Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 10)

Το πρωί ξυπνάω νωρίς, καθώς νιώθω ξεκούραστη, αλλά και επειδή έχω αγωνία να μην παρακοιμηθώ και δυσαρεστήσω τον Ρότζερ. Όταν κοιτάζω το ρολόι τσέπης που έφερα μαζί μου βλέπω πως η ώρα είναι επτά το πρωί. Δεν είμαι σίγουρη όμως αν αυτή η ώρα  θεωρείται αρκετά νωρίς για τον Ρότζερ κι έτσι πλένω το πρόσωπό μου βιαστικά, φοράω ένα πρόχειρο γκρίζο φόρεμα που το φορούσαμε συνήθως για τα μαθήματα χόκεϊ, βουρτσίζω τα μακριά μαλλιά μου και τα αφήνω να πέσουν κυματιστά στην πλάτη μου στερεώνοντας πίσω από το κεφάλι μου δύο μικρές πλεξούδες που δημιουργούν ένα μικρό στεφάνι πάνω του.
Στην κουζίνα βρίσκω τον Ρότζερ να κάθεται στο τραπέζι διαβάζοντας ένα χοντρό βιβλίο και την Σόνια να πλένει πιάτα και τους καλημερίζω.
« Καλημέρα», μου απαντά ο Ρότζερ και μετά κοιτά το ρολόι που κρέμεται στον τοίχο απέναντί του, αλλά δε λέει κάτι. Σημειώνω νοερά πως ίσως να είναι πιο ικανοποιημένος αν έχω τελειώσει και με το πρωινό μου μέχρι τις επτά, οπότε το προγραμματίζω για τις επόμενες μέρες. Τρώω σιωπηλή το πρωινό μου και μαζεύω τα σκεύη που χρησιμοποίησα στο νεροχύτη.
Ο Ρότζερ κοιτάζει για άλλη μια φορά το ρολόι που πλέον δείχνει οκτώ παρά εικοσιπέντε, μουρμουρίζει κάτι θυμωμένα και σηκώνεται από το τραπέζι λέγοντάς μου να τον ακολουθήσω. Εγώ τον ακολουθώ και σχεδόν τρέχω για να προλάβω τον γρήγορο βηματισμό του. Φτάνει έξω από μια κλειστή πόρτα του σπιτιού και αφουγκράζεται για μια στιγμή. Μετά ανοίγει την πόρτα ορμητικά και αρχίζει να φωνάζει.
« Ξυπνήστε τεμπέλικα γουρούνια, η προετοιμασία σας αρχίζει. Σας είπα πως σας θέλω έτοιμους νωρίς κι εσείς κοιμάστε σαν τις πριγκίπισσες, αψηφώντας της εντολές μου και αμελώντας τις υποχρεώσεις σας. Οι γονείς σας θα δυσαρεστούνταν μαζί σας», ουρλιάζει ο Ρότζερ χωρίς να χαμηλώσει ούτε στιγμή τη φωνή του βράζοντας από θυμό.
Τα αγόρια τινάζονται με το που ακούν τις φωνές του τρομαγμένα με τα σκεπάσματά τους να πετάγονται προς κάθε κατεύθυνση και τους ίδιους να κουτρουβαλούν, να πέφτουν σχεδόν και να πασχίζουν να σηκωθούν αμέσως όρθιοι έντρομοι. Το θέαμα είναι τελείως γελοίο κατά την άποψή μου, αν και τους λυπάμαι λιγάκι κι έτσι στέκομαι στην πόρτα γελώντας σιγανά, προσπαθώντας να μη με ακούσει ο Ρότζερ και βάλει και σε εμένα τις φωνές. Απ’ όσο έχω καταλάβει ο Ρότζερ έχει κατά βάθος χρυσή καρδιά, αρκεί να τον υπακούς και να μην τον νευριάζεις. Αν δεν κάνεις τα δύο τελευταία πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχτείς την οργή του, και δε θα σου αρέσει.
Στις οκτώ η ώρα είμαστε όλοι έτοιμοι. Ο Ρότζερ μου δίνει άλλα ρούχα για να φορέσω, ‘πιο κατάλληλα για όσα θα ακολουθήσουν’, απ’ όσο μου λέει.
«Από εδώ και πέρα θα ντύνεσαι έτσι ώστε να μπορείς να κινείσαι και να μάχεσαι όταν χρειάζεται, πιο άνετα και γρήγορα», μου λέει. «Ελπίζω να μη δυσκολευτείς πολύ να συνηθίσεις κα να μην ντρέπεσαι να φοράς παντελόνια», συνεχίζει, αγνοώντας προφανώς για την ύπαρξη του δεύτερου εαυτού μου, του Πίτερ και τις παρασπονδίες μου εκτός Ακαδημίας. Απ’ ότι φαίνεται η Σούζαν και ο Μπράντον δε θεώρησαν πως διέτρεχα κίνδυνο και πως χρειαζόταν να το πουν στους ανωτέρους τους. Πράγμα που τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται αρκετά απερίσκεπτο και ανεύθυνο, αλλά υποθέτω πως έκαναν τα στραβά μάτια επειδή ήταν κάτι που ήθελα πολύ.
