Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 16) "Yours"

Η Έλενα δεν ήξερε πόση ώρα τώρα κοιτούσε το λευκό ταβάνι πάνω από το κρεβάτι της. Μπορεί λίγα λεπτά, μπορεί και ώρες. Σε εκείνη πάντως φάνταζε αιώνες. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα είχε ήδη ετοιμάσει τα πράγματά της που ήταν τώρα πακεταρισμένα στις βαλίτσες δίπλα στην πόρτα του δωματίου της. Δεν ήξερε αν ο Ντέιμον και ο Στέφαν θα θέλανε να την ξαναδούν μετά από ότι είχε γίνει. Δεν είχε αυτήν την απαίτηση όπως και καμιά ελπίδα. Είχε ήδη ενημερώσει τον Κλάους ότι θα κάνει μια προσπάθεια να εξηγήσει στον Ντέιμον τον λόγο για τον οποίο του έκρυψε την αλήθεια και ότι μετά από αυτό θα πήγαινε να μείνει μαζί του για λίγο. Δεν είχε σκοπό να φύγει από το Mystic Falls. Εδώ ήταν ότι αγαπούσε, ότι είχε πραγματικά σημασία για εκείνη. Η οικογένειά της, οι φίλοι της, ο πατέρας του παιδιού της. Αν ήθελε βέβαια να παίξει αυτόν τον ρόλο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και ανοίγοντάς την πόρτα της κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της κόρης της. Το μόνο που της είχε μείνει πλέον. Έφτασε έξω από την κλειστή πόρτα της, σταμάτησε όμως απότομα όταν άκουσε την φωνή του Ντέιμον να έρχεται από το εσωτερικό του δωματίου. Άνοιξε αργά την πόρτα για να έρθει αντιμέτωπη με ένα θέαμα που έκανε τα μάτια της να θολώσουν από τα δάκρυα. Ο Ντέιμον καθόταν στην μεγάλη κουνιστή πολυθρόνα με την κόρη του αγκαλιά να της τραγουδάει ένα απαλό νανούρισμα στα Ιταλικά. Έμεινε να τους κοιτάζει αρκετά λεπτά πριν ακουστεί ο λυγμός που είχε προσπαθήσει τόσο να κρατήσει. Ο Ντέιμον σήκωσε το βλέμμα του να την κοιτάξει, αλλά γρήγορα έστρεψε την προσοχή του πάλι στην κόρη του. Η Έλενα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα μπήκε στο δωμάτιο και στηρίχτηκε στην πόρτα. Αμήχανη σιωπή έπεσε στο δωμάτιο με την Έλενα να έχει καρφώσει τα μάτια της στον Ντέιμον και εκείνον να αγνοεί συνειδητά την παρουσία της.
«Είχες σκοπό να μου το πεις ποτέ?» έσπασε επιτέλους ο Ντέιμον την σιωπή σηκώνοντας το κεφάλι του.
«Ναι. Απλά δεν ήξερα πως.» παραδέχτηκε η Έλενα σκύβοντας το κεφάλι. Ο Ντέιμον έμεινε για λίγο σκεφτικός.
«Γιατί δεν μου το είπες εξ αρχής?» συνέχισε παγωμένα. Η Έλενα γύρισε να τον κοιτάξει. Εντάξει, αυτό μπορούσε να το κάνει. Του χρωστούσε κάποιες απαντήσεις και αν τις ήθελε τώρα, αυτό ακριβώς θα του έδινε. Πήρε μια βαθιά ανάσα λοιπόν και του απάντησε ειλικρινά:
«Φοβήθηκα.» ομολόγησε.
«Μην και δεν αναλάβω τις ευθύνες μου?» Ο Ντέιμον άφησε μια τραχιά ανάσα και ο τόνος του ήταν ειρωνικός.
«Και αυτό. Πες μου την αλήθεια. Αν σου έλεγα ότι είμαι έγκυος στο παιδί σου, θα το πίστευες?» Το να περάσει στην επίθεση ίσως δεν ήταν και το πιο συνετό αλλά περίμενε τουλάχιστον από εκείνον να την καταλάβει. Η κατάσταση τους ήταν παράλογη τότε όπως και τώρα.
