Έχω βγει απ’ το όραμα εδώ και μερικά λεπτά, ωστόσο δεν έχω βρει ακόμη το κουράγιο να ανοίξω τα μάτια μου. Τα νιώθω βαριά και ξέρω ότι είναι πρησμένα απ’ το κλάμα. Έκλαιγα απαρηγόρητη στο όραμα. Έκλαιγα με τον πόνο να κατασπαράζει τα σωθικά μου και να με διαλύει από μέσα προς το έξω. Θέλω τόσο πολύ να πιστέψω ότι όλο αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα αποκύημα της φαντασίας μου, κάτι που δημιουργήθηκε λόγω του άγχους και του φόβου μου μήπως ανακαλύψουν οι γονείς μου την αλήθεια για εμένα και τον Ναθάνιελ. Ωστόσο είμαι απόλυτα σίγουρη πως όσα είδα είναι πράγματι το μέλλον μου.
Οι λυγμοί μου γεμίζουν το δωμάτιο καθώς δάκρυα καταβρέχουν τα μάγουλά μου φτάνοντας ως τον λαιμό μου. Σφραγίζω τα ήδη κλειστά μου μάτια με το χέρι μου και ξεσπάω σε αναφιλητά. Θα γίνει πόλεμος και εμείς θα καταδικαστούμε σε θάνατο…Η αλήθεια είναι, πως ενώ ξέρω ότι και την πρώτη φορά που συνέβη αυτό με ένα μέλος της Φωτιάς και μία Μέτοικο προκλήθηκε πόλεμος, ποτέ δεν έμαθα τι απέγιναν αυτοί οι δύο, ποια ήταν η απόφαση των Θεώ Ηγετών για τη μοίρα τους. Ποτέ δεν έμαθα και ποτέ δεν θεώρησα αναγκαίο το να το μάθω.
Ανακάθομαι και ακουμπάω την πλάτη μου στο ξύλο του κρεβατιού. Κοιτάζω με κενό βλέμμα τον σκουρόχρωμο τοίχο απέναντι, αποφεύγοντας να αντικρίσω το είδωλό μου στον καθρέφτη. Ένα βάρος πλακώνει το στήθος μου και μου είναι αδύνατον να το διαλύσω ώστε να αισθανθώ καλύτερα. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν μπορώ να εμποδίσω την καταδίκη μας. Δεν μπορώ να αλλάξω το μέλλον παρά τις τόσες ξεχωριστές μου δυνάμεις.
Ένα χτύπημα στην πόρτα με κάνει να σκουπίσω τα μάτια μου βιαστικά και να σηκωθώ απ’ το πάτωμα. Δεν θέλω να με δει κανείς έτσι, κυρίως γιατί δεν θέλω να αρχίσουν τις ερωτήσεις του τύπου “τι έγινε”, “γιατί κλαις” και όλα τα σχετικά. Ωστόσο το άτομο που χτύπησε την πόρτα, δεν μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω τίποτα πέρα απ’ το να την κοιτάζω ακίνητη να ανοίγει.
«Έμ;» λέει ο Ναθάνιελ μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο. Μπορεί πλέον να μην κλαίω, αλλά τα μάτια μου είναι σίγουρα κατακόκκινα και γενικά όλο μου το πρόσωπο χλωμό. Και όπως είναι φυσικό, το παρατηρεί αμέσως και η έκφραση του μετατρέπεται σε ανήσυχη.
«Τι συνέβη;» ρωτάει και τα μελί του μάτια σταματούν στα δικά μου, που δεν έχω ιδέα τι χρώμα έχουν αυτή τη στιγμή, αλλά εύχομαι να είναι το φυσιολογικό γαλάζιο.
«Τίποτα» λέω και εκπλήσσομαι με το πόσο βραχνή και άψυχη ακούγεται η φωνή μου.
«Τίποτα;» λέει, «Σοβαρά τώρα, Έμιλυ, δεν βρήκες τίποτα καλύτερο να πεις; Μόλις πριν δέκα λεπτά άκουσα τη φωνή σου μέσα στο κεφάλι μου να εύχεται να ήμουν εδώ και ειλικρινά παραλίγο να πάθω ανακοπή απ’ την τρομάρα μου».
