Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 18)

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, νιώθω κάτι να ξυπνάει μέσα μου. Οι εικόνες των οραμάτων όπου με προειδοποιούσαν για την καταστροφή, επανέρχονται στο μυαλό μου σαν χιονοθύελλα που με παρασύρει. Τον σπρώχνω μακριά, κοιτώντας τον με μάτια γουρλωμένα. Το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει βαριά.
«Όχι», η φωνή μου βγαίνει σαν ψίθυρος.
Ο Ναθάνιελ σμίγει τα φρύδια του και κάνει να με ακουμπήσει, αλλά εγώ κάνω ένα βήμα πίσω για να τον αποφύγω. Τα μάτια μου γεμίζουν ξανά με δάκρυα, τα οποία ευτυχώς αποδιώχνω εύκολα.
«Εμ; Τι συμβαίνει;» ρωτάει και η έκφραση του προσώπου του από απορημένη μετατρέπεται σε πληγωμένη.
«Καλύτερα να φύγεις» λέω, «μπορεί να έρθει ο Γκρέισον».
«Ποιος είναι αυτός;» ρωτάει κοιτώντας με απευθείας μέσα στα μάτια.
«Ο Θείος μου, Ναθάνιελ. Γι’ αυτό καλύτερα να πηγαίνεις, δεν πρέπει να σε δει εδώ».
Κουνάει το κεφάλι, «Δεν με νοιάζει…μια χαρά είμασταν, τι έπαθες ξαφνικά και θες να φύγω;».
«Σου εξήγησα…ο θείος μου θα επιστρέψει από στιγμή σε στιγμή και δεν πρέπει να σε δει εδώ».
Το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος και μισώ τον εαυτό μου που δεν είμαι ξεκάθαρη απέναντι του, παρά του αραδιάζω ένα σωρό ψέματα και ανοησίες για να δικαιολογηθώ.
Αναστενάζει δυνατά. «Αν δεν ήξερα ότι μ’ αγαπάς, θα έλεγα ότι ξαφνιάστηκες με την εξομολόγησή μου».
Δαγκώνω το κάτω χείλος μου, ανήμπορη να βρω κάτι να απαντήσω. Για κακή μου τύχη, δεν περιμένει καν. Μηδενίζει την απόσταση μεταξύ μας και παίρνει το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια του.
«Σ’ αγαπάω σαν τρελός» λέει. Αχ, γιατί το κάνει αυτό τώρα;
«Εε…» δεν ξέρω καν τι θέλω να πω. Έχω σαστίσει, πρώτη φορά μου μιλάει έτσι ελεύθερα για τα συναισθήματά του.
«Πες μου πως μ’ αγαπάς κι εσύ» λέει και η καρδιά μου φτερουγίζει. Μπας και βλέπω όνειρο; Όχι.
«Καλύτερα να φύγεις, Ναθάνιελ» λέω και βγάζω τα χέρια του απ’ τα μάγουλά μου απαλά.
Όσο κι αν θέλω να συνεχιστεί αυτό, όσο κι αν η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή σε κάθε άγγιγμα του, ξέρω πως πρέπει να κάνω κάτι για να εμποδίσω την εξέλιξη αυτής της σχέσης. Πρέπει.
Σκύβει το κεφάλι και αναστενάζει. Όταν ξανά σηκώνει το βλέμμα του, τα μάτια του είναι σκοτεινά και ξέρω πως για κάποιο λόγο έχει θυμώσει.
«Πες μου τι συμβαίνει» λέει απαιτητικά, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος.
«Τίποτα…» λέω και αμέσως κατσαδιάζω τον εαυτό μου.
«Ο Λουκ φταίει έτσι;» ρωτάει ξαφνικά κι εγώ απομένω να τον κοιτάζω κατάπληκτη.
Ειλικρινά δεν πιστεύω στα αφτιά μου. Ζηλεύει τον Λουκ; Πιστεύει ότι έχει γίνει κάτι μεταξύ μας; Κάτι που θα μπορούσε να σβήσει τα βαθιά συναισθήματα που τρέφω για εκείνον;
«Δεν ξέρεις τι λες» λέω.
«Έχεις δίκιο, δεν ξέρω τι λέω…απλώς θέλω να μάθω, Έμιλυ…να μάθω γιατί με διώχνεις, ενώ πριν λίγο όλα ήταν μια χαρά».
Χαμογελάει. Είναι ένα θλιμμένα χαμόγελο, που μου τρυπάει την καρδιά. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξέρω πως πρέπει να του μιλήσω ανοιχτά και να του υπενθυμίσω, ότι μια σχέση μεταξύ μας μπορεί να προκαλέσει τον πόλεμο των δύο στοιχείων.
«Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, Ναθάνιελ» λέω άψυχα.