«Το φαντάστηκα.» του απάντησε αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Ο Ντέιμον δεν ήθελε να ακούσει άλλα. Οι επιλογές της Έλενας για μια ακόμα φορά τον είχαν πληγώσει. Όπως πάντα άλλωστε. Το είχε συνηθίσει. Αλλά το να του στερεί ένα κομμάτι του ήταν κάτι που δεν ευχόταν ούτε στον χειρότερο εχθρό του να συμβεί. Γιατί αυτό το παιδί ήταν κομμάτι του. Και ας το είχε μάθει τόσο απότομα και ας το επεξεργαζόταν ακόμα. Είχε δεθεί μαζί της όλο αυτό το διάστημα που μένανε μαζί τους και πλέον δεν μπορούσε να φανταστεί την ζωή χωρίς κάποια από τις 2. Η αποκάλυψη της Έλενας απλά μεγιστοποίησε τα αισθήματά του για το πλασματάκι στα χέρια του και την μητέρα του. Να έχει κάτι τέτοιο να τον ενώνει με την Έλενα ήταν ένας δεσμός που ο Στέφαν δεν μπορούσε να σπάσει ότι και να έκανε. Και αν σκεφτόταν κανείς ότι λίγες ώρες αργότερα παραλίγο ο αδερφός του να τους σκότωνε… Κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε από την πολυθρόνα με την κοιμισμένη πλέον κόρη του στα χέρια.
«Ντέιμον, συγνώμη. Ξέρω ότι σε πλήγωσα, ξέρω ότι αυτό που έκανα ήταν απαίσιο αλλά δεν το έκανα για να σε απομακρύνω από εκείνη. Θα ερχόμουν να στο πω όταν πίστευα ότι ήμουν έτοιμη να αντιμετωπίσω την αντίδρασή σου.» Και η Έλενα έλεγε την αλήθεια. Τα ψέματα πλέον ήταν μάταια. Έκανε 2 βήματα προς το μέρος του θέλοντας να έρθει πιο κοντά του. Να τον κάνει να την πιστέψει γιατί το είχε ανάγκη αυτό. Και οι 2 το είχαν.
«Και στο μεταξύ θα έχανα τις πρώτες της στιγμές. Όπως έχασα ήδη πολλά.» μουρμούρισε βάζοντας το μωρό στην κούνια.
«Δεν έχασες και κάτι σημαντικό. Δεν έχει μιλήσει, δεν έχει περπατήσει, δεν έχει κάνει τίποτα.» Δόξα τον Θεό, συνέχισε η Έλενα από μέσα της. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό της αν στερούσε ένα τέτοιο κομμάτι από τον Ντέιμον.
«Ναι, αλλά έχασα την εγκυμοσύνη σου.» ψιθύρισε ο Ντέιμον γυρίζοντας να την κοιτάξει. Η Έλενα του χάρισε ένα κουρασμένο χαμόγελο.
«Δεν ήταν ωραία περίοδος αν αυτό σε ικανοποιεί. Είχα εμετούς και ζαλάδες μέχρι που την γέννησα. Δεν μπορούσα να κάνω πέντε βήματα χωρίς βοήθεια. Κλοτσούσε δυνατά.» Το χαμόγελό της μεγάλωσε και θα ορκιζόταν ότι είδε μια λάμψη στα μάτια του Ντέιμον πριν επιτρέψει στις σκιές να σκεπάσουν το βλέμμα του.
«Και πάλι το έχασα.» είπε χαμηλώνοντας το κεφάλι και προχωρώντας μπροστά. Η Έλενα τον πρόλαβε πιάνοντάς τον από τον ώμο. Δεν γύρισε.
«Έχω φωτογραφίες.» του είπε απαλά.
«Με τον Κλάους δίπλα?» την ρώτησε με σηκωμένο το ένα του φρύδι και τα σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος καθώς γυρνούσε να την κοιτάξει. Άλλο ένα κομμάτι που αρνούταν να καταλάβει. Που κολλούσε ο Κλάους στην όλη εικόνα? Δηλαδή θα έπρεπε να του είναι ευγνώμων τώρα που κράτησε ζωντανές την κόρη του και την μητέρα της? Θα έπρεπε. Μπορεί να μην ζούσε καμία τώρα αν δεν ήταν εκείνος.