Ξέρω ότι προσπαθεί να ελαφρύνει το κλίμα με λίγο αστείο, αλλά αυτό δεν βοηθάει. Δεν πρόκειται να γελάσω μετά απ’ αυτό το όραμα και μου φαίνεται απαίσιο να τον βλέπω να χαμογελάει.
Έρχεται κοντά μου και περνάει τα χέρια του γύρω μου. Η κίνησή του με ξαφνιάζει, και παραδόξως δεν κάνω τίποτα για να τον απωθήσω…ακόμη και γνωρίζοντας τα όσα θα συμβούν. Τον αφήνω να με αγκαλιάσει και να με παρηγορήσει χωρίς να μιλάω.
Έπειτα από λίγο αποτραβιέμαι αποφεύγοντας το απορημένο βλέμμα του. «Καλύτερα να μην το συνεχίσουμε αυτό» λέω με σπασμένη φωνή.
«Ποιο “αυτό”;» ρωτάει. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά και βλέπω πάλι την έκφρασή του προσώπου του καλυμμένη από ουδετερότητα.
«Ναθάνιελ…».
«Άσε τα Ναθάνιελ και τα ξεΝαθάνιελ και λέγε τι στο καλό συνέβη. Πως και για ποιο λόγο μίλησες μέσα στο κεφάλι μου και γιατί είσαι έτσι; Γιατί έκλαιγες, Έμ;».
Παίρνω μια βαθιά εισπνοή για να κερδίσω χρόνο. Δεν ξέρω αν πρέπει να του μιλήσω για το όραμα και για κάποιο λόγο δεν θέλω καθόλου να το μάθει.
«Σε παρακαλώ ας το αφήσουμε» λέω τελικά, μη ξέροντας πως αλλιώς να διακόψω την συζήτηση.
«Όχι, δεν θα αφήσουμε τίποτα. Θα κάτσουμε εδώ και εσύ θα μου εξηγήσεις λεπτομερώς τι στο καλό έχει συμβεί. Και μη τυχόν διανοηθείς να μου πεις ψέματα!».
«Έχεις θυμώσει;» ρωτάω αν και αυτή είναι μια ερώτηση που θα έπρεπε να κρατήσω για τον εαυτό μου. Αναστενάζει δυνατά και κάνοντας δύο βήματα πίσω, ακουμπά την πλάτη του στον τοίχο.
«Όχι» λέει, «αλλά αν δεν αρχίσεις να μιλάς μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά, δεν σου υπόσχομαι τίποτα».
Κουνάω το κεφάλι, «Εντάξει, θα σου πω». Με κοιτάζει και κουνάει το χέρι του για να συνεχίσω.
«Νομίζω πως ήδη ξέρεις ότι κατά κάποιο τρόπο μετέφερα τις σκέψεις μου στον πατέρα μου» λέω και εκείνος γνέφει, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μου. Κρυφάκουγε. «Ωραία λοιπόν, εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου είχαν αλλάξει χρώμα. Είχαν μετατραπεί σε μια ανάμειξη κόκκινου, μπλε, γκρι και πράσινου. Μη με ρωτήσεις πως, δεν έχω ιδέα, απλώς έγινε και εγώ ήθελα να βεβαιωθώ».
«Να βεβαιωθείς;».
«Ναι, αυτός είναι ο λόγος που μίλησα μέσα στο μυαλό σου πριν. Ήθελα να δω αν τα μάτια μου θα άλλαζαν χρώμα ξανά».
«Και…; Άλλαξαν;» ρωτάει με εμφανές ενδιαφέρον. Είναι μπροστά μου, ακουμπώντας στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα μάτια του σκοτεινά να κοιτάζουν τα δικά μου περιμένοντας. Άραγε πράττω σωστά που του αποκαλύπτω τέτοιες πληροφορίες για τις δυνάμεις μου; Προφανώς, αφού στο όραμα ένιωθα πως μπορούσα να εμπιστευτώ μόνο εκείνον.
«Ναι» λέω, «άλλαξαν». Για μια στιγμή το δωμάτιο βυθίζεται στη σιωπή. Μοιάζει σκεπτικός και θέλω τόσο πολύ να μάθω τι είναι αυτό που συλλογίζεται.