Περιμένω να απαντήσει, ωστόσο δεν το κάνει. Βουλιάζει στον καναπέ και σφραγίζει τα μάτια του με τα χέρια του. Τον ακούω να μουρμουρίζει κάτι, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω λέξεις. Όταν απομακρύνει επιτέλους τα χέρια του, το πρόσωπό του είναι απίστευτα θλιμμένο.
«Το ξέρω» λέει το ίδιο άψυχα με εμένα, «λες να μην το ξέρω;».
«Τότε γιατί είσαι εδώ;».
Ένα πικρό γελάκι βγαίνει απ’ τα χείλη του και κουνάει το κεφάλι σαν να θέλει να αγνοήσει την ερώτηση. Περνούν μερικά δευτερόλεπτα πριν απαντήσει, κι όταν το κάνει δεν μπορώ να μετρήσω τους χτύπους της καρδιάς μου.
«Γιατί, ε;» σηκώνει το βλέμμα του πάνω μου, «Εσύ γιατί λες; Πες μου!».
«Μη φωνάζεις, Ναθάνιελ» λέω αγριοκοιτάζοντάς τον.
«Γαμώτο, δεν με νοιάζει τίποτα, το καταλαβαίνεις; Ήρθα εδώ γιατί σ’ αγαπάω!» λέει και πετάγεται απ’ τον καναπέ για να βρεθεί μπροστά μου. Με πιάνει απ’ την μέση και με κολλάει πάνω του, βαριανασαίνοντας.
«Αυτές τις μέρες που ήμουν μακριά σου…κατάλαβα πόσο πολύ σ’ αγαπάω. Η ζωή μου είναι κόλαση χωρίς εσένα».
Με φιλάει απαλά στα χείλη. «Τις δύο πρώτες μέρες μακριά σου, έσπαγα ότι έβρισκα…η Σαμάνθα δεν μπορούσε να με καθησυχάσει, τα μικρά είχαν τρομάξει. Είμαι σίγουρος ότι όλοι κατάλαβαν τι νιώθω για σένα».
«Δεν επρεπ…» πάω να πω, αλλά με διακόπτει βάζοντας το δάκτυλό του πάνω στα χείλη μου.
«Άσε με να συνεχίσω, μωρό μου» λέει τρυφερά. Γνέφω, ανήμπορη να κάνω οτιδήποτε άλλο.
«Όταν σε φίλησα εκείνη τη μέρα στο κλαμπ, δεν ήξερα ακόμη τι ένιωθα. Είχα ζηλέψει όταν σε είδα να μιλάς με εκείνον τον άγνωστο, αλλά δεν μπορούσα καν να υποθέσω ότι αυτό που αισθανόμουν οφειλόταν στην αγάπη μου για σένα. Σε φίλησα δίχως να το καταλάβω, ήταν μια απρόσμενη κίνηση…νόμιζα ότι το έκανα επειδή απλώς μου άρεσες και σε ήθελα, αλλά δεν ήταν αυτό Έμιλυ…».
Ξεροκαταπίνει, «ήταν κάτι πολύ πιο δυνατό…και συγγνώμη που μου πήρε τόσο καιρό να καταλάβω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου…τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο διαφορετικά αν το είχα συνειδητοποιήσει εξ αρχής. Ίσως τώρα να βρισκόμασταν πίσω στο πλέον κατεστραμμένο σπίτι που σε γνώρισα, κι όχι εδώ».
Νιώθω μια γλυκιά αίσθηση να διαπερνά το στομάχι μου, λες και χιλιάδες πεταλούδες φτεροκοπούν μέσα μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματα που με υποδουλώνουν αυτή τη στιγμή και με κάνουν να αγνοήσω το λόγο που του είπα να φύγει πριν μόλις δύο λεπτά.
Αναστενάζω σαν ερωτευμένο κοριτσάκι, που μάλλον είμαι, και λέω: «Το ξέρεις ότι αυτή τη στιγμή η καρδιά μου κοντεύει να βγει απ’ το στήθος μου;».
Στο πρόσωπό του γεννιέται αμέσως ένα πελώριο χαμόγελο και πριν το καταλάβω με έχει σηκώσει και με γυρνά γύρω γύρω σαν μικρό παιδί. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ και γελάω, όπως κι εκείνος άλλωστε. Όταν με αφήνει κάτω, παίρνει το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια του και ενώνει τα χείλη του με τα δικά μου.
Αφήνομαι στα χέρια του, στο άγγιγμά του. Όλο μου το σώμα έχει παραλύσει απ’ το πάθος που μου χαρίζει το φιλί του. Ένα φιλί γλυκό μα και συνάμα άγριο, με αποσυντονίζει στέλνοντας μια αλλόκοτα όμορφη ζεστασιά σε όλο μου το κορμί. Χάνω τον κόσμο γύρω και το μόνο που μένει είναι εκείνος με τη μεθυστική του μυρωδιά, που μου προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα.
