Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 16)

«Γκρέισον;» ρωτάω. Ανασκαλεύω τη μνήμη μου για να θυμηθώ οτιδήποτε σχετικό με αυτό το όνομα και τότε θυμάμαι μια συζήτηση που είχαν οι γονείς μου για εκείνον, και που απ’ όσο θυμάμαι είχε τελειώσει άδοξα. Οι γονείς μου και ιδιαίτερα ο πατέρας μου δεν θέλουν να συζητούν για αυτό το θέμα. Μου φαίνεται παράξενο, όπως ακριβώς μου φαινόταν και τότε που πρώτο άκουσα για τον θείο Γκρέισον. Ο πατέρας μου ενοχλείται όταν η μαμά θίγει αυτό το θέμα.
Ο Λουκ γνέφει και στρέφει το βλέμμα του και πάλι έξω απ’ το παράθυρο. Στα χέρια του κρατά μια μαύρη τσάντα και παρατηρώ ότι στριφογυρίζει το ένα λουράκι της, κίνηση που κάνει όταν νιώθει αμήχανα ή θέλει κάτι να πει.
«Τι τρέχει;» λέω και χωρίς να το σκεφτώ, σταματάω το χέρι του με το δικό μου. Τα ανοιχτόχρωμα μάτια του με κοιτάζουν για μια στιγμή απορημένα, αλλά έπειτα αποστρέφει το βλέμμα του και τραβάει την παλάμη του, που ήταν κάτω απ’ τη δική μου.
«Τίποτα» λέει, αλλά ο η φωνή του περιέχει μια δόση μελαγχολίας. Ίσως φταίω εγώ. Τον συνάντησα μετά από δύο μήνες και δεν του φέρθηκα και με τον καλύτερο τρόπο. Τον παράτησα ολομόναχο στο νοσοκομείο και σίγουρα θα ανησύχησε όταν δεν με βρήκε στο κρεβάτι.
«Συγγνώμη» λέω ξανά, αλλά αυτή φορά το εννοώ. «Ειλικρινά, Λουκ. Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω, απλώς δεν έλεγες να καταλάβεις».
«Δεν πειράζει» είναι η μόνη του απάντηση. Και η τελευταία, αφού στο υπόλοιπο της διαδρομής ο μοναδικός ήχος που ακούμε, είναι του αυτοκινήτου που ελίσσεται στην άσφαλτο, με κατεύθυνση το σπίτι μου.


***
Βγαίνω απ’ το αυτοκίνητο γεμάτη απορίες, αλλά και λαχτάρα. Απορίες γιατί σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσα να βρω μια λογική εξήγηση σ’ αυτό που συνέβη με τη Μέτοικο, και λαχτάρα γιατί απέχω μόλις μερικά μέτρα μακριά απ’ το πολυαγαπημένο μου σπίτι.
Σηκώνω το βλέμμα μου στην επιβλητική βίλα που αποκαλώ σπίτι μου και ένα τσίμπημα ενθουσιασμού διαπερνά το στομάχι μου και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να μείνω εδώ ξανά και να επιστρέψω στην φυσιολογική ζωή μου, με τον ατίθασο φίλο μου Λουκ και τους γονείς μου, που ναι μεν είναι προστατευτικοί, αλλά αγαπώ υπερβολικά πολύ. Η χρυσή καγκελόπορτα ανοίγει και μπροστά μας εμφανίζεται η οικιακή βοηθός, ή αλλιώς Τζούλια όπως την αποκαλούμε εμείς στο σπίτι.
«Καλώς ήρθατε» λέει, κοιτώντας πότε εμένα και πότε τον Λουκ που ασχολείται με το κινητό του. Στο πρόσωπο της έχει χαραγμένο ένα πελώριο χαμόγελο, αλλά κάτι πάνω της με κάνει να υποθέσω ότι υπάρχει πρόβλημα πίσω απ’ τις πόρτες της βίλας.
«Τι τρέχει;» ρωτάω.
Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει. Αποφεύγει να με κοιτάξει στα μάτια, ρίχνοντας το βλέμμα της κατευθείαν στο πάτωμα. Δίχως χρόνο για χάσιμο, την παραμερίζω και περπατάω με γοργό βήμα προς την είσοδο.
«Έμιλυ! Περίμενε, δεν μπορείς να μπεις μέσα ακόμη!» την ακούω να φωνάζει από πίσω μου.