Τελικά λέει: «Τότε γιατί έκλαιγες;». Και σ’ αυτό το σημείο δεν έχω απάντηση και η αλήθεια δεν αποτελεί επιλογή.
«Γιατί είδα ένα όραμα».
«Γιατί είδες ένα όραμα…» επαναλαμβάνει κουνώντας το κεφάλι, «και τι ακριβώς είδες; Θυμάσαι;».
«Είδα κάτι πολύ άσχημο…αλλά δεν αφορά εσένα και θα προτιμούσα να το κρατήσω για τον εαυτό μου» λέω και βάζω τα δυνατά μου για να του δείξω ότι το εννοώ.
Απομακρύνεται απ’ τον τοίχο και αρχίζει να βηματίζει αργά μέσα στο δωμάτιο. Δεν λέει τίποτα, ούτε με κοιτάζει.
«Έμ…» λέει σταματώντας απότομα. «Δεν θέλω να κρατάς τίποτα μέσα σου. Μπορείς να με εμπιστευτείς». Το βλέμμα του με καίει και αναγκάζομαι να απομακρύνω τα μάτια μου απ’ τα δικά του. Το ξέρω ή μάλλον σύντομα θα είμαι σίγουρη γι’ αυτό, αλλά προς το παρόν δεν μπορώ να του αποκαλύψω το όραμα. Και το παράξενο είναι ότι δεν υπάρχει λόγος να μη το κάνω, απλώς κάτι μέσα μου με τραβάει απ’ το να πω την αλήθεια.
«Δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης» λέω.
«Εντάξει. Δεν θα σε πιέσω. Ελπίζω όμως να μην είναι τόσο κακό αυτό που είδες».
Έρχεται κοντά μου και με φιλάει στο μέτωπο. Πάει να φύγει, αλλά ξαφνικά έρχονται στο μυαλό μου οι πράξεις του τις τελευταίες πέντε μέρες και με κάνουν να τον πιάσω απ’ τον μπράτσο για να τον εμποδίσω.
Ρουθουνίζω και δίχως καν να το σκεφτώ, λέω: «Πολύ εύκολα άλλαξαν τα συναισθήματά σου. Τη μια στιγμή λες έχω αισθήματα για σένα και την επόμενη κοιμάσαι σε σπίτια γυναικών».
Με κοιτάζει με ένα παράξενο ύφος που με κάνει να μετανιώσω για όσα είπα. Τραβάει το χέρι του και γυρίζει έτσι που να με κοιτάζει κατευθείαν μέσα στα μάτια.
«Σε προστάτευα» λέει με στόμφο, «μας προστάτευα».
Καγχάζω χωρίς να το σκεφτώ. «Δηλαδή προστασία σημαίνει ξημεροβραδιάζομαι στα μπαράκια και βρίσκω νέες γκόμενες;». Δεν ξέρω γιατί τα λέω όλα αυτά και κανονικά θα έπρεπε να σταματήσω εκεί, αλλά κάτι με αναγκάζει να τα βγάλω όλα από μέσα μου. «Έτσι αγαπάς εσύ κάποιον; Πληγώνοντάς τον;».
«Σταμάτα!» λέει δυνατά, αλλά αυτό δεν με σταματά.
«Γιατί; Πριν λίγο είπες να μην τα κρατάω μέσα μου. Αυτό κάνω τώρα, σου λέω ότι έκρυβα τις τελευταίες μέρες όταν περίμενα ανυπόμονα να γυρίσεις!».
Γουρλώνει τα μάτια και με κοιτάζει με ένα παράξενο βλέμμα που δεν μπορώ να αποκρυπτογραφήσω.
«Σου είπα όμως να μου έχεις εμπιστοσύνη. Τόσο πολύ με εμπιστεύεσαι;».
«Δηλαδή τώρα μου λες ότι όλα όσα σκέφτομαι δεν ισχύουν! Ότι δηλαδή δεν έπινες όλη νύχτα και στο τέλος δεν κατέληγες ούτε εγώ ξέρω που!» φωνάζω. Πως πήραν τέτοια τροπή τα πράγματα;
«Μπορεί να έπινα…» λέει άτονα, «αλλά ποτέ δεν πήγα σε καμία γυναίκα. Και ειλικρινά δεν μπορώ να πιστέψω ότι νόμιζες αυτό για εμένα».
