Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 19)

«Τι εννοείς;» ρωτάει και για μια στιγμή νομίζω πως κάτι σκοτεινό περνάει απ’ το πρόσωπό του.
«Τίποτα» λέω, προσπαθώντας να αποφύγω το βλέμμα του.
Δεν είμαι έτοιμη να του μιλήσω για τα οράματα, δεν είμαι έτοιμη να του αποκαλύψω την αλήθεια. Φοβάμαι μήπως εκείνος προτιμήσει να μείνει μακριά μου, να πραγματοποιήσει αυτό που εγώ δεν κατάφερα. Ωστόσο ένα κομμάτι του εαυτού μου φωνάζει, πως ίσως και η δική του λογική φανεί ανίσχυρη μπροστά στη δύναμη της καρδιάς του.
«Γιατί δεν μου λες τι συμβαίνει, Εμ; Ήρθα εδώ, σου είπα πως νιώθω…ακόμα δεν με εμπιστεύεσαι;».
Με κοιτάζει με πληγωμένο ύφος, αλλά εξακολουθώ να κρατώ τις επιφυλάξεις μου. Εξακολουθώ να φοβάμαι.
«Σε εμπιστεύομαι, Ναθάνιελ…απλά…» λέω, κι ενώ πριν ένα δευτερόλεπτο ήμουν αποφασισμένη να του πω ψέματα, άλλη μια χαζή δικαιολογία, τώρα νιώθω λες και τα πάντα γύρω μου φωνάζουν πως πρέπει να μάθει. Οφείλω να του πω τι θα γίνει αν δεν εμποδίσουμε τη σχέση αυτή.
«Απλά φοβάμαι» ολοκληρώνω τελικά.
Τα μάτια του Ναθάνιελ εξετάζουν το πρόσωπό μου, αλλά δεν μπορώ να ερμηνεύσω την έκφραση του. Μοιάζει σκεπτικός, σαν να προσπαθεί να βρει απάντηση σε ένα ρητορικό ερώτημα.
«Γιατί φοβάσαι;» ρωτάει έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα και τα μάτια του σταματούν στα δικά μου. Το βλέμμα του εκπέμπει ζεστασιά και φροντίδα, συνδυασμός που ευνοεί ιδιαίτερα στο να πω την αλήθεια που αποκρύπτω εδώ και δύο μήνες
«Γιατί είδα κάποια οράματα» λέω δειλά, «είδα το μέλλον».
«Και θυμάσαι τι είδες;» ρωτάει, περισσότερο έκπληκτος απ’ όσο θα περίμενα. Προφανώς τώρα είναι η στιγμή να του πω άλλη μια αλήθεια.
«Ναι, πάντα θυμάμαι τι βλέπω» ομολογώ, «Σου είπα ψέματα και πραγματικά λυπάμαι γι’ αυτό, απλά εκείνο το διάστημα δεν ήξερα ακόμα αν έπρεπε να σε εμπιστευτώ».
Αναστενάζει δυνατά και τοποθετώντας το χέρι του στο μάγουλό μου, λέει: «Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. Το μόνο που θέλω να μου πεις τώρα, είναι τι ακριβώς είδες σε εκείνα τα οράματα».
Ο ήχος της πόρτας, κάνει και τους δυο μας να στρέψουμε την προσοχή μας προς την πλευρά του χολ. Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τίποτα, παρά να κοιτάζουμε τον Γκρέισον να μπαίνει στο σπίτι.
«Έμιλυ!» φωνάζει προς στις σκάλες, χωρίς ακόμη να έχει καταλάβει την παρουσία μας.
Έχω μείνει στήλη άλατος να κοιτάζω μια τον Γκρέισον και μια τον Ναθάνιελ, ψάχνοντας ήδη την δικαιολογία που θα ξεφουρνίσω σε ελάχιστα λεπτά, μπορεί και δευτερόλεπτα.
Όταν ο Γκρέισον αντιλαμβάνεται ότι βρίσκομαι στο σαλόνι στα αριστερά του, ο Ναθάνιελ έχει ήδη απομακρυνθεί από κοντά μου, σε μια απόσταση που δεν προδίδει τη σχέση μας.
«Τι γίνεται εδώ;» ρωτάει ο θείος μου μεταφέροντας το βλέμμα του από εμένα στον Ναθάνιελ. Η σφυγμοί μου έχουν εκτιναχτεί στα ύψη.
«Τίποτα» λέω, «ο Ναθάνιελ από εδώ είναι ένας φίλος, που ήρθε να δει αν είμαι καλά».
Ο Γκρέισον έχει καρφώσει τα μάτια του σε εκείνα του Ναθάνιελ, και είναι σαν να νιώθω τη διαμάχη αναμεσά τους να ζωντανεύει.