Την αγνοώ και συνεχίζω ακάθεκτη. Όσο πιο πολύ πλησιάζω προς την πόρτα, τόσο πιο δυνατά ακούγονται οι φωνές των γονιών μου από μέσα. Η καρδιά μου σφίγγεται. Σπάνια τους βλέπω να μαλώνουν, και όταν συμβαίνει ποτέ δεν διαρκεί πολύ και αφορά πάντα κάτι ασήμαντο. Οι φωνές που ακούγονται αυτή τη στιγμή με κάνουν να υποθέσω ότι είναι ένας σοβαρός καβγάς. Προσπερνάω τους φρουρούς που φυλούν την αυλή και τρέχω προς την πόρτα. Είμαι έτοιμη να χτυπήσω το κουδούνι, όταν ακούγεται μια δυνατή κραυγή που μου παγώνει το αίμα.
«Μαμά;» ψελλίζω και εκείνη τη στιγμή, ένα ζευγάρι χέρια τυλίγεται γύρω μου. Ζεστασιά απλώνεται σε κάθε μέλος του κορμιού μου και για μια στιγμή νομίζω ότι αυτός που με έχει αγκαλιάσει είναι ο Ναθάνιελ.
«Έλα, Έμιλυ» λέει ο Λουκ και με τραβάει απαλά να κουνηθώ.
«Τι ήταν αυτό; Τι γίνεται εκεί μέσα;» ρωτάω με τον φόβο να ξυπνάει μέσα μου και να καταλαμβάνει την ψυχή και το μυαλό μου.
«Τίποτα. Οι γονείς σου είπαν ότι θα μας ειδοποιήσουν όταν είναι να πάμε μέσα. Για την ώρα, θα πάμε σπίτι μου».
Θέλω να αντιδράσω, να πω ένα μεγάλο όχι και να ανοίξω την πόρτα παρά τις αποδοκιμασίες όλων. Αλλά φυσικά δεν κάνω τίποτα πέρα απ’ το να αφήσω τον Λουκ να με πάρει μαζί του.


***
Καρίνα


Ο Τριστάνο με χτύπησε. Μετά από δεκάξι ολόκληρα χρόνια γάμου, τόλμησε να σηκώσει χέρι πάνω μου. Το μάγουλό μου καίει, το ίδιο και τα μάτια μου που μαζεύουν δάκρυα σε ταχύτατους ρυθμούς. Στέκεται από πάνω μου βαριανασαίνοντας και δεν κάνει την παραμικρή κίνηση να με πλησιάσει. Το ίδιο και ο Γκρέισον που απλά κοιτάζει εμβρόντητος τον αδερφό του.
«Με πρόδωσες» λέει και η φωνή του ξεχειλίζει μίσος και οργή. Πως μπορεί να πιστεύει κάτι τέτοιο;
«Όχι...» πάω να πω, αλλά τη φωνή μου επισκιάζει η δική του.
«Πάψε!» φωνάζει και ξαφνικά το χέρι του γλιστράει μέσα απ’ τα μαλλιά μου και τα τραβάει έτσι μου να το πρόσωπό μου να συναντήσει το δικό του.
«Έβλεπες κρυφά τον αδερφό μου, Καρίνα! Πως μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο…;» η φωνή του σπάει στην τελευταία πρόταση. Η πονεμένη του έκφραση με διαλύει στην κυριολεξία.
«Δεν είναι έτσι…αλήθεια σου λέω…δεν θα σου έλεγα ποτέ ψέματα».
Ο Τριστάνο που συνάντησα πριν χρόνια επέστρεψε ορμητικά. Αυτό το εχθρικό στίγμα που είχε διεισδύσει μέσα του τότε, και που νόμιζα ότι είχε εξαφανιστεί είναι και πάλι εδώ στη χειρότερη μορφή του. Νόμιζα ότι τη μέρα που κράτησε την Έμιλυ για πρώτη φορά, τα πάντα άλλαξαν. Άραγε, αυτό το μίσος απλά θάφτηκε μέσα του και δεν έσβησε ποτέ;
«Αρκετά!» επεμβαίνει ο Γκρέισον και αρπάζει τον αδερφό του από πίσω, σπρώχνοντας τον μακριά μου. «Δεν πρόλαβα να σου εξηγήσω τίποτα ακόμη…σταμάτα να συμπεριφέρεσαι έτσι και άκουσε με καλά!».