«Τότε που πήγαινες;» λέω σιγανά, νιώθοντας ήδη απαίσια με την συμπεριφορά μου.
«Σε έναν φίλο μου. Δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα στους γονείς σου. Ήθελα να νομίσουν ότι έχω κοπέλα και ότι εμείς οι δύο δεν είμαστε τίποτα παρά πάνω από συγκάτοικοι».
Πρέπει να μάθω την αλήθεια. Καρφώνω τα μάτια μου στα δικά του και προσπαθώ μέσω των δυνάμεών μου να μάθω αν όλα όσα λέει είναι η αλήθεια. Ωστόσο αμέσως καταλαβαίνω ότι αυτό δείχνει τη λιγοστή εμπιστοσύνη που του έχω και διακόπτω τη σύνδεση με το μυαλό του.
«Τι έκανες;» ρωτάει και κάνει ένα βήμα πίσω.
«Τι…τίποτα» λέω ξαφνιασμένη. Πως στο καλό το κατάλαβε;
«Κάτι πήγες να κάνεις, το είδα» λέει και με κοιτάζει χάσκοντας.
«Όχι, δεν…» πάω να πω, αλλά με διακόπτει.
«Είναι αυτό που λέγανε ότι μπορείς να μπεις στο μυαλό των ανθρώπων…» λέει σαστισμένος, ίσως και πληγωμένος, δεν μπορώ να ξέρω στα σίγουρα.
«Συγγνώμη, Ναθάνιελ, δεν ήθελα να το κάνω…απλώς κάτι με τραβούσε να μπω στο μυαλό σου και να μάθω αν λες αλήθεια. Δεν είναι κάτι που ελέγχω…συγγνώμη».
«Δηλαδή μπήκες στο μυαλό μου;!». Τώρα είναι σίγουρα εκνευρισμένος.
«Όχι» σπεύδω να απαντήσω, «δεν παραβίασα τις σκέψεις σου, σταμάτησα πριν καν μπω στο μυαλό σου…αλήθεια!».
Με κοιτάζει διερευνητικά και απ’ το βλέμμα του καταλαβαίνω ότι δεν με πιστεύει. Θέλω να τσιρίξω ότι λέω την αλήθεια, αλλά συγκρατιέμαι.
«Απίστευτο…όλα όσα διάβαζα για εσένα, τελικά είναι αλήθεια. Μπορείς να γίνεις όντως επικίνδυνη».
«Τι;». Νιώθω λες και μου έχωσε γροθιά μες στο στομάχι. Δεν μπορεί να με θεωρεί επικίνδυνη…δεν γίνεται, όχι! Η καρδιά μου έχει γίνει χίλια κομμάτια. Θέλω να κλάψω, αλλά δάκρυα δεν έρχονται.
Παίρνει βαθιά εισπνοή και έπειτα τρίβει τα μάτια του. «Συγγνώμη. Δεν το εννοούσα».
Δεν απαντάω. Τι θα μπορούσα να πω άλλωστε; Ο Ναθάνιελ είπε ότι είμαι επικίνδυνη και στα μάτια του φαινόταν ότι το εννοούσε. Μένουμε σιωπηλοί και οι δύο, ώσπου τελικά ανοίγει την πόρτα και εξαφανίζεται.
Πέφτω στο κρεβάτι και ξεσπάω σε κλάματα.
Κάποιος με σκουντάει. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος.
«Ξύπνα, Έμιλυ!», είναι η φωνή του. Δεν θέλω να τον αντικρίσω μετά απ’ ότι συνέβη, αλλά για να βρίσκεται εδώ και να με σκουντάει σημαίνει πως κάτι συμβαίνει.
Ανοίγω με κόπο τα βλέφαρά μου και αντικρίζω έναν ανήσυχο Ναθάνιελ, να κοιτάζει προς τη μεριά της πόρτας.
«Τι είναι;» ρωτάει με βραχνή φωνή.
«Γρήγορα σήκω, πρέπει να βγούμε από εδώ μέσα!» λέει ανυπόμονα.