«Αστειεύεσαι; Αυτό θα είναι υπέροχο», είπα αρπάζοντας από τα χέρια του τα ρούχα και κάνοντάς τον να με κοιτάξει με περιέργεια και καχυποψία, χωρίς όμως να πει κάτι άλλο. Έτσι με ενθουσιασμό καταλήγω να φορώ ένα φαρδύ παντελόνι μέσα στο οποίο τα λεπτά μου πόδια σχεδόν χάνονται, μια πουκαμίσα και ένα μακρύ σακάκι που φτάνει μέχρι τους γοφούς μου, τα οποία μάζεψε και προσάρμοσε στα μέτρα μου η Σόνια. Το καινούριο μου ντύσιμο με κάνει να νιώθω σαν πειρατίνα και αυτό αν και γενικά για την κοινωνία δε θεωρείται καλό, καθώς οι πειρατές θεωρούνται αποβράσματα της κοινωνίας και καταλήγουν συνήθως στο εκτελεστικό απόσπασμα, για μένα είναι συναρπαστικό, καθώς κρυφά από όλους πάντοτε θαύμαζα τις πειρατίνες για το θάρρος, τη δυναμικότητα και την ελευθεριότητά τους.
  Αρχίζουμε με τις δεξιότητές μας στην ιππασία, αλλά τόσο εγώ, όσο και τα αγόρια είμαστε έμπειροι ιππείς, οπότε αυτό το στάδιο της εκπαίδευσής μας αφήνεται γρήγορα στην άκρη. Στη συνέχεια δουλεύουμε στη μάχη σώμα με σώμα, στη χρήση των μαχαιριών και του τόξου και τέλος στην ξιφομαχία. Στη μάχη σώμα με σώμα τα αγόρια τα καταφέρνουν καλύτερα από εμένα, όπως είναι λογικό, αλλά όταν ο Ρότζερ με συμβουλεύει να προσπαθώ να καλύψω τις ελλείψεις  μου σε δύναμη με το μυαλό και την ταχύτητά μου και να χρησιμοποιώ περισσότερο τα γόνατα και τους αγκώνες μου, τα καταφέρνω καλύτερα. Επίσης αποδεικνύομαι αρκετά καλή για πρώτη φορά με το τόξο. Στην ξιφομαχία δεν έχω ιδιαίτερες δυσκολίες, γιατί έχω εξασκηθεί πολύ με τον Μπράντον και τον Γουίλ, αλλά και τα αγόρια είναι πολύ καλά προπονημένα και έτσι οι μάχες μας είναι σχεδόν ισοδύναμες. Νικώ τον Γκαστόν με δυσκολία, αλλά χάνω σχετικά γρήγορα από τον Χένρι.

Κατά το μεσημέρι όσο τα αγόρια εξασκούνται μεταξύ τους στην ξιφομαχία εγώ πηγαίνω και κάθομαι πλάι στον Ρότζερ που τους παρατηρεί λίγα μέτρα πιο πέρα καθισμένος σε μια πέτρα. Για λίγη ώρα τους παρατηρούμε μαζί σιωπηλοί, καθώς εγώ προσπαθώ να ηρεμίσω την λαχανιασμένη ανάσα μου και  σκουπίζω με το χέρι μου τον ιδρώτα που κυλά στον κρόταφό μου.
« Ο Μπράντον σε εκπαίδευσε καλά…», μου λέει κάποια στιγμή ο Ρότζερ, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από τα αγόρια.
« Ο Μπράντον γνώριζε;», τον ρωτώ απορημένη, καθώς μέχρι τώρα νόμιζα πως ο Μπράντον απλά με εκπαίδευε επειδή του το είχα ζητήσει και με συμπαθούσε.
« Ναι, ο Μπράντον είναι Ιππότης, το ίδιο και η αδελφή σου, ε… εννοώ η Σούζαν. Ήταν εκεί για να σε προσέχουν», αποκρίνεται ο Ρότζερ.
Κι άλλα μυστικά και άλλες καινούριες πληροφορίες, άλλο ένα άτομο που δεν είναι αυτό που νόμιζα, ο Μπράντον. Έχει αρχίζει να με κουράζει όλο αυτό, που κανείς δεν είναι αυτός που ξέρω και που όλα στη ζωή μου ήταν οργανωμένα από άλλους. Απ’ ότι φαίνεται όμως θα ακολουθήσουν κι άλλα πράγματα και πληροφορίες που θα με εκπλήξουν στην πορεία, οπότε πρέπει να το αποδεχτώ όλο αυτό όσο πιο σύντομα μπορώ, ελπίζοντας πως σύντομα, θα γνωρίζω όλα όσα χρειάζεται.