«Φύγε και μην ξανάρθεις εδώ» του λέει με φωνή σκληρή σαν πέτρα, δίχως να πάρει το βλέμμα του από πάνω του.
Είμαι έτοιμη να επέμβω, όταν ο Ναθάνιελ μιλάει. «Δεν πάω πουθενά. Ήρθα να δω την Έμιλυ και θα κάτσω όσο χρειαστεί».
Βλέπω ένα μειδίαμα να σχηματίζεται στα χείλη του θείου μου, κάτι που σίγουρα δεν είναι για καλό.
«Στη θέση σου δεν θα αντιμιλούσα».
«Δεν νομίζω πως με νοιάζει τι θα κάνατε στη θέση μου» απαντάει ο Ναθάνιελ. Τι στο καλό κάνει;
«Έμιλυ, πήγαινε πάνω» λέει ο Γκρέισον με απαιτητικό τόνο.
Είμαι έτοιμη να απαντήσω, αλλά ο Ναθάνιελ με προλαβαίνει.
«Δεν έχει να πάει πουθενά» λέει και πριν το καταλάβω με έχει τραβήξει προς το μέρος του, έτσι που να στέκομαι από πίσω του.
«Δεν θα ανεχτώ τα καπρίτσια ενός επαναστάτη. Είπα φύγε. Τώρα!» φωνάζει την τελευταία λέξη, τόσο δυνατά που σχεδόν σείετε το σπίτι. Σχεδόν. Ο Ναθάνιελ ούτε καν βλεφαρίζει, δείχνει ανυποχώρητος και ειλικρινά δεν ξέρω αν πρέπει να ανησυχώ για το τι πρόκειται να συμβεί αν δεν υπακούσει.
«Ναθάνιελ» ψιθυρίζω, «καλύτερα να φύγεις».
«Δεν φεύγω χωρίς εσένα, σου εξήγησα».
Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στον Γκρέισον και παρατηρώ πως μας κοιτάζει παραξενευμένος. Σίγουρα δεν θα αργήσει να καταλάβει τι συμβαίνει…και όταν το αντιληφθεί…είμαστε τελειωμένοι.
«Και εγώ το ίδιο» του αποκρίνομαι και φεύγω από πίσω του, για να βρεθώ πλάι στον θείο μου. Συγγνώμη, σχηματίζω με τα χείλη μου και ελπίζω αυτό να είναι αρκετό για να με συγχωρέσει. Απλά προσπαθώ να μας προστατέψω.
«Πολύ καλά λοιπόν» λέει, «συγγνώμη για την ενόχληση, δεν θα ξανάρθω». Και μ’ αυτά τα λόγια, μας προσπερνάει και χάνεται στο χολ. Έπειτα από δύο δευτερόλεπτα, η πόρτα κλείνει μ’ ένα δυνατό «ντουκ».
Αναστενάζω, περισσότερο μελαγχολικά, παρά από ανακούφιση και στρέφομαι στον Γκρέισον, έτοιμη για την επίπληξη.
«Περιμένω μια εξήγηση» λέει και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος, κοιτώντας με διερευνητικά.
«Γιατί; Ποιος είσαι εσύ που χρειάζεσαι και εξηγήσεις; Ο μόνος λόγος που βρίσκομαι εδώ είναι επειδή μου το ζήτησαν οι γονείς μου, που σημαίνει πως δεν έχεις κανέναν δικαίωμα να ελέγχεις τη ζωή μου και να διώχνεις του φίλους μου».
Δεν σκόπευα να πω αυτά τα λόγια, αλλά μου βγήκαν αυθόρμητα.
«Απ’ τη στιγμή που οι γονείς σου με έβαλαν υπεύθυνο, τότε ναι, έχω δικαίωμα και να ζητώ εξηγήσεις, και να ελέγχω της ζωή σου και να διώχνω τους φίλους σου απ’ τη στιγμή που τους θεωρώ επικίνδυνους».
«Επικίνδυνος; Ποιος; Ο Ναθάνιελ; Δεν τον ξέρεις καν».
«Ξέρω ότι είναι μέλος της Φωτιάς» λέει, «και επιπλέον η συμπεριφορά του, μου απέδειξε πως είχα δίκιο».
Κουνάω το κεφάλι, δεν έχω όρεξη να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση, ειδικά τώρα που το μόνο που θέλω είναι να βρω έναν τρόπο να μιλήσω με τον Ναθάνιελ.
«Ότι πεις, εγώ πάω στο δωμάτιό μου» λέω, αλλά μόλις πάω να γυρίσω απ’ την άλλη, το χέρι του Γκρέισον τυλίγεται γύρω απ’ το μπράτσο μου ακινητοποιώντας με.