«Καλά, ηρέμισε λι…», δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω, περνάει τα χέρια του γύρω μου και ξαφνικά βρίσκομαι μέσα στην αγκαλιά του.
«Τι στο καλό; Που με πας;».
Περνάει το κατώφλι της πόρτας και τότε είναι που το βλέπω.
«Φωτιά» ψελλίζω.
«Ναι» λέει εκείνος, «το σπίτι καίγεται».
Δέσποινα Χρ.
Οι λυγμοί μου γεμίζουν το δωμάτιο καθώς δάκρυα καταβρέχουν τα μάγουλά μου φτάνοντας ως τον λαιμό μου. Σφραγίζω τα ήδη κλειστά μου μάτια με το χέρι μου και ξεσπάω σε αναφιλητά. Θα γίνει πόλεμος και εμείς θα καταδικαστούμε σε θάνατο…Η αλήθεια είναι, πως ενώ ξέρω ότι και την πρώτη φορά που συνέβη αυτό με ένα μέλος της Φωτιάς και μία Μέτοικο προκλήθηκε πόλεμος, ποτέ δεν έμαθα τι απέγιναν αυτοί οι δύο, ποια ήταν η απόφαση των Θεώ Ηγετών για τη μοίρα τους. Ποτέ δεν έμαθα και ποτέ δεν θεώρησα αναγκαίο το να το μάθω.
Ανακάθομαι και ακουμπάω την πλάτη μου στο ξύλο του κρεβατιού. Κοιτάζω με κενό βλέμμα τον σκουρόχρωμο τοίχο απέναντι, αποφεύγοντας να αντικρίσω το είδωλό μου στον καθρέφτη. Ένα βάρος πλακώνει το στήθος μου και μου είναι αδύνατον να το διαλύσω ώστε να αισθανθώ καλύτερα. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν μπορώ να εμποδίσω την καταδίκη μας. Δεν μπορώ να αλλάξω το μέλλον παρά τις τόσες ξεχωριστές μου δυνάμεις.
Ένα χτύπημα στην πόρτα με κάνει να σκουπίσω τα μάτια μου βιαστικά και να σηκωθώ απ’ το πάτωμα. Δεν θέλω να με δει κανείς έτσι, κυρίως γιατί δεν θέλω να αρχίσουν τις ερωτήσεις του τύπου “τι έγινε”, “γιατί κλαις” και όλα τα σχετικά. Ωστόσο το άτομο που χτύπησε την πόρτα, δεν μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω τίποτα πέρα απ’ το να την κοιτάζω ακίνητη να ανοίγει.
«Έμ;» λέει ο Ναθάνιελ μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο. Μπορεί πλέον να μην κλαίω, αλλά τα μάτια μου είναι σίγουρα κατακόκκινα και γενικά όλο μου το πρόσωπο χλωμό. Και όπως είναι φυσικό, το παρατηρεί αμέσως και η έκφραση του μετατρέπεται σε ανήσυχη.
«Τι συνέβη;» ρωτάει και τα μελί του μάτια σταματούν στα δικά μου, που δεν έχω ιδέα τι χρώμα έχουν αυτή τη στιγμή, αλλά εύχομαι να είναι το φυσιολογικό γαλάζιο.
«Τίποτα» λέω και εκπλήσσομαι με το πόσο βραχνή και άψυχη ακούγεται η φωνή μου.
«Τίποτα;» λέει, «Σοβαρά τώρα, Έμιλυ, δεν βρήκες τίποτα καλύτερο να πεις; Μόλις πριν δέκα λεπτά άκουσα τη φωνή σου μέσα στο κεφάλι μου να εύχεται να ήμουν εδώ και ειλικρινά παραλίγο να πάθω ανακοπή απ’ την τρομάρα μου».
Ξέρω ότι προσπαθεί να ελαφρύνει το κλίμα με λίγο αστείο, αλλά αυτό δεν βοηθάει. Δεν πρόκειται να γελάσω μετά απ’ αυτό το όραμα και μου φαίνεται απαίσιο να τον βλέπω να χαμογελάει.
