Lilith: The dark side of the moon (Κεφάλαιο 11) "That's not a crib!"

Η Έλενα πριν ακόμα μπει στο σπίτι των Σαλβατόρε μπορούσε να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο θόρυβος που ερχόταν από το εσωτερικό του μπορούσε μόνο να συγκριθεί με τον θόρυβο που κάνουν οι εργάτες του δήμου όταν τρυπούν τον δρόμο για να χτίσουν καινούργια πεζοδρόμια. Φωνές και έπιπλα που σίγουρα μετακινούνταν συνέχεια χάριζαν στην Έλενα τον πρώτο της πονοκέφαλο. Τι στο καλό συμβαίνει? μουρμούρισε πρoτού ανοίξει την πόρτα και βρεθεί αντιμέτωπη με το χάος. Το μεγάλο σαλόνι είχε γεμίσει με κάθε λογής παιδικά έπιπλα και αντικείμενα ενώ κάπου μέσα στην τεράστια άμαξα-κρεβάτι που κοσμούσε την μέση του σαλονιού, μπορούσε να διακρίνει την κόρη της να παίζει με έναν υπερμεγέθη αρκούδο υπό την επίβλεψη της Κάθριν που στεκόταν από πάνω της.
Το βλέμμα της Έλενας σάρωνε το μεγάλο δωμάτιο ψάχνοντας απελπισμένα ένα δρόμο ανάμεσα σε τσάντες και έπιπλα για να φτάσει την κόρη της ενώ δεκάδες άνθρωποι μπαίνανε και βγαίνανε φέρνοντας και άλλα. Θα ξεφόρτωναν όλο το τεράστιο φορτηγό που ήταν παρκαρισμένο απέξω?
«Μην προσπαθήσεις να έρθεις!» της φώναξε κάπου μέσα στον πανικό η Κάθριν.
«Κάθριν, τι στο καλό συμβαίνει εδώ?»
«Ο Ντέιμον πήγε για ψώνια.» Δεν χρειάστηκε να της πει τίποτα άλλο. Ο Στέφαν προφανώς τον είχε αφήσει μόνο και ανεξέλεγκτο και ορίστε τα αποτελέσματα! Ω, θα άκουγε έναν εξάψαλμο...
«Που είναι ο Στέφαν?» φώναξε στην Κάθριν που προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στα χιλιάδες παιχνίδια.
«Δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω που είναι. Ο Ντέιμον δεν μου είπε».
«Και που είναι αυτός τώρα?» Αυτός και αν ήθελε εξάψαλμο!
«Πάνω, κάτι βάφει αν κρίνω από την μυρωδιά.» Ωραία, γιατί σίγουρα την είχε βαμμένη αν τον έπιανε στα χέρια της. Προσπαθώντας να ανέβει ένα εκκολαπτόμενο Έβερεστ από τσάντες για να φτάσει στον πάνω όροφο ευγνωμονούσε την τύχη της για το γεγονός ότι ήταν βρικόλακας. Αποκλείεται να είχε τέτοια ισορροπία σαν άνθρωπος. Φτάνοντας στην κορυφή της σκάλας βρήκε τον στόχο της 2 πόρτες μακριά από το δωμάτιο της. Εκεί, πασαλειμμένος από την κορυφή ως τα νύχια με ένα απαλό ροζ χρώμα και ανεβασμένο σε μια σκάλα είδε τον Ντέιμον να προσπαθεί να κολλήσει μια τεράστια ταπετσαρία.
«Τι στο καλό κάνεις?» τον ρώτησε θυμωμένα. Ο Ντέιμον γύρισε και την κοίταξε με ένα χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του.
«Γεια σου και εσένα, Έλενα. Σαν τι φαίνεται ότι κάνω? Ο Στέφαν έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση και εγώ προσπαθώ να τελειώσω το δωμάτιο της κόρης σου.»
Από όλες τις απαντήσεις που περίμενε η Έλενα, αυτή ήταν η λιγότερο πιθανή. Ο Ντέιμον να ενδιαφέρεται για το παιδί της και ο Στέφαν εξαφανισμένος? Το αντίθετο περίμενε.
«Δεν ξέρεις που είναι ο Στέφαν?»
«Όχι Έλενα. Όπως επίσης δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσει.»
«Τι είναι όλες αυτές οι σακούλες που έχουν κατακλύσει το σαλόνι?»
«Βλέπεις, η λίστα που μου έδωσες ήταν λίγο... ημιτελής. Έτσι ρώτησα, μου είπαν τι θέλει ένα μωρό στην ηλικία των 5 μηνών και... Ορίστε! Η κόρη σου τώρα θα μπορεί να μείνει στο Boarding House.»