Ο Τριστάνο κατακεραυνώνει τον αδερφό του και περνάει το χέρι του μέσα απ’ τα μαλλιά του απελπισμένος. Αφού βεβαιώνομαι πως έχει τιθασεύσει τον θυμό του, σηκώνομαι απ’ το πάτωμα. Αποφεύγω τη ματιά του και δίχως να κοιτάξω τον Γκρέισον, κατευθύνομαι προς το μπάνιο. Μπαίνω μέσα και κλειδώνω την πόρτα.
Ανοίγω τη βρύση και βρέχω το πρόσωπο μου. Το μάγουλό μου είναι κατακόκκινο και αναμφίβολα θα μείνει σημάδι. Άραγε η Έμιλυ έφτασε ή είναι ακόμη στο δρόμο; Εύχομαι να ισχύει το δεύτερο, διαφορετικά δεν ξέρω τι εξήγηση θα της δώσω για το χαμό που έχει δημιουργηθεί.
Φυσικά δεν μπορώ να της πω της πως ο Γκρέισον, δηλαδή ο θείος της, επέστρεψε έπειτα από δεκάξι ολόκληρα χρόνια και είπε στον πατέρα της ότι συναντιόμασταν κρυφά τον τελευταίο καιρό. Ίδιος και απαράλλακτος…επέστρεψε για να μας δημιουργήσει μπελάδες και να καταστρέψει για ακόμη μια φορά τη σχέση μας. Βρίσκεται εδώ μόνο μερικές ώρες και ήδη μας έχει κάνει άνω κάτω. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είπε ένα τόσο μεγάλο ψέμα και ακόμη χειρότερα πως ο Τριστάνο τον πίστεψε και τόλμησε να με…χτυπήσει.
Αναστενάζω δυνατά και αφού βρέχω για μια τελευταία φορά το πρόσωπό μου, βγαίνω έξω.


***
Ο Λουκ με βάζει να καθίσω στο κρεβάτι του και έπειτα ο ίδιος κάθεται στην καρέκλα του στο γραφείο. Με κοιτάζει λυπημένα, πράγμα που με εκνευρίζει, αλλά το αφήνω ασχολίαστο, αφού δεν έχω τη ψυχική δύναμη να ασχοληθώ με κάτι τόσο ασήμαντο την παρούσα στιγμή. Στο μυαλό μου κυριαρχεί η σκέψη των γονιών μου και αυτού του Γκρέισον, που έχω αρχίσει ήδη να αντιπαθώ και σίγουρα δεν πρόκειται ποτέ να αποκαλέσω θείο. Η παρουσία του εδώ είναι ολοφάνερο πως κλόνισε τα γερά θεμέλια της σχέσης των γονιών μου.
«Λουκ» λέω, «εσύ όλο και κάτι θα ξέρεις. Σε παρακαλώ πες μου, τι ακριβώς συνέβη;».
Μου ρίχνει ένα πλάγιο χαμόγελο και αφού παίρνει βαθιά ανάσα, λέει με απολογητικό τόνο: «Λυπάμαι, αλλά δεν ξέρω. Πάντως αν θες μπορούμε να ρωτήσουμε την μητέρα μου».
«Είναι εδώ η Οριάνα;».
«Όχι, αλλά θα επιστρέψει σε λίγο. Την ειδοποίησα πριν λίγο».
Κατανεύω δίχως να βρίσκω λόγια να πω. Νόμιζα πως επιστρέφοντας εδώ, όλα θα έφτιαχναν. Δυστυχώς όμως, η απαίσια μέρα συνεχίζεται…
«Έλα βρε Έμιλυ, μην είσαι τόσο λυπημένη…είμαι σίγουρος ότι οι γονείς σου θα τα βρουν. Ήταν ένα καβγαδάκι μόνο» λέει ο Λουκ, βλέποντας προφανώς την θλιμμένη μου έκφραση.
«Όχι, δεν ήταν…» καταφέρνω να πω. Ο καβγάς τον γονιών μου σε συνδυασμό με ότι συνέβη τις προηγούμενες ώρες, δημιουργούν ένα πλάκωμα στο στήθος μου. Κάνουν κόμπο το στομάχι μου. Και φέρνουν δάκρυα στα μάτια μου. Με καταρρακώνουν.
Ο Λουκ σηκώνεται απ’ την καρέκλα και έρχεται να κάτσει δίπλα μου στο κρεβάτι. Πιάνει το χέρι μου και το φιλάει τρυφερά. «Μη στεναχωριέσαι» λέει. Αυτές οι δύο λεξούλες, είναι και το τελειωτικό χτύπημα. Ξεσπάω σε κλάματα. Αμέσως τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με τραβάει στην αγκαλιά του.
«Ηρέμισε» λέει καθησυχαστικά.
«Δεν μπορείς…να φανταστείς…πόσο απαίσιες...ήταν οι τελευταίες μέρες…» λέω ανάμεσα στους λυγμούς μου.
Ο Λουκ με φιλάει στο μέτωπο και χαϊδεύει απαλά την πλάτη μου. Ωστόσο ότι κι αν κάνει, δεν θα είναι αρκετό.
«Να μπω;» ακούγεται ξαφνικά η φωνή της Οριάνα απ’ την πόρτα. Αποτραβιέμαι απ’ την αγκαλιά του φίλου μου και σκουπίζω βιαστικά τα μάγουλά μου με την αναστροφή του χεριού μου.
«Ναι, βέβαια» λέω και ο Λουκ συγκατανεύει.
Η υπόλοιπη ώρα περνάει συζητώντας. Εξηγώ στην Οριάνα τι συνέβη όσο βρισκόμουν στο στρατόπεδο της Φωτιάς και προσπαθώ να μην κλάψω όταν σκέφτομαι τον Ναθάνιελ. Κάποια στιγμή αναγκάζομαι να μιλήσω για τη Μέτοικο και για ότι συνέβη, ή τουλάχιστον ότι νομίζω πως συνέβη μ’ αυτή, καταλήγοντας στην εξής ερώτηση: «Ήταν πράγματι αυτή η γυναίκα ο λόγος που έφυγα;». Και τότε είναι η σειρά της Οριάνα να μου εξηγήσει.
«Ναι. Αυτή η γυναίκα είχε προκαλέσει σάλο στο στοιχείο μας και τα σχόλια των αντίπαλων στοιχείων έδιναν και έπαιρναν. Ήταν η κόρη του Μάρκους Έλτον, του πρώην Θεού Ηγέτη μας, με μια Μέτοικο, τον οποίο σκότωσε η ίδια και κατηγόρησε τη μητέρα σου. Φυσικά έπειτα από λίγο καιρό ξεσκεπάστηκε και οδηγήθηκε στη φυλακή. Αυτός είναι και ο λόγος που τώρα ζητάει εκδίκηση. Το μόνο που δεν καταλαβαίνουμε, είναι γιατί αναζητά εσένα…».
«Ίσως για τις δυνάμεις της» λέει ο Λουκ.
«Πολύ πιθανόν. Πάντως όλα αυτά που είδες Έμιλυ, πρέπει να ήταν ψευδαισθήσεις».
«Ψευδαισθήσεις;».
«Ακριβώς. Δεν ξέρουμε ακόμα πως γίνεται, αλλά αυτή η γυναίκα μπορεί να δημιουργήσει ψεύτικες εικόνες. Χάρις αυτή της την ικανότητα δραπέτευσε απ’ τη φυλακή και εξακολουθεί να κυκλοφορεί ελεύθερη».
Η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Έχω κάτι κοινό με αυτή τη γυναίκα. Τις δυνάμεις. Έχουμε και οι δύο ξεχωριστές δυνάμεις, απρόβλεπτες και ισχυρές. Ίσως θα μπορούσαμε να αλληλοβοηθηθούμε…αν δεν ήταν εχθρός των γονιών μου.
«Και τώρα τι θα κάνουμε; Που θα πάω; Φαντάζομαι πως δεν μπορώ να μείνω εδώ».
«Αυτό θα το αποφασίσουν οι γονείς σου. Πάντως εγώ θα τους προτείνω να σε μεταφέρουν στο στρατόπεδο των Μετοίκων…ή στο Μαύρο Δάσος».
«Στο Μαύρο Δάσος; Μα αυτό το μέρος είναι επικίνδυνο! Έχω ακούσει ότι εκεί στέλνονται όσοι μεγαλώνουν στους δρόμους και δεν μαθαίνουν ποτέ να ελέγχουν τις δυνάμεις τους, ώστε να μην αποτελούν απειλή για την κοινωνία».
Η Οριάνα γελάει. «Κι αν σου πω πως η μητέρα σου έζησε εκεί για δύο ολόκληρα χρόνια;» λέει χαμογελώντας.
Αυτό κι αν είναι έκπληξη…
«Σοβαρά; Γιατί;» ρωτάω μπερδεμένη.