Έρχεται κοντά μου και περνάει τα χέρια του γύρω μου. Η κίνησή του με ξαφνιάζει, και παραδόξως δεν κάνω τίποτα για να τον απωθήσω…ακόμη και γνωρίζοντας τα όσα θα συμβούν. Τον αφήνω να με αγκαλιάσει και να με παρηγορήσει χωρίς να μιλάω.
Έπειτα από λίγο αποτραβιέμαι αποφεύγοντας το απορημένο βλέμμα του. «Καλύτερα να μην το συνεχίσουμε αυτό» λέω με σπασμένη φωνή.
«Ποιο “αυτό”;» ρωτάει. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά και βλέπω πάλι την έκφρασή του προσώπου του καλυμμένη από ουδετερότητα.
«Ναθάνιελ…».
«Άσε τα Ναθάνιελ και τα ξεΝαθάνιελ και λέγε τι στο καλό συνέβη. Πως και για ποιο λόγο μίλησες μέσα στο κεφάλι μου και γιατί είσαι έτσι; Γιατί έκλαιγες, Έμ;».
Παίρνω μια βαθιά εισπνοή για να κερδίσω χρόνο. Δεν ξέρω αν πρέπει να του μιλήσω για το όραμα και για κάποιο λόγο δεν θέλω καθόλου να το μάθει.
«Σε παρακαλώ ας το αφήσουμε» λέω τελικά, μη ξέροντας πως αλλιώς να διακόψω την συζήτηση.
«Όχι, δεν θα αφήσουμε τίποτα. Θα κάτσουμε εδώ και εσύ θα μου εξηγήσεις λεπτομερώς τι στο καλό έχει συμβεί. Και μη τυχόν διανοηθείς να μου πεις ψέματα!».
«Έχεις θυμώσει;» ρωτάω αν και αυτή είναι μια ερώτηση που θα έπρεπε να κρατήσω για τον εαυτό μου. Αναστενάζει δυνατά και κάνοντας δύο βήματα πίσω, ακουμπά την πλάτη του στον τοίχο.
«Όχι» λέει, «αλλά αν δεν αρχίσεις να μιλάς μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά, δεν σου υπόσχομαι τίποτα».
Κουνάω το κεφάλι, «Εντάξει, θα σου πω». Με κοιτάζει και κουνάει το χέρι του για να συνεχίσω.
«Νομίζω πως ήδη ξέρεις ότι κατά κάποιο τρόπο μετέφερα τις σκέψεις μου στον πατέρα μου» λέω και εκείνος γνέφει, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μου. Κρυφάκουγε. «Ωραία λοιπόν, εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου είχαν αλλάξει χρώμα. Είχαν μετατραπεί σε μια ανάμειξη κόκκινου, μπλε, γκρι και πράσινου. Μη με ρωτήσεις πως, δεν έχω ιδέα, απλώς έγινε και εγώ ήθελα να βεβαιωθώ».
«Να βεβαιωθείς;».
«Ναι, αυτός είναι ο λόγος που μίλησα μέσα στο μυαλό σου πριν. Ήθελα να δω αν τα μάτια μου θα άλλαζαν χρώμα ξανά».
«Και…; Άλλαξαν;» ρωτάει με εμφανές ενδιαφέρον. Είναι μπροστά μου, ακουμπώντας στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα μάτια του σκοτεινά να κοιτάζουν τα δικά μου περιμένοντας. Άραγε πράττω σωστά που του αποκαλύπτω τέτοιες πληροφορίες για τις δυνάμεις μου; Προφανώς, αφού στο όραμα ένιωθα πως μπορούσα να εμπιστευτώ μόνο εκείνον.
«Ναι» λέω, «άλλαξαν». Για μια στιγμή το δωμάτιο βυθίζεται στη σιωπή. Μοιάζει σκεπτικός και θέλω τόσο πολύ να μάθω τι είναι αυτό που συλλογίζεται.
Τελικά λέει: «Τότε γιατί έκλαιγες;». Και σ’ αυτό το σημείο δεν έχω απάντηση και η αλήθεια δεν αποτελεί επιλογή.
«Γιατί είδα ένα όραμα».
«Γιατί είδες ένα όραμα…» επαναλαμβάνει κουνώντας το κεφάλι, «και τι ακριβώς είδες; Θυμάσαι;».
