Στα χέρια ενός δαίμονα (Κεφάλαιο 4)

Μοναλιζ
Μπηκα μεσα στο δωματιο και ολα ηταν οπως τα ειχα αφησει. Ευτηχως κανεις δεν ειχε καταλαβει την απουσια μου και ειδικα ο Λιο. Θα ειχα αρκετους μπελαδες αν δεν με ειχε βρει εδω.
Πεταξα τα παπουτσια μου σε μια ακρη και επεσα στο κρεβατι με τα ρουχα. Πρωτη φορα μετα απο εβδομαδες ενιωθα την ενεργεια να ρεει μεσα στο σωμα μου. Ειχα ξεχασει πως ειναι να νιωθεις ζωντανη. Εκεινος με εκανε να νιωθω ετσι. Ο αγγελος με τα πρασινα ματια. Ο δικος μου αγγελος. Ετσι τον εβλεπα εγω. Ηταν εκεινος που ηρθε και με εβγαλε απο την θλιψη που ενιωθα. Προσπαθουσε να με πεισει οτι ειναι επικινδυνος αλλα ηξερα οτι δεν ηταν. Η εμφανιση του μπορει να εμοιαζε με δαιμονα μα δεν ηταν. Οχι στη ψυχη.
Εκλεισα τα ματια και εφερα το προσωπο του στο μυαλο μου οπου υστερα εγινε ενα ονειρο. Κοιμηθηκα με την σκεψη του. Στα ονειρα μου οι σκηνες απο αυτο το βραδυ που περασε γινονταν σε επαναληψη. Βεβαια δεν προλαβα να τις χαρω γιατι περα απο τον χρονο που μας πιεζε ειχα και ενα απροσμενο ξυπνημα.
Καθως γυρισα πλευρο στον υπνο μου κατι βρισκοταν μπροστα μου. Ανοιξα λιγακι τα ματια μου για να δω και ενω τα εκλεισα τα ανοιξα παλι διαπλατα και κολλησα στον τοιχο τρομαγμενη. Ο Λιο βρισκοταν διπλα μου ξαπλωμενος και με κοιτουσε. Τα κοντοκουρεμενα μαλλια του ηταν ανακατεμενα και απο την μεση και πανω ηταν γυμνος. Ευτυχως απο την μεση και κατω φορουσε πιτζαμα.
«Πηγαμε βολτα παλι χθες το βραδυ, γλυκα?» ειπε εκεινος και χαμογελασε με εκεινον τον αθλιο τροπο που το εκανε παντα. Ειχα ξεχασει να βαλω πιτζαμες και ημουν ακομη με τα ρουχα.
«Τι κανεις εσυ εδω? Φυγε αμεσως αλλιως θα αρχισω να φωναζω.» ειπα τρομοκρατημενα και σηκωθηκα για να παω προς την πορτα. Πριν την φτασω με αρπαξε και με κολλησε με τα μουτρα στον τοιχο. Κολλησε το σωμα του απο πισω μου και εχωσε το χερι του μεσα απο τα μαλλια μου. Τα τραβηξε με δυναμη και εβγαλα μια κραυγη.
«Μην κανεις τον κοπο να φωναξεις. Δεν ειναι κανεις εδω.» ειπε και κοκαλωσα. Ημασταν μονοι στο σπιτι και αυτο ηταν πολυ κακο.
Αφησε τα μαλλια μου ελευθερα και τυλιξε τα χερια του στην μεση μου. Σιγα σιγα τα εβαλε μεσα απο την μπλουζα μου και αρχισε να την ανεβαζει προς τα πανω. Επρεπε να κανω κατι. Αν συνεχιζε δεν θα ειχε καλα αποτελεσματα.
Ξαφνικα με γυρισε μπροστα ετσι ωστε να με κοιταζει και αρχισε να με φιλαει στον λαιμο. Οσο πηγαινε και κατεβαινε τοσο η καρδια μου κοντευε να σταματησει. Διχως να χασω ευκαιρια τιναξα το ποδι μου σε μια κλοτσια και ευτυχως τον πετυχα στην απαγορευμενη περιοχη. Εκεινος διπλωθηκε στα δυο απο τον πονο και βρηκα ευκαιρια να βγω εξω. Ετρεξα στον διαδρομο και ενω κατεβαινα τις σκαλες τον ακουσα να με ακολουθει.
«Μονα σταματα!» φωναξε και ετρεχε απο πισω μου. Εγω ετρεξα στην κουζινα και αρπαξα ενα μαχαιρι απο την θηκη που ηταν πανω στον παγκο. Γυρισα προς το μερος του και εστρεψα το μαχαιρι εναντιον του.
«Αν με πλησιασεις ξανα θα σε σκοτωσω.» τον απειλησα αλλα δεν ημουν τοσο σιγουρη. Φοβομουν πολυ.
«Μην γινεσαι γελοια. Αφησε το μαχαιρι κατω.» χαμογελασε και ετεινε το χερι του για να με σταματησει. Απο κει που δεν το περιμενα μου ορμισε και καταφερε να παρει το μαχαιρι. Με εριξε κατω στο πατωμα και ενω επεσε απο πανω μου το μαχαιρι πεταχτηκε μακρια. Προσπαθησε να με ακινητοποιησει και τα καταφερε. Οσο και να προσπαθουσα, οσο και να κλοτσαγα δεν τα καταφερνα.