«Ο Κλάους απλά μας πρόσεχε όσο καιρό ήμουν έγκυος.» του είπε αυστηρά τραβώντας τον από το χέρι τώρα και έξω από το δωμάτιο. Ο Ντέιμον την άφησε.
«Και μετά.» τόνισε. Η προοπτική να είχε έστω και την παραμικρή σχέση ο συγκεκριμένος αρχικός με την Έλενα τον έκανε να θέλει να δώσει μπουνιά κάπου. Η Έλενα οδήγησε και τους 2 στην κρεβατοκάμαρα του Ντέιμον τώρα και κλείνοντας την πόρτα πίσω της στάθηκε ακριβώς μπροστά του στην μέση του δωματίου. Αν και δεν επέτρεψε στα μάτια της να ξεκολλήσουν από το πρόσωπο του Ντέιμον αυτός ο χώρος της έφερνε πολλές αναμνήσεις, τόσες που αν ήταν άνθρωπος σίγουρα θα είχε γίνει κατακόκκινη τώρα. Τον είχε διαλέξει για αυτήν την συζήτησε τώρα γιατί 1. Δεν ήθελε να ξυπνήσει το παιδί μένοντας στο δωμάτιο της και 2. Δεν ήθελε να ρισκάρει την πιθανότητα να τους διακόψουν αν έμπαινε ο Στέφαν ή η Κάθριν.
«Ναι. Τον ευγνωμονώ γι’ αυτό. Αν δεν ήταν εκείνος, μπορεί να ήμουν νεκρή τώρα. Το ίδιο και εκείνη. Είναι ξεχωριστή Ντέιμον. Θα την κυνηγήσουν γι’ αυτό που είναι. Μια Ημίαιμη.»
«Θα την προστατέψω μέχρι θανάτου.» της είπε αποφασισμένα ο Ντέιμον νιώθοντας για μια στιγμή θιγμένος από το σχόλιο της Έλενας ότι ο Κλάους, ο κάθε Κλάους, θα μπορούσε να προστατέψει το παιδί του καλύτερα από εκείνον. Η Έλενα τον πλησίασε και άλλο και έβαλε και τα 2 της χέρια στις πλευρές του προσώπου του.
«Το ξέρω ότι θα το κάνεις. Αλλά ούτε εγώ και σίγουρα ούτε εκείνη δεν θα θέλει να μπει ο πατέρας της σε κίνδυνο ενώ μπορούμε να το αποτρέψουμε.» Όλα τα χαρτιά πλέον ήταν στο τραπέζι. Όπως και αυτό το κομμάτι της συμφωνίας της με τον Κλάους. “Κανείς από την οικογένεια της δεν θα πάθει τίποτα όσο μπορώ να το αποτρέψω. Το να την πληγώσω δεν είναι από τα πράγματα που είναι στην λίστα μου.” Της είχε πει όταν τον είχε ρωτήσει για το τι θα γίνει σε περίπτωση που ο Ντέιμον έμπαινε μπροστά.
«Με τα υβρίδια του Κλάους?» την ρώτησε ειρωνικά κατεβάζοντας τα χέρια της από το πρόσωπό του βίαια. Το να την αφήνει να τον αγγίζει έτσι μόνο μπελάδες μπορούσε να φέρει και πραγματικά ήθελε μερικές απαντήσει εκείνη τη στιγμή.
«Στην ουσία είναι δικά μου. Με το δικό μου αίμα άλλαξαν.» Ο Ντέιμον κούνησε το κεφάλι του γελώντας με το χαζό σχόλιό της. «Ήταν μέσα στην συμφωνία να του δίνω το αίμα μου και να μας προσφέρει προστασία.» Άλλη μια πληροφορία της συμφωνίας που θιγόταν τώρα.
«Πόσο έχει?» την ρώτησε σοβαρά. Η Έλενα προσπάθησε για λίγο να σκεφτεί πια απάντηση ήταν η καλύτερη την δεδομένη στιγμή. 194 σακούλες αίμα δεν φαινόταν η ιδανική απάντηση. Έτσι το μόνο που θα κατάφερνε είναι να τον εξαγριώσει. Μην ξεχνάμε ότι συμπεριλαμβανόταν και το αίμα της κόρης της μέσα σε αυτό το ποσό.