«Είδα κάτι πολύ άσχημο…αλλά δεν αφορά εσένα και θα προτιμούσα να το κρατήσω για τον εαυτό μου» λέω και βάζω τα δυνατά μου για να του δείξω ότι το εννοώ.
Απομακρύνεται απ’ τον τοίχο και αρχίζει να βηματίζει αργά μέσα στο δωμάτιο. Δεν λέει τίποτα, ούτε με κοιτάζει.
«Έμ…» λέει σταματώντας απότομα. «Δεν θέλω να κρατάς τίποτα μέσα σου. Μπορείς να με εμπιστευτείς». Το βλέμμα του με καίει και αναγκάζομαι να απομακρύνω τα μάτια μου απ’ τα δικά του. Το ξέρω ή μάλλον σύντομα θα είμαι σίγουρη γι’ αυτό, αλλά προς το παρόν δεν μπορώ να του αποκαλύψω το όραμα. Και το παράξενο είναι ότι δεν υπάρχει λόγος να μη το κάνω, απλώς κάτι μέσα μου με τραβάει απ’ το να πω την αλήθεια.
«Δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης» λέω.
«Εντάξει. Δεν θα σε πιέσω. Ελπίζω όμως να μην είναι τόσο κακό αυτό που είδες».
Έρχεται κοντά μου και με φιλάει στο μέτωπο. Πάει να φύγει, αλλά ξαφνικά έρχονται στο μυαλό μου οι πράξεις του τις τελευταίες πέντε μέρες και με κάνουν να τον πιάσω απ’ τον μπράτσο για να τον εμποδίσω.
Ρουθουνίζω και δίχως καν να το σκεφτώ, λέω: «Πολύ εύκολα άλλαξαν τα συναισθήματά σου. Τη μια στιγμή λες έχω αισθήματα για σένα και την επόμενη κοιμάσαι σε σπίτια γυναικών».
Με κοιτάζει με ένα παράξενο ύφος που με κάνει να μετανιώσω για όσα είπα. Τραβάει το χέρι του και γυρίζει έτσι που να με κοιτάζει κατευθείαν μέσα στα μάτια.
«Σε προστάτευα» λέει με στόμφο, «μας προστάτευα».
Καγχάζω χωρίς να το σκεφτώ. «Δηλαδή προστασία σημαίνει ξημεροβραδιάζομαι στα μπαράκια και βρίσκω νέες γκόμενες;». Δεν ξέρω γιατί τα λέω όλα αυτά και κανονικά θα έπρεπε να σταματήσω εκεί, αλλά κάτι με αναγκάζει να τα βγάλω όλα από μέσα μου. «Έτσι αγαπάς εσύ κάποιον; Πληγώνοντάς τον;».
«Σταμάτα!» λέει δυνατά, αλλά αυτό δεν με σταματά.
«Γιατί; Πριν λίγο είπες να μην τα κρατάω μέσα μου. Αυτό κάνω τώρα, σου λέω ότι έκρυβα τις τελευταίες μέρες όταν περίμενα ανυπόμονα να γυρίσεις!».
Γουρλώνει τα μάτια και με κοιτάζει με ένα παράξενο βλέμμα που δεν μπορώ να αποκρυπτογραφήσω.
«Σου είπα όμως να μου έχεις εμπιστοσύνη. Τόσο πολύ με εμπιστεύεσαι;».
«Δηλαδή τώρα μου λες ότι όλα όσα σκέφτομαι δεν ισχύουν! Ότι δηλαδή δεν έπινες όλη νύχτα και στο τέλος δεν κατέληγες ούτε εγώ ξέρω που!» φωνάζω. Πως πήραν τέτοια τροπή τα πράγματα;
«Μπορεί να έπινα…» λέει άτονα, «αλλά ποτέ δεν πήγα σε καμία γυναίκα. Και ειλικρινά δεν μπορώ να πιστέψω ότι νόμιζες αυτό για εμένα».
«Τότε που πήγαινες;» λέω σιγανά, νιώθοντας ήδη απαίσια με την συμπεριφορά μου.
«Σε έναν φίλο μου. Δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα στους γονείς σου. Ήθελα να νομίσουν ότι έχω κοπέλα και ότι εμείς οι δύο δεν είμαστε τίποτα παρά πάνω από συγκάτοικοι».