«Σταματα ειπα!» ειπε και μου εχωσε μια δυνατη σφαλιαρα. Τα ματια μου δακρυσαν και συνεχισα παρολα αυτα να χτυπιεμαι. Αμεσως μου εδωσε μια πιο δυνατη απο το αλλο μαγουλο και το ενιωσα πιο πολυ σαν μπουνια παρα σαν σφαλιαρα. Εκει ηταν που σταματησα και μονο λυγμοι εβγαιναν απο μεσα μου. Φοβομουν να φωναξω μηπως και με ξαναχτυπησει. Αρχισε παλι να με φιλαει και να με χουφτωνει οπου βρει. Ξαφνικα απο καπου ακουστηκε ενας θορυβος και η πορτα που ανοιξε.
«Λιο! Μονα! Γυρισαμε!» φωναξε η θεια μου και ο Λιο με κοιταξε αναστατωμενος.
«Γλιστρισες, επεσες και ηρθα να σε βοηθησω. Το καταλαβες?» ψιθυρισε και με ταρακουνησε. Κουνησα το κεφαλι τρομαμενα καταφατικα και εκεινος σηκωθηκε απο πανω μου. Καθησε διπλα μου και μου απλωσε το χερι. Εκεινη την στιγμη η θεια μου μπηκε στην κουζινα και με ειδε πεσμενη κατω και ηρθε τρεχοντας να δει τι εγινε. Εγω δεν ειχα κουνηθει.
«Μονα? Τι εγινε? Που χτυπησες?» με ρωτησε ανησυχα και με βοηθησε να σηκωθω. Ζαλιζομουν απο τα χτυπηματα και γι’ αυτο καθησα κατω για να συνελθω.
«Λιο πες μου αμεσως τι εγινε!» φωναξε η θεια μου και σηκωθηκε για να μου φερει λιγο παγο. Τοσο χαλια ειχα γινει?
«Μην φωναζεις ρε μαμα. Ημουν στο δωματιο μου και ακουσα μια κραυγη. Κατεβηκα και ειδα την Μονα πεσμενη κατω. Μου ειπε οτι γλιστρησε και οτι ειχε χτυπησει στο προσωπο. Πηγα να την βοηθησω και εκει μπηκατε εσεις.» εξηγησε με τοση φυσικοτητα που με αηδιαζε. Ο παλιοψευτης.
«Ετσι εγινε Μονα?» ειπε σε μενα η θεια μου και μου ακουμπησε τον παγο στο μαγουλο. Ενιωσα ενα τσουξιμο. Τραβηχτηκα λιγο και κουνησα καταφατικα το κεφαλι. Δεν μπορουσα να αρθρωσω λεξη. Εκεινη αναστεναξε και μου εδωσε τον παγο.
«Προσεχε αλλη φορα γλυκια μου. Εχει μελανιασει το μισο σου προσωπο. Μπορει να ειχες χτυπησει χειροτερα. Λιο πηγαινε την επανω να ξαπλωσει λιγο και θα ανεβω εγω σε λιγο να την δω.» ειπε και εκεινος χαμογελασε.
«Ευχαριστως μαμα.» απαντησε και με βοηθησε να σηκωθω. Εβαλε το χερι του γυρω απο την μεση μου για να με στηριξει και με βοηθησε να ανεβω τις σκαλες. Φυσικα μολις δεν μας εβλεπαν τιναχτικα απο την αγκαλια του και στηριχτηκα στον τοιχο για να παω στο δωματιο μου.
«Μπορω και μονη μου.» ειπα και μπηκα μεσα αφηνοντας την πορτα ανοιχτη.
«Θα ξαναρθω γλυκα.» ειπε ο Λιο και εφυγε για το δωματιο του. Εριξα μια ματια στον καθρεφτη πριν καθησω στο κρεβατι. Τ0 δεξι μου μαγουλο ηταν μελανιασμενο και ελαχιστα πρισμενο. Παω στοιχημα οτι αυριο θα ηταν ακομα χειροτερα. Ξαπλωσα στο κρεβατι και κουλουριαστηκα σε μια μπαλα. Αμεσως δακρυα καυτα κυλησαν απο τα ματια μου. Δεν το αντεχα αλλο αυτο. Ευχομαι να πεθαινα καλυτερα παρα να τα ζω ολα αυτα. Γιατι εγω? Γιατι σε ‘μενα? Γκρεγκ σε χρειαζομαι. Που εισαι?
Πιθανοτατα με πηρε ο υπνος γιατι οταν ανοιξα τα ματια μου ηταν απογευμα και το ρολοι πανω στο κομοδινο μου εδειχνε εξι και μιση. Αυτο που με ξυπνησε ηταν η θεια μου που ηρθε για να μου φερει παγο. Στην αρχη τρομαξα γιατι νομιζα οτι ηταν παλι αυτος μα οταν ειδα το προσωπο της ηρεμησα.
«Πως εισαι γλυκια μου?» ειπε και με χαιδεψε στα μαλλια.
«Καλα.» απαντησα μα δεν μπορουσα να την κοιταξω στα ματια. Της ειχα πει ψεματα και δεν το ηθελα.
Μειναμε εκει για λιγη ωρα διχως να μιλαμε. Μου ειχε φερει και φαγητο σε εναν δισκο απο το μεσημερι αλλα ετρωγα πολυ μικρες μπουκιες γιατι δεν μπορουσα να μασησω καλα. Εκεινη ηταν λιγο περιεργη. Εμοιαζε σαν να την βασανιζε κατι.
«Θεια, συμβαινει κατι?» ξεκινησα πρωτη την συζητηση.
«Οχι, ναι. Θελω να πω πως κατι συμβαινει.» ειπε ανησυχα αλλα δεν με κοιταξε.