«Συγνώμη, αλλά αυτά φτάνουν για ολόκληρη μονάδα φιλοξενίας νεογνών! Γιατί δεν σε συγκράτησε ο Στέφαν?» Η Έλενα ήταν απελπισμένη. Δεν θα έκανε την κόρη της ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο και σίγουρα δεν θα μεγάλωνε ανάμεσα σε τόσα άχρηστα πράγματα. Γιατί αμφέβαλλε αν τα μισά από τα οποία είχε πάρει ο Ντέιμον μπορούσαν πραγματικά να ήταν χρήσιμα. Ο Ντέιμον όμως ακούγοντας τα λόγια της άρχισε να γελά δυνατά, εξαγριώνοντας ακόμα περισσότερο την Έλενα που το μόνο που ήθελε ήταν να τον βάλει να καταπιεί όλο τον κουβά με την μπογιά.
«Και να τον άφηνα, δεν θα μπορούσε.» της είπε γλυκά όταν σταμάτησε να γελά. «Όση ώρα έκανα ψώνια ο αγαπημένος σου ήταν έξω.»
«Γιατί?» Αυτό δεν ακουγόταν σαν κάτι που θα έκανε ο Στέφαν. Εκτός και αν του είχε κάνει κάτι.
«Τον τσάντισα.» Τι πρωτότυπο! Γιατί δεν μου κάνει εντύπωση ούτε αυτό? αναρωτήθηκε από μέσα της η Έλενα.
«Αυτό θα μου πεις μόνο?»
«Ναι!» της είπε κουνώντας το κεφάλι του και επιστρέφοντας στην δουλειά του.
«Και τι είναι αυτό το τεράστιο έκτρωμα που μοιάζει με άμαξα στη μέση του σαλονιού?» Μέσα σε αυτό το πράγμα που ήταν τώρα η κόρη της μπορούσαν να χωρέσουν όλοι οι κάτοικοι του σπιτιού.
«Α, αυτό! Λέγεται κούνια αν δεν κάνω λάθος!» της είπε ειρωνικά χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Αυτό δεν είναι κούνια!» ούρλιαζε εκείνη. Το να συζητάει με τον Ντέιμον το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να καταλήξει έγκλειστη σε φρενοκομείο.
«Ω ναι, είναι. Η Έλενα την διάλεξε.» Οι βρικόλακες μπορούν να πάθουν σοκ? Αν μπορούσαν η Έλενα μόλις βίωνε το πρώτο της. Ή μάλλον το δεύτερο. Μην ξεχνάμε την στιγμή που είχε βρει τα αδέρφια στο σαλόνι της.
«Η Έλενα?» τον ρώτησε χωρίς να είναι βέβαιη αν ήθελε να ακούσει την απάντηση.
«Ντέιμον?» Και οι 2 γύρισαν να δούνε την μικρή ξανθιά κοπέλα που βρισκόταν τώρα στην είσοδο του δωματίου.
«Αυτή η Έλενα! Έλενα να σου γνωρίσω την Έλενα.» Έκανε τις απαραίτητες συστάσεις ο Ντέιμον κατεβαίνοντας από την πτυσσόμενη σκάλα.
«Χάρηκα.» είπε η ξανθιά κοπέλα κοιτώντας την Έλενα. «Τελειώσαμε.» συνέχισε απευθυνόμενη τώρα τον Ντέιμον που στεκόταν μπροστά της.
«Ωραία.» της είπε χαρίζοντας της ένα υπέροχο χαμόγελο και βάζοντας έναν φάκελο στα χέρια της. «Ευχαριστώ για όλα.»
«Παρακαλώ.» του χαμογέλασε πίσω και κάνοντας μεταβολή έφυγε από το δωμάτιο.
«Έλενα? Αλήθεια?» τον ρώτησε με ύφος και σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος της.
«Αφού έτσι την λένε.» της είπε σηκώνοντας τους ώμους του δήθεν αθώα.
«Ω, τώρα κατάλαβα. Προτίμησες να φλερτάρεις με την κοπέλα αντί να ψωνίσεις και αποφάσισες να την αφήσεις να σου πουλήσει ότι ήθελε.» Ήταν τελείως τσαντισμένη και δεν ήξερε τον λόγο. Γιατί δεν είχε θελήσει να μάθει πως στο καλό μπορούσε να ελέγξει τα αυξημένης έντασης συναισθήματά της? Χαζή Έλενα.
«Ακούγεσαι σαν να ζηλεύεις.» Και το ηλίθιο χαμόγελό του δεν βοηθούσε!
«Σε παρακαλώ!» του είπε πειραγμένα.