Για λίγη ώρα εγώ και ο Ρότζερ δε μιλάμε.
« Ρότζερ να σε ρωτήσω κάτι;», του λέω μετά από λίγο.
«Φυσικά γλυκιά μου», μου απαντά.
« Γιατί εγώ και ο Χένρι δε θυμόμαστε τίποτα από το κοινό μας παρελθόν και τα παιδικά μας χρόνια;», τον ρωτώ.
Ο Ρότζερ αναστενάζει και μετά μου απαντά.
«Γιατί σβήσαμε τη μνήμη σας. Υπάρχει ένα είδος λωτού που προέρχεται από τον Προύτον, Από τη σκόνη αυτού του φρούτου φτιάχνεται ένα πόσιμο παρασκεύασμα που σε κάνει να ξεχάσεις τα πάντα. Εκείνη τη μέρα που σας το δώσαμε έγιναν πολλά άσχημα πράγματα και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να σας πάρουμε από το σπίτι σας και να σας κρατήσουμε ασφαλείς μέχρι να ανοίξει η Πύλη. Εκείνη τη μέρα παραλίγο να πέσετε στα χέρια της Αδελφότητας της Φλόγας και εκείνη τη μέρα χάσαμε και τους γονείς σας».
«Αυτό είναι τρομερό», είναι το μόνο που καταφέρνω να πω από όλες τις σκέψεις που περνούν από το μυαλό μου, ενώ τα μάτια μου αρχίζουν να τσούζουν από τα δάκρυα που δεν αφήνω όμως να κυλήσουν.
« Το ξέρω γλυκιά μου, το ξέρω. Υπόσχομαι να σας πω όλη την ιστορία για το τι συνέβη τότε σε λίγες μέρες που θα σας πάω να δείτε το σπίτι σας, αν φυσικά το θέλετε. Νομίζω πως ίσως να έχει σωθεί στο εργαστήρι του πατέρα σας το αντίδοτο για τη μνήμη σας, αν δεν καταστράφηκε ολοσχερώς εκείνη τη μέρα», λέει ο Ρότζερ.
« Αλήθεια; Αυτό θα ήταν υπέροχο Ρότζερ. Θα ήθελα πολύ να θυμηθώ», λέω ξεχνώντας προς στιγμήν τη θλίψη μου καθώς μόνο στη σκέψη ότι θα μπορέσω να θυμηθώ τους γονείς μου, η καρδιά μου φτερουγίζει  χαρούμενα στο στήθος μου.
« Πως τους έλεγαν Ρότζερ, τους γονείς μας;», ρωτώ πάλι τον Ρότζερ.
« Ρίτσαρντ -Αλμπερτ Ντε Λέισι και  Έμμα- Ίζαμπελ Χαρτφορντ», μου απαντά κι εγώ τα επαναλαμβάνω αργά και στοργικά, σα να προσπαθώ να τα νιώσω και να ξυπνήσω τις νεκρωμένες μνήμες που τα τυλίγουν.
« Μπορώ να τα πω όλα αυτά στον Χένρι, Ρότζερ;», τον ικετεύω, καθώς νιώθω την ανάγκη να μοιραστώ τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου με τον αδελφό μου, που θα καταλάβει τη δυσάρεστη θέση μου.
« Φυσικά», μου λέει και σηκώνεται. « Εντάξει αγόρια διάλειμμα για μεσημεριανό», του φωνάζει πλησιάζοντάς τους και δείχνοντας τους κάποιες διορθώσεις και παρατηρήσεις για την τεχνική τους.

***

Οι ημέρες περνούν με εμένα και τα αγόρια να μοιράζουμε το χρόνο μας στην εξάσκηση για τις δεξιότητες μάχης και αυτοάμυνας, που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μας και με πολύωρες συζητήσεις και ιστορίες στον αχυρώνα κατά τις λιγοστές ελεύθερες ώρες μας. Ο αχυρώνας έχει γίνει το αγαπημένο μου μέρος, όπως ήταν και το δικό τους, γιατί είναι ήσυχος, ζεστός, γεμάτος μαλακό άχυρο και την ήρεμη παρουσία των αλόγων. Άλλες φορές περνούμε τον ελεύθερο χρόνο μας κάνοντας βόλτα στο δάσος σε μια μικρή ακτίνα έκτασης γύρω από το ξέφωτο ή κολυμπούμε σε μια λιμνούλα που σχηματιζόταν κάτω από τον καταρράκτη ενός μικρού δροσερού ποταμού που διέσχιζε το δάσος, παρ’ όλο που ο Νοέμβρης φτάνει προς το τέλος του και το νερό της είναι παγωμένο. Και όλα αυτά επαναλαμβάνονται κάθε μέρα κι εμείς περιμένουμε. Περιμένουμε να έρθει η ώρα να επισκεφτούμε το σπίτι μας, να ανοίξει η Πύλη και να αναλάβουμε την αποστολή μας.