«Αρκετό.» του είπε τελικά.
«Γι’ αυτό επέστρεψε μαζί σου?» την ρώτησε καχύποπτα.
«Για να προσέχει την κόρη σου επέστρεψε.» Η Έλενα είχε απηυδήσει. Γιατί δεν έλεγε να το καταλάβει ότι ο Κλάους ήταν με το μέρος τους σε αυτό? Προφανώς γιατί δεν πιστεύει ότι μπορούσε να αλλάξει κάποιος σαν τον Κλάους. Όμως η Έλενα την είχε δει αυτή την αλλαγή. Όπως είχε αλλάξει ο Ντέιμον, είχε αλλάξει και ο Κλάους. Είχε δει τον γιό του να τον αλλάζει. Ο Ντέιμον ήταν σαν θηρίο στο κλουβί. Ήθελε απελπισμένα πολύ να πάει να παλουκώσει τον Στέφαν, να γυρίσει στην κόρη του και ας κοιμόταν και να μείνει εδώ με την Έλενα ζητώντας και άλλες απαντήσεις στα ατελείωτα ερωτηματικά του. Και το χειρότερο? Δεν ήξερε πιο από όλα κυριαρχούσε αυτή τη στιγμή στο κεφάλι του. Ήταν θολωμένος. Επέλεξε να καθίσει στο κρεβάτι του ρίχνοντας το κεφάλι του πίσω στα μαξιλάρια και κλείνοντας τα μάτια του. Ευκαιρία, σκέφτηκε η Έλενα, να τεστάρει τα νερά. Προχώρησε αργά προς το μέρος του και κάθισε απέναντί του.
«Σκεφτόμουν… θέλω να της δώσω το όνομα της μητέρας σου.» του είπε δειλά περιμένοντας την αντίδρασή του. Ο Ντέιμον ανοίγοντας το ένα μάτι και κοιτώντας την σαν να έχει πέσει από τον ουρανό πήρε μια σκληρή έκφραση.
«Όχι.» της είπε κοφτά. Η Έλενα όμως δεν δεχόταν το όχι για απάντηση.
«Μα γιατί? Είμαι σίγουρη ότι αν η κατάσταση ήταν διαφορετική θα έδινες στην κόρη σου…» Δεν πρόλαβε να ανοιγοκλείσει τα μάτια της και ο Ντέιμον τώρα στεκόταν στο παράθυρο έχοντας τα χέρια του στα μαλλιά του.
«Ναι αλλά δεν είναι Έλενα. Έχει πεθάνει αιώνες τώρα. Δεν θέλω κάθε φορά που κοιτάζω την κόρη μου να πονάω όπως όταν κοιτάζω φωτογραφίες της.» της φώναξε και μπορούσε να διακρίνει τον πόνο στην φωνή του. Ήξερε την ιστορία από τον Στέφαν. Πως είχε φροντίσει τον μεγάλο της γιο από την αρρώστια που τον είχε καταβάλει με ρίσκο να αρρωστήσει και εκείνη. Ο Ντέιμον είχε γίνει καλύτερα, εκείνη όμως όχι.
«Πως ήταν?» τον ρώτησε γλυκά και είδε τα χαρακτηριστικά του να μαλακώνουν και τα χέρια του να τρίβουν τα μπράτσα του νευρικά.
«Πολύ όμορφη. Από εκείνη πήρε ο Στέφαν τα χαρακτηριστικά του και το χρώμα των μαλλιών. Εγώ πήρα τα μάτια της.» Η Έλενα χαμογέλασε. Από τις εκφράσεις του Ντέιμον αυτή ήταν σίγουρα στις 10 πιο αγαπημένες της. Αυτή η νοσταλγία στα μάτια του και το συνεσταλμένο του χαμόγελο. Σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του.
«Τότε ήταν πανέμορφη.» του είπε τρίβοντας το μάγουλό με τα δάχτυλά της. «Ντέιμον, θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου να αναπληρώσω τον χρόνο που έχασες με το παιδί. Και θα αρχίσω με το να την ονομάσεις. Δεν ήθελα να της δώσω το όνομα της βιολογικής μου μητέρας και το ‘Μέρεντιθ’ το πρόλαβε ο Τζέρεμι.» Ο Ντέιμον την κοίταξε για ένα λεπτό που έμοιαζε να κρατάει υπερβολικά πολύ.