Όταν τα χείλη μας χωρίζονται, με κοιτάζει με θαυμασμό. Νιώθω παράξενα, ίσως λίγο ζαλισμένη, αλλά αυτό ήταν το καλύτερο φιλί της ζωής μου και δεν μπορώ να κρύψω το χαμόγελό μου.
«Πες μου» λέει σιγανά.
«Τι θες να σου πω;»
«Πως μ’ αγαπάς».
«Τι θα γίνει αν δεν το πω;» ρωτάω με παιχνιδιάρικη διάθεση.
«Θα το πεις» λέει χαμογελώντας, «είτε με το καλό, είτε με το κακό».
Χαχανίζω, και παρότι θέλω να δω ποιο είναι αυτό το “κακό”, αποφασίζω να πω ακριβώς ότι αισθάνομαι.
«Σ’ αγαπάω, Ναθάνιελ» λέω.
Με κλείνει στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα χέρια του σφιχτά γύρω απ’ το σώμα μου. Σφραγίζω τα βλέφαρά μου και εύχομαι αυτή η στιγμή να μπορούσε να κρατήσει για πάντα.
«Λοιπόν, μωρό μου, καλύτερα να ετοιμάσεις τα πράγματά σου» λέει έπειτα από λίγο.
«Τι; Γιατί;» ρωτάω μπερδεμένη.
«Γιατί θα φύγουμε από εδώ. Θα έρθεις μαζί μου».
«Τι είναι αυτά που λες, Ναθάνιελ; Δεν μπορώ να φύγω» λέω και απομακρύνομαι απ’ την αγκαλιά του.
«Φυσικά και μπορείς, Εμ. Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, πρέπει να έρθεις μαζί μου».
«Έχεις τρελαθεί; Πως θα έρθω μαζί σου; Τι θα πω στον Γκρέισον; Τι θα πω στους γονείς μου;».
«Εγώ παράτησα τη Σαμάνθα με τα αδέρφια μου ολομόναχους για εσένα» λέει και διακρίνω ένα στίγμα απογοήτευσης στη φωνή του.
«Ωραία…πες πως φεύγουμε, που θα πάμε;».
«Θα μείνουμε εδώ στο Μαύρο Δάσος» λέει περισσότερο αδιάφορα απ’ όσο περίμενα.
«Γιατί να κάνουμε κάτι τέτοιο;» ρωτάω, προσπαθώντας μάταια να καταλάβω τι σκέφτεται.
«Γιατί δεν γίνεται διαφορετικά, δεν το καταλαβαίνεις; Απαγορεύεται να είμαστε μαζί».
Τα λόγια του μου φέρνουν στο μυαλό εκείνη τη Μέτοικο που προσπάθησε να κλεφτεί με ένα μέλος της Φωτιάς και προκάλεσαν τον πόλεμο. Θα ακολουθήσουμε τα δικά τους χνάρια; Θα κάνουμε τις λανθασμένες επιλογές τους;
«Όχι, Ναθάνιελ, κάνεις λάθος. Αν προσπαθήσουμε κάτι τέτοιο, τότε θα ξεσπάσει πόλεμος και σίγουρα απ’ την πλευρά των γονιών μου».
«Πόλεμος;» ρωτάει και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. Άραγε δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα;
«Ναι, και δεν μπορώ να γίνω η αιτία».
«Δεν θα γίνει πόλεμος» λέει, περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εμένα. Το στομάχι μου γίνεται κόμπος.
«Καλύτερα να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε κρυφά, ή ακόμη καλύτερα, να μην βλεπόμαστε καθόλου» λέω, πιστεύοντας πως η αποφασιστικότητα του Ναθάνιελ έχει κλονιστεί.
«Εμ, πρέπει να σου πω κάτι πολύ σημαντικό» λέει και τα μελί του μάτια καρφώνονται στα γαλανά δικά μου. Ένα βάρος πλακώνει το στήθος μου, καθώς το μυαλό μου ψάχνει πυρετωδώς να βρει τι είναι αυτό το πολύ σημαντικό που έχει να μου πει.
«Ακούω» λέω και χαίρομαι που η φωνή μου δεν ακούγεται σιγανή.
Ο Ναθάνιελ με πιάνει απ’ το χέρι και με οδηγεί στον καναπέ. Κάθεται απέναντί μου και αφού με χαϊδεύει στο μάγουλο, λέει: «Αυτό που θα σου πω, δεν πρέπει να το μάθει κανείς».
Κοιτάζω τριγύρω, αποφεύγοντας το βλέμμα του. Τι θα μπορούσε να θέλει να μου πει και να φοβάται μην το μάθει κάποιος;
«Τι αφορά;» ρωτάω.