«Μην νομίζεις ότι δεν κατάλαβα» ψιθυρίζει μες στο αυτί μου, κι έπειτα με κοιτάζει στα μάτια. Το βλέμμα του δείχνει ολοφάνερα πως ξέρει. Φυσικά και κατάλαβε.
«Εγώ πάλι όχι. Μίλα ξεκάθαρα, “αγαπημένε” μου θείε» λέω και τραβάω το χέρι μου.
«Δεν είστε απλά φίλοι, Έμιλυ. Πρόσεξε, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές».
Με κοιτάζει για λίγο ακόμα κι έπειτα φεύγει, αφήνοντάς μου ολομόναχη να αναλογίζομαι τα λόγια του. Μια ερώτηση στριφογυρίζει στο μυαλό μου: Απλά με προειδοποιεί;


***
Το βράδυ δεν μπορώ να κοιμηθώ. Διάφορες σκέψεις περνούν απ’ το μυαλό μου, ερωτήσεις διαδέχονται η μια την άλλη και εγώ προσπαθώ να βρω μια λύση για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί εξαιτίας αυτού του έρωτα. Είναι έρωτας, σωστά; Ο Ναθάνιελ λέει πως είναι ερωτευμένος μαζί μου, πως πριν καν χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου του άρεσα, αλλά πως μπορώ να είμαι σίγουρη ότι αυτή η δικαιολογία δεν είναι άλλο ένα παρακλάδι των ψευδαισθήσεων; Γιατί δεν μπορώ απλά να τον πιστέψω; Γιατί είμαι τόσο ανασφαλής; Νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να σπάσει απ’ όλες αυτές τις ερωτήσεις, που προφανώς δεν έχουν απάντηση.
Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ για άλλη μια φορά να κοιμηθώ. Έπειτα από αρκετή ώρα, τα παρατάω. Σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι όσο πιο αθόρυβα μπορώ και πλησιάζω το παράθυρο, επιθυμώντας να ξεχαστώ λίγο κοιτάζοντας το μισοφέγγαρο, καθώς και τα άπειρα αστέρια που το περικυκλώνουν. Καθώς τα μάτια μου αναλύουν κάθε εκατοστό του ουρανού, νιώθω την ανάγκη να μιλήσω στον Ναθάνιελ. Ωστόσο το ρολόι που κοσμεί τον τοίχο του δωματίου, λέει πως η ώρα είναι περασμένη για να τον αναστατώσω με ένα μήνυμα που θα ηχήσει μόνο μέσα στο κεφάλι του. Βουλιάζω στην πολυθρόνα και αυτή τη φορά στυλώνω το βλέμμα μου στο δάσος που προεκτείνεται γύρω απ’ το σπίτι. Μοιάζει γαλήνιο, παρά τις φήμες που λεν ότι είναι αποπνικτικά σκοτεινό και επικίνδυνο. Καθώς κοιτάζω τα δέντρα, βλέπω κάτι που μου αποσπά την προσοχή. Μια σκιά.
Πετάγομαι απ’ την πολυθρόνα τρομαγμένη και σχεδόν κολλάω το πρόσωπό μου πάνω στο τζάμι για να δω καλύτερα. Δίπλα στο δέντρο που βρίσκεται στο ξεκίνημα του δρόμου που οδηγεί στο σπίτι, βλέπω μια φιγούρα. Καθώς κοιτάζω αυτή την ανθρώπινη σκιά να κινείται, η ανάμνηση των θολών μορφών εμφανίζεται στο μυαλό μου για να με αναστατώσει. Μήπως με βρήκε ξανά αυτή η γυναίκα;
Κάνω δύο βήματα πίσω και αφού εισπνέω αρκετό οξυγόνο, τρέχω πίσω στο κρεβάτι μου. Χώνομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα και σφραγίζω τα βλέφαρά μου όσο πιο σφικτά μπορώ. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο γρήγορα, που είμαι σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα πεταχτεί έξω απ’ το στήθος μου. Ο φόβος έχει καταπνίξει τη λογική μου, δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. Ξαφνικά ο άνεμος απέξω δυναμώνει, ακούγεται λες και προσπαθεί να τρυπώσει μέσα απ’ το παράθυρο. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή, προσπαθώντας να τιθασεύσω τον πανικό μου, αλλά μάταια. Φοβάμαι τόσο πολύ.
Ένα ηχηρό χτύπημα στο τζάμι, με αναγκάζει να κουκουλωθώ με το πάπλωμα, λες και λίγο ύφασμα θα μπορούσε να με προστατέψει από μια γυναίκα που έχει βάλει στόχο της ζωής της να καταστρέψει την οικογένεια μου και να με πάρει μαζί της, ώστε να με αναγκάσει να τη βοηθήσω στην υλοποίηση των ύπουλων σχεδίων της.
