Στα χέρια ενός δαίμονα (Κεφάλαιο 3)

Ο Κλοντ μπορουσε πολυ ανετα να ανοιξει τα δικα του φτερα εγω ομως οχι. Εκανα μερικα βηματα πισω και συγκεντρωθηκα στις δυναμεις μου. Ο πονος με εκανε να διπλωθω αλλα ηταν ελαχιστον σε σχεση με τις προηγουμενες μερες. Τα ματια μου εγιναν παλι κιτρινα και ενιωσα τους κυνοδοντες μου να μακραινουν.
«Εισαι καλα?» ρωτησε ανησυχα η Μονα και πηγε να με πλησιασει. Σηκωθηκα ορθιος με τα φτερα κλειστα και οταν ανοιξα τα ματια μου και την κοιταξα και εκεινη κοκαλωσε. Το φοβομουν αυτο. Το μονο που εμενε ηταν τα ουρλιαχτα και να μπει μεσα στο δωματιο της. Δεν ηθελα να δω το προσωπο της. Εσκυψα μπροστα και αφησα τα μαλλια μου να πεσουν ετσι ωστε να με καλυπτουν. Δεν μπορουσα να παρω ανασα και απλως περιμενα.
Ακουσα βηματακια μα δεν κουνηθηκα. Εκεινη με πλησιασε και απλωσε δειλα το χερι της αγγιζοντας το ενα φτερο. Το χαιδεψε απαλα με τα ακροδαχτυλα της και απο εκει το αφησε και χωθηκε στην αγκαλια μου.
«Ποναει?» ρωτησε απαλα διχως φοβο στην φωνη της. Εγω ομως δεν μπορουσα ακομα να μιλησω και ετσι μιλησε ο Κλοντ για μενα.
«Μικρη μου Μονα ετσι ειναι οταν καποιος σαν εμας εχει να τραφει καιρο. Στην αρχη ποναει αλλα μετα το συνηθιζεις.»
Εκεινη δεν σταματησε να με κοιταζει στα ματια. Τυλιξε τα χερια της γυρω μου και εχωσε το κεφαλι της στην καμπυλη του λαιμου μου.
«Ειμαι ετοιμη.»
«Μην κοιταζεις κατω.» ψιθυρισα στο αφτι της, την σηκωσα στην αγκαλια μου και αρχισα να πεταω. Η αληθεια ειναι οτι αυτη ηταν μια απο τις πτησεις που δεν ηθελα να σταματησει ποτε. Εκανα μια σειρα απο λαθη αλλα αυτο ηταν το μεγαλυτερο. Την ειχα ερωτευτει και δεν ηθελα να την πληγησω.
-Και που παμε? Ρωτησα τον Κλοντ
-Ειδα ενα λουνα παρκ καθως ερχομουν. Παμε εκει?
-Παμε. Πηγαινε εσυ μπροστα και ερχομαι. Ειπα και μειωσα ταχυτητα για να μεινω λιγο πιο πισω.
«Ωστε Γκρεγκοριαν ε?» ειπε αλλα δεν ειχε κουνηθει απο την θεση της.
«Ναι. Δεν στο ειπα νωριτερα γιατι δεν ηξερα πως θα ερθουν τα πραγματα.»
«Και δηλαδη πως εχουν ερθει?» ρωτησε και εκει κοκαλωσα. Δεν ηξερα τι να της απαντησω.
«Τουλαχιστον οχι τοσο μακαβρια οσο πιστευα.» ειπα τελικα και αφησα την σιωπη να μπει αναμεσα μας. Αφησε να της ξεφυγει ενας αναστεναγμος και υστερα μιλησε.
«Μου αρεσει το ονομα σου. Ειναι ομορφο.»
Σηκωσε λιγο το κεφαλι της και υστερα εβγαλε μια μικρη κραυγη κρυβοντας το παλι στο λαιμο μου. Ειχε γατζωθει κυριολεκτικα επανω μου και η ανασα της ηταν πιο γρηγορη. Γελασα αθελα μου και της χαιδεψα την πλατη.
«Σταματα να γελας! Δεν ειναι καθολου αστειο.»
«Εγω σου ειπα να μην κοιταξεις κατω. Ευτυχως για σενα, φτανουμε.» γελασα παλι και πεταξα προς ενα σκοτεινο δρομακι. Κατεβηκα αλλα εκεινη παρεμενε γατζωμενη επανω μου. Μαζεψα τα φτερα μου και εγινα παλι ανθρωπος. Σχεδον ανθρωπος.
«Μονα, κοιταξε με.» ψιθυρισα στο αφτι της και σιγα σιγα χαλαρωσε το κρατημα της. Το προσωπο της συναντησε το δικο μου και τα ματια της με εγκλωβησαν.