Αναστενάζει δυνατά. «Το λόγο που έβαλαν το σπίτι φωτιά».
Η καρδιά μου παίζει ταμπούρλο. Στα αλήθεια θα μου πει; Η αγωνία μου μεγαλώνει.
«Υπόσχεσαι ότι δεν θα το πεις σε κανέναν;».
Κουνάω το κεφάλι θετικά, «Ναι, μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη».
«Σου έχω» λέει και στο πρόσωπό του σχηματίζεται ένα μικρό χαμόγελο.
«Ακούω λοιπόν».
«Όπως ήδη γνωρίζεις ή έχεις καταλάβει, κανείς στην πόλη όπου μέναμε δεν μας ήθελε. Όλοι γυρνούσαν το κεφάλι τους μόλις έβλεπαν εμένα ή τη Σαμάνθα, κανένας δεν ήθελε να έχει σχέσεις μαζί μας, εκτός από μερικούς ανθρώπους που μας στήριξαν απ’ την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε εκεί. Η αιτία αυτού δεν είναι μια, αλλά πολλές».
Παίρνει μια βαθιά ανάσα, και ειλικρινά δεν ξέρω αν πρέπει να κάνω κάτι για να τον ενθαρρύνω ή όχι. Τελικά συνεχίζει, οπότε αγνοώ τη σκέψη αυτή.
«Καταρχάς, ευθύνεται ο πατέρας μου. Ήταν τζογαδόρος, σπαταλούσε ότι λεφτά έβγαζε ο ίδιος και η μητέρα μου στον τζόγο και το ποτό. Χρωστούσε παντού και παρά τις υπενθυμίσεις και τις απειλές όλων, εκείνος αργούσε να τα επιστρέψει…καμιά φορά μάλιστα δεν τα επέστρεφε ποτέ. Η μητέρα μου αναγκαζόταν να δουλεύει απ’ το πρωί ως το βράδυ για να μαζέψει τα λεφτά και να ξεπληρώσει τα χρέη που άφηνε καθημερινά ο πατέρας μου, ώσπου εκείνος μας εγκατέλειψε. Έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Παράτησε τα τρία παιδιά του δίχως καμία εξήγηση».
«Δεν το πιστεύω» ψέλλισα. Ένιωσα τόσο άσχημα για τον Ναθάνιελ, για τη Σαμάνθα…για όλη την οικογένεια. Ωστόσο ο Ναθάνιελ δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί απ’ τη εξιστόρηση των παιδικών του χρόνων.
«Δεν χρειάζεται να με λυπάσαι, Εμ. Δεν μ’ αρέσει να με λυπούνται επειδή ο πατέρας μου ήταν…αυτός που ήταν».
«Δεν σε λυπάμαι, απλώς στεναχωριέμαι που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι» λέω και εννοώ κάθε λέξη.
Ο Ναθάνιελ κατανεύει και τρίβει τους κροτάφους του με τα δάκτυλά του.
«Είσαι καλά;» ρωτάω.
«Ναι…απλά φοβάμαι πως θα αντιδράσεις μόλις ακούσεις όλα όσα έχω να σου πω».
Η ανασφάλεια του με τρομάζει. Παίρνω το χέρι του μέσα στο δικό μου και επιχειρώ να τον καθησυχάσω.
«Μην ανησυχείς» λέω.
«Σ’ αγαπάω» λέει εκείνος, και πριν προλάβω να μιλήσω, προσθέτει: «Καλύτερα να συνεχίσω τώρα που το έχω πάρει απόφαση».
«Καλά λοιπόν, ακούω».
«Ο πραγματικός λόγος που έβαλαν φωτιά στο σπίτι μας, ήταν επειδή η οικογένεια μου ανήκει στο οικογενειακό δέντρο εκείνου που επιχείρησε να κλεφτεί με μια Μέτοικο. Εκείνου, που εξαιτίας του προκλήθηκε ο πόλεμος, και που κατέστρεψε κάθε φιλία ανάμεσα στα τέσσερα στοιχεία και τους Μετοίκους. Ήταν ο προ προπάππους μου».
Παγώνω για μια στιγμή, το μυαλό μου σταματά να λειτουργεί και το μόνο που μπορώ να ακούσω είναι οι αμέτρητοι χτύποι της καρδιάς μου.
«Και…και…γιατί…εε…γιατί αυτό είναι κακό;» ρωτάω εντελώς μπερδεμένη. Οι σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου έχουν γίνει ένα κουβάρι.
«Γιατί νόμιζαν ότι θα συνέβαινε κάτι ανάλογο ξανά» λέει .
«Θα γίνει» ψιθυρίζω.

Δέσποινα Χρ.