«Δεν ξέρω τι θα της ταίριαζε.» είπε τελικά κάπως προβληματισμένος.
«Δεν είναι απαραίτητο να το βρούμε τώρα…» του απάντησε στοργικά χαϊδεύοντας ακόμα του μάγουλό του. Τα μάτια του Ντέιμον έκλεισαν και έγειρε στο άγγιγμά της. Δεν μπορούσε να μείνει θυμωμένος μαζί της για πάνω από 1 λεπτό. Όχι όταν τον κοιτούσε με αυτά τα μεγάλα καστανά μάτια. Εξάλλου κρατούσε την καρδιά του στην παλάμη του χεριού της. Πώς να θυμώσεις με αυτόν που κατέχει την καρδιά του. Αυτή γυναίκα ήταν το πεπρωμένο του. Φεγγάρια ή μοίρα ή ότι βλακεία μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους ευγνωμονούσε την τύχη του που αυτή η γυναίκα είχε ενωθεί μαζί του για πάντα με αυτό το παιδί.
«Για μισό…» μουρμούρισε ο Ντέιμον ανοίγοντας τα μάτια του και κοιτάζοντας την Έλενα με ενδιαφέρον. «Πως είπε ο Κλάους ότι λέγεται το φεγγάρι κάτω από το οποίο γεννήθηκε?» Η Έλενα τον κοίταξε περίεργα. Από όλα τα πράγματα που μπορούσε να της πει αυτό ίσως να μην υπήρχε καν στην λίστα της.
«Λίλιθ?» Ο Ντέιμον κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και χαμογέλασε.
«Μ’ αρέσει. Είναι σπάνιο, σκοτεινό και ιδιαίτερο.» Και της ταιριάζει σκέφτηκε η Έλενα συμφωνώντας μαζί του.
«Εντάξει. Υπό έναν όρο.» Το βλέμμα του Ντέιμον σκοτείνιασε. Ήξερε πολύ καλά την Έλενα ώστε γνωρίζει ότι αυτό που επακολουθούσε δεν ήταν καλό. «Θέλω να τιμήσω την μητέρα σου. Ξέρω ότι την αγαπούσες και εσύ και ο Στέφαν πολύ. Ας της το δώσουμε ως δεύτερο.» Ο Ντέιμον γύρισε τα μάτια του και άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε άγρια. Η Έλενα όμως ήταν διατεθειμένη να παλέψει μαζί του. «Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το παρελθόν, Ντέιμον. Είναι κομμάτι από το παρελθόν της η μητέρα σου. Θέλω να το πάρει.» Ο αποφασιστικός και σταθερός τόνος της απλά έβαζε και άλλο λάδι στην φωτιά που έκαιγε μέσα του σε σημείο τώρα να εξελιχθεί σε μια καταστροφική πυρκαγιά. Ο Ντέιμον αναστέναξε.
«Τότε γιατί με ρωτάς Έλενα? Αφού έχεις πάρει ήδη τις αποφάσεις σου.» της φώναξε και κάπως έτσι ο ήρεμος τόνος της συζήτησης εξαφανίστηκε. «Γιατί θέλω να είσαι παρών σε ότι και αν αποφασίσουμε για εκείνη. Είναι κόρη σου. Κομμάτι σου.» του απάντησε φωναχτά και εκείνη.
«Λίγο αργά δεν το θυμήθηκες? Την πήρες μακριά μου!» Ο Ντέιμον πραγματικά είχε προσπαθήσει να συγκρατηθεί αλλά η οργή του ήταν καυτή λάβα που έρρεε και ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί όπως και τα καταπιεσμένα συναισθήματα του.
«Ναι αλλά είναι εδώ τώρα.» Έτσι θα πήγαινε τώρα δηλαδή? Θα περνούσε την υπόλοιπη νύχτα κατευνάζοντας τους εσωτερικούς δαίμονες του Ντέιμον και εξαλείφοντας τις ανασφάλειές του? Ο Ντέιμον όμως την εξέπληξε για μια ακόμα φορά. Το βλέμμα του σκοτείνιασε αλλά όχι από οργή αυτήν την φορά , πήρε το συνηθισμένο σαγηνευτικό πλάγιο χαμόγελό του και την πλησίασε απειλητικά. Η Έλενα έκανε ενστικτωδώς μερικά βήματα πίσω.