«Λοιπον? Σε ακουω.» την παροτρινα.
«Το μεσημερι βρηκα ενα μαχαιρι στο πατωμα της κουζινας πεταμενο και θα ηθελα να μαθω πως βρεθηκε εκει. Ρωτησα και τον Λιο και μου ειπε οτι δεν ξερει και να ρωτησω εσενα.»
Γαμωτο! Το ειχα ξεχασει το μαχαιρι. Μακαρι να μπορουσα να της πω πως ενιωθα και τι εγινε στην πραγματικοτητα. Πως ο γιος της ηταν ενα διεστραμενο καθαρμα που ειχε βαλθει να μου κανει την ζωη ενα μαρτυριο. Δεν μπορουσα. Ημουν αναγκασμενη να της πω ψεμματα.
«Εμ, μου επεσε οταν γλιστρησα. Ειχα κατεβει για να το παρω γιατι το χρειαζομουν εδω και καθως πηγα να φυγω εκει επεσα.» ειπα και ενιωσα ενα βαρος να καθεται στο στομαχι μου. Εκεινη κουνησε καταφατικα το κεφαλι και σηκωθηκε για να με αφησει να ηρεμησω. Ετσι μου ειπε τουλαχιστον. Καθως εφυγε μετα απο λιγο μπηκε μεσα ο Λιο. Για μια στιγμη τρομαξα οτι θα εκανε κατι αλλα δεν νομιζω να τολμουσε με τους γονεις του στο κατω πατωμα.
«Ακουσα την δικαιολογια σου. Εισαι καλη ε?»
«Αναγκαστηκα και ειπα ψεμματα.» ειπα και ευχομουν να εκανε μεταβολη και να εφευγε. Οσο εμενε εδω δεν μπορουσα να ηρεμησω.
«Δεν θα χρειαζοταν αν καθοσουν ηρεμη απο την αρχη.» ειπε και χαμογελασε.
«Δεν προκειτε να παρεις αυτο που θες. Τωρα ασε σε με στην ησυχια μου σε παρακαλω. Αρκετα εκανες.»
Εστρεψα αλλου το βλεμμα μου και μετα απο λιγο εκεινος εφυγε. Αμεσως σηκωθηκα και κλειδωσα την πορτα. Απο κατω ακουστηκε η φωνη της θειας μου που φωναζε οτι θα εφευγαν και αυτο σημαινε οτι θα εμενα ολο το απογευμα κλειδωμενη εδω μεσα. Τουλαχιστον ειχα χρονο για να κανω εργασιες για την καινουργια χρονια στο σχολειο και γενικα οτιδηποτε μου ερχοταν για να μην σκεφτομαι. Το ματι μου επεσε στον χαρτοκοπτη που ηταν παρατημενος πανω στο γραφειο μου. Τον κοιταξα για λιγο και ασυναισθητα αρχισα να βγαζω ενα ενα τα βραχιολια μου. Οταν εβγαλα και το τελευταιο αποκαλυφθηκαν πανω απο δεκαπεντε χαρακιες στην μεσα πλευρα του χεριου μου. Ανοιξα τον χαρτοκοπτη και ακουμπησα την λεπιδα σε οποιο σημειο βρηκα ελευθερο. Πιεσα και τραβηξα σιγα σιγα. Αιμα βγηκε απο την πληγη και σε λιγοτερο απο ενα λεπτο ειχα μια ακομα χαρακια τουλαχιστον δεκα εκατοστων. Σκουπησα τα αιματα και εκρυψα καθε αποδειξη. Φορεσα παλι στρατηγικα τα βραχιολια μου και αρχισα παλι το διαβασμα σαν να μην ειχε γινει τιποτα. Δεν ενιωθα ουτε πονο, ουτε τσουξιμο, ουτε τιποτα. Ειχα παψει να νιωθω πλεον.
Μετα απο μερικες ωρες διαβασματος ειχε νυχτωσει πλεον. Καθε τρεις και λιγο κοιτουσα το παραθυρο μηπως και εμφανιστει εκεινος αλλα δεν ηταν πουθενα. Ηταν ο μονος που ηθελα να δω μετα απο ολη αυτη την μερα. Εκεινος θα με εκανε σιγουρα να νιωσω καλυτερα.
Το δωματιο ηταν πολυ ζεστο. Εκανα ενα μπανιο και ειχα φορεσει ενα μαυρο σορτσακι και ενα τιραντακι για να καθησω αλλα και παλι ζεσταινομουν. Τα μαλλια μου ουτε κατα διανοια δεν τα ειχα σηκωσει ψηλα. Δεν ηθελα να φανει ουτε ιχνος απο το χτυπημα στο προσωπο μου και γι’ αυτο τα χρησιμοποιουσα σαν κουρτινα. Καποια στιγμη σηκωθηκα και ανοιξα την μπαλκονοπορτα για να μπει αερας. Η ωρα ηταν δωδεκα και κατι και ολοι κοιμοντουσταν μεσα στο σπιτι. Βγηκα στο μπαλκονι και στηριξα τα χερια μου στα καγκελα. Κοιταξα τον εναστρο ουρανο. Το φεγγαρι ηταν φωτεινο και δεν υπηρχε ιχνος απο συννεφα. Ολα ηταν τοσο ησυχα εδω εξω. Κοιταξα κατω τον δρομο. Μου ερχοταν να πηδηξω απο το μπαλκονι και να δωσω ενα τελος σε ολα αλλα δεν ξερω γιατι δεν το εκανα ακομα. Τι με εμποδιζε.
