωί πρωί θα αρχίσει η προετοιμασία σας και σας θέλω συγκεντρωμένους. Θα τα πούμε πάλι το πρωί», είπε ο Ρότζερ και αφού έβαλε πίσω στη θέση του το βιβλίο μας καληνύχτισε, πήρε ένα κομμάτι ψωμί και βγήκε από την κουζίνα.
«Αναρωτιέμαι τι μέρες μας ξημερώνουν», αποκρίθηκα.
« Ανυπομονώ να δω τον άλλο κόσμο», είπε ο Γκαστόν.
« Ότι και να συμβεί πρέπει να μείνουμε ενωμένοι, να ακούμε τον Ρότζερ και να είμαστε προσηλωμένοι στον στόχο μας», λέει ο Χένρι.
Μετά εγώ τους καληνυχτίζω και βγαίνω από την κουζίνα.

Κάνω ένα ζεστό μπάνιο και ξαπλώνω στο κρεβάτι μου. Ο ύπνος με παίρνει σύντομα με τις λέξεις της προφητείας να χορεύουν πίσω από τα βλέφαρά μου και την περιέργεια για το τι θα ακολουθήσει να κεντρίζει την καρδιά μου.

Όλγα Σ.