Πρέπει να μάθω την αλήθεια. Καρφώνω τα μάτια μου στα δικά του και προσπαθώ μέσω των δυνάμεών μου να μάθω αν όλα όσα λέει είναι η αλήθεια. Ωστόσο αμέσως καταλαβαίνω ότι αυτό δείχνει τη λιγοστή εμπιστοσύνη που του έχω και διακόπτω τη σύνδεση με το μυαλό του.
«Τι έκανες;» ρωτάει και κάνει ένα βήμα πίσω.
«Τι…τίποτα» λέω ξαφνιασμένη. Πως στο καλό το κατάλαβε;
«Κάτι πήγες να κάνεις, το είδα» λέει και με κοιτάζει χάσκοντας.
«Όχι, δεν…» πάω να πω, αλλά με διακόπτει.
«Είναι αυτό που λέγανε ότι μπορείς να μπεις στο μυαλό των ανθρώπων…» λέει σαστισμένος, ίσως και πληγωμένος, δεν μπορώ να ξέρω στα σίγουρα.
«Συγγνώμη, Ναθάνιελ, δεν ήθελα να το κάνω…απλώς κάτι με τραβούσε να μπω στο μυαλό σου και να μάθω αν λες αλήθεια. Δεν είναι κάτι που ελέγχω…συγγνώμη».
«Δηλαδή μπήκες στο μυαλό μου;!». Τώρα είναι σίγουρα εκνευρισμένος.
«Όχι» σπεύδω να απαντήσω, «δεν παραβίασα τις σκέψεις σου, σταμάτησα πριν καν μπω στο μυαλό σου…αλήθεια!».
Με κοιτάζει διερευνητικά και απ’ το βλέμμα του καταλαβαίνω ότι δεν με πιστεύει. Θέλω να τσιρίξω ότι λέω την αλήθεια, αλλά συγκρατιέμαι.
«Απίστευτο…όλα όσα διάβαζα για εσένα, τελικά είναι αλήθεια. Μπορείς να γίνεις όντως επικίνδυνη».
«Τι;». Νιώθω λες και μου έχωσε γροθιά μες στο στομάχι. Δεν μπορεί να με θεωρεί επικίνδυνη…δεν γίνεται, όχι! Η καρδιά μου έχει γίνει χίλια κομμάτια. Θέλω να κλάψω, αλλά δάκρυα δεν έρχονται.
Παίρνει βαθιά εισπνοή και έπειτα τρίβει τα μάτια του. «Συγγνώμη. Δεν το εννοούσα».
Δεν απαντάω. Τι θα μπορούσα να πω άλλωστε; Ο Ναθάνιελ είπε ότι είμαι επικίνδυνη και στα μάτια του φαινόταν ότι το εννοούσε. Μένουμε σιωπηλοί και οι δύο, ώσπου τελικά ανοίγει την πόρτα και εξαφανίζεται.
Πέφτω στο κρεβάτι και ξεσπάω σε κλάματα.
Κάποιος με σκουντάει. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος.
«Ξύπνα, Έμιλυ!», είναι η φωνή του. Δεν θέλω να τον αντικρίσω μετά απ’ ότι συνέβη, αλλά για να βρίσκεται εδώ και να με σκουντάει σημαίνει πως κάτι συμβαίνει.
Ανοίγω με κόπο τα βλέφαρά μου και αντικρίζω έναν ανήσυχο Ναθάνιελ, να κοιτάζει προς τη μεριά της πόρτας.
«Τι είναι;» ρωτάει με βραχνή φωνή.
«Γρήγορα σήκω, πρέπει να βγούμε από εδώ μέσα!» λέει ανυπόμονα.
«Καλά, ηρέμισε λι…», δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω, περνάει τα χέρια του γύρω μου και ξαφνικά βρίσκομαι μέσα στην αγκαλιά του.
«Τι στο καλό; Που με πας;».
Περνάει το κατώφλι της πόρτας και τότε είναι που το βλέπω.
«Φωτιά» ψελλίζω.
«Ναι» λέει εκείνος, «το σπίτι καίγεται».
Δέσποινα Χρ.