Ξαφνικα την ωρα που πηγα να μπω μεσα κατι προσγειωθηκε απο πισω μου και με εκανε να τιναχτω. Ηταν εκεινος. Τα φτερα του δεν φαινονταν πουθενα και εμοιαζε φυσιολογικος. Μαλλον ειχε αλλαξει για να μην με τρομαξει. Ειχε αφησει τα μαλλια του κατω και το προσωπο του εδειχνε γαληνιο.
«Ει.» ειπε και χαμογελασε.
«Γεια.» απαντησα κουρασμενα μα δεν μπορουσα να του χαμογελασω.
«Τι κανεις εδω?» ρωτησα χαμηλοφωνα και τον ειδα εκπληκτο. Τι με ειχε πιασει? Μεχρι πριν λιγο παρακαλουσα να ηταν εδω μαζι μου.
«Δεν ηθελες να ερθω? Θα φυγω τοτε.» ειπε και γυρισε την πλατη του ετοιμος να χαθει στις σκιες.
«Περιμενε!»
Σταματησε και γυρισε να με κοιταξει.
«Απλως δεν ηθελα να με δεις ετσι.» παραδεχτηκα και κρυφτηκα πισω απο α μαλλια μου. Καθησα πανω στο κρεβατι και τυλιξα τα ποδια με τα χερια μου. Εκεινος μπηκε μεσα και καθησε στην καρεκλα του γραφειου. Με κοιταξε προβληματισμενος.
«Τι εγινε?» με ρωτησε ανησυχα αλλα δεν μπορουσανα του απαντησω. Δακρυα κυλησαν απο τα ματια μου και ενιωσα την καρδια μου να ποναει. Ακουμπησα το μετωπο στα γονατα μου και αφησα εναν λυγμο να βγει απο μεσα μου. Εκεινος ηρθε και καθησε διπλα μου. Τυλιξε τα χερια του γυρω μου και για μια στιγμη κοκαλωσε. Δεν ξερω τι εκανε αλλα δεν μου φαινοταν απλο παγωμα. Ανασηκωθηκα λιγο και τον κοιταξα. Ανασηκωθηκε και αυτος και με κοιταξε με ενα βλεμμα περιεργο. Δεν ηξερα αν δηλωνε θυμο η εκπληξη αλλα μπορει να ηταν και τα δυο. Ισως και πολλα ακομη συναισθηματα. Ηξερε. Ειχε δει τι ειχε γινει με τον Λιο.
«Γκρεγκ? Εισαι καλα?»
«Δειξε μου. Σε παρακαλω.»
Καταλαβα τι εννοουσε. Ηθελε να του δειξω το χτυπημα ομως εγω φοβομουν. Δεν ηξερα ποια θα ηταν η αντιδραση του. Παντως ακομα εδειχνε ψυχραιμος. Δεν ειχα επιλογη παρα να το κανω. Αναστεναξα και υστερα τραβηξα τα μαλλια μου απο την μια πλευρα στην αλλη αποκαλυπτοντας ετσι το προσωπο μου. Εκεινος το κοιταξε διχως καμια εκφραση στο προσωπο του και μετα απο μερικα δευτερα τιναχτικε ορθιος.
«Θα τον σκοτωσω!» αναφωνησε και πηγε προς την πορτα. Σηκωθηκα και πηγα τρεχοντας για να τον σταματησω. Ευτυχως που ειχα κλειδωσει και αυτο τον καθυστερησε.
«Σε παρακαλω σταματα.» τον παρακαλεσα μα εκεινος δεν μπορουσε να ηρεμησει.
«Πως να σταματησω? Σου εκανε κατι τετοιο και περιμενεις να καθησω με στραυρωμενα τα χερια? Δεν προκειτε.» ειπε και εμοιαζε τρελαμενος. Πηγαινοερχοταν περα δωθε βριζοντας μεχρι που αναγκαστηκα να τον πιασω απο τα μπρατσα και να τον σταματησω. Με κοιταξε και αμεσως η εκφραση του μαλακωσε. Επιασε τα χερια μου και τα κρατησε μεσα στα δικα του.
«Δεν θελω να σου ξανασυμβει κατι τετοιο. Θελω να παω εκει μεσα και να τον σκοτωσω με τον πιο βαναυσο τροπο που υπαρχει.»
«Σε παρακαλω Γκρεγκ σταματα. Καντο για μενα. Μην κανεις τιποτα απο ολα αυτα.» τον παρακαλεσα και ακουμπησα το κεφαλι μου το στηθος του. Ειχα κουραστει απο ολα. Εκεινος αναστεναξε και με τραβηξε προς την καρεκλα. Καθησε και με τυλιξε στην αγκαλια του.
«Δεν μπορεις να φανταστεις ποσο δυσκολο ειναι. Το κανω μονο και μονο για σενα.» ειπε ηρεμα και μειναμε ετσι για λιγη ωρα. Εγω ειχα κουρνιασει επανω του και χαλαρωνα με τον ρυθμο της ανασας του. Ηθελα αυτη η νυχτα να διαρκουσε πολυ. Ηθελα να μην τελειωνε ποτε. Καποια στιγμη αρχισε να μουρμουραει μια μελωδια παρα πολυ ομορφη. Ηταν ενα νανουρισμα το οποιο με εκανε να χαλαρωσω τοσο ετσι ωστε να με παρει ο υπνος επανω του.