Πέρα από τη σωματική μας άσκηση διαβάζουμε για τις Πύλες, την ιστορία τους, τους Φύλακες, τους Ιππότες την Αδελφότητα της Φλόγας και τη ζωή στον Προύτον, από τα βιβλία που μας δίνει ο Ρότζερ από τη βιβλιοθήκη στο κρυφό του δωμάτιο.
Μαθαίνουμε πως οι Πύλες πράγματι έφεραν το χάος και τη δυστυχία στους κόσμους μας, με το φόβο τη δυσπιστία και την απληστία να προκαλούν τρομερές μάχες κατά τις λεγόμενες Σκοτεινές Μέρες. Κατά κάποιον τρόπο νιώθω χαρούμενη που έχω την ευκαιρία να σβήσω μια για πάντα αυτήν την αιματηρή ένωση και εύχομαι ειλικρινά να τα καταφέρω γιατί είμαι σίγουρη πως όλα αυτά δε θα σταματήσουν αν η ένωση εξακολουθήσει να υπάρχει. Αυτό που μου κάνει  όμως τρομερή εντύπωση όταν το διαβάζω είναι πως οι Φύλακες έχουν κάποιες μαγικές θα έλεγε κανείς δυνάμεις. Όλοι τους όταν γεννιούνται έχουν ένα σημάδι που ουσιαστικά δείχνει ποια θα είναι η δύναμή τους. Οι ιστορίες που διαβάζω στα βιβλία λένε πως τα χαρίσματα αυτά δόθηκαν στους Φύλακες ως δώρα για να τους διευκολύνουν στο έργο τους και ως ανταλλάγματα που προστατεύουν τους κόσμους. Τους δόθηκε ο έλεγχος κάποιων επιμέρους στοιχείων της φύσης, για όσο καιρό υπάρχει μια Πύλη και ωσότου τη σφραγίσουν οριστικά. Μετά η δύναμή τους αυτή σβήνει, μέχρι και εάν κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής τους να γεννηθεί άλλη Πύλη και οι δυνάμεις αυτές να εκδηλωθούν ξανά. Αλλά οι Φύλακες δε μπορούν να δημιουργήσουν από το μηδέν τα στοιχεία που ελέγχουν, παρά μόνο να τα τιθασεύσουν και να τα γητεύσουν, χωρίς να επιφέρουν μόνιμες αλλαγές πάνω τους.
Το δικό μου σημάδι είναι μικροσκοπικό και βρίσκεται πάνω στον αριστερό μου πήχη. Αχνοφαίνεται καθώς είναι ελαφρώς πιο ανοιχτόχρωμο από το χρώμα της επιδερμίδας μου. Πάντοτε νόμιζα πως ήταν ένα απλό κάψιμο, όπως μου είχε πει η Σούζαν, όταν κάποτε την είχα ρωτήσει. Και πράγματι έμοιαζε με τέτοιο, αλλά  πάντοτε που φαινόταν περίεργο και κάπως ειρωνικό που το υποτιθέμενο κάψιμό μου είχε το σχήμα μιας σταγόνας, μυτερό από τη μια πλευρά και στρογγυλό από την άλλη. Το στοιχείο που εγώ μπορούσα να ελέγξω ήταν το νερό, ενώ ο Χένρι μπορούσε να ελέγξει τα στοιχεία του εδάφους.  Από τη μέρα που μάθαμε για τις δυνάμεις μας, ενθουσιαστήκαμε και φοβηθήκαμε συγχρόνως. Αρχίσαμε να προσπαθούμε να τις ελέγξουμε και να τις εξασκήσουμε, με προτροπή του Ρότζερ. Είχαν εκδηλωθεί όταν η Πύλη άνοιξε πριν λίγες ημέρες, αλλά εμείς φυσικά δεν το καταλάβαμε. Δε μπορούσαμε αρχικά να επιφέρουμε σημαντικές αλλαγές, αλλά σταδιακά ελέγχαμε όλο και πιο εύκολα την ενέργεια που θαρρείς κα κυλούσε από μέσα μας. Αρχίσαμε να πειράζουμε ο ένας τον άλλο, εγώ μετακινώντας το νερό από τους κουβάδες για τα άλογα πάνω από τα κεφάλια των αγοριών καταβρέχοντάς τα και ο Χένρι ταρακουνώντας μας με ατομικούς σεισμούς, με τον Ρότζερ να μας κυνηγάει φωνάζοντάς μας και τον Γκαστόν να παραπονιέται ενοχλημένος από τα πειράγματά μας και να γκρινιάζει που δε μπορούσε να κάνει και αυτός κάτι «τόσο φοβερό».