Τη μια στιγμή τρέμω κουκουλωμένη, και την άλλη έχω πεταχτεί όρθια απ’ τον ήχο του γυαλιού που σπάει, με την αδρεναλίνη να έχει εκτιναχτεί στα ύψη. Το τζάμι του παραθύρου, εκεί όπου στεκόμουν πριν λίγα λεπτά, έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια. Τα μάτια μου περιπλανιούνται στο πάτωμα, στα γυαλιά που είναι σκορπισμένα σ’ ολόκληρο το άσπρο χαλί. Βαριανασαίνω, δεν ξέρω τι να κάνω, φοβάμαι να κουνηθώ.
«Έμιλυ Αζόρ!» ακούγεται ξαφνικά από απέξω. Την ξέρω αυτή τη φωνή…δεν θα μπορούσα ποτέ να την ξεχάσω.
Κινούμαι ανεπαίσθητα προς το παράθυρο, θέλω να βεβαιωθώ πως είναι εκείνη. Να επιβεβαιώσω στον εαυτό μου πως όλα τελείωσαν, πως με βρήκε. Η γυναίκα που με καταδίωκε, με βρήκε. Γέρνω πάνω στο περβάζι και ρίχνω μια τολμηρή ματιά κάτω. Το βλέμμα μου συναντάει αμέσως το δικό της. Είναι εκείνη, με ένα πονηρό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό της. Ξέρει ότι νίκησε.
Ίσως είναι πάλι ψευδαισθήσεις, ίσως όλο αυτό να είναι για δεύτερη φορά ένα κόλπο, ένα ψέμα. Αν δεν ήταν, ο Γκρέισον θα βρισκόταν ήδη στο δωμάτιό μου, σωστά;
«Έλα κάτω, διαφορετικά ο φίλος σου σε λίγα δευτερόλεπτα θα είναι νεκρός!» φωνάζει και τότε μέσα απ’ τα δέντρα πίσω της, εμφανίζονται δύο μαυροντυμένοι άντρες, που σέρνουν…τον Ναθάνιελ. Όχι, όχι, όχι! Είναι αναίσθητος. Όχι, δεν συμβαίνει αυτό!
«Μην τολμήσεις να τον αγγίξεις!» ουρλιάζω και τα μάτια μου βουρκώνουν.
«Θα μετρήσω μέχρι το δέκα. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις», το χαμόγελό της πλαταίνει.
«Ένα…».
Φεύγω σαν σίφουνας απ’ το δωμάτιο, τρέχω προς τις σκάλες και τις κατεβαίνω δύο-δύο. Μόλις τα πόδια μου ακουμπούν ξανά το πάτωμά, τρέχω προς την πόρτα και βγαίνω σαν βολίδα.
«Οκτώ» μετράει μόλις φτάνω κοντά.
«Εδώ είμαι!» φωνάζω λαχανιασμένη, «Αφήστε τον!».
«Δεν είπα ότι θα τον αφήσω, είπα ότι δεν θα πεθάνει».
«Είπα άφησέ τον!» ουρλιάζω και ο άνεμος γύρω αυξάνεται, θαρρείς και συμβαδίζει με την οργή μου.
«Βλέπω οι δυνάμεις σου έχουν εξελιχθεί» λέει εκείνη, αγνοώντας τη διαταγή μου.
«Σκάσε!» συνεχίζω το ξέσπασμα μου. Δεν πρόκειται να σταματήσω μέχρι να τον αφήσουν.
Η Μέτοικος κάνει νόημα στους δύο άντρες, κι ενώ περιμένω να τον αφήσουν, εκείνοι τον παίρνουν μακριά μου. Κάνω να την προσπεράσω και να πάω κοντά του, αλλά δεν μ’ αφήνει. Αρπάζει τα χέρια μου και με κολλάει στον τοίχο.
«Ούτε να διανοηθείς να πας κοντά του. Θα κάνεις ότι σου λέω» λέει οργισμένα μέσα στο αυτί μου, ενώ εγώ χτυπιέμαι στην προσπάθειά μου να απελευθερωθώ.
«Είναι άλλη μια ψευδαίσθηση, έτσι; Τι θες από εμένα;!» φωνάζω και η όρασή μου θολώνει απ’ τα δάκρυα.
«Λυπάμαι, καλή μου, αλλά δεν πρόκειται για ψευδαίσθηση» λέει και πριν προλάβω να κάνω το οτιδήποτε, χάνω τις αισθήσεις μου.
Θυμάμαι να πέφτω κάτω, κι εκείνη να φωνάζει τους άντρες της για να με μαζέψουν. Μόνο αυτό. Τίποτα άλλο.


Δέσποινα Χρ.