Δεν ειχα ονειρα. Μονο μια μαυρη εικονα στο μυαλο μου και απο πισω να ακουγεται το νανουρισμα του. Ενιωθα ξαπλωμενη και το σωμα μου βαρυ. Δεν ημουν πλεον στην αγκαλια του αλλα τον ενιωθα κοντα μου. Ηταν εκει. Σιγα σιγα ανοιξα τα ματια και απλετο φως απο το παραθυρο με τυφλωσε. Τα ανοιξα παλι και τον ειδα μπροστα μου. Καθοταν οκλαδον στο πατωμα και με κοιτουσε. Εγω ημουν ξαπλωμενη στο κρεβατι και σκεπασμενη με το σεντονι. Του χαμογελασα και εκεινος μου ανταπεδωσε το χαμογελο.
«Καλημερα.» γουργουρησα χαμηλοφωνα.
«Καλημερα αγγελουδι.» ειπε και πηρε μια τουφα απο τα μαλλια μου που ειχε πεσει μπροστα και την τυλιξε γυρω απο το αφτι μου. Δεν κουνηθηκα παρα εμεινα εκει να τον κοιταζω.
«Ποση ωρα καθεσαι ετσι?»
«Ολο το βραδυ.» ειπε και χαμογελασε. Αμεσως κοκκινησα και ενιωσα ντροπη. Δηλαδη με εβλεπε να κοιμαμαι ολο το βραδυ? Κοιταξα το ρολοι. Ειχε παει δεκα το πρωι. Ηταν η ωρα που ολοι ξυπνουσαν.
«Δεν εχεις δουλεια σημερα?» ειπα καθως συνηδειτοποιησα την ωρα.
«Οχι. Εχω ρεπο σημερα.»
Δεν μιλησαμε αλλο. Μειναμε μονο εκει να κοιταζουμε ο ενας τον αλλον. Τα ματια του ελαμπαν στο φως της ημερας. Ηθελα να με τυλιξει παλι στην αγκαλια του. Σηκωθηκα διχως να το σκεφτω και καθησα στο πατωμα και εγω. Σηκωσα τα χερια ψηλα και χαμογελασα.
«Σε πειραζει?» ρωτησα και φυσικα εννοουσα να με παρει αγκαλια. Αντι να μου απαντησει με τραβηξε κοντα του. Ηταν το πιο ωραιο ξυπνημα που θα μπορουσε να εχει καποιος. Ειχα κουρνιασει στα ποδια του και εκεινος χαιδευε τις παλαμες μου. Ειχα ξεχαστει τοσο στο αγγιγμα του που ενιωθα να βρισκομαι σε εναν αλλον κοσμο. Μακρια απο ολα οσα ειχαν γινει την προηγουμενη μερα. Αυτοματα κοιταξα τα χερια μου και επανηλθα στην πραγματικοτητα. Απομακρυνθηκα απο την αγκαλια του και σηκωθηκα ορθια. Σηκωθηκε και εκεινος και σταθηκε απο πισω μου. Δεν με αγγιξε αλλα ουτε και μιλησε. Φορεσα ενα απο τα ψευτικα χαμογελα μου και υστερα απο δυο λεπτα τον αντικρισα παλι.
«Τι θα ελεγες για πρωινο?» ρωτησα και μου φανηκε καπως εκπληκτος.
«Μονα δεν ειμαι ανθρωπος. Δεν τρωω κανονικο πρωινο.» γελασε νευρικα και προσπαθησα να παρω το υφος του κουταβιου. Αυτο παλια επιανε οταν ηθελα μια χαρη.
«Τουλαχιστον θα με βοηθησεις να φτιαξω για μενα? Σε παρακαλωωω!»
«Και οι θειοι σου? Τι θα τους πουμε? Γεια σας ηρθαμε να φτιαξουμε πρωινο?» με ειρωνευτικε αλλα ειχε δικιο. Τοτε μου ηρθε μια αναλαμπη. Σημερα εφευγε ο ξαδερφος μου για δεκα μερες διακοπες και θα τον πηγαιναν στο σταθμο του τρενου και ευτυχως για μενα θα εφευγαν οπου να’ ναι.
«Θα φυγουν σε λιγο ολοι τους και θα αργησουν για το υπολοιπο της ημερας. Θα ειμαστε μονοι στο σπιτι.» ειπα και κοκκινησα. Ηταν διαφορετικο να ειμαστε μονοι για λιγες ωρες και διαφορετικο για μια ολοκληρη μερα.
«Και μεχρι να φυγουν τι θα κανουμε?» ρωτησε και οντως ειχε ενα δικιο. Σηκωσα τους ωμους ανηξερα και πλησιασα τον καθρεφτη. Κοιταξα το ειδωλο μου και κοκκινησα ακομα περισσοτερο απο πριν. Τα μαλλια μου ηταν ενας θαμνος απο μπουκλες, το προσωπο μου αγουροξυπνημενο και το χτυπημα σχεδον αορατο και φορουσα μονο ενα σορτσακι και ενα τιρανακι. Τα ποδια και τα χερια μου ηταν γυμνα εκτος απο τα σημεια στους καρπους μου που ηταν καλυμενοι με βραχιολια. Επρεπε να ντυθω πριν κατεβω κατω να δω τι γινετε και φυσικα δεν ηθελα να ημουν ετσι μπροστα του. Τον κοιταξα με ενα δειλο γελακι.
«Θελω να ντυθω.» ειπα ντροπαλα και κοκκινησα ακομα περισσοτερο.