***

«Σε τρεις ημέρες η Πύλη θα ανοίξει και πάλι», μας είπε στο πρωινό μια μέρα ο Ρότζερ. « Έχουν περάσει ήδη δώδεκα μέρες από το πρώτο άνοιγμά της. Οπότε σήμερα θα σας πάω να δείτε το σπίτι σας και να ψάξω για το αντίδοτο για τη μνήμη σας. Η Πύλη άνοιξε μερικά μέτρα μακριά από το σπίτι σας, οπότε μετά από τρεις ημέρες θα επιστρέψουμε εκεί για να τη διασχίσουμε. Αλλά καλύτερα να έχετε δει ήδη το σπίτι σας πριν συμβεί αυτό για να μην έχουμε περισπασμούς τη μέρα της αναχώρησης. Ούτως η άλλως την τελευταία μας μέρα εδώ θα περιμένουμε και άλλους Ιππότες, που θα έρθουν για να μας συνοδεύσουν στον Προύτον», συνέχισε γνέψαμε πως καταλαβαίναμε.

***

Το σπίτι που αντικρίζουμε όταν βγαίνουμε από την άμαξα είναι ο ορισμός αυτού που θα χαρακτήριζε κανείς αρχοντικό. Είναι φτιαγμένο από λευκή πέτρα σκούρη κεραμοσκεπή και αποτελείται από μεγάλα παράθυρα, δύο πατώματα και έναν στενό στρογγυλό πύργο. Η εγκατάλειψη του και κυρίως του κήπου του στον οποίο δεσπόζουν οι αγριάδες και το ψηλό χορτάρι το κάνουν να δείχνει θλιβερό σαν ένα λουλούδι που μαράζωσε έξω από το νερό του βάζου.
Το κοιτάζουμε και οι δύο αμίλητοι σα να φοβόμαστε να προχωρήσουμε παραπέρα τώρα που πράγματι είμαστε εδώ, γιατί δεν ξέρουμε τι θα αντικρίσουμε στο εσωτερικό του και τι αναμνήσεις ενδεχομένως μας ξυπνήσει. Περισσότερο νιώθω την ανάμνηση μιας οικειότητας και οικογενειακής θαλπωρής που αναδεύεται μέσα μου παρά νιώθω πράγματι το συναίσθημα ή θυμάμαι οτιδήποτε έχει να κάνει με το σπίτι. Ο Ρότζερ κοιτάζει ανήσυχος γύρω του, για να σιγουρευτεί πως είμαστε μόνοι και μας κάνει νόημα να τον ακολουθήσουμε.
Το εσωτερικό του σπιτιού δείχνει πιο θλιβερό από το εξωτερικό του. Το σκοτάδι και η μυρωδιά της υγρασίας και της κλεισούρας μας αγκαλιάζουν στο κάθε μας βήμα. Ο Ρότζερ ανοίγει τις κουρτίνες σε μερικά παράθυρα και το φώς μπαίνει αχνό και διστακτικό θαρρείς και αυτό, σα να φοβάται να παραβιάσει την ησυχία και την ιερότητα του χώρου. Μου κάνει εντύπωση που κανένας δεν φρόντισε να καλύψει τα έπιπλα με λευκά υφάσματα και πως τα άφησαν έρμαια της σκόνης και του χρόνου. Αλλά κάποια από τα έπιπλα είναι αναποδογυρισμένα και πεσμένα στο έδαφος. Πριν προλάβω να ρωτήσω γιατί είναι έτσι ο χώρος ο Ρότζερ μου απαντά σα να διάβασε τη σκέψη μου.
«Εκείνο το βράδυ αναγκαστήκαμε να φύγουμε βιαστικά, καθώς μέλη της αδελφότητας της Φλόγας εισέβαλαν στο σπίτι. Με τον χαμό που ακολούθησε και με την ανάγκη να προστατεύσουμε εσάς κανείς δεν έμεινε να τους αντιμετωπίσει και κανείς δεν ήταν ανόητος για να επιστρέψει σύντομα εδώ. Πολύ αργότερα ο επιστάτης σφράγισε απλά την πόρτα του σπιτιού αφήνοντάς το έτσι και από τότε κανείς μας δεν ξαναμπήκε εδώ μέσα».
« Θα σας αφήσω να δείτε λίγο το μέρος και εγώ θα πάω να ψάξω σε ότι έμεινε από το εργαστήριο του πατέρα σας στον πύργο, μήπως βρω το αντίδοτο για τη μνήμη σας. Ελάτε να με βρείτε στον Πύργο σε μισή ώρα, μην απομακρυνθείτε και προσέχετε. Αν εμφανισθεί ο οποιοσδήποτε μη διστάσετε να χρησιμοποιήσετε τα ξίφη που σας έδωσα», μας συμβουλεύει και κινούμαστε και οι τρεις σε διαφορετικές κατευθύνσεις στο χώρο, ενώ νιώθω έναν κόμπο να φράζει το λαιμό μου στην ιδέα και μόνο πως κάποτε ίσως να χρειαζόταν να βλάψω στα αλήθεια κάποιον πέρα από το να εξασκούμαι με το ξίφος και τα άλλα όπλα.