«Και θα μείνει εδώ Έλενα. Είναι δική μου. Όχι του Στέφαν.» Οι λέξεις κυλούσαν και έβγαιναν αργά από το στόμα του, απαλές σαν χάδι κάνοντας την Έλενα να τρέμει από φόβο. Ή μήπως ήταν ανάγκη? Μάλλον ένας διεστραμμένος συνδυασμός.
«Ο Στέφαν είναι θείος της…» κατάφερε να ψελλίσει συνεχίζοντας να πισωπατά ώσπου τα γόνατά της χτύπησαν το κρεβάτι.
«Και έτσι θα μείνει. Εγώ είμαι ο πατέρας της, εγώ την δημιούργησα. Είναι δική μου.» Η κτητικότητα του Ντέιμον είχε χτυπήσει ένα βαθύ κόκκινο. Τόσο που θόλωνε το μυαλό του. Δεν θα άφηνε τον Στέφαν να την ξαναγγίξει. Ούτε στα 10 μέτρα δεν θα του επέτρεπε να είναι κοντά. Το διεστραμμένο του χαμόγελο πλάτυνε. Είχε στριμώξει την Έλενα και τώρα ήταν έτοιμος να επιτεθεί. Σαν το λιοντάρι στο θήραμά του.
«Γιατί τόσο μίσος απέναντι στον Στέφαν?» τον ρώτησε και η ερώτηση τον χτύπησε σαν παγωμένο νερό. Κούνησε το κεφάλι του και ξεφορτώθηκε το χαμόγελό του κοιτώντας την Έλενα ενοχλημένος.
«Δεν μισώ τον αδερφό μου. Αλλά η Λίλιθ είναι κόρη μου. Και έτσι θα μείνει. Δεν θα το παίξει μπαμπάς στο δικό μου παιδί.» Μπορεί το αποπλανητικό του ύφος να είχε φύγει όμως δεν κουνήθηκε εκατοστό. Μιλούσε σοβαρά και η Έλενα ήταν αυτή που μπερδεύτηκε τώρα.
«Πώς να το παίξει μπαμπάς Ντέιμον? Δεν καταλαβαίνω…»
«Ω καταλαβαίνεις πολύ καλά Έλενα. Είναι δική μου όπως είσαι και εσύ. Δεν θα πάρει καμία από τις δυο μακριά μου.» Τώρα η Έλενα το έβλεπε καθαρά. Δεν ήταν η μάχη ανάμεσα στον αδερφό του και σε εκείνον. Απλά ο φόβος του Ντέιμον να του στερήσουν κάτι που αγαπάει. Όπως είχε γίνει με την μητέρα του. Την Κάθριν. Τον αδερφό του και η λίστα δεν είχε τέλος. Το στοργικό βλέμμα της Έλενας χτύπησε κάτι μέσα στον Ντέιμον. Ένιωθε τύψεις τώρα για την συμπεριφορά του. Δεν ήθελε να τις χάσει και σίγουρα με αυτό το ύφος δεν κατάφερνε πολλά. Η Έλενα όμως έφερε τον δείκτη της στο πιγούνι του και τον ανάγκασε να την κοιτάξει στα μάτια.
«Όχι Ντέιμον. Δεν θα μας πάρει. Και οι δυο ανήκουμε σε εσένα. Εκείνη από όταν γεννήθηκε και εγώ από την στιγμή που σε είδα. Η καρδιά μου είναι δική σου. Εγώ είμαι δική σου.» Η ελπίδα άνθισε ξανά στον Ντέιμον μαζί με ένα χαμόγελο που έκανε την καρδιά της Έλενας να φτερουγίσει στο στήθος της.
«Δική μου.» ψιθύρισε σαγηνευτικά ο Ντέιμον φέρνοντας το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από της Έλενας.
«Δική σου.» του επιβεβαίωσε ο Ντέιμον και το επόμενο πράγμα που ένιωσε η Έλενα ήταν τα χείλη του πάνω στα δικά της και το βάρος του να την πιέζει στο στρώμα…


Nadia