«Ναι! Φυσικα. Θα ειμαι εξω.» απαντησε και εκεινος νευρικα και την ωρα που πηγε να βγει καποιος χτυπησε την πορτα. Με κοιταξε αποτομα και μου εδειξε οτι καποιος ηταν στο διπλα μπαλκονι. Τι θα κανουμε τωρα? Κοιταξα γυρω μου τρομοκρατημενη και του εδειξα την ντουλαπα μου. Η πορτα συνεχισε να χτυπαει. Εκεινος χωθηκε μεσα και την εκλεισα οσο μπορουσα γιατι δεν χωρουσε. Εστρωσα τα μαλλια μου και ξεκλειδωσα. Οταν ανοιξα το αιμα μου παγωσε. Ο ξαδερφος μου στεκοταν στην πορτα και με κοιτουσε απο πανω ως κατω.
«Τι θες εσυ εδω?» ρωτησα αποτομα.
«Ηρθα να δω τι θα μου λειψει οσο θα λειπω. Ειχα δικιο για το σωμα σου. Ειναι εκθαμβωτικο.»
«Φυγε αυτη την στιγμη απο το δωματιο μου.»
«Ηρεμα μωρο μου γιατι αλλιως δεν θα τα παμε καλα.» ειπε και πηγε να με αγγιξει στο προσωπο. Τιναξα το χερι του μακρια και με αρπαξε απο τον λαιμο και με εφερε κοντα του.
«Αν μαθω οτι ειδες αυτον τον γελοιο οσο ελειπα αυτο που σου εκανα εχθες δεν θα ειναι τιποτα μπροστα σε αυτα που θα σου κανω. Συνεννοηθηκαμε?»
Το χερι του ηταν σαν μεγγενη στον λαιμο μου που εσφιγγε οσο εγω δεν απαντουσα. Κουνησα καταφατικα το κεφαλι και εκεινος με αφησε και γυρισε να φυγει. Κλειδωσα την πορτα πισω μου και κοιταξα το κενο. Ο Γκρεγκορι δεν ειχε βγει ακομα εξω. Ανοιξα τα φυλλα της ντουλαπας και εκεινος τιναχτηκε εξω. Καθησε στο κρεβατι μου και εσφιξε τις γροθιες του.
«Θα τον σκοτωσω. Δεν υπαρχει περιπτωσει να αντεξω. Θα κατεβω κατω και θα του ξεριζωσω την καρδια!»
Ηταν εξαλλος και δεν ηξερα πως να τον ηρεμησω. Αν τον αφηνα να παει κατω τα πραγματα θα ηταν πολυ δυσκολα. Επρεπε να το σταματησω αυτο. Τον πλησιασα αργα και καθησα διπλα του. Εβαλα τα χερια μου στο προσωπο του. Τον κοιταξα βαθεια μεσα στα ματια. Εδειχναν θλιψη και θυμο.
«Σε παρακαλω, ηρεμησε. Μην κανεις τιποτα επικινδυνο.»
Η φωνη μου ηταν μαλακη και ηρεμη. Εκρυβα καθε ενταση μεσα μου μονο και μονο για να τον ηρεμησω. Ευτυχως η εκφραση του μαλακωσε και εβαλε τα χερια μου μεσα στα δικα του. Ειμασταν τοσο κοντα ο ενας με τον αλλον.
«Δεν μπορω, Μονα. Οσο υπαρχει αυτος γυρω σου δεν θα μπορω να ειμαι ηρεμος.»
«Καν’το για μενα.» ψιθυρισα και ενιωθα πολυ χαλια που τον εβαλα σε αυτη την διαδικασια.
«Ο λογος που δεν του εχω κανει τιποτα ως τωρα ειναι επειδη μου το εχεις ζητησει εσυ. Προσπαθω να μεινω μακρια σου για να σε προστατεψω αλλα δεν μπορω πια. Μου ειναι πολυ δυσκολο.» αναστεναξε και εκλεισε τα ματια του για μερικα δευτερολεπτα. Εγω ασυναισθητα χαμογελασα και απο κει που δεν το περιμενε ορμησα στην αγκαλια του και τον εριξα πισω. Τα χειλη μας συγκρουστηκαν σε ενα φιλι. Ουτε εγω περιμενα μια τετοια αντιδραση απο μενα και δεν ξερω πως μου βγηκε ετσι αυθορμητα. Τουλαχιστον το ηθελα. Εκεινος στην αρχη ειχε κοκαλωσει αλλα υστερα τυλιξε τα χερια του γυρω μου και με πιεσε επανω του.
Ποτε στην ζωη μου δεν ειχα δωσει ενα τετοιο φιλι. Τα χειλη του ηταν απαλα και ο τροπος που με αγγιζε και με φιλουσε εβγαζε μια τρυφεροτητα. Αλλα τι εκανα? Και αμα δεν το ηθελε εκεινος? Επρεπε να ξεκολλησω τα χειλη μου απο τα δικα του μα μου ηταν δυσκολο. Αν δεν το εκανε εκεινος δεν ξερω μεχρι που θα εφτανε ολο αυτο. Ακουμπησα τα χερια μου στους ωμους του και προσπαθησα να απομακρυνθω. Εκεινος δεν εφερε καμια αντισταση και με αφησε να κανω την κινηση μου. Αφησα το βαρος μου να με ριξει διπλα του αλλα δεν σταματησα να τον εχω αγκαλια. Τον κοιταξα βαθεια μεσα στα ματια και αναστεναξα. Σιγα μην με ηθελε με αυτον τον τροπο. Με λυποταν αυτο ηταν ολο και τιποτα αλλο.
«Μην σκεφτεσαι τετοια πραγματα.» ψιθυρισε και μου χαιδεψε το μαγουλο.
«Και παλι ομως δεν ειναι σωστο, ε?»