«Τα ματια σου ειναι διαφορετικα.» ειπε και απομακρυνε μια τουφα απο τα μαλλια μου που ειχε πεσει μπροστα. Μας χωριζαν μολις μερικα εκατοστα μεχρι τα χειλη μας να συναντηθουν και αυτο θα γινοταν αν καποιος δεν μας ειχε διακοψει.
«Εδω εισαστε!» αναφωνησε ο Κλοντ και μας πλησιασε. Εκεινη ειχε κοκκινησει και εγω ανακατεψα τα μαλλια μου νευρικα.
«Συγγνωμη για την χαλαστρα αλλα βαρεθηκα να περιμενω. Διεκοψα κατι?» ειπε και τον εσπρωξα για να προχωρησουμε. Εκεινη εχωσε το χερι της μεσα στο δικο μου και γελασε.
«Θα σε σκοτωσω.» τον απειλησα και εκεινη συνεχισε να γελαει μαζι μας.
Οταν φτασαμε εξω απο την πυλη σταματησαμε και εκεινη μας κοιταξε και τους δυο περιεργα. Ο Κλοντ εκανε μια κινηση θεατρικη και της εδειξει το λουνα παρκ. Το προσωπο της φωτιστηκε και αμεσως χαμογελασε.
«Στο λουνα παρκ? Εχω να ερθω απο πολυ μικρη!» αναφωνησε και με τραβηξε για να μπουμε μεσα.
Οι ωρες περασαν και δεν τις καταλαβαμε. Παιξαμε σχεδον σε ολα τα παιχνιδια και καποια στιγμη η Μονα προσπαθουσε να μας πεισει να φαμε παγωτο. Ουτε εγω αλλα ουτε και ο Κλοντ δεν την γλιτωσαμε και αντι να το φαμε πεταγαμε ο ενας στον αλλον τις μπαλες και κυνηγιομασταν σαν μικρα παιδια με αποτελεσμα να γεμισουμε απο πανω εως κατω με παγωτο. Φυσικα μετα επρεπε να υποστει και εκεινη τις συνεπειες και γι’ αυτο της καναμε το ιδιο. Ποτε δεν μπορουσα να με φανταστω σε μια τετοια θεση οπως ουτε και τον Κλοντ.
Καθως γυριζαμε πισω ο Κλοντ μας αφησε μονους και εφυγε για το δικο μου διαμερισμα. Εγω ειχα υποσχεθει στην Μονα οτι θα την παω σπιτι πρωτα και ετσι και εκανα. Οταν φτασαμε προσγειωθηκα στο μπαλκονι της και καθησα πανω στο καγκελο διχως να κλεισω τα φτερα μου. Μπηκε μεσα για να ελεγξει τον χωρο και βγηκε παλι μετα απο μερικα λεπτα. Η νυστα φαινοταν στα ματια της.
«Ενταξει. Ευτυχως δεν καταλαβε κανεις οτι ελειπα.» ειπε και ακουμπησε με την πλατη της στον τοιχο απεναντι μου. Της χαμογελασα και κοιταξα τον ηλιο της Τεργεστης που ανετειλε. Εμοιαζε διαφορετικος σημερα.
«Θελεις να ερθεις μεσα να καθησουμε?»
«Θα το ηθελα πολυ μα πρεπει να φυγω. Δουλευω σε δυο ωρες και ειμαι ολοκληρος πασαλειμενος με παγωτο.» γελασα και γελασε και εκεινη.
«Ενταξει τοτε. Σ’ ευχαριστω για την βολτα και γενικα για οτι κανεις για μενα.»
«Ευχαριστηση μου.»
Μια αμηχανια απλωθηκε στην ατμοσφαιρα και ευχομουν να ηξερα τι σκεφτοταν. Χωρις να το καταλαβω τα σωματα μας ειχαν πλησιασει τοσο κοντα και τα χειλη μας ηταν ετοιμα να ερθουν σε επαφη. Η αναπνοη μου εγινε πιο βαρια και αρχισα να ποναω. Η μυρωδια της γινοταν ενα με τον αερα και ηθελα τοσο πολυ να αφησω το αιμα της να τρεξει μεσα μου. Επρεπε να σταματησω αλλα δεν μπορουσα. Ηθελα να την φιλησω, να την παρω στην αγκαλια μου, να νιωσω το αγγιγμα της.

Με κοιταξε στα ματια μενοντας για λιγο ακινητη και αναστεναξε. Ακουμπησε τα χειλη της στο μαγουλο μου αφηνοντας ενα φιλι και απομακρυνθηκε λιγο. Χαμογελασε και μπηκε μεσα. Εμεινα ακινητος για μερικα δευτερα και υστερα πηδηξα στο κενο αφηνοντας τα φτερα μου να με οδηγησουν διοτι εγω δεν σκεφτομουν τιποτα αλλο περα απο τα ματια της.


Merian