«Ζηλεύεις Έλενα.» επέμεινε ανεβαίνοντας πάλι στην σκάλα και γυρνώντας στην δουλειά του.
«Α ναι, τι να ζηλέψω? Δεν έχουμε τίποτα.» Ο Ντέιμον λάτρευε να την βλέπει έτσι τσαντισμένη. Μερικές φορές μπορούσε να ξεχάσει πόσο τον είχε πληγώσει αρκεί να κοίταζε αυτά τα μεγάλα καστανά μάτια. Όμως δεν θα της συγχωρούσε ένα πράγμα. Αυτό που του είπε το βράδυ στον χορό. Το ίδιο πράγμα που θα χρησιμοποιούσε εναντίον της τώρα.
«Μπορεί αυτό να είναι το πρόβλημά σου.» της είπε αφήνοντας την άφωνη. Δεν πίστευε ποτέ ότι ο Ντέιμον θα χρησιμοποιούσε τα λόγια της εναντίον της. Και ειδικά για κάτι το οποίο είχε μετανιώσει την στιγμή που το είπε και είχε ζητήσει συγνώμη. Τον είχε ικανό για όλα αλλά όχι και γι' αυτό. Το θλιμμένο της βλέμμα έκανε ζημιά στην καρδιά του Ντέιμον αλλά δεν θα της έδινε την ευκαιρία να ξεφύγει με κάτι τόσο απλό.
«Το βράδυ θα πάω με την μικρή στην Τζένα. Δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσουμε.» του είπε χαμηλά και με σκυμμένο το κεφάλι καθώς έβγαινε από το δωμάτιο.
«Έλενα?» την σταμάτησε στα μισά αλλά δεν γύρισε να τον κοιτάξει. «Πως λένε την κόρη σου?» Άλλη μια ερώτηση που δεν περίμενε. Αλλά λογικό δεν ήταν? Δεν τους είχε δώσει ούτε ένα στοιχείο.
«Δεν την έχω βαφτίσει. Αλλιώς θα σας το έλεγα.» Η πλάτη της ήταν ακόμα γυρισμένη σε εκείνον αλλά μπορούσε να νιώσει το βλέμμα του να τρυπάει την πλάτη της.
«Δεν θα την βαφτίσεις?» Η συζήτηση ήταν γελοία. Πριν 2 δευτερόλεπτα ήταν έτοιμοι να ξεριζώσουν ο ένας την καρδιά του άλλου και τώρα μιλούσαν απλά για το παιδί σαν φιλαράκια. Και η απορία του Ντέιμον ήταν μια από τις ερωτήσεις που έκανε και η ίδια στον εαυτό της.
«Δεν ξέρω Ντέιμον.» του είπε και γύρισε να τον κοιτάξει. Τα μάτια της συναντήθηκαν με τα δικά του για λίγο μη μπορώντας κανείς να τραβήξει το βλέμμα του. Μαζεύοντας όλο το θάρρος του, ο Ντέιμον κοίταξε αλλού πρώτος.
«Ως το βράδυ θα έχω τελειώσει. Η κόρη σου θα μπορεί να κοιμηθεί εδώ.»
«Ευχαριστώ.» του είπε δειλά. «Αλήθεια.»
«Παρακαλώ.»

Η Έλενα έκανε μεταβολή και να βγήκε από το δωμάτιο. Ξαφνικά το σπίτι της φάνηκε ασφυκτικά μικρό. Έφερε τα χέρια στον λαιμό της σε μια προσπάθεια να ελέγξει τον εαυτό της. Δεν θα έκλαιγε. Όχι! Θα έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και δεν θα έκλαιγε. Δεν θα χάριζε τα δάκρυά της ούτε στον Στέφαν ούτε στον Ντέιμον. Κατεβαίνοντας όμως την σκάλα και βλέποντας το κοριτσάκι της να είναι ξαπλωμένο στην τεράστια κούνια και την Κάθριν να του τραγουδάει ένα νανούρισμα σε μια άγνωστη γλώσσα άρχισε να αμφισβητεί τα πάντα. Η Κάθριν, η ψυχοπαθής σκύλα που την είχε απειλήσει ουκ ολίγες φορές, εκείνη που είχε παίξει με δυο αδέρφια που σκοτώθηκαν για χάρη της, που είχε καταστρέψει και χρησιμοποιήσει πολλούς ανθρώπους ήταν τώρα τόσο καλή με εκείνη και την μικρή. Ίσως οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν. Ίσως και τα αδέρφια να άλλαζαν. Να δεχόντουσαν τις επιλογές της και το ότι είχε κάνει. Ίσως και όχι. Ο χρόνος θα έδειχνε...


Nadia