Δεν ηταν τοσο ερωτηση οσο δηλωση. Ακομα και αν με ηθελε με τον τροπο που τον ηθελα εγω κατι μας εμποδιζε. Ηθελα να μαθω τι ηταν αυτο αλλα φοβομουν μην τον πληγωσω η οτιδηποτε τετοιο.
«Ειναι περιπλοκο. Δεν θα θες να εισαι μαζι μου. Δεν ειμαι ανθρωπος και κανονικα δεν θα επρεπε καν να μου μιλας.»
«Σε θελω κοντα μου ομως. Εισαι ο μοναδικος που με κανει και νιωθω ζωντανη.» ειπα δειλα και ηταν η πρωτη φορα που παραδεχομουν κατι τετοιο δυνατα. Εκεινος με τραβηξε κοντα του και με φιλησε στο μετωπο. Δεν θα ηταν ποτε εφικτο κατι τετοιο.
«Καλυτερα τα πραγματα να μεινουν οπως ειναι. Καποια μερα θα σου εξηγησω την κατασταση και ισως τοτε να καταλαβεις.» ειπε χαμηλοφωνα αλλα ειχε δικιο. Δεν ειπα τιποτα αλλο και απλα εμεινα εκει ξαπλωμενη να κοιταζω το ταβανι του δωματιου μου.
«Μονα! Εμεις φευγουμε!» φωναξε η θεια μου απο τον κατω οροφο και ενιωσα ενα βαρος να φευγει απο πανω μου μαζι τους. Περιμενα λιγο και υστερα γυρισα και τον κοιταξα.
«Φυγανε?» ψιθυρισα και εκεινος αντι για απαντηση σηκωθηκε και ανοιξε την πορτα. Εριξε μια ματια εξω και μετα γυρισε προς το μερος μου. Χαμογελασε και μου εδειξε τον διαδρομο.
«Ελευθερο το πεδιο.» ειπε και σηκωθηκα. Κατεβηκαμε τα σκαλια και μπηκαμε στην κουζινα. Εκεινος καθησε πανω στον παγκο ενω με κοιταζε που εψαχνα τα ντουλαπια. Ο ηλιθιος ο ξαδερφος μου δεν ειχε αφησει ουτε ιχνος δημητριακων. Το μονο που μπορουσα να κανω ηταν να τηγανισω μερικα αυγα και μπεικον αν και αμα ετρωγα κατι τετοιο τωρα θα ηταν και το τελευταιο γευμα της ημερας. Εβγαλα ολα τα υλικα απο το ψυγειο και τα αφησα πανω στον παγκο. Σταθηκα διπλα απο τον Γκρεγκ και αναστεναξα. Μετα απο οσα εγιναν δεν ειχα ορεξη για τιποτα.
«Βαριεσαι να μαγειρεψεις?» ρωτησε και με κοιταξε με ανασηκωμενο το φρυδι. Του εκανα μια γκριματσα για να τον αποφυγω και επιασα το μαγειρεμα. Οση ωρα εγω ετοιμαζα τα παντα εκεινος με παρακολουθουσε καθησμενος πανω στον παγκο. Τελικα θα εφτιαχνα μια απλη ομελετα με τυρι και μπεικον. Φυσικα ολα θα πηγαιναν μια χαρα αν εγω δεν ημουν τοσο αδεξια την ωρα που πηγα να αφησω το τηγανι στον νεροχυτη. Δεν ξερω πως εγινε αλλα η καυτη επιφανεια του τηγανιου ακουμπησε στο χερι μου και με εκαψε σε σημειο να τιναξω το τηγανι μακρια και να αρχισω να φωναζω απο τα νευρα μου. Εκεινος πεταχτηκε απο τον παγκο και ηρθε κοντα μου να με δει.
«Εισαι καλα? Τι εγινε?» με ρωτησε και προσπαθουσε να δει τα χερια μου.
«Ειμαι ηλιθια αυτο εγινε! Ασε με!» φωναξα και τον απεφυγα πιανοντας μια βρεγμενη πετσετα και πηγαινοντας προς το σαλονι. Καθησα στον καναπε και τυλιξα με την πετσετα το χερι μου. Επειδη ηταν υγρη με ανακουφησε καπως απο τον πονο και ετσι ηρεμισα καπως.
«Θα με αφησεις να το δω?» με ρωτησε ηρεμα και η αληθεια ειναι οτι δεν μπορουσα να αντισταθω στον τονο της φωνης του. Δεν πιστευω αλλωστε οτι θα μπορουσε κανεις αλλος να αντισταθει σε οτιδηποτε εχει να κανει με εκεινον.
Τεντωσα το χερι μου προς το μερος του και γυρισα το βλεμμα μου αλλου. Εκεινος το πηρε απαλα στα δικα του χερια και αρχισε να ξετυλιγει αργα την πετσετα. Υστερα εβαλε το χερι του πανω στην πληγη μου και κοκαλωσε. Τον ακουσα να ψιθυριζει κατι και γυρισα να τον δω. Ειχε κλεισει τα ματια και ψιθυριζε. Αφησε το χερι του και με κοιταξε με ενα χαμογελο. Αργοτερα εστρεψε το βλεμμα του προς την πληγη και προς μεγαλη μου εκπληξη δεν υπηρχε ουτε ενα μικρο κοκκινο σημαδι εκει που ειχα καει. Συνεχισε να κραταει το χερι μου και με μερικες κινησεις το εξεταζε.
«Πως το εκανες αυτο?» ρωτησα εκπληκτη.