Άρχισα να περιφέρομαι στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Όλα έμοιαζαν με φαντάσματα θλιβερά και στενάχωρα, καθώς η ζωή είχε αποστραγγίσει βίαια από μέσα τους. Σε όλα τα έπιπλα ήταν πεταμένα σα να είχε γίνει μέσα τους επιδρομή. Η αγωνία και ο φόβος μου για αυτά που επρόκειτο να μάθω και ενδεχομένως να θυμηθώ με τρόμαζε. Σε ένα δωμάτιο είδα το πορτρέτο ενός ζευγαριού, με φωτεινά καλοσυνάτα μάτια. Οι γονείς μου. Ήμουν σίγουρη πως ήταν εκείνοι και ας μην τους θυμόμουν καλά. Η καρδιά μου βούλιαξε από απόγνωση. Στιγμιαία μια εικόνα των ζωντανών καλοσυνάτων προσώπων τους άναψε στο μυαλό μου, σα λάμπα που έριχνε φως σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί από πόνο και νοσταλγία. Μετά έσβησε αφήνοντας με μόνη στα σκοτάδια του μυαλού μου. Τρέκλισα έξω από το δωμάτιο ζαλισμένη και με την όρασή μου να θολώνει από δάκρυα. Μπήκα σε ένα άλλο δωμάτιο στα τυφλά και άνοιξα τις κουρτίνες που κρατούσαν έξω το φως του ήλιου. Αμέσως ευχήθηκα να μην το είχα κάνει το δωμάτιο ήταν αόριστα οικείο. Ένιωσα μια γνώριμη ζεστασιά να με τυλίγει σα να ήμουν σίγουρη πως κάποτε εκεί μέσα ένιωθα πως τίποτε κακό δε θα μου συνέβαινε. Το δωμάτιο ήταν παιδικό και κοριτσίστικο. Το δωμάτιό μου. Παραπάτησα και στηρίχτηκα στην τουαλέτα που ακουμπούσε πάνω στον ένα τοίχο. Άνοιξα το συρτάρι της και βρήκα μέσα μια βούρτσα για τα μαλλιά. Ήταν μεγάλη και περίτεχνα φτιαγμένη. Κοίταξα το πίσω μέρος της και είδα τα αρχικά που ήταν χαραγμένα πάνω της. Λ. Κ. Ν. Λ. Λάιρα Καρολίνα Ντε Λέισι, ψιθύρισα και τότε μια ακόμη εικόνα με χτύπησε ανελέητα. Είδα το είδωλο του παιδικού μου εαυτού στον καθρέφτη αυτής της τουαλέτας και μια γυναίκα, η μητέρα μου βούρτσιζε απαλά τα μαλλιά μου. Το παιδικό πρόσωπό μου την κοίταζε με λατρεία και εμπιστοσύνη.
Η ζάλη μου έγινε πιο έντονη και η απελπισία και η ναυτία με έκαναν να δυσκολευτώ να  ανασάνω. Δεν άντεχα να μείνω άλλο σε αυτό το σπίτι. Σ’ αυτό το φάντασμα της παλιάς μου ζωής. Βγήκα από το δωμάτιο παραπατώντας και κατέβηκα τρέχοντας τη σκάλα που είχα ανέβη. Βγήκα στον έρημο κήπο και ανάσανα δυνατά, με λυγμούς να με συνταράσσουν. Δεν ξέρω τι μάχες επρόκειτο να δώσω, αλλά ένιωθα πως όλα αυτά με είχαν υποβάλλει σε μια ψυχοσυναισθηματική μάχη την οποία δεν μπορούσα να διαχειριστώ. Ένιωθα έτοιμη να τρελαθώ. Αποφάσισα πως μια βόλτα, παρά τις εντολές του Ρότζερ θα με έκανε να ηρεμίσω λίγο. Έκανα το γύρω του σπιτιού προσπαθώντας να ηρεμίσω τους παλμούς της καρδιάς μου και την αναπνοή μου. Στα πλάγια της μεγάλης επίπεδης  έκτασης που περιέβαλε το σπίτι είδα έναν στάβλο και κινήθηκα προς τα εκεί.

***

Ο ξύλινος στάβλος δεν έμοιαζε το ίδιο παρατημένος με το σπίτι. Το ξύλο του έδειχνε φρεσκοβαμμένο και μέσα ήταν καθαρός και τακτοποιημένος. Είχε άχυρο και… ένα απαλό χλιμίντρισμα ακούστηκε από την απέναντι άκρη. Εκεί όπου υπήρχαν ξύλινα χωρίσματα για τα άλογα, τρία πραγματικά, ολοζώντανα άλογα στέκονταν ανήσυχα. Τα πλησίασα με στοργή και ενδιαφέρον, αποβάλλοντας κάθε τι άλλο από το μυαλό μου. Πέρασα μπροστά από τα δωματιάκια που τα περιόριζαν, όταν το ένα προχώρησε προς το μέρος μου και έβγαλε το κεφάλι του πάνω από το πορτάκι που το κρατούσε μέσα στο δικό του χώρο και χλιμίντρισε απαλά.