«Ας πούμε πως ήθελε να μείνει μακριά απ’ τον πολιτισμό για ένα διάστημα».
Κουνάω το κεφάλι αναλογιζόμενη τα όσα έμαθα για τη μητέρα μου. Φαίνεται πως έχει περάσει δύσκολες στιγμές. Κρίμα που και η δική μου ζωή είναι το ίδιο άθλια.
«Μπορούμε τώρα να πάμε σπίτι;» ρωτάω έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα βυθισμένοι στη σιωπή.
«Ναι, νομίζω πως τώρα όλα θα είναι εντάξει» λέει εκείνη και σηκώνεται όρθια. Τη μιμούμαι. Είμαι έτοιμη να μάθω τι συνέβη στο σπίτι, αν και ελπίζω η κατάσταση να μην είναι όσο άσχημη φαινόταν πριν.


Χτυπάω το κουδούνι και περιμένω. Δεν ακούγονται φωνές μέσα όπως προηγουμένως. Να και κάτι θετικό, Έμιλυ λέω από μέσα μου. Και τη στιγμή που το λέω, η πόρτα ανοίγει.
Σηκώνω το βλέμμα και τότε βλέπω έναν ψιλό άντρα, με κατάμαυρα μαλλιά και βαθυγάλανα μάτια, ολόιδιος με τον πατέρα μου. Απομένω να τον κοιτάζω χάσκοντας. Δεν μπορεί να μοιάζουν τόσο πολύ και να μην είναι δίδυμα! Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου εντυπωσιασμένη απ’ αυτή την απίστευτη ομοιότητα.
«Γεια σου» λέει. Με κοιτάζει παραξενεμένος. Δεν ξέρει ποια είμαι; Νόμιζα πως είμαι φτυστή η μητέρα μου…ή τουλάχιστον αυτό λένε όσοι με ξέρουν.
«Γεια» λέω κι εγώ, «μπορώ να μπω μέσα;».
«Είσαι η Έμιλυ» λέει. Δεν είναι ερώτηση.
«Είσαι ο Γκρέισον» λέω εγώ με τη σειρά μου, ανασηκώνοντας το αριστερό μου φρύδι.
«Πέρνα μέσα». Μου σκάει ένα χαμόγελο. Ποπο, ακόμα κι αυτό είναι σαν του πατέρα μου!
Τον προσπερνάω και μπαίνω στο σπίτι. Τα μάτια μου πέφτουν στην γνωστή κονσόλα εισόδου, αλλά έπειτα τα μεταφέρω τριγύρω ψάχνοντας τους γονείς μου, που για κακή μου τύχη δεν φαίνονται πουθενά.
«Είναι πάνω» με πληροφορεί ο Γκρέισον.
Του πετάω ένα ξερό ευχαριστώ και τρέχω στον πάνω όροφο. Ανεβαίνοντας όλες τις σκάλες, στρίβω δεξιά και κατευθύνομαι στο δωμάτιο των γονιών μου. Είμαι έτοιμη να χτυπήσω την πόρτα, ώσπου ακούω τα λόγια του πατέρα μου.
«Αυτός ο Ναθάνιελ τόλμησε να πάρει τηλέφωνο και να ρωτήσει για την Έμιλυ! Και ξέρεις πως την αποκάλεσε; “Έμ”! Ειλικρινά με έχει φέρει στα όρια μου!».
Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και γέρνω περισσότερο πάνω στην πόρτα για να ακούσω την απάντηση της μητέρας μου.
«Είμαι σίγουρη ότι είναι απλά φίλοι…» λέει. Η φωνή της ακούγεται παράξενη. Λυπημένη και βραχνή. Τι συνέβη;
«Γαμώτο, Καρίνα! Συνειδητοποιείς τι λες; Φίλοι; Απαγορεύεται και να μιλάνε!» φωνάζει ο πατέρας μου. Πρώτη φορά τον ακούω έτσι. Μου προκαλεί έναν βαθύ πόνο στο στομάχι.
«Δεν πρόκειται να τους βοηθήσω από εδώ και πέρα. Τέλος, θα μιλήσω στους Θεούς Ηγέτες της Φωτιάς για να σταλούν στο Μαύρο Δάσος. Ούτος ή άλλως, κανείς δεν τους θέλει».
Και έτσι ξαφνικά, η πόρτα ανοίγει και έρχομαι αντιμέτωπη με την εξαγριωμένη έκφραση του πατέρα μου.


Δέσποινα Χρ.