«Οπως σου εχω πει ειμαι τελειως διαφορετικος. Θα πρεπει να σου εξηγησω πολλα καποια μερα για να καταλαβεις.» ειπε αλλα το υφος του μου φανηκε περιεργο. Δεν εδωσα σημασια καθως ημουν μαγεμενη με αυτα που εκανε και συνεχισα.
«Και γιατι δεν μου λες τωρα?»
«Γιατι δεν ειναι η καταλληλη ωρα.»
«Γιατι οχι?» γκρινιαξα αθελα μου.
«Γιατι πρωτα θελω εσυ να μου εξηγησεις αυτο.» ειπε και με μια αποτομη κινηση τραβηξε μερικα βραχιολια απο τον καρπο μου και αφησε τις χαρακιες εκτεθημενες. Τραβηξα το χερι μου και τον κοιταξα σοκαρισμενη. Δεν επρεπε να τον αφησω να τα δει. Μα πως μου ξεφυγαν.
«Δωσ’ τα μου πισω τωρα!» φωναξα ενω κρατουσα ετσι τον καρπο μου ωστε να μην φαινοντε. Το υφος του ηταν θυμωμενο και για εναν περιεργο λογο ενιωθα πολυ εκνευρισμενη και σοκαρισμενη ταυτοχρονα.
«Οχι αν δεν μου πεις τι ειναι αυτα!» μου αντεπιτεθηκε εκεινος και αρπαξε παλι το χερι μου. Το τραβηξα παλι πισω και σηκωθηκα ορθια εξαλλη.
«Τι νομιζεις οτι κανεις?» φωναξα και αμεσως σηκωθηκε και εκεινος και σταθηκε απεναντι μου. Οι γροθιες του ηταν σφιγμενες και τα χαρακτηριστηκα του ειχαν σκληρυνει.
«Θελω να μαθω γιατι τα εκανες. Εκει υπαρχουν πολυ φρεσκιες πληγες. Θελω να μου πεις το γιατι!»
«Δεν προκειτε να σου πω τιποτα! Φυγε και αφησε με στην ησυχια μου!» φωναξα με οση δυναμη μου ειχε απομεινει και ειδα στο προσωπο του κατι που δεν ηθελα ποτε να δω. Τον ειχε πλιγωσει το τελευταιο που ειπα. Απο την στιγμη που τον γνωρισα προσπαθουσα να τον πεισω οτι τον ηθελα διπλα μου και τωρα του ειπα να με αφησει. Ενιωσα ενοχες και μετανιωσα για καθε λεξη που ξεστομισα. Χαλαρωσα την θεση μου και εκεινος κοιτουσε το πατωμα με μια παγωμενη εκφραση. Την στιγμη που πηγα να του ζητησω συγγνωμη ειδα τον Κλοντ να κατεβαινει τις σκαλες με ενα χαμογελο. Νομιζω οτι δεν ειχε ακουσει τον καβγα μας.
«Μυρωδια πρωινου!» ειπε ενθουσιασμενος και υστερα σταματησε και μας κοιταξε απο πανω ως κατω. Ειμασταν ο ενας απεναντι απο τον αλλον σε τελειως επιθετικη θεση.
«Διακοπτω μηπως κατι?» ρωτησε και μας πλησιασε. Εκεινος με κοιταξε στα ματια και αμεσως με επιασε ενας πονος στην καρδια. Με πονουσε το βλεμμα του.
«Αφου θελεις να σε αφησω, θα το κανω.» ειπε και με φορα ανοιξε την πορτα και βγηκε απο το σπιτι. Τα ποδια μου δεν με κρατησαν και επεσα με τα γονατα στο πατωμα. Εβαλα το προσωπο στα χερια μου και ξεσπασα σε κλαματα. Ο Κλοντ ηρθε κοντα μου και με σηκωσε. Με εβαλε να καθησω στον καναπε και περιμενε μεχρι να ηρεμησω καπως ωστε να του εξηγησω τι εγινε. Αφου του ειπα ολη την ιστορια με επιασαν παλι τα κλαματα.
«Ελα ηρεμησε βρε Μονα. Ενταξει δεν ηταν τοσο καλο αυτο που του ειπες αλλα θα γυρισει. Ετσι πιστευω.» προσπαθησε να με καθησυχασει καπως. Το εκτιμουσα αυτο που εκανε αλλα δεν μπορουσα να περιμενω τοσο.
«Και αν δεν γυρισει?»
«Αν δεν γυρισει η θα βγεις εσυ να τον βρεις η θα χαθω και εγω και θα ζησεις την ζωη σου οπως πριν χωρις να εχεις δαιμονες να μπλεκοντε μεσα στα ποδια σου. Εσυ θελεις να γυρισει?»
«Ναι! Και φυσικα θελω να γυρισει. Τον θελω κοντα μου Κλοντ!»
Με ειχε πιασει ταραχη και στην ιδεα του να ζησω χωρις τον Γκρεγκ κοντα μου γινομουν χειροτερα. Εκεινος μου χαμογελασε και εγνεψε προς την πορτα.
«Ε τοτε τρεχα. Πηγαινε να τον βρεις στην παραλια. Εκει ειναι σιγουρα.»
«Εισαι σιγουρος? Και εσυ τι θα κανεις?» ειπα και τιναχτηκα ορθια.
«Θα παω σπιτι. Μην ανησυχεις για μενα. Απλα τρεχα!» μου φωναξε και διχως να το σκεφτω παραπανω αρπαξα τα κλειδια μου και βγηκα στον δρομο. Η μονη μου σκεψη ηταν εκεινος.



Merian