Ήταν τόσο όμορφο, είχε μια λερωμένη θαρρείς άσπρη απόχρωση στο δέρμα του που έτεινε προς το γκρίζο. Μια απόχρωση πιο ζεστή από ότι αν ήταν κατάλευκο που θα κούραζε το βλέμμα. Πάνω σε ολόκληρο το σώμα του ξεχώριζαν πιο σκούρα γκρίζα στρογγυλά στίγματα και συμπληρώνονταν από μια σκουρόγκριζη χαίτη. Το βλέμμα του ήταν τόσο έξυπνο και ζωηρό, ενώ θα έπαιρνα όρκο πως έδειχνε και χαρούμενο ακόμα. Δεν άντεξα να μην το πλησιάσω και βρέθηκα να χαϊδεύω απαλά το λαιμό και τη μουσούδα του, με εκείνο να ανταποκρίνεται άφοβα στο άγγιγμά μου με ικανοποίηση.
 «Περίεργο, συνήθως δεν είναι τόσο φιλική με τους ξένους», ακούω μια αντρική φωνή μερικά μέτρα δεξιά μου και τινάζομαι τρομαγμένη.
« Συγγνώμη δεν ήθελα να σε τρομ…», αρχίζει να λέει ο ιδιοκτήτης της φωνής, όταν στρέφομαι προς το μέρος του, αλλά κόβει στη μέση τη φράση του όταν με κοιτάζει. Για μια στιγμή το βλέμμα του δείχνει μπερδεμένο, αλλά μετά φωτίζεται από την αναγνώριση. «Λάιρα;», ρωτάει.
Το μόνο που σκέφτομαι εγώ είναι πως η όλη κατάσταση μου θυμίζει τη συνάντηση μου με τον Χένρι και πως η πιθανότητα να βρεθώ με έναν ακόμη χαμένο αδελφό, αρχίζει να με εκνευρίζει. Και όχι μόνο γιατί έχω βαρεθεί και τρομάξει με όλες αυτές τις αποκαλύψεις και την έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων για όσα έχω ζήσει, αλλά επίσης γιατί είναι ο πιο όμορφος νεαρός άντρας που έχω δει και ο ιδέα του να ‘ναι και αυτός αδελφός ή συγγενής μου φαντάζει ανυπόφορη και άδικη.
 Είναι πολύ ψηλός με γεροδεμένο μυώδες σώμα και σταρένιο δέρμα, αποτέλεσμα μάλλον της πολύωρης έκθεσης στο ήλιο, απ’ όσο συμπεραίνω. Τα μάτια του έχουν μια σαγηνευτική πρασινογάλαζη απόχρωση και σπινθηροβολούν ζωηρά κάνοντάς με να ζαλίζομαι κοιτάζοντάς τον. Έχει λεπτή ίσια μύτη, ελαφρώς σκασμένα γεμάτα χείλη και πλούσια ξανθά μαλλιά στην απόχρωση του σιταριού που χαϊδεύουν τους ώμους του αγγίζοντάς τους ίσα ίσα. Σκουρόξανθο χνούδι δύο, τριών ημερών καλύπτει το άνω χείλος του και τη γραμμή των οστών της κάτω γνάθου του.
Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια αναγκάζω τον εαυτό μου να στραφεί και πάλι προς το άλογο, αντί να υποκύψω στην παρόρμηση να μείνω ακίνητη κοιτάζοντάς τον με ανοιχτό στόμα και με το ρίσκο να προσέξει τα μάγουλά μου που αρχίζουν να φλέγονται από την αμηχανία μου.
«Ναι, εγώ είμαι», του απαντώ προσπαθώντας να ακουστώ αδιάφορη, ενώ μέσα μου καίγομαι να μάθω πως στο καλό με γνωρίζει και αυτός.
«Το ήξερα! Γι’ αυτό η Αντίνα σε άφησε να τη χαϊδέψεις. Σε αναγνώρισε», αναφώνησε πλησιάζοντας με με δύο δρασκελιές και πριν προλάβω να αγγίξω τη ράχη του ξίφους μου και να του πω να μείνει μακριά μου εκείνος με φυλάκισε στα δυνατά του χέρια και με σήκωσε στον αέρα.
«Το ήξερα πως θα γυρίσεις», είπε γελώντας χαρούμενος, καθώς με στριφογύρισε.
Εγώ έβγαλα μια κραυγή κυρίως από την έκπληξη μου και φώναξα στον πανέμορφο τρελό να με αφήσει αμέσως κάτω.
Απ’ ότι φαίνεται οι φωνές μου τον επανέφεραν στην πραγματικότητα και με ακούμπησε πάλι στο έδαφος ζητώντας μου συγγνώμη και κάνοντας ένα βήμα μακριά μου.
« Δε με θυμάσαι έτσι;», με ρώτησε με τη θλίψη να τρυπώνει στα τέλεια χαρακτηριστικά του κάνοντάς με να νιώσω άσχημα που δεν τον θυμόμουν.
«Μην το παίρνεις προσωπικά. Δεν θυμάμαι τίποτε για τη ζωή μου πριν τα οκτώ μου. Έχω πάθει κάτι σαν αμνησία», προσπαθώ να δικαιολογηθώ.
« Σωστά σας έδωσαν το παρασκεύασμα από το λωτό, το ξέχασα», μου είπε, σαν να είναι φυσικό να γνωρίζει και αυτός την ιστορία. Μια υποψία περνά από το μυαλό μου και τον ρωτώ.
« Είσαι Ιππότης;»
«Ναι», μου απαντά εύθυμα δείχνοντάς μου στον καρπό του το γνώριμο σημάδι.
Ανασαίνω ανακουφισμένη.
«Και πως γνωριζόμαστε… ε …»
« Σαντιάγκο. Το όνομά μου είναι Σαντιάγκο Τοσέλι. Ήμασταν πολύ καλοί φίλοι πριν φύγεις από εδώ», μου απαντά χαρίζοντάς μου ένα εγκάρδιο χαμόγελο που αποκαλύπτει την κατάλευκη, ίσια οδοντοστοιχία του.
Νιώθοντας για άλλη μια φορά αμήχανα μπροστά στην αψεγάδιαστη εμφάνισή του και αισθανόμενη άβολα που δε θυμάμαι τίποτε, ψάχνω ένα λόγο για να ξεγλιστρήσω από κοντά του και τον βρίσκω.
«Εντάξει Σαντιάγκο, χάρηκα που σε είδα, αλλά πρέπει να φύγω τώρα. Με περιμένουν. Θα με κατσαδιάσουν που έφυγα έτσι χωρίς να πω τίποτε σε κανέναν», ψελλίζω και κάνοντας μεταβολή βγαίνω βιαστικά από το στάβλο.
Ακούω βήματα πίσω μου και βλέπω τον Σαντιάγκο να περπατά δίπλα μου.
« Θα σε συνοδεύσω», μου λέει κι εγώ όσο και αν δε θέλω να με ακολουθήσει δε βρίσκω λόγο να του το αρνηθώ.
Όταν φτάνω έξω από την πόρτα του σπιτιού βλέπω τον Ρότζερ να στέκεται στο κατώφλι και να με κοιτάζει αγριεμένος.
« Που ήσουν; Δε σου είπα να μην απομακρυνθείς;», με ρωτά απότομα.
« Συγγνώμη», του απαντώ και σκύβω το κεφάλι με μεταμέλεια. « Απλώς όλα αυτά μου έπεσαν πολλά».
Ο Χένρι έρχεται να σταθεί δίπλα του.
«Γεια σου Ρότζερ», χαιρετά ο Σαντιάγκο τον Ρότζερ. Εκείνος στρέφει το πρόσωπό του προς το μέρος του, σα να προσέχει τώρα την παρουσία του δίπλα μου.
«Γεια σου Σαντιάγκο. Τι κάνει ο πατέρας σου;», τον ρωτά ο Ρότζερ μαλακώνοντας και ξεχνώντας προς στιγμήν το θυμό του.
« Φοβάμαι πως είναι χειρότερα. Δε θα αντέξει για πολύ ακόμα», λέει ο Σαντιάγκο με μια αδιόρατη θλίψη να χρωματίζει τη φωνή του.
«Λυπάμαι που το ακούω», του λέει ο Ρότζερ και μετά από μια αμήχανη σιωπή στρέφεται προς το μέρος μου. « Λάιρα βρήκα το αντίδοτο που έψαχνα. Αν είσαι έτοιμη μπορώ να σας πω για εκείνο το βράδυ και να σας δώσω το αντίδοτο πριν γυρίσουμε πίσω. Αν φυσικά το θέλετε ακόμα». 
Το σκέφτομαι για μια στιγμή. Νιώθω την ανησυχία και την θλίψη που ένιωσα πριν να παλεύουν με την περιέργειά μου και την επιθυμία μου να ξέρω τι συνέβη στο παρελθόν για να αντιμετωπίσω πιο εύκολα το παρόν και το μέλλον. Θέλω να μάθω. Τέρμα πια τα σκοτάδια και οι σκιές. Πρέπει να τα αφήσω πίσω μου μια και καλή, όσο και αν φοβάμαι, οπότε του γνέφω καταφατικά και τον ακολουθώ για άλλη μια φορά στο εσωτερικό του σπιτιού.

 